Γκιάκ, Δραμάιλο και Mute:  Συμβολή “αιρετικών”στην περιπέτεια της αυτογνωσίας του νέου ελληνισμού.

“Τι είναι η ιστορία” και “ποιος τη γράφει”; Να δυο κοινότοπα ερωτήματα που θέτουν όλοι όσοι ασχολούνται με αυτήν στο δημόσιο χώρο και λόγο. Τι κάνει τις ερωτήσεις αυτές τόσο δημοφιλείς ; Μα υποθέτουμε το γεγονός ότι ο καθένας θεωρεί εαυτόν έγκυρο να προσθέτει στις ήδη υπάρχουσες και τη δική του απάντηση. Και από που προκύπτει αυτή η άνευ περιορισμών κοινή πεποίθηση του “δικαιώματος”; Μα από τη φαινομενική ασάφεια που διατρέχει το επιστημονικό πεδίο της ιστορίας  ή την ρευστότητα και πολλαπλότητα των ερμηνευτικών προσεγγίσεων ακόμα και μεταξύ των ίδιων των ιστορικών για τα ίδια τα γεγονότα και τις πληροφορίες που έχουν καταγραφεί από την έρευνα. Και αυτή η πρόσληψη της ιστορίας στο δημόσιο χώρο και λόγο , είναι μέρος της ιστορίας, καλώς ή κακώς.

Πέρα από αυτό όμως, Ιστορία  εν τέλει είναι ό,τι εγγράφεται στο “μεγάλο κείμενο” που την περιγράφει και που απαρτίζεται από τα άπειρα επιμέρους κείμενα που διαρκώς εισβάλουν στο “σώμα” της, το ανανεώνουν και το εμπλουτίζουν.

Από τη σιδηρά πειθαρχία του θετικισμού του 19ου αιώνα που οδηγούσε στην πρωτοκαθεδρία του “ιστορικού-θεού” που κατέχει την εξ επίσημου κρατικού αρχείου, αλήθεια, μέχρι τον απόλυτο σχετικισμό των μεταμοντέρνων και τη σημερινή αναδίπλωση των ακαδημαϊκών από τη γοητεία του μεταμοντερνισμού “επειδή οι ιστορικοί φοβήθηκαν ότι οι βιβλιοθηκάριοι στο μέλλον θα τοποθετούν τα βιβλία τους στα ράφια με τη λογοτεχνία”, έχει χυθεί πολύ μελάνι για να δοθούν απαντήσεις πειστικές στα αρχικά μας ερωτήματα του “τι” του “ποιος” και του “πως”, είναι , γράφει και γράφεται η ιστορία.

Εδώ ακριβώς είναι η στάση που …κατεβαίνουμε! Ή με άλλα λόγια θα κλέψουμε από τον παραπάνω φόβο των ιστορικών γιατί μας κινητοποιούν διανοητικά κάποια δείγματα γραφής που δείχνουν ότι οι φοβίες τους είναι υπερβολικές αν όχι αίολες. Πρώτον γιατί η λογοτεχνία είναι και οφείλει να είναι ιστορική πηγή για τον σύγχρονο ιστορικό και σαν τέτοια συμβάλλει στην εγγραφή της ιστορίας και δεύτερον γιατί προσβλέπουμε σε μια ιστορία “παλίμψηστο” όπου ο κάθε συγγραφέας, οποιασδήποτε προέλευσης ή κατεύθυνσης εγγράφει το δικό του κείμενο και συνδιαμορφώνει το συνολικό υλικό που οι ιστορικοί ερευνητές θα κωδικοποιήσουν και θα αξιολογήσουν στη συνέχεια για να καταλήξουν βέβαια εκ νέου στις πολλαπλές ερμηνείες τους για τα γεγονότα, την ταυτότητα και τις συνέπειες τους, πάντα βέβαια εντός μεθόδου.

 

Τέτοια κείμενα λογοτεχνίας που συνδιαμορφώνουν το corpus της ιστορίας και δίνουν απαντήσεις σε ζητήματα ερμηνείας ιστορικών γεγονότων αλλά κυρίως ερμηνείας ταυτοτικών στοιχείων του νεοελληνισμού, είναι για παράδειγμα το Γκιακ του Δημοσθένη Παπαμάρκου ( που φαίνεται ότι ανοίγει δρόμο και σε άλλους συγγραφείς της νεότερης γενιάς), το Δραμάϊλο του Κυριάκου Συφιλτζόγλου, αλλά και το θεατρικό Mute του Γιώργου Αδαμαντιάδη. (Τα δύο βιβλία από τις εκδόσεις Αντίποδες και το Mute υπό έκδοση από άλλον εκδοτικό οίκο).

Κοινό χαρακτηριστικό  των Παπαμάρκου, Συφιλτζόγλου και Αδαμαντιάδη είναι η υπονόμευση του κυρίαρχου εθνικιστικού λόγου περί του περιούσιου λαού της Ελλάδας που μάχεται (μόνον) αμυντικά και (μόνον) ηρωϊκά υπέρ βωμών και εστιών , πατρίδας , θρησκείας και οικογένειας και βέβαια σέβεται τα δίκαια και τα ιερά των αντιπάλων και εχθρών του ως… ανώτερης ηθικής πάστας λαός που είμαστε άλλωστε.

Η υπονόμευση όμως δεν είναι αυτοσκοπός. Δεν έχει ταπεινά ελατήρια ή περίεργες σκοπιμότητες  αλλά πηγάζει από μια προφανή αίσθηση εντιμότητας και αφοσίωσης στην “αλήθεια” της ιστορίας όπως την εννοούν και αντιλαμβάνονται οι ίδιοι διαβάζοντας όχι μόνον όσα μας δικαιώνουν αλλά και όσα μας εκθέτουν και βέβαια  έχοντας το θάρρος της ομολογίας και παραδοχής της ημέτερης ασχήμιας. Πρόκειται εν τέλει για μια ηθική στάση απέναντι στην ιστορία που αγνοεί τις εθνικές/ εθνικιστικές σκοπιμότητες, τους αντίστοιχους ναρκισσισμούς και τις αυτάρεσκες και αντιπαραγωγικές ομφαλοσκοπήσεις .

Ο εθνικός θρήνος για την καταστροφή και τις σφαγές στη Σμύρνη δικαιώνεται και αποκτάει μεγαλύτερο βάρος και υπόσταση όταν συνοδεύεται και συνδυάζεται  με ισχυρές δόσεις αυτοκριτικής και βαθιάς αυτογνωσίας. Οι μονοδιάστατοι ήρωες ενθουσιάζουν μόνον στις παρελάσεις και κυρίως τους ευκολόπιστους στις γραμμικές εξηγήσεις της ζωής…

Το δράμα κορυφώνεται και οδηγεί στην κάθαρση, την εξιλέωση και την ανάταση όταν αποκαλύπτει τα σκοτάδια των ανθρώπων, των εθνών και της ιστορίας. Αυτό κάνουν οι τρις συγγραφείς μας στα μικρά σε μέγεθος αλλά ικανής αξίας λογοτεχνικά δημιουργήματα τους που αναπλάθουν με τον τρόπο τους την ιστορία κρίσιμων περιόδων του ελληνισμού ανάμεσα στους βαλκανικούς πολέμους του 1912-’13 και στη μικρασιατική καταστροφή και γκρεμίζουν τα είδωλα του εθνικισμού και της επίσημης ιστορίας.

Παπαμάρκος, Συφιλτζόγλου, Αδαμαντιάδης, σκάβουν βαθιά στα πάτρια χώματα, και ανακαλύπτουν σκελετούς ενοχλητικούς και απωθημένους στα σκοτεινά μύχια της ελληνικής ψυχής. Ό,τι γράφουν σας λογοτεχνία έρχεται από τις έρευνές τους και τις προσωπικές βυθομετρήσεις τους στα γεγονότα και τις συνδηλώσεις τους. Κατέχουν και χρησιμοποιούν τη δύναμη μιας γλώσσας κοφτερής και σκληρής που ντύνεται ντοπιολαλιές και τριβελίζει τα μυαλά με το αγκάθι του ανομολόγητου. Δυναμιτίζει στερεότυπα για να φέρει την αμφιβολία και στο τέλος την εξιλέωση. Η μικρή φόρμα χαρακτηρίζει τον Παπαμάρκο και ιδιαίτερα τον Συφιλτζόγλου. (Για τον πρώτο έχουν γραφτεί πολλά και δεν υπάρχει χρεία περισσότερων).

Ο δεύτερος κατέχει επιπρόσθετα της τέχνης της γραφής, την τέχνη της περιπλάνησης στα ερείπια της ιδιαίτερης πατρίδας του, της περιοχής της Δράμας, και με τη χρήση της φωτογραφίας απαθανατίζει ρωγμές και γρέζια, μύθους και σύμβολα μιας καθημαγμένης ζωής ανθρώπων που πιάστηκαν στο δόκανο της ιστορίας, αλλά αποτυπώνει και την εγκατάλειψη και το κενό της απώλειας. Απώλειας ανθρώπων, εδαφών , μνήμης και ανθρώπινων σχέσεων, εθνικών ψευδαισθήσεων, κρυφών φόβων και φανερών σκοπιμοτήτων.

Ο Αδαμαντιάδης για τη θεατρική σκηνή, γράφει ανάλογα σκληρά γιατί τελικά σκληρά είναι όσα περιγράφονται και εξιστορούνται. Είναι στα ίδια χρονικά πλαίσια . Διαφοροποιείται όμως γιατί κεντράρει κατευθείαν στο περιθώριο και τους παράνομους. Η ληστοκρατία είναι το θέμα του στην τελευταία της αναλαμπή στους χρόνους της μικρασιατικής καταστροφής και της αποφασιστικότητας του κράτους να καταστείλει ό,τι επιμένει να ζει εκτός κάθε νομιμότητας και εκτός κάθε λογικής αφομοίωσης από την εθνική, πολιτική και οικονομική κανονικότητα.

Κοινό συμπέρασμα και από τα τρία έργα που μας ενδιαφέρουν εδώ, είναι ότι η ιστορία πρέπει να “ξαναγραφτεί”. Ότι το μελάνι που θα την ξαναγράψει πρέπει να έχει και το κόκκινο του αίματος. Ότι ο πόλεμος εκτός του ότι σκοτώνει αδιάκριτα φίλους και εχθρούς, εξαθλιώνει πρόσωπα και λερώνει ανεξίτηλα συνειδήσεις νικητών και ηττημένων.

Στα αποσπάσματα των βιβλίων και τα πραγματικά των πολέμων, όλοι είμαστε ηττημένοι. Όλοι ματώνουν, λησμονούν γιατί δεν αντέχουν άλλο και μετά αναθυμούνται και λυτρώνονται πληρώνοντας, αγόγγυστα ή θρηνώντας, τον οβολό τους.

 

Δημοσθένης Παπαμάρκος

 

Από το Γκιάκ του Παπαμάρκου λατρεύω το ακροτελεύτιο διήγημα, τον Νόκερ. Γραφή και αφήγημα που εκτός των άλλων δείχνει και ερμηνεύει το πως και το γιατί της απανθρωποποίησης του ανθρώπου…μέχρι τέλους και μέχρι νεωτέρας.

Θα σταθώ όμως στο εναρκτήριο, αντίστοιχο, με τον τίτλο “Ντο τ΄ α πρες κοτσσίδετε”. Εκεί γράφει :

“Στη Μικρασία στην αρχή ήμανε στα μετόπιστεν. Με τον καιρό στείλανε και τη δικιά μ΄ τη μονάδα στο μέτωπο… Οι Τούρκοι ήτανε στην τρεχάλα….” ξεκινάει ο ήρωας/αντιήρωας αφηγητής τη δική του παραμυθία και ιστορεί τα γεγονότα που ταράζουν τον ύπνο του. “Είχαμε εντολές να διώξουμε  τους Τούρκους απ΄ τα γύρω μέρη, κι αυτά τα πράγματα δε γίνουνται με το σεις και με το σας” αρχίζει και μπαίνει σιγά σιγά σε βαθιά σκοτάδια. “Είχα ιδεί που λες πολλά, τόσα που έτσ΄ και δει ο άνθρωπος κρυώνει και πια άλλο δε θωρεί, αλλά μια μέρα εγώ και δυο άλλοι είχαμε μπει σ΄ ένα σπίτι, δήθεν για να ψάξουμε για όπλα, και βρίσκουμε μέσα μόνο δυο  γυναίκες. Η μια γριά η άλλη νέα. Μάνα και κόρη. Μας λέγαν τι μας λέγαν εμείς χαμπάρι. Τα φέραμε όλα τούμπα να βρούμε τα όπλα. Ψέμματα. Να τους διώξουμε θέλαμε και ψάχναμε κάτι να πούμε. Εκεί λοιπόν που ΄χω βγει με τον έναν κι είμαστε στον αχερώνα και σκοτώνουμε τα ζα, ακούω ουρλιαχτά απ΄ το σπίτι. Σημασία εμείς. Ξανά και ξανά.λέει και προετοιμάζει για τα χειρότερα το ακροατήριο του: “…με τα πολλά τελειώνουμε τι έχουμε να κάνουμε, κι όπως γυρνάμε βλέπω τον τρίτο να βγαίνει απ΄ το σπίτι. Τι γίνηκε , ρε, του λέω. Μου χαμογελάει και λέει , πάγαινε γυρεύοντας η πουτάνα, αλλά την κανόνισα καλά“. Η αφήγηση στομώνει μερικές φορές από το κλάμα της συνείδησης αλλά ποτέ δεν έχουμε αγγίξει τον πάτο του βαρελιού, κι ας νομίζουμε το αντίθετο.

“Καλά της έκανες, του λέω, αλλά κείνη την ώρα το μάτι μ΄ πέφτει στα χέρια του. Στο ΄να κράταε ένα μαχαίρι και στο άλλο δυο κοτσίδες κομμένες”. Η αφήγηση είναι ιστορία ασθμαίνουσα  και συνάμα τρομακτική. Ο αφηγητής είναι πάντα παρόν στο ανείπωτο που όμως λέγετε και θυμίζει “οικεία κακά”! “Να ξέρεις”, συνεχίζει, “ότι όταν γινόντουσαν τέτοια, χούγια βγαίνανε πολλά. Άλλος έκοβε τα βυζιά, αλλουνού τ΄ άρεσε να παίρνει μαζί ένα κομμάτι απ΄ τα ρούχα”. Και καταλήγει με ζόφο, που όμως στο τέλος δεν θέλει να τον πιστέψει: “τέτοιο χούι όμως δεν είχα ματαδεί.  Με κάψαν τα κρεμμύδια. Λέω από  μέσα μ΄, ιδέα μ΄ θα ΄ναι. Τυχαίνει καμιά φορά και κανά παράξενο“…

 

Ιστορία και λογοτεχνία στο παράδειγμα μας συμπορεύονται σε ένα βαθμό τουλάχιστον διαφωτιστικό αφού ο Παπαμάρκος γράφει λογοτεχνικά έχοντας ερευνήσει ιστορικά. Οι διευθύνσεις και τα ονόματα επί του προκειμένου έχουν μηδαμινή αξία. Η επαλήθευση (του ιστορικού γίνεται επί των γεγονότων, όχι επί των προσώπων του λογοτεχνικού κειμένου).

Από τη θεατρική παράσταση Mute

 

Σε ανάλογο μήκος κύματος και αντίληψης των γεγονότων ο Γιώργος Αδαμαντιάδης στο θεατρικό “Mute”, τοποθετεί την ιστορία του στον χωροχρόνο του δυσπρόσιτου βουνού την περίοδο της μικρασιατική καταστροφής, της βίαιης προσαρμογής του ελληνικού εθνικισμού στη σκληρή γεωπολιτική και στρατιωτική πραγματικότητα, στην μαζική συρροή προσφύγων στον ελλαδικό χώρο και σε μια πρώτη προσπάθεια του ελληνικού κράτους να επιστρέψει στην κανονικότητα της απόλυτης εξουσίας του, εντός επικράτειας. Οι εναπομείναντες ακόμα τότε ληστές στο βουνό είναι το καλύτερο τρόπαιο στο όνομα της ευταξίας που πρέπει να επιστρέψει στον τόπο μετά τη διάλυση που ακολούθησε τη μεγάλη ήττα του ελληνικού αλυτρωτισμού.  Ο Αδαμαντιάδης σε μια γλώσσα-καρφί στο μάτι του καθωσπρεπισμού, γράφει :

ΜΑΡΚΟΣ: Ρε κερατά, μην μου ξαναπείς ότι δεν ξέρω τι λέω! Θα σου βγάλω τα μάτια και θα γαμήσω τις τρύπες!. Ακούς; Παιδάκι ήμουνα ρε κατσικοπούσταρδε όταν σε είδα πρώτη φορά, μα την σκατομούρη σου δεν την ξεχνώ. Μας ράπιζαν οι καραβανάδες μπροστά σου κι εσύ καθόσουν και κοίταγες μην τους ψοφήσουμε στα χέρια.

ΓΙΑΝΝΗΣ:  Ο Μάρκος. Διάσημος. Για την μνήμη του. 14 ετών τον συλλάβανε. Μαζί κι ο αδελφός του ο μικρός. Ο Διονύσης. Διάσημος κι αυτός. Για το θυμό του. Πετάγανε αυγά στους χωροφύλακες κατά την διάρκεια μιας παρέλασης στην πόλη. Οι χωροφύλακες για να νουθετήσουν τα δυο ατίθασα αγόρια, τα γάμησαν. Τιμωρία. Έτσι λένε. Ίσως τα κατάφεραν. Ίσως τα αδέλφια ξέφυγαν. Όπως και να χει τα αδέλφια πήραν τα βουνά. Μα ο Μάρκος δεν ξέχασε.

Την δεύτερη φορά που σε είδα ήταν πέρυσι τέτοια εποχή. Στον Βόλο. Θυμάσαι μωρί πουτάνα; Έπινες τσίπουρο με τους γαμιόληδες τους καραβανάδες και σε κατάλαβα από την σκατομούρη σου παλιοπουτάνας γιε! Είσαι ένα τρωκτικό. Ένα αρχίδι! Ένα μεγάλο αρχίδι! Ένας ρουφιάνος! Ένας γερορουφιάνος. Ακούς;

Από τη θεατρική παράσταση Mute

 

Έτσι εξηγεί ο Αδαμαντιάδης την έξοδο των παράνομων από την κρατική κανονικότητα των χωροφυλάκων της κοινωνίας εκείνης της εποχής και με το καλημέρα της αφήγησης του, βάζει σε πόλεμο τους δύο ληστές με έναν επαίτη της εύνοιά τους, που επιστρέφοντας από τη μικρά Ασία προσπαθεί να περάσει ως δάσκαλος ταλαιπωρημένος και κακορίζικος που χρειάζεται βοήθεια. Αυτοί όμως τον είχαν δει χρόνια πριν να απολαμβάνει το δικό τους βασανιστήριο και ο ένας τουλάχιστον απ΄ αυτούς θυμάται!

Αυτός ακριβώς ο “δάσκαλος” που δεν ήταν δάσκαλος αλλά σφαγέας και βιαστής στο ελληνικό εκστρατευτικό σώμα, θα πληρώσει στο τέλος από το χέρι ενός υπολοχαγού που κατ΄ εντολή της εξουσίας καθαρίζει τον τόπο από όλων των ειδών τα αποστήματα. Ληστές και επίορκους φαντάρους. Η χώρα και η ζωή πρέπει να επιστρέψουν στους κανόνες και τους νόμους του υπό αναδιοργάνωση κράτους, χωρίς υπονομευτικές του κύρους του παρεκκλίσεις.

Και να η αλήθεια (μας) και για μας. Λέει ο υπολοχαγός Πετράκης : “Πως κατάφερες και τους ξεγέλασες αυτούς ρε κερατά; Τι τους είπες; Πως είσαι πρόσφυγας; Πως είσαι θύμα; Πως είσαι δάσκαλος; Ένας αθώος φιλόσοφος που του έσφαξαν την οικογένεια οι Τούρκοι και πήγες να ξαναγράψεις την ιστορία σου μαζί με την δική τους;… Άλλαξες την ιστορία σου μα το θεριό δεν κρύβεται! Μέσα είναι! Αναπνέει. Περιμένει να βγει. Δεν μπορείς να το κλειδώσεις. Εκείνο κρατάει το κλειδί. Καψοκαλύβας στην Τουρκία, καψοκαλύβας στην Ελλάδα!”…

Κυριάκος Συφιλτζόγλου

 

Με τη σειρά του ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου στο ποιητικό πεζό του “Δραμάϊλο”, αποκαλύπτει κι αυτός τα σκοτάδια των ηρώων του εκεί στους βαλκανικούς και λίγο μετά τη μικρασιατική επίσης, με τον νόμο του αίματος να δεσπόζει της κάθε εθνικής ακρόπολης της Βαλκανικής χερσονήσου. Ο λόγος του ενός, αποκτά αξία συμβολική, η μικρή ιστορία αποκαλύπτει τη μεγάλη στρώνοντας το δρόμο στην προσωπική και εθνική αυτογνωσία. Κανείς δεν είναι αθώος του αίματος.

Ένας “ήρωας” του Συφιλτζόγλου αφηγείται:

“Γεννήθηκα στη Γούζουλου το ΄13….Το ΄22 φτάσαμε μισοί στη Ραβίκα, δίπλα μια πόλη Δράμα τηνε λέγανε, δεν ρωτήσαμε πολλά…Στην Αλβανία έβγαλα τ΄ άχτι μου. Το χιόνι το ΄ξερα καλά, όπως τα πουρνάρια. Δεν είχα πρόβλημα, σκότωνα με τον οκά. Σαν πίσω γύρισα, να σου οι Βούλγαροι. Ξεράθηκε η υπομονή, παίρνω μπαλτά, τρεις έφαγα στην πόρτα. Τι το ΄θελα, μου κάψαν την κυρά, μαζί και τα παιδιά. Νύχτα ανέβηκα στο Παγγαίο, με ντύσανε παπά. Τράβηξα για το Όρος…Λιγομεριάζω τώρα, γι΄ αυτό ήρθα εδώ. Τα κόκαλα να πάρω απ’ τον κήπο, της μικρής.”

Άγια αγριότητα που κινεί τα νήματα της ιστορίας και της επιβίωσης. Ο άγγελος και το θεριό της ιστορίας. Η ιστορία και η λογοτεχνία. Ο ερευνητής ιστορικός που οφείλει να είναι και συγγραφέας και ο λογοτέχνης που ερευνά σαν ιστορικός τις πηγές είναι τα γόνιμα δίπολα που μας ενδιαφέρουν και οι συγγραφείς που αναφερθήκαμε και τα έξοχα λογοτεχνήματα τους δικαιώνουν την αξία του κειμένου πέραν των άλλων και σαν γραφή- αρετή που αναζωογονεί και την ιστορία και τη λογοτεχνία και εν τέλει αποκαλύπτει πιο πολλές αλήθειες από όσες θα μπορούσαν να αποκαλύψουν κατά μόνας τόσο η ιστορία όσο και η λογοτεχνία.