Δεν είναι τυχαίο που το ελληνικό κοινό τηρεί ευλαβικά εδώ και χρόνια κάποια συναυλιακά ραντεβού με συγκεκριμένα συγκροτήματα. Οι Fuzztones κατέχουν περίοπτη θέση ανάμεσα τους – κι υπάτρχουν εξαιρετικοί λόγοι γι αυτό: Σπάνια γνωρίζει κανείς με βεβαιότητα πως θα παρακολουθήσει μια μπάντα που θα τα δώσει όλα, με πάθος και εκρηκτική ενέργεια. Τόσα χρόνια μετά την πρώτη φορά που τους είδε κανείς να παίζουν (εδώ ο καθένας καλείται να τοποθετήσει τη δική του χρονολογία) η απόλαυση είναι πάντα η ίδια… Το ίδιο ισχύει και για τις συνεντεύξεις με τον frontman τους, τον απίστευτο Rudi Protrudi. Έχω την τύχη να έχω μιλήσει πάμπολλες φορές μαζί του, και τον συγκαταλέγω στους κορυφαίους storytellers που έχω συναντήσει στη ζωή μου. Άλλωστε έχει πάντοτε τόσες – πάντα διαφορετικές – συναρπαστικές ιστοριές να αφηγηθεί…
Πόσα χρόνια είναι τώρα που ζεις στο Βερολίνο; Περίπου 15 χρόνια.
Δεν είναι και λίγο! Πώς πήρες αυτή την απόφαση; Ήταν συνδυασμός δύο πραγμάτων. Έψαχνα να μετακομίσω στην Ευρώπη πριν από 16 χρόνια γιατί δεν μου άρεσε η πολιτική κατάσταση όταν ο Τζωρτζ Μπους ήταν πρόεδρος. Και το άλλο είναι, βέβαια, πως πάντοτε ήθελα να ζω στην Ευρώπη γιατί η fanbase μας βρίσκεται στην Ευρώπη. Kαι όταν γνώρισα τη Lana, συνέβη εκείνη να ζει ήδη στο Βερολίνο. Αρχίσαμε να παίζουμε μαζί, ερωτευτήκαμε, κι έτσι ήταν πολύ εύκολο να μετακομίσω στο Βερολίνο, να έρθω εδώ για να ζήσω μαζί της. Όταν συζήσαμε λοιπόν, ξαναφτιάξαμε το συγκρότημα εδώ, κι από εκεί και πέρα τα υπόλοιπα ανήκουν στην ιστορία.
Είναι ενδιαφέρον αυτό. Το ξέρουμε πως το μεγαλύτερο μέρος του κοινού σας βρίσκεται στην Ευρώπη. όμως η βάση της μουσικής σας είναι στο αμερικάνικο garage και την ψυχεδέλεια. Πώς γίνεται λοιπόν κι αυτή η μουσική είναι πιο δημοφιλής στην Ευρώπη παρά στις ΗΠΑ, που είναι η πατρίδα της και κάτι τέτοιο θα ήταν πιο φυσιολογικό; Μάλλον είναι το σύνδρομο «Το γρασίδι είναι πιο πράσινο στο διπλανό λιβάδι»! Η Αμερική στην πραγματικότητα δεν εκτιμά τις δικές της ρίζες. Έχει μια κουλτούρα fast food, κι αυτό επηρεάζει όλα τ’ άλλα, και δημιουργεί μια κουλτούρα fast κουλτούρας! Αρπάζονται από μια μόδα, και του χρόνου έρχεται μια άλλη μόδα, και τον επόμενο μήνα μια άλλη… Και δεν είναι μόνο αυτό: νομίζω πως υπάρχει μια ισχυρή κίνηση από πλευράς της μουσικής βιομηχανίας να διατηρήσουν τη rap στο προσκήνιο. H rap κρατάει σαράντα χρόνια τώρα, και δεν μένει στην πραγματικότητα χώρος για τίποτε άλλο – μόνο rap και η νερωμένη pop μουσική που ακούγεται στο American Idol ή στο ραδιόφωνο. Σε αφήνουν να κάνεις κάτι αν είναι επιτυχημένο ή αν είναι εμπορικό, και θέλουν να το κρατήσουν έτσι όσο περισσότερο μπορούν. Δεν θέλουν να ρισκάρουν με ένα διαφορετικό είδος μουσικής. Νομίζω λοιπόν πως ποτέ δεν γίναμε πολύ δημοφιλείς εκεί. Όσο για τους ευρωπαίους, επειδή ποτέ δεν είχαν αυτό που θεωρείται garage μουσική, δεν υπήρξε ποτέ – ούτε τότε – ευρωπαϊκό φαινόμενο, παρόλο που συνέβη τη δεκαετία του ’60 στην Αμερική ομολογουμένως για ένα σύντομο διάστημα. Έτσι για τους ευρωπαίους υπήρξε πάντοτε καινούριο είδος!
Εσύ πώς ήλθες τότε, εκείνα τα χρόνια, σε επαφή με αυτή τη μουσική; Όταν ήμουν εγώ teenager, αυτά τα πράγματα παίζονταν στο ραδιόφωνο! Δεν υπήρχε ο όρος garage. Τα συγκροτήματα που τώρα θεωρούμε garage, όπως οι Seeds, οι Question Mark and the Mysterians, οι Shadows of Knight, είχαν top ten hits στο ραδιόφωνο! Αν άνοιγες το ραδιόφωνό σου, μπορεί να άκουγες τον Dean Martin στο Everybody needs somebody to love, αμέσως μετά τους Shadows of Knight στο Gloria, κι αμέσως μετά τους Beatles! Κι όλα αυτά ήταν απλώς το Top-40! Έτσι το λέγαμε, ήταν τα εβδομαδιαία music charts. Και κανένας στην πραγματικότητα δεν πήγαινε πιο πέρα από αυτή την ετικέτα. Και μόνο εκ των υστέρων κοιτάζουμε τα κομμάτια εκείνης της εποχής και χαρακτηρίζουμε εκείνη τη μουσική που γινόταν συγκεκριμένα από teenagers για teenagers ως garage – κι όταν λέω από teenagers, τα garage συγκροτήματα στα οποία αναφερόμαστε ήταν συγκροτήματα που δεν ήταν εκλεπτυσμένα. Ήταν ωμά. Ίσως είχαν μάθει μερικά ακόρντα, ίσως να ήταν αποτελεσματικοί στο να παίζουν lead κιθάρα, αλλά κανείς τους δεν ήταν Eric Clapton! Κι ούτε χρειαζόταν να είναι – γιατί αν ο Eric Clapton έπαιζε με τους Question Mark and the Mysterians , θα είχε καταστρέψει εντελώς αυτό που τους κάνει μοναδικούς. Είναι αυτή ακριβώς η ωμότητα, ο εφηβικός ενθουσιασμός που μεταδίδουν στη μουσική τους είναι που την κάνει τόσο ξεχωριστή. Δημιούργησα την πρώτη μου μπάντα όταν ήμουν δεκατεσσάρων, κι αυτό ήταν το 1966. Στην πραγματικότητα λοιπόν ήμουν μέρος του αυθεντικού garage κινήματος – αν έτσι θέλεις να το ονομάζεις. Άρα ήταν πολύ εύκολο για μένα να αναφερθώ ξανά σε αυτό το 1980 όταν δημιούργησα τους Fuzztones. Γιατί ήταν ήδη στο αίμα μου, είχα περάσει ήδη από εκεί, είχα ήδη παίξει τέτοια μουσική για εφηβικό κοινό σε εφηβικά κλαμπ, σε γυμναστήρια γυμνασίων κι όπου αλλού γίνονταν χοροί για τους εφήβους, το είχα ήδη κάνει τη δεκαετία του ’60.
Θυμάσαι ποιο συγκρότημα ή ποιο κομμάτι ήταν που άκουσες και σε έκανε να πεις: «Αυτό είναι, να τι θέλω να κάνω κι εγώ!»; Ναι, φυσικά! Το πρώτο-πρώτο, όπως κάθε αγόρι τη δεκαετία του ’60, ήταν όταν είδα για πρώτη φορά τους Beatles στο Ed Sullivan Show, αποφάσισα πως θέλω να παίζω σε ένα συγκρότημα! Όμως το πρώτο συγκρότημα που είδα ποτέ ζωντανά, ήταν οι Paul Revere and the Raiders – κάποιοι έλληνες ακροατές μας θα θυμούνται πως γύρω στο 2005, νομίζω, είχαμε φέρει μαζί μας στην Ελλάδα τον Mark Lindsay, και είχαμε παίξει ένα μίνι σετ με τις μεγαλύτερες επιτυχίες των Paul Revere and the Raiders από το 1966. Είχαν τεράστια επιτυχία στην Αμερική τότε, αλλά ήταν garage μπάντα – τουλάχιστον στην αρχή. Έγιναν πιο εκλεπτυσμένοι στην πορεία, όπως κι οι Rolling Stones. Στην αρχή όμως ήταν garage. Έπαιζαν στο New Jersey όταν ήμουν εκεί για διακοπές στα 14 μου, και δεν μπορούσα να πάω μόνος μου, κι έτσι με πήγε η μητέρα μου. Πήγαμε σε μια μεγάλη αίθουσα συναυλιών, όπου υπήρχαν μόνο έφηβες κοπέλες που ούρλιαζαν κι οι μαμάδες τους, κι εγώ!
Όχι κι άσχημα! Αν είδα τους Beatles στην τηλεόραση και φαντάστηκα τον εαυτό μου να παίζει σε συγκρότημα, από τη στιγμή που είδα ένα συγκρότημα να παίζει ζωντανά και είδα τις αντιδράσεις των έφηβων κοριτσιών σε αυτό, τότε ήξερα με βεβαιότητα πως πρέπει να πάρω μια κιθάρα και να φτιάξω ένα συγκρότημα! Κι αμέσως πήγα κι έκανα ακριβώς αυτό. Μπορώ να πω πως οι Paul Revere and the Raiders ήταν το 98% της αιτίας που με οδήγησε να πιάσω στα χέρια μου κιθάρα και να φτιάξω μια μπάντα.
Πού ζούσες τότε; Στην Πενσυλβανία. Η μοναδική νότια πολιτεία στο βόρειο κομμάτι των ΗΠΑ! Εμείς την λέμε Πενσυλτάκι! (Γέλια). Μια πολύ οπισθοδρομική πολιτεία με πολλά βλαχαδερά (hillbillies).
Κι ως πότε έμεινες εκεί; Έφυγα το 1977 και πήγα στη Νέα Υόρκη.
Τότε ήταν που δημιούργησες τους Tina Peel; Ναι. Αν και στην πραγματικότητα οι Tina Peel δημιουργήθηκαν στην Πενσυλβανία, με την πρόθεση να μετακομίσουμε στη Νέα Υόρκη. Το συγκρότημα το φτιάξαμε εγώ και η Deb O’Nair. Κι από την πρώτη κιόλας πρόβα φέραμε δύο μουσικούς – εκείνη γνώριζε τον ένα, και τον άλλο τον βρήκαμε από μια αγγελία που βάλαμε σε ένα μουσικό κατάστημα. Δεν τους γνωρίζαμε αυτούς τους τύπους, κι από την πρώτη πρόβα τούς είπα: «Η ιδέα πίσω από το συγκρότημα είναι πως θα μετακομίσουμε στη Νέα Υόρκη! Θέλετε να το κάνουμε;». Κι αυτοί δεν με ήξεραν καν! Αλλά με τη δύναμη του υλικού που έγραφα εκείνη την εποχή, που ήταν πολύ ασυνήθιστο για την Πενσυλβανία, είπαν ναι. Κάναμε πρόβες επί ένα χρόνο, δουλέψαμε πολύ σκληρά, γίναμε πολύ καλοί, μετακομίσαμε στη Νέα Υόρκη, αρχίσαμε να παίζουμε σχεδόν αμέσως, και γίναμε πολύ δημοφιλείς αρκετά γρήγορα. Μέσα σε ένα χρόνο, βγάζαμε 1000 δολάρια τη βραδιά. Την εποχή που διαλυθήκαμε, το 1980, τόσα βγάζαμε για μια εμφάνιση – κι όταν φτιάξαμε τους Fuzztones πέσαμε στα 5 με 10 δολάρια τη βραδιά! Κι έτσι πήγε επί δύο χρόνια. Νομίζω πως τα περισσότερα που έβγαλαν οι Fuzztones την πρώτη διετία ήταν 30 δολάρια, που τα μοιράζονταν τέσσερα άτομα.
Θα ήταν μια καλή ερώτηση το γιατί το κάνατε, αφού πηγαίνατε τόσο καλά. Για τη μουσική. Κι εγώ κι η Deb πιστεύαμε πως πήγαμε τους Tina Peel όσο μακριά μπορούσαν να φτάσουν. Υπήρξε κάποιο ενδιαφέρον από δισκογραφικές εταιρίες, αλλά το βρίσκαμε πάρα πολύ δύσκολο να διατηρήσουμε τη μπάντα ζωντανή. Είχαμε ένα μπασίστα που αρνιόταν να μετακομίσει, ζούσε στο Χάρισμπουργκ της Πενσυλβανίας και δεν έκανε καν πρόβα μαζί μας, απλώς ερχόταν για να παίξει στις εμφανίσεις μας. δεν μπορούσαμε λοιπόν να γίνουμε καλύτεροι ή πιο δεμένοι, γιατί πάντα έκανε λάθη. Κατέληξε να είναι μπελάς το πράγμα. Εν τω μεταξύ, για κάποιο λόγο εξακολουθούσα να θυμάμαι συνέχεια αυτή τη μουσική που έπαιζα παλιά και την ονόμαζαν garage. Με βασάνιζε συνέχεια, ήταν στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Κάτι με έκανε να θέλω να παίξω αυτό. Κι άρχισα να παίζω μερικά τέτοια κομμάτια στην Deb, κι άρεσαν πολύ και σε εκείνη. Κι έτσι είπαμε να φτιάξουμε ένα συγκρότημα που να παίζει αυτά. Στην αρχή φτιάξαμε τους Fuzztones σαν opening act για τους Tina Peel! Αλλά στην πραγματικότητα ήταν ακριβώς η ίδια μπάντα! Αλλά ντυνόμασταν διαφορετικά, και παίζαμε εντελώς άλλα κομμάτια. Κι έτσι βγαίναμε κι ανοίγαμε τη συναυλία των Tina Peel! Κι αυτό που συνέβη ήταν πως στον κόσμο έμοιαζαν να αρέσουν πιο πολύ οι Fuzztones. Ήταν λοιπόν εύκολο για μας να πούμε: ας παρατήσουμε τους κι ας παίζουμε σαν Fuzztones. Το περίεργο ήταν πως από τη στιγμή που το κάναμε, δεν μπορούσαμε να κλείσουμε καμιά εμφάνιση! (Γέλια). Γιατί οι Tina Peel είχαν γίνει όνομα, ενώ οι Fuzztones όχι. Οι διοργανωτές λοιπόν δεν ήθελαν να ρισκάρουν με τους Fuzztones. Ήταν πολύ δύσκολα τα δύο πρώτα χρόνια.
Και τι ήταν αυτό που σας έκανε γνωστούς τελικά; Νομίζω πως εν μέρει είχε να κάνει με το ότι ο μπασίστας μας τελικά έφυγε το 1982, τον αντικαταστήσαμε με τον Michael Jay, κι έτσι δημιουργήθηκε το lineup του Lysergic Emanations. Εκείνος έφερε κι έναν κιθαρίστα. Τότε γίναμε πενταμελής μπάντα, και πραγματικά εξελιχθήκαμε ραγδαία μουσικά. Ο ήχος για τον οποίο είμαστε γνωστοί είναι αυτός που επιτύχαμε όταν μπήκαν αυτοί οι τύποι στο συγκρότημα. Το άλλο σημαντικό ήταν πως άλλαξε το μουσικό κλίμα. Ο κόσμος άρχισε να βαριέται αυτή την επηρεασμένη από τη ντίσκο νεορομαντική μουσική της εποχής που ακουγόταν στα κλαμπ, και έμοιαζαν να λαχταρούν κάτι με περισσότερες ρίζες, και πιο σκληρό. Κι αυτό ήταν το άλλο με τους Fuzztones: οι Tina Peel ήταν επίσης μια μπάντα που βασιζόταν στη δεκαετία του 60, αλλά ήταν πιο ποπ – απλώς συνδυάζαμε την ποπ με την πανκ. Ήμασταν επηρεασμένοι από συγκροτήματα όπως οι Monkees, οι Dave Clark Five, οι Archies, οι 1910 Fruitgum Company. Μετά τα βάζαμε όλα αυτά πάνω σε beat των Ramones, και φτιάχναμε τραγούδια που ήταν πολύ ασεβή και πολύ ενοχλητικά, αλλά τα τραγουδούσαμε με τρίφωνες αρμονίες και ντυμένοι πολύ χαριτωμένα, σαν τους Bay City Rollers, κι έτσι τη γλυτώναμε γι αυτά που λέγαμε. Γράψαμε πολλά τραγούδια που νομίζω πως οι περισσότεροι εκείνη την εποχή θα τα έβρισκαν πολύ προσβλητικά αν τα κάναμε σε πανκ φόρμα. Κι αυτό ήταν το μοναδικό που είχαμε: ότι συνδυάζαμε τη χαριτωμένη πλευρά – που η πλάκα είναι πως έμοιαζε να προσβάλλει κάποιους περισσότερο από το πανκ υλικό – με όλους αυτούς τους απεχθής στίχους που μιλούσαν για σεξουαλικές δυσλειτουργίες! (Γέλια). Αυτό πραγματικά χτύπησε ευαίσθητες χορδές σε πολλούς ανθρώπους, κι ειδικά στους κριτικούς: οι κριτικοί μάς απεχθάνονταν! Κι ήμουν πολύ υπερήφανος γι αυτό.
Πραγματικά υπέροχο… Επί χρόνια οι Fuzztones δεν ήταν ούτε κι αυτοί αποδεκτοί από τους κριτικούς. Σε πολλούς άρεσε να μας μειώνουν επειδή ήμασταν ρετρό. Κι επειδή δεν απολογηθήκαμε ποτέ για αυτό και τους το πετάγαμε στα μούτρα, τώρα θεωρούμαστε θρύλος. Οι ίδιοι κριτικοί τώρα αναγνωρίζουν πως αυτό που προσφέραμε είχε κάποια σημασία.
Ως κριτικός και μουσικός δημοσιογράφος, μπορώ να σου πω: τι ξέρουν οι κριτικοί κι οι μουσικοί δημοσιογράφοι; Ασ’ τους να παν να γαμηθούν! Για να είμαι εντελώς ειλικρινής, νομίζω πως οι περισσότεροι κριτικοί είναι αποτυχημένοι μουσικοί. Ακριβώς όπως οι περισσότεροι τεχνοκριτικοί είναι αποτυχημένοι καλλιτέχνες. Γι αυτό και φέρουν στην κριτική τους μια προκατάληψη που αναρωτιέμαι αν ο αναγνώστης την καταλαβαίνει. Αν βλέπει πως αυτό το πρόσωπο γράφει κριτική για ένα συγκρότημα έχοντας κρυφούς σκοπούς. Δεν νομίζω πως οι περισσότεροι κριτικοί λένε έντιμα τη γνώμη τους. Συνήθως πιστεύω πως κάτι κρύβεται πίσω από το γιατί λένε αυτό που λένε. Πολλοί κριτικοί κατέκριναν εμάς επειδή κάναμε διασκευές. Και γι αυτό το λόγο έκαναν λες και δεν γράψαμε ποτέ τραγούδια. Κι αυτό που βρίσκω καταπληκτικό, είναι πως μπορώ να σου εγγυηθώ πως τα τραγούδια που διασκευάζαμε οι κριτικοί δεν τα είχαν ακούσει ποτέ στη ζωή τους. Ήταν εξαιρετικά άγνωστα, τραγούδια από εφηβικές μπάντες της δεκαετίας του ’60 που μπορεί να έβγαλαν ένα single σε 500 κόπιες. Οι κριτικοί λοιπόν κατέκριναν κάτι που δεν είχαν ακούσει ποτέ. Εν τω μεταξύ, αν σκεφτείς τους Rolling Stones, ολόκληρο το πρώτο άλμπουμ τους και τουλάχιστον το μισό δεύτερο είναι διασκευές. Ο Elvis Presley δεν έγραψε ποτέ ούτε ένα τραγούδι στη ζωή του, ούτε κι ο Frank Sinatra, κι όμως αυτοί οι άνθρωποι ήταν οι μεγαλύτεροι διασκεδαστές σε ολόκληρο τον κόσμο. Γιατί λοιπόν να τα βάλεις με τους Fuzztones;
Πώς τα ανακάλυψες αυτά τα singles και πώς τα απέκτησες; Είναι προφανές πως έχεις πολύ μεγάλη συλλογή δίσκων. Ναι, πράγματι έχω τεράστια συλλογή. Άρχισα να συλλέγω αν ήμουν δώδεκα χρονών. Πολλά είναι επειδή αγόραζα ό,τι άκουγα στο ραδιόφωνο τη δεκαετία του 60. Όμως εξαπλωνόμουν από εκεί. Θα σου φέρω ένα καλό παράδειγμα: όταν αγόρασα τον πρώτο μου δίσκο των Beatles, το τραγούδι που ξεχώριζε για μένα ήταν το Roll over Beethoven – διαβαζοντας τα credits όπως έκανα πάντα, είδα πως ήταν του Chuck Berry. Επίσης το αγαπημένο μου τραγούδι που έπαιζε στο ραδιόφωνο εκείνη την εποχή ήταν το You never can tell – επίσης του Chuck Berry. Έτσι την εποχή που τα άλλα δωδεκάχρονα αγόραζαν Beatles, Herman’s Hermits και Dave Clark Five, εγώ άρχισα να παίρνω δίσκους του Chuck Berry. Και ψάχνοντας το ράφι με τους δίσκους του Chuck Berry, ανακάλυψα ένα άλμπουμ όπου έπαιζε μαζί με τον Bo Diddley! Σκέφτηκα λοιπόν πως θα πρέπει να είναι φίλος του, άρα μάλλον θα είναι cool, οπότε πήρα κι έναν δικό του δίσκο! Κι όλα αυτά σιγά-σιγά γίνονταν χιονοστιβάδα… O Bo Diddley με οδήγησε στον Jimmy Reed, κι ο Jimmy Reed στoν Sonny Boy Williamson. Κι όλο πήγαινα προς πράγματα που ήταν πιο άγνωστα από αυτά που άκουγαν οι συνομήλικοί μου. Και τις garage μπάντες τις αγόρασα όταν παίζονταν στο ραδιόφωνο – την ίδια εβδομάδα που κυκλοφορούσαν έτρεχα στο κατάστημα και τα αγόραζα. Και παρακολουθούσα και κάθε μέρα τις εφηβικές τηλεοπτικές εκπομπές – τότε υπήρχαν κάθε μέρα μουσικές εκπομπές για εφήβους! Δύσκολο να το πιστέψεις τώρα… Υπήρχε εφηβική κουλτούρα, και ήταν πολύ σημαντική. Και κάποιες φορές έβλεπα εκεί κι άγνωστες μπάντες. Κι αγόραζα και τους δικούς τους δίσκους. Κι όταν είχα αρκετά χρήματα, αγόραζα άλμπουμ, και κοίταζα ποια εξώφυλλα μου φαίνονταν ενδιαφέροντα. Δεν είχε σημασία που δεν είχα ακούσει ποτέ το συγκρότημα: αν το εξώφυλλο φαινόταν ενδιαφέρον, το αγόραζα για να δω πώς ήταν η μουσική τους. Κι έτσι ανακάλυψα πολλά ακόμα άγνωστα πράγματα. Και συνέχισα, μέχρι που απέκτησα μια μάλλον τεράστια συλλογή δίσκων.
Κι υπήρξες τόσο τυχερός που γνώρισες κάποιους από τους ήρωες εκείνης της εποχής και έπαιξες μαζί τους. Μου έχεις πει κατά καιρούς κάποιες εκπληκτικές ιστορίες για τον Screamin’ Jay Hawkins. Για ποιους άλλους να μιλήσουμε; Είναι πραγματικά δύσκολο να πω. Πραγματικά θαύμαζα πάρα πολύ όλους αυτούς τους τύπους. Έπαιξα με τον Sean Bonniwell, αρχηγό των Music Machine, τον Mark Lindsay των Paul Revere and the Raiders, τον Craig Moore των Gonn, τον James Lowe των Electic Prunes, τον Davie Allan, το βασιλιά του fuzz, ηχογράφησα με τους Pretty Things… Νομίζω πως όλοι τους ήταν εξίσου εντυπωσιακοί, με διαφορετικούς τρόπους. Ο αγαπημένος μου για συνεργασία ήταν ο Screamin’ Jay. Αλλά για μένα όλοι ήταν συναρπαστικοί, γιατί πραγματικά τους θαυμάζω. Ίσως ο Mark Lindsay ήταν για μένα λίγο πιο σημαντικός από τους άλλους, επειδή οι Raiders είχαν τόσο μεγάλη επιρροή πάνω μου σε πολύ νεαρή ηλικία. Και γιατί μάλλον ήταν ο πιο επαγγελματίας. Δεν τον ανέσυρα από τη σύνταξη, όπως έκανα με τον Sean Bonniwell. Εξακολουθούσε να δίνει συναυλίες ως σόλο καλλιτέχνης, και παρέμενε πολύ καλός, και φωνητικά.
Καθώς είμαι πολύ μεγάλος fan του Sean Bonniwell, θα μου πεις μια ιστορία γι αυτόν; Ναι. Έχω κάνα δυο. Δεν ξέρω αν το γνωρίζεις, αλλά ο Sean ήταν ξαναγεννημένος χριστιανός. Όταν αρχίσαμε να παίζουμε, εκείνος έμενε σε ένα σπίτι περίπου μια ώρα μακριά από το δικό μου. Για να κάνουμε λοιπόν την περιοδεία, έπρεπε να μείνει στο σπίτι μου. Γνωρίζοντάς το αυτό, έπρεπε να ψάξω το σπίτι μου και να βρω οτιδήποτε θεωρούσα πως θα μπορούσε να είναι προσβλητικό για έναν χριστιανό και να το κρύψω! Είχα πολλές κούκλες βουντού, μάσκες και πολλά άλλα που θα μπορούσαν να τον κάνουν να μη νιώθει άνετα. Τα έκρυψα λοιπόν – αλλά φαίνεται πως δεν έκανα και πολύ καλή δουλειά. Γιατί κάποια στιγμή με κάθισε κάτω και προσπάθησε να με προσηλυτίσει. Αυτό ήταν το ένα. Τα πήγαμε πολύ καλά, και παίξαμε ωραία μαζί. Αργότερα όμως… (γέλια) είπε στη Lana πως ήμουν ο Διάβολος!
Oh fuck! Και δεν είμαι καθόλου σατανικός… (γέλια). Και το άλλο είναι πως έπρεπε να τον μάθω να παίζει τα δικά του τραγούδια. Δεν είχε παίξει επί τόσα πολλά χρόνια, που είχε ξεχάσει τα ακόρντα σε πολλά από τα τραγούδια του. Και μάλιστα διαφωνούσαμε γι αυτά, γιατί ήταν σίγουρος πως έχει δίκιο. Έπαιζα μπάσο μαζί του. Κι όταν παίζεις μπάσο, πρέπει να είσαι πάρα πολύ ακριβής σε αυτό που παίζεις. Τελικά τον κάθισα κάτω και τον έβαλα να ακούσει, και κατάλαβε πως είχα δίκιο. Άλλωστε ήξερε πως ήμουν μεγάλος fan των Music Machine, κι ήθελα να είναι όλα τέλεια, να είμαστε μουσικά όσο πιο ακριβείς ήταν δυνατόν.
Γελάω πολύ με την ιστορία όπου πίστεψε πως είσαι ο Διάβολος. Μάλλον έχω άλλη μια ιστορία σχετικά… Κάποια στιγμή του είπα πως είμαι πολύ μεγάλος fan του Jim Morrison. Ήμασταν στο σαλόνι μου, κι εκείνος σηκώθηκε πάνω, κι άρχισε να φωνάζει: Ο JIM MORRISON ΗΤΑΝ ΕΝΑΣ ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΠΟΥ ΕΠΑΙΡΝΕ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ! Ήταν τόσο αστείο… Αλλά εκείνος το έλεγε πολύ σοβαρά. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν ήταν fan του Morrison.
Ναι, μάλλον φάνηκε αυτό! Αλλά κι εσύ, από το λίγο που έχει τύχη να σε συναναστραφώ, είναι μάλλον πιο κοντά σε ψυχούλα παρά σε Διάβολος. Αλλά μάλλον σου αρέσει να παίζεις με αυτό, έτσι δεν είναι; Ε, ναι… Έχει πλάκα. Εν πολλοίς είναι ένας ρόλος. Αλλά δεν θα έλεγα πως είμαι και άγιος.
Όπως ξέρεις, οι Fuzztones αναμφίβολα είναι ένα από τα πλέον δημοφιλή live acts του κοινού της Αθήνας. Τι να περιμένουμε αυτή τη φορά; Υπάρχει κάτι σημαντικό: το 2020 είναι τα 40ά γενέθλια της μπάντας. Λόγω αυτού, αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό, δηλαδή να ξαναγίνουμε πενταμελές συγκρότημα, όπως υπήρξαμε για πάρα πολλά χρόνια. Όμως εδώ και πάνω από οκτώ χρόνια ήμασταν τετραμελείς. Θα έχουμε λοιπόν ακόμα ένα κιθαρίστα, κι έτσι θα παίξουμε πολύ υλικό που δεν έχουμε παίξει εδώ και πολύ καιρό. Αυτό λοιπόν πιστεύω πως θα είναι ενδιαφέρον για το κοινό. πέρα από αυτό, μπορείς να περιμένεις ό,τι θα περίμενες από τους Fuzztones : δεν το γυρίσαμε στο new wave, δεν το γυρίσαμε στη rap, δεν παίζουμε techno… Απλώς ass-kicking rock ‘n’ roll!
Αλήθεια, εδώ και χρόνια μιλάμε για ένα ντοκιμαντέρ για τους Fuzztones: υπάρχει κανένα νεώτερο; Φτάσαμε κοντά δύο φορές. Συνεργαστήκαμε με ανθρώπους που ήθελαν να κάνουν ένα ντοκιμαντέρ, και μετά για οποιοδήποτε λόγο έχασαν το ενδιαφέρον τους στ μισά. Αυτό όμως συνέβη αφού είχαμε κάνει πολλή δουλειά. Δούλεψα εκτενώς μαζί τους για να έχουμε πολύ και καλό υλικό. Την τελευταία φορά δουλέψαμε δυο χρόνια, μέχρι που ο ενδιαφερόμενος άρχισε να καπνίζει μαύρο και να γίνεται εξαιρετικά αφερέγγυος και τα παρατήσαμε. Αυτή τη στιγμή δεν με νοιάζει πια, έχω χάσει το ενδιαφέρον μου γιατί οι άνθρωποι δεν είναι επαρκώς σοβαροί. Αντί γι αυτό, δουλεύω πάνω σε ένα ακόμα βιβλίο που θα βγει το 2020 και θα είναι μια εικονογραφημένη ιστορία της μπάντας για τα σαραντάχρονά μας – κι είναι ήδη έτοιμο κατά τα ¾, οπότε θα προλάβουμε. Και θα βγάλουμε ως τότε κι ένα καινούριο άλμπουμ.