Φωτογραφίες: Σοφία Μανώλη
Ο Ολιβιέ Πυ βρέθηκε στην Αθήνα για να σκηνοθετήσει τον Βότσεκ του Άλμπαν Μπεργκ στη Λυρική Σκηνή. Καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ της Αβινιόν, πρώην διευθυντής του Οντεόν κι ένα από τα πιο βαριά ονόματα του γαλλικού θεάτρου, ο Πυ είναι ένας άνθρωπος με σαφείς και εκφρασμένες καλλιτεχνικές και πολιτικές θέσεις, που δεν μασάει τα λόγια του. Μην ξεχνάμε πως πρόκειται για τον άνθρωπο που είχε το θάρρος να πει πως αν εκλεγεί στην Αβινιόν δήμαρχος του Εθνικού Μετώπου, θα μεταφέρει το φεστιβάλ σε άλλη πόλη! Δεδομένης της παλιάς μας γνωριμίας, μίλησε για όλα σε μια συζήτηση βαρυσήμαντη: την πρόσφατη περικοπή κατά 60% του προϋπολογισμού της Φλάνδρας για τον πολιτισμό, την κατάσταση στη Γαλλία, και φυσικά τον Βότσεκ. Εφόσον αυτή τη φορά συναντιόμαστε στην έδρα μου, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία για να του φέρω να υπογράψει κάποια από τα βιβλία και τα cd του. Κοιτάζοντας τους Παριζιάνους του, αναρωτιέται πότε θα προλάβει να γράψει τη συνέχεια…
Θα γράψετε λοιπόν τη συνέχεια; Ένα δεύτερο τόμο, ή μια δεύτερη season. Αλλά δεν έχω ακόμα ξεκινήσει. Πρέπει να γράψω τη συνέχεια.
Γράφετε όμως αρκετά. Δουλεύετε πολύ, έτσι δεν είναι; (Γέλια)…
Σκηνοθετείτε θέατρο, όπερα, είστε καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ της Αβινιόν… Και τη σκηνοθεσία του ίδιου μου του εαυτού! Ναι, είναι πολλά!
Πως λοιπόν τα κάνετε αυτά; Ε, δεν κάνω τίποτε άλλο εκτός από αυτά! Αυτό είναι όλο. Δεν πρέπει να έχεις οικογένεια, ούτε παιδιά. Κι εγώ δεν έχω για να τα κάνω όλα αυτά.
Είναι η επιλογή σας. Ναι, είναι μια επιλογή ζωής. Να δουλεύω 100 ώρες την εβδομάδα χωρίς να σταματάω ποτέ. Είναι επιλογή ζωής… Ποτέ δεν σταματάω. Όταν σκηνοθετώ μια όπερα, γράφω πολύ. Είναι πολύ καλό για μένα. Γιατί βρίσκομαι μακριά από την Αβινιόν, έχω λοιπόν κάπως λιγότερα ραντεβού και δουλειές του φεστιβάλ, δουλειά γραφείου, και όταν κάνω μια όπερα, έχω χρόνο. Κάνουμε πρόβες 5-6 ώρες την ημέρα. Αυτό πριν και μετά σου αφήνει χρόνο. Έτσι έχω χρόνο να γράψω.
Έχετε κάνει πολύ όμορφα πράγματα στην όπερα. Λάτρεψα τους Διαλόγους Καρμελιτισσών. Έχω κάνει σαράντα μία όπερες! Αυτή είναι η τεσσαρακοστή πρώτη μου παραγωγή. Είναι τεράστιος όγκος. Κι έχω κάνει και βαριά πράγματα, πολύ μεγάλα θεάματα. Για την ακρίβεια, έχω κάνει πολύ λίγες μικρές παραγωγές. Ήμουν κυρίως σε πολύ βαριές.
Ξέρω πως αγαπάτε πολύ τον Βάγκνερ. Ναι. Είναι ο Θεός! Δεν βάζω τίποτε πάνω από τον Βάγκνερ. Ο Βάγκνερ κι ο Κόουλ Πόρτερ, αυτοί είναι οι δύο κορυφές μου από το δυτικό πολιτισμό. Και στην όπερα, από τον Βάγκνερ έχω πάρει τις μεγαλύτερες χαρές. Αλλά δεν μπορούμε και δεν πρέπει να τον συγκρίνουμε με τους άλλους. Δεν πρέπει να συγκρίνουμε κανέναν με κανέναν, ο κάθε καλλιτέχνης είναι μοναδικός. Λατρεύω τον Μπεργκ, αλλά δεν είναι Βάγκνερ. Είμαι φανατικός του Βέρντι, που είναι εντελώς διαφορετικός. Απλά δεν πρέπει να τους συγκρίνουμε.
Πράγματι. Υπάρχει η όπερα, κι υπάρχει κι ο Βάγκνερ. Ακριβώς. Είναι έξω από κάθε κατηγορία. Ο Βάγκνερ είναι ένας κόσμος. Ελπίζω να κάνω όλες τις όπερες του Βάγκνερ στη ζωή μου. Δεν μου μένουν πολλές να κάνω. Μου μένει ο Πάρσιφαλ, οι Αρχιτραγουδιστές και το Δαχτυλίδι. Και θα μου άρεσε πολύ να κάνω και τον Ριέντσι. Αλλά αυτός δεν είναι πολύ βαγκνερικός.
Και με τον Μπεργκ; Έχω κάνει τη Λούλου στη Γενεύη πριν από δέκα-δώδεκα χρόνια. Κι ήταν να κάνω τον Βότσεκ στην La Monnaie, στις Βρυξέλλες, αλλά το ακύρωσα γιατί ήταν η χρονιά που ανέλαβα το Φεστιβάλ της Αβινιόν. Δεν γινόταν λοιπόν να κάνω τον Βότσεκ τον Ιούνιο και να έχω τον Ιούλιο την Αβινιόν, ήταν αδύνατον. Μου έμεινε βέβαια μια τύψη, γιατί πάντοτε λάτρευα αυτή τη μουσική. Δεν έχω καμιά δυσκολία μαζί της – αν και είναι μια μουσική που μπορεί να φανεί δύσκολη στο κοινό κάποιες φορές. Μπορεί να μοιάζει ακόμα και δυσάρεστη – ο Βότσεκ ακόμα περισσότερο από τη Λούλου. Στον Βότσεκ υπάρχουν ηχητικά γεγονότα και μετά υπάρχει μουσική, αλλά όχι συνεχώς. Κι επίσης ο Βότσεκ έχει περισσότερο να κάνει με λόγο, ενώ η Λούλου είναι πιο τραγουδισμένη. Η Λούλου είναι πιο λυρική. Ο Βότσεκ είναι μια οπερατική εμπειρία πιο κοντά στο θέατρο, απολύτως μοναδική. Είναι λοιπόν καιρός που ήθελα να κάνω τον Βότσεκ. Έχω δει τόσους Βότσεκ στην όπερα και στο θέατρο… Για τη γενιά μου ήταν ένα έργο – τοτέμ. Όταν όμως ανέβαινε τότε ο Βόυτσεκ, ήταν αυστηρά μαρξιστικός. Η υπερβατικότητα που μπορεί να έχει το έργο, στη γενιά μου δεν ήταν πολύ παρούσα. Κι έχω δει πολλές, πολλές σκηνοθεσίες.
Δεν υπάρχει και μια υπαρξιακή πλευρά; Βεβαίως. Σαφέστατα υπάρχει. Αλλά υπάρχει και μια υπερβατική. Είναι σχεδόν ένας Ντοστογιέφσκι. Ακόμα κι αν είναι ένας κόσμος χωρίς Θεό, είναι όμως ένας κόσμος του Γολγοθά – κοινωνικό Γολγοθά θα τον ονόμαζα. Ο Βόυτσεκ είναι ταυτόχρονα ο προλετάριος ενός βιβλίου της μαρξιστικής περιόδου, αλλά είναι κι ένα είδος Χριστού. Ο άνθρωπος της οδύνης, λοιπόν. Ελπίζω πως θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε ένα είδος ενσυναίσθησης με το πρόσωπό του. Γιατί όταν βλέπουμε τον Βόυτσεκ σαν τέρας… Για παράδειγμα, δεν μου αρέσει πολύ ο Βόυτσεκ του Κλάους Κίνσκι. Βρίσκω πως δεν είναι σωστός. O Κίνσκι είναι υπερβολικά extravagant για τον Βόυτσεκ! Είναι ο Νοσφεράτου, είναι ένα τέρας, είναι η τρέλα. Ο Βόυτσεκ είναι ο άνθρωπος που συναντάμε κάθε μέρα και δεν τον κοιτάζουμε. Που δεν έχει ιστορία, που δεν έχει όνομα, και που θα συντριβεί από την κοινωνία, από την ιστορία, από την οικονομία.
Σε αυτή την κατεύθυνση λοιπόν κινείστε στη σκηνοθεσία σας. Ναι, μα ήδη σας είπα πολλά. Κι ήθελα μια σκηνογραφία που ταυτόχρονα να είναι ένας λαβύρινθος. Όταν μιλούσα στην αρχή στον Πιερ-Αντρέ (σ.σ. Βάιτς, ο μόνιμος σκηνογράφος του) για το σκηνικό, του είπα πως θέλω ένα λαβύρινθο όπως αυτούς που βάζουμε μέσα τα μικρά ποντικάκια στα εργαστήρια. Τον κολασμένο κόσμο μιας τερατώδους παρατήρησης. Κάτι τέτοιο φτιάξαμε λοιπόν.
Μου θυμίζετε το Ο θείος από την Αμερική του Αλαίν Ρεναί. Ναι, ναι, αυτό είναι! Τα μικρά ποντίκια που τρέχουν! Μόνο που οι άνθρωποι δεν θα ντυθούν ποντίκια!
Συνεχίζετε στη διεύθυνση του Φεστιβάλ της Αβινιόν. Ναι, ακόμα δυο χρόνια. Την προσεχή και την επόμενη. Μετά η Αβινιόν τελειώνει για μένα.
Θεωρείτε πως επιτύχατε αυτά που μου λέγατε όταν επρόκειτο να την αναλάβετε; (Μετά από λίγη σκέψη). Ναι. Ναι. Νομίζω πως με όλες τις ομάδες καταφέραμε να κάνουμε αυτό που θέλαμε. Φτάνω στο τέλος της δεύτερης θητείας μου και μου μένουν αλλά δύο φεστιβάλ, αλλά νομίζω πως αυτό που θέλαμε να κάνουμε, το κάναμε. Νομίζω πως το πιο κύριο ζήτημα, είναι κι αυτό ακριβώς που μου προσάπτουν – κι αυτό είναι πολύ καλό σημάδι: Πως έκανα την Αβινιόν μια ισχυρά πολιτική στιγμή. Εγώ δεν ήθελα μια Αβινιόν που να είναι μια αγορά τέχνης, αγορά θεαμάτων, όπως είναι οι μεγάλες FIAC. Για μένα είναι μια στιγμή όπου οι άνθρωποι πρέπει να ξανασυναντιούνται, να ξανασκέφτονται αυτό τον κόσμο, να βρίσκουν ο ένας τον άλλο, να φαντάζονται ουτοπίες… Νομίζω πως αυτό το καταφέραμε.
Μιλώντας για πολιτική: Γι αυτά που συμβαίνουν στη Γαλλία αυτή τη στιγμή… Ναι, είναι περίπλοκα τα πράγματα! Αλλά για να πω την αλήθεια, δεν βρίσκομαι στη Γαλλία, και δεν ήμουν καθόλου στη Γαλλία όλο αυτό το τελευταίο διάστημα. Ήδη βρίσκομαι εδώ τις τελευταίες έξι εβδομάδες, που είναι ήδη πολύ, αλλά και πριν δεν βρισκόμουν στη Γαλλία. Έχω ταξιδέψει πολύ. Πρώτα στην Παλαιστίνη, και μετά γύρισα στο Σεράγεβο, πράγμα πολύ σημαντικό για την προσωπική μου ιστορία.
Πάντως εδώ επικρατεί σιωπή σχετικά με όσα συμβαίνουν. Α ναι; Πάντως στα γαλλικά μέσα ενημέρωσης εδώ και ένα χρόνο δεν υπάρχει παρά μόνον αυτό. Μιλάμε πολύ λιγότερο για το Ιράν ή την Παλαιστίνη. Όλα τα τηλεοπτικά δελτία μιλούν κυρίως για τα Κίτρινα Γιλέκα, όπως κι οι εφημερίδες.
Πάντως ακούμε πως όσα λέγονται και δείχνονται δεν είναι ακριβώς η αλήθεια. Ναι, αλλά αυτό μπορούμε να το πούμε πάντα και για όλα! (Γέλια). Ποια είναι τελικά η αλήθεια; Ακόμα κι οι φωτογραφίες των κοάλα από την Αυστραλία, είναι κι αυτές «πειραγμένες». Έχουν περάσει από photoshop. Ζούμε μια ενδιαφέρουσα εποχή σε σχέση με το τι είναι αλήθεια, με το ποια είναι η σχέση ανάμεσα στην αλήθεια και την πολιτική, ανάμεσα στους δημοσιογράφους και την αλήθεια… Έχουν πέσει πλέον όλοι οι φραγμοί. Οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι δεν δεσμεύονται πλέον από την αλήθεια, κι αυτό στο όνομα της αλήθειας! (Γέλια). Γιατί μια καλή φωτογραφία είναι πιο σημαντική από την αλήθεια. Όλα αυτά λοιπόν τα κοιτάζω με βλέμμα ερωτηματικό.
Κι η Γαλλία του σήμερα; Μα η Γαλλία του σήμερα μοιάζει με τη Γαλλία του πάντοτε! Όταν υπάρχει κάποια μεταρρύθμιση που πηγαίνει προς μια φιλελεύθερη κατεύθυνση, γίνονται απεργίες για ένα μήνα. Αυτό συμβαίνει κάθε πέντε χρόνια εδώ κι εκατόν πενήντα χρόνια! Αντιθέτως, έτσι λειτουργεί η Γαλλία. Η Γαλλία έχει ανάγκη αυτές τις μεγάλες στιγμές, και τις γιορτάζει όλο και πιο συχνά. Αυτή είναι η Γαλλία ανέκαθεν. Όταν ταξιδεύει κανείς πολύ, στην πραγματικότητα του κάνει εντύπωση πόσο καλά πάει η Γαλλία. Όταν ταξιδέψει παντού, από την Ιαπωνία στην Αφρική, στη Μέση Ανατολή, στην Ευρώπη και τη Βόρειο και Νότιο Αμερική, είναι αρκετά ανησυχητικό το σε πιο βαθμό ζούμε σε μια χώρα εξαιρετικά ευτυχισμένη. Αυτό που είναι πολύ ανησυχητικό στη Γαλλία, είναι η άνοδος του Front National. Η πλειοψηφία των γάλλων, αν τους θέσετε το ερώτημα αν μια μέρα θα μπορούσε να γίνει κυβέρνηση στη Γαλλία η άκρα δεξιά, θα σου πουν: Όχι, είναι αδύνατον. Ακόμα κι οι ακροδεξιοί θα σου πουν πως δεν είναι δυνατόν. Κανείς δεν το πιστεύει. Κι όμως, αυτό συμβαίνει στην Αγγλία, αυτό συμβαίνει στις ΗΠΑ. Αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην πραγματικότητα, είναι αυτό. Τα υπόλοιπα είναι η συνήθης λειτουργία του συνδικαλιστικού πολέμου κατά του φιλελευθερισμού.
Πάντως στις τελευταίες δημοτικές εκλογές στην Αβινιόν, πήρατε μια θέση πολύ ξεκάθαρη και πολύ ισχυρή. Και πολύ εύκολη, και πολύ απλή! Αλλά δεν νομίζω πως υπάρχει κίνδυνος για τις προσεχείς εκλογές στην Αβινιόν. Παραδόξως, για λόγους εντελώς τοπικούς. Πριν από έξι χρόνια, τους περιμέναμε στο 17%, και πήραν 32% στον πρώτο γύρο! Ήταν μια έκπληξη… Αλλά νομίζω πως θα είναι πιο χαμηλά από ότι πριν έξι χρόνια. Είναι παράξενο.
Στην πρώτη μας συνέντευξη – δεν θα πω πόσα χρόνια πριν! – μου είχατε πει πως υπάρχουν δύο κεντρικά σημεία στην προσωπικότητά σας: πως είστε καθολικός και πως είστε ομοφυλόφιλος. Αν είναι κεντρικά σημεία; Προφανώς. Ο σεξουαλικός προσανατολισμός έχει επίδραση στο πεπρωμένο μας. το ίδιο κι η σχέση με μια πίστη, με μια λατρεία. Σίγουρα. Είμαι ακόμα καθολικός, αλλά μου είναι όλο και πιο δύσκολο. Ομοφυλόφιλος, μου είναι όλο και πιο εύκολο! Αλλά το να είσαι καθολικός γίνεται διαρκώς όλο και πιο δύσκολο. Ειδικά στη Γαλλία.
Γιατί; Γιατί οι επίσκοποι είναι όλοι ακροδεξιοί. Όλοι οι γάλλοι επίσκοποι έχουν διαφθαρεί από την άκρα δεξιά. Όλος ο γαλλικός κλήρος, η πρωτότοκη κόρη της εκκλησίας, όπως λέμε στη Γαλλία, έχει κατακτηθεί από την άκρα δεξιά. Οι καθολικοί της αριστεράς, λοιπόν, όπως τους λέγαμε κάποτε, έχουν γίνει μια απίστευτη μειοψηφία – μια μειοψηφία της μειοψηφίας. Είναι δύσκολο, λοιπόν. Πολιτικά δύσκολο, γιατί πνευματικά παραμένει μια χάρις, τίποτε άλλο από χάρις. Χάρις ανήκουστη, μέσα σους καιρούς που ζούμε, το να έχεις αυτό το διάλογο με το Ευαγγέλιο.
Είπατε πως είναι τα δύο τελευταία χρόνια σας στην Αβινιόν. Αν κατόπιν σας προταθεί μια άλλη διευθυντική θέση σε παρόμοιο θεσμό; Ίσως, Θα το δούμε. Δεν ξέρω. Ούτε πού, ούτε και τι. Αν όμως είναι μια ενδιαφέρουσα περιπέτεια, ναι, μετά χαράς, είμαι έτοιμος να το κάνω!
Δεν σας έχει κουράσει λοιπόν το να διευθύνετε ένα τόσο μεγάλο καλλιτεχνικό οργανισμό. Όχι. Όχι, δεν νιώθω κόπωση. Πρόκειται για υπέροχες περιπέτειες. Η ευχή μου θα ήταν να ξαναβρώ ένα θέατρο. Είναι αυτό που μου έχει λείψει στην Αβινιόν. Εκεί δεν έχω ένα θέατρο, δεν έχω τη ζωή του θεάτρου, την καθημερινότητά του. Είναι κάτι που είναι κουραστικό, σκληρό, αλλά και που με παθιάζει. Θα με ενδιέφερε σίγουρα να βρω ένα θέατρο. Αλλά δεν ξέρω τίποτα.
Γι αυτή τη ζωή του θεάτρου είναι που κάνατε αυτή την επιλογή όταν, όπως μου είχατε πει, αντιμετωπίσατε το δίλημμα του να γίνετε ιερέας ή καλλιτέχνης; Πιθανότατα. Δεν ξέρω. Κάποιες φορές δεν χρειάζονται μεγάλα πράγματα για να αποφασίσει κανείς. Μια –δυο συναντήσεις, κι ίσως είχα πάρει μια άλλη κατεύθυνση, θα ήταν πιθανό. Τώρα πια το πεπρωμένο μου βρίσκεται πίσω μου. Όμως είναι αλήθεια πως βρήκα στο θέατρο, κι ειδικά στο γαλλικό κρατικό θέατρο, ένα χώρο ποιητικής ελευθερίας, που δεν τον βρήκα, για παράδειγμα, στο σινεμά. Με ενδιέφερε κι αυτό, όπως γνωρίζετε, αλλά είχε πολλούς οικονομικούς περιορισμούς, και δεν ήθελα να το κάνω. πολύ γρήγορα κατάλαβα πως δεν ένιωθα άνετα μέσα σε αυτό το σινεμά. Σήμερα, οι νεώτερες γενιές κάνουν πολύ πιο εύκολα σινεμά παρά θέατρο, γιατί δεν κοστίζει πλέον τίποτα να κάνεις μια ταινία. Με το κινητό σου τηλέφωνο μπορείς να κάνεις μια ταινία. Είναι υπέροχο, αν το είχα αυτό στην εποχή μου, μπορεί το πεπρωμένο μου να ήταν διαφορετικό. Θα είχα κάνει ταινίες. Κάνεις το μοντάζ στο δωμάτιό σου, είναι φανταστικό, υπέροχο! Το να κάνεις μια ταινία σήμερα, είναι εξίσου εύκολο όπως το να γράψεις ένα βιβλίο – κι εξίσου δύσκολο. Αλλά τεχνικά και οικονομικά, είναι της ίδιας τάξης. Ενώ το να κάνεις θέατρο, έχει γίνει οικονομικά πολύ-πολύ περίπλοκο. Μπορεί να είχα αποφασίσει κάτι άλλο, δεν ξέρω. Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν αποφάσισα τίποτα. Αποφάσισα να μην παίρνω αποφάσεις, και να αφήσω το πεπρωμένο μου να με σέρνει εδώ κι εκεί.
Παρόλα αυτά, το θέατρο στη Γαλλία εξακολουθεί να υποστηρίζεται οικονομικά από το κράτος, έτσι δεν είναι; Υποστηρίζεται από το κράτος, από τις περιφέρειες κι από τους δήμους. Υποστηρίζεται λιγότερο από τους δήμους εδώ και 5-6 χρόνια. Γιατί τα κονδύλια των δήμων έχουν μειωθεί, και αυτό είχε αντίκτυπο στον πολιτισμό. Η υποστήριξη του κράτους είναι αρκετά σταθερή. Είναι εν πολλοίς σταθερή, παρ’ όλες τις μειώσεις. Οι δήμοι είναι που έχουν ολίγον αποτραβηχτεί. Υπάρχει λοιπόν μια μικρή οικονομική ύφεση στο θέατρο, που όμως δεν έχει καμιά σχέση με αυτά που βλέπουμε αλλού, όπως φέτος το χειμώνα στη Φλάνδρα. Εκεί πρόκειται αληθινά για μια τραγωδία, για ένα έγκλημα. Είναι η αυτοκτονία μιας χώρας αυτό. Και δεν είναι φόνος, είναι αυτοκτονία. Αυτή η μικρή περιοχή έλαμψε επί είκοσι χρόνια με τρόπο εξαιρετικό σε σχέση με το μέγεθός της. Είναι τόσο δύσκολο αυτό. Δεν ξέρω, δεν είμαι υπουργός Πολιτισμού ούτε της Φλάνδρας, ούτε της Γαλλίας. Αλλά πρέπει να ελπίζουμε πως ο πολιτισμός κι η Γαλλία είναι συνώνυμα, και πως θα είναι αυτονόητο πως το κράτος θα προστατεύει την πολιτιστική αυτή εξαίρεση. Αλλά δεν είναι αλήθεια. Για πολύ λίγα πράγματα μπορεί να ισχύει αυτό. Μπορεί αύριο να έχουμε μια κυβέρνηση ακροδεξιών, ή της άκρας δεξιάς. Οι νεοφιλελεύθεροι θα σκοτώσουν τον πολιτισμό. Η άκρα δεξιά θα έχει το δικό της πολιτισμό. Η άκρα δεξιά έχει πολιτιστική πολιτική, η οποία είναι πολύ διαφορετική από τη δική μου. Όμως η νεοφιλελεύθερη δεξιά θα εξαλείψει τον πολιτισμό. Τίποτα δεν κρατάει για πάντα. Κάθε γενιά πρέπει να ξαναδώσει αυτή τη μάχη. Γιατί είναι μια μάχη, ποτέ δεν είναι τελειωτικά κερδισμένη.
Και τι γνώμη έχτε για το γαλλικό θέατρο σήμερα; Καλή. Το γαλλικό θέατρο είναι καλό. Έχει μεγάλο πλούτο, υπάρχουν πολλοί νέοι καλλιτέχνες, πολλοί συγγραφείς, υπάρχουν απόπειρες για πολύ διαφορετικές φόρμες. Νομίζω πως αυτό που αποτελεί τη δύναμη του γαλλικού θεάτρου – του κρατικού θεάτρου τουλάχιστον, γιατί αυτό γνωρίζω – είναι η ποικιλομορφία του. Δεν υπάρχει ούτε ένας καλλιτέχνης που να μοιάζει με τον άλλο. Ενώ στη Γερμανία, που είναι σχεδόν η μόνη ομόλογή μας, μαζί με το Βέλγιο, υπάρχει πολύ περισσότερο μια ομοιομορφία των αισθητικών. Βλέπεις λίγο-πολύ το ίδιο θέατρο παντού. Ενώ το γαλλικό θέατρο έχει μεγάλη ποικιλία, κι είναι πάρα πολύ διεθνές, πράγμα που είναι δύναμη. Δεν γνωρίζω κανένα θέατρο στον κόσμο που να είναι τόσο διεθνές όσο το γαλλικό. Είναι απίστευτο. Προφανώς όχι στο Λονδίνο – αυτή η χώρα έχει αρχίσει να γίνεται μια πολύ μικρή χώρα, με εθνική ταυτότητα, κλεισμένη στον εαυτό της, αυτή είναι η επιθυμία της. Πολύ λιγότερο στη Γερμανία, γιατί εκεί το σύστημα είναι διαφορετικό, με μεγαλύτερη αποκέντρωση του πολιτισμού, οπότε υπάρχουν μικρόκοσμοι. Αλλά το γαλλικό θέατρο είναι εξαιρετικό. Κι όταν μιλάω για το γαλλικό θέατρο, εννοώ τη δημιουργία και τους θεσμούς. Γιατί το θεσμικό πλαίσιο είναι μοναδικό στον κόσμο, είναι ένας εθνικός θησαυρός. Μόνον όσοι δεν έχουν ταξιδέψει καθόλου δεν το συνειδητοποιούν πως είναι εθνικός θησαυρός. Μπορείτε να πάτε στο Μονπελιέ ή στην Ορλεάνη, και να δείτε δουλειές του Καστελλούτσι ή του Βαρλικόφσκι… Είναι απίστευτο! Είναι τρέλα! Σε μικρές πόλεις, που έχουν ωραίους χώρους. Και στο Σαιντ Ετιέν να δείτε παραστάσεις του Οστερμάγιερ. Και πληρώνοντας εισιτήριο δεκαπέντε ευρώ… Παντού. Κι εδώ φαίνεται όλη η κοινωνική και λαϊκή διάσταση. Κι έχει επιτύχει. Κι όμως πάντα υπάρχει η εντύπωση πως το γαλλικό θέατρο δεν προχωράει, πως δεν υπάρχουν καλλιτέχνες, πως όλα έχουν σταματήσει, σκουριάσει, πως οι αίθουσες είναι άδειες… Κι αυτό δεν σταματάει ποτέ. Είναι απόψεις που επανέρχονται διαρκώς. Και δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ψευδείς, είναι εντελώς ψευδείς.