Ο Εχθρός του Λαού συναντά τον Οιδίποδα και πάνε για τσίπουρα, κερασμένα από το Φεστιβάλ Αθηνών
Η καλύτερη ίσως, ιδέα της Κατερίνας Ευαγγελάτου ως καλλιτεχνικής διευθύντριας του Φεστιβάλ Αθηνών ήταν ο κύκλος Contemporary Ancients -αλήθεια, γιατί στα αγγλικά;- η συγγραφή, δηλαδή, και παρουσίαση σύγχρονων έργων βασισμένων σε αρχαίες τραγωδίες. Ακόμα καλύτερη, η επέκτασή της στο μεγάλο θέατρο της Επιδαύρου με την πρόσκληση καλλιτεχνών από το εξωτερικό. Είναι αληθινά δυστύχημα που η συγκεκριμένη επιλογή στάθηκε τόσο ατυχής.
Τα σύννεφα άρχισαν να μαζεύονται πάνω από το εγχείρημα ήδη από τη συνέντευξη τύπου, η οποία μάλιστα, για λόγους που δεν εννόησα, έγινε στο «Ξενία» της Επιδαύρου κι όχι στην Αθήνα. Από αυτά που ειπώθηκαν τόσο από το σκηνοθέτη και καλλιτεχνικό διευθυντή της βερολινέζικης Σαουμπίνε, Τόμας Όστερμαγιερ όσο κι από τη δραματολόγο της και συγγραφέα του έργου Μάγια Τσάντε, άρχισαν να δημιουργούνται εύλογες αμφιβολίες. Πρώτον και κύριον -ο ελέφαντας στο δωμάτιο: ενώ το έργο ήταν παραγγελιά ειδικά για το θέατρο της Επιδαύρου, η κα Τσάντε έγραψε κι ο κος Όστερμαγιερ σκηνοθέτησε ένα …δράμα δωματίου! Όταν ρώτησα το σκηνοθέτη σχετικά, απάντησε πως πρόκειται για ένα …παραμορφωμένο δωμάτιο, προσαρμοσμένο στο χώρο της Επιδαύρου. Λυπάμαι. Αυτό που είδαμε στη σκηνή ήταν μια κουζίνα που καμια παραμόρφωση ή προσαρμογή δεν είχε –ενδεχομένως να ταιριάζει με το χώρο της Σαουμπίνε όπου πρόκειται να παρουσιαστεί η παράσταση σε δεύτερη φάση. Όμως αυτό ούτε το γνωρίζω, ούτε με ενδιαφέρει. Αυτό που ξέρω είναι πως κάτι που ήταν ειδική παραγγελία για την Επίδαυρο προέκυψε καταλληλότερο για την Πειραιώς. Και μακάρι το πρόβλημα να ήταν μόνο αυτό…
Για να τονίσει τις ερμηνείες δωματίου τον ηθοποιών του, αλλά και να «σπάσει» το ρεαλισμό της κουζίνας, ο σκηνοθέτης τοποθέτησε μια μεγάλη οθόνη στα αριστερά, όπου προβάλλονταν βίντεο, αλλά και ζωντανά πλάνα των ηθοποιών (όποια θαυμαστή πρωτοτυπία!), με οπερατέρ που ανεβοκατέβαιναν στη σκηνή προχείρως, ορατοί και ενοχλητικοί. Τα γκρο πλαν των ηθοποιών του, αφύσικα μεγεθυμένα, παραμόρφωναν τις ερμηνείες τους παραπέμποντας σε λατινοαμερικάνικη σαπουνόπερα –τα λεγόμενα «κοντινά του υποανάπτυκτου». Τα δε λοιπά βίντεο που είδαμε εκεί… ας τα αφήσουμε καλύτερα. Η εικόνα του Μίκαελ-Οιδίποδα που έκανε τζόκινγκ, παρέπεμπε σε διαφήμιση αποσμητικού. Η πιο εντυπωσιακή εικόνα – ένα πλάνο από drone που ανέβαινε κάθετα όλο και πιο πάνω, δείχνοντας από ψηλά όλη τη σκηνή, όλο το θέατρο, όλη την περιοχή…- ήταν αισθητικά πολύ όμορφη, δημιουργούσε όμως μια σύγχυση: όταν ο ίδιος ο σκηνοθέτης μάς είχε εξηγήσει αμετροεπώς ότι οι αρχαίες τραγωδίες δεν έχει νόημα να παίζονται σήμερα ως έχουν, επειδή δεν υπάρχουν πια θεοί στον ουρανό, ούτε βασιλιάδες στη γη, ούτε κι ο άνθρωπος είναι έρμαιο της μοίρας του, τότε τι ακριβώς είναι αυτό το πλάνο, αφού δεν είναι το βλέμμα του Θεού; Μια πανοραμική από drone, πιθανώς να απαντούσε ο ίδιος. Κι εδώ εμπεριέχεται μια αλήθεια για τον Τόμας Όστερμαγιερ που δυστυχώς δεν είναι καινοφανής: δεν υπάρχει καμία συνέχεια και συνέπεια στις σκηνοθεσίες του. Μόνο μια συνεχής απόπειρα εντυπωσιασμού. Δεν έχει σημασία αν η «Νόρα» του, πυροβολώντας τον άντρα της, ισοπεδώνει την ουσία της καινοτομίας του Ίψεν –είναι πιο θεαματικό από το να κλείσει την πόρτα και να φύγει, πιο «Ταραντίνο»! Δεν πειράζει που ο «Άμλετ» του …όλα τα έπαθε ο καημένος, μέχρι και Τουρέτ (!) -δόθηκε έδαφος στον (θαυμάσιο) πρωταγωνιστή του για μια εντυπωσιακή ερμηνεία! Ούτε κι εδώ πειράζει η απόπειρα εντυπωσιασμού μέσω του βλέμματος των Θεών που κατά τον ίδιο στις μέρες μας δεν υπάρχουν. Ελληνιστί, anything goes…
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα της παράστασης είναι το ίδιο το έργο που συνέγραψε η Μάγια Τσάντε. Παραπαίει ανάμεσα σε μια ασυγχώρητη αφέλεια κι έναν παλαιικό διδακτισμό. Η δραματουργός πήρε τον «Εχθρό του Λαού» του Ίψεν, και πάνω σε αυτό τον καμβά, την υπόθεση και τη δομή του, στρίμωξε τη βασική πλοκή του Οιδίποδα, μεταφέροντας το όλον σε ένα εξοχικό στην Ελλάδα όπου κάνει διακοπές μια γερμανική οικογένεια. Όλα αυτά τόσο πρόχειρα και επιπόλαια, που ο Βόλφγανγκ-Λάιος, προκειμένου να σκοτωθεί σε τροχαίο με υπαίτιο το γιο του, προκαλώντας ταυτόχρονα …οικολογική καταστροφή, αν και ιδιοκτήτης του εργοστασίου, αποφασίζει να …οδηγήσει ο ίδιος τη μοιραία νταλίκα! Ο ύστερος Νίκος Φώσκολος βρίσκει εδώ αναπάντεχη δικαίωση… Όμως ο σκηνοθέτης μάς είπε πως βρίσκει το έργο, για την εποχή μας, καλύτερο από τον «Οιδίποδα Τύραννο»…
Σύμφωνα με τα δικά της λεγόμενα -κρείττον του λαλείν το σιγάν, έλεγαν οι (ξεπερασμένοι, κατά Όστερμαγιερ) αρχαίοι μας πρόγονοι- η συγγραφέας μεγάλωσε το ρόλο της Κριστίνα-Ιοκάστης, επειδή στο αρχαίο δράμα ο ρόλος της είναι μικρός και διακοσμητικός. Επί το φεμινιστικότερον, ο ρόλος είναι μεγαλύτερος και η Ιοκάστη επιζεί στο τέλος. Σκέφτηκε μάλιστα να βαφτίσουν το πόνημα «Οιδίποδας και Ιοκάστη» ( αν το είχαν κάνει θα γελούσε κι όποιος πικραμένος δεν γέλασε ήδη-γιατί πολλά σημεία της παράστασης έβγαλαν γέλιο). Εκείνο που προφανώς δεν σκέφτηκε, είναι πως οι ρόλοι δεν είναι τυρόπιτα ώστε να είναι καλύτερος ο μεγαλύτερος. Η Ιοκάστη της είναι ένα πρόσωπο μάλλον απεχθές: επιχειρεί να κουκουλώσει το σκάνδαλο της οικολογικής καταστροφής συκοφαντώντας ή εκβιάζοντας το γιατρό που συμμετέχει στη μήνυση, επιρρίπτει τις ευθύνες για την τραγωδία που τους βρήκε στη γυναίκα που είχε αναλάβει να ξεφορτωθεί το παιδί της, συντρίβει το γιο, εραστή και πατέρα του αγέννητου κοριτσιού τους αποκαλύπτοντάς του η ίδια τη φρικτή αλήθεια που περιβάλλει τη γέννησή του και επιβιώνει της δικής του αυτοκτονίας. Ειλικρινά δεν ξέρω αν ο ρόλος της έχει τελικά φεμινιστικο ή μισογυνικό χαρακτήρα. Όσο για τον σχοινοτενή τελικό της μονόλογο, αποτελεί μνημείο δραματουργικής αναληθοφάνειας: μια γυναίκα που μόλις έμαθε πως κυοφορεί το εγγόνι της και κοιμάται με το γιο της, αντιμετωπίζει τον τελευταίο με ένα ατελείωτο λογίδριο που αναφέρεται στα γεγονότα που οδήγησαν στον προ 25ετιας βιασμό της από τον σατράπη σύζυγό της και πατέρα του, που (όπως επισημαίνει για όσους δεν το κατάλαβαν) ήταν πράξη πατριαρχικής επιβολής και βίας.
Ο Μίκαελ-Οιδιποδας, είναι ένας χαρακτήρας τόσο αδύναμος και διαρκώς πανικόβλητος, που δημιουργείται εύλογα η απορία για το πώς ανέβηκα τόσο ψηλά στην ιεραρχία μιας μεγάλης επιχείρησης. Σχεδόν δικαιώνει τα λόγια του Ρόμπερτ-Κρέοντα (μοναδικής πειστικής μορφής του έργου) που τον κατηγορεί πως το μόνο του προσόν είναι η ερωτική σχέση του με την ιδιοκτήτρια! Η αυτοκτονία του στο τέλος σχεδόν δεν εκπλήσσει. Όταν κάποιος επιλέγει τον ρεαλισμό ως δραματουργική και σκηνική γλώσσα, οφείλει και να τον υπηρετήσει. Όταν τον χρησιμοποιεί όσο τον βολεύει και τον ξεχνάει όποτε του κάνει κέφι, το αποτέλεσμα μοιάζει εύκολο, τυχάρπαστο και διόλου πειστικό. Φέρνει στο νου λέξεις και μομφές βαριές, όπως «ξεπέτα» ή «αρπαχτή».
Οι ταλαίπωροι, υψηλότατης ποιότητας ως συνήθως, ηθοποιοί, εκλήθησαν να υποστούν την βάσανο να υπηρετήσουν ένα κείμενο ψεύτικο, άτεχνο και πρόχειρο, με ρόλους χάρτινους, και μια σκηνοθεσία αλλοπρόσαλλη. Έκαναν ό,τι μπορούσαν.
Ο ίδιος ο Όστερμαγιερ είπε πως η Κατερίνα Ευαγγελάτου ήταν η μοναδική που τον έπεισε να σκηνοθετήσει στην Επίδαυρο. Αν ισχύει-πολλά είπε που δεν ίσχυαν- δεν έκανε καθόλου καλά. Είναι κρίμα που η διευθύντρια του Φεστιβάλ, κάνοντας ένα βήμα προς μια σωστή κατεύθυνση, επέλεξε να ποντάρει το εγχείρημα (και πολλά χρήματα, ατυχώς) σε κουτσό άλογο – νομίζω πως ακούω το Θανάση Βέγγο να αναφωνεί: «Μουλάρι ο Αστραχάν!». Μακάρι να συνεχίσει του χρόνου την προσπάθεια, κάνοντας μια επιτυχέστερη επιλογή. Η επιστροφή στην εσωστρέφεια και η εμμονή σε συνταγές δοκιμασμένες, πληκτικές και αποτυχημένες, δεν θα ωφελήσει ούτε το ομορφότερό μας θέατρο, ούτε το αρχαίο δράμα γενικότερα.
Ας ελπίσουμε, επίσης, η δεύτερη παραγωγή της Σαουμπίνε σε σκηνοθεσία Τόμας Όστερμαγιερ που θα παρακολουθήσουμε σε ενα μήνα στην Πειραιώς, «Η Ιστορία της Βίας», να μην υποπίπτει σε παρόμοια ατοπήματα. Πρόκειται για ένα υπέροχο μη θεατρικό κείμενο, του οποίου η δραματοποίηση είναι δύσκολη και κρύβει παγίδες…