Φωτογραφίες: Τζένη Καπάνταη
Από την πρώτη στιγμή που γνώρισα τον Ντίνο Μάνο, σε αρκετά μικρή –για εκείνον!- ηλικία, δύο πράγματα θυμάμαι: υπέροχες μουσικές και ακράτητα γέλια. Εκείνος και οι συνομήλικοι φίλοι του ήταν η πιο φρέσκια, ζωντανή, απρόσμενη ανακάλυψή μας τότε στο χώρο της ελληνικής τζαζ. Εκείνα τα νέα παιδιά μεγάλωσαν, εξελίχτηκαν και δημιούργησαν ένα υπέροχο συγκρότημα, τους Next Step Quintet. Σιγά-σιγά, ο καθένας από εκείνους τους μουσικούς ακολούθησε τον δικό του ξεχωριστό δρόμο κι άρχισε να ηχογραφεί τις δικές του δουλειές, χωρίς να πάψει να συνεργάζεται κάθε τόσο με τους άλλους. Το ολοκαίνουριο ηχογράφημα του Ντίνου Μάνου «Northwind» υπήρξε η αφορμή να μιλήσουμε για τα παλιά, τα τωρινά και τα μελλούμενα, για ιστορίες σοβαρές κι αστείες, για την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, την ελληνική τζαζ σκηνή –κοντολογίς, για όλα.
Εμείς σας γνωρίσαμε ως μια παρέα παιδιών που είχαν ένα συγκρότημα. Έπαιζε ο ένας στους δίσκους του άλλου. Ήσασταν όλοι μαζί και τελικώς ο καθένας έχει πάρει το δρόμο του και μας παρουσιάζει τη δική του δουλειά. Ας ξεκινήσουμε από την αρχή. Στη μουσική τι σε τράβηξε;
Ωραία ερώτηση. Η πρώτη λέξη που έρχεται στο μυαλό μου είναι ενέργεια. Άμα το σκεφτώ λίγο, θα σου πω τα έντονα συναισθήματα που μου δημιουργούσε αυτή η μορφή Tέχνης. Θυμάμαι από μικρός να ακούω μουσικές και να νιώθω ότι ανατριχιάζω, ή να με συγκινούν και να θέλω να δακρύσω. Τελικά ήταν αναπόφευκτο να ασχοληθώ και να θέλω αυτό να το κάνω και επαγγελματικά.
Από πού άκουγες μουσική; Ραδιόφωνο; Υπήρχε πικάπ στο σπίτι και έφερναν δίσκους;
Είχε ο πατέρας μου πολύ καλό στερεοφωνικό και έχει ακόμα. Το έχουμε στις Σέρρες και ακούμε μουσική. Αγοράζαμε δίσκους ή cd και έχουμε μεγάλη δισκοθήκη, κυρίως ροκ, τζαζ και κλασική. Οι πρώτες αναφορές και τα πρώτα ακούσματα ήταν τέτοιες μουσικές.
Στο συγκεκριμένο όργανο τι σε τράβηξε; Από εκεί ξεκίνησες ή εκεί κατέληξες;
Κατέληξα. Είναι πολύ μεγάλη ιστορία, αλλά έχει ενδιαφέρον. Το όργανο που ξεκίνησα τη μουσική ήταν το βιολοντσέλο. Είχε έρθει ένας δάσκαλος από τη Ρουμανία στην Σέρρες, τον γνώρισε ο πατέρας μου σε μία δουλειά, και μου λέει: Θες να ακούσεις αυτό το όργανο; Πήγα στο σπίτι του δασκάλου αυτού, γοητεύτηκα από τον ήχο του και έτσι ξεκίνησα με βιολοντσέλο. Τώρα πώς πήγαμε στο κοντραμπάσο και στο μπάσο γενικότερα; Ναι μεν το βιολοντσέλο με γοήτευσε από την πρώτη στιγμή, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν βρίσκονταν εκεί τα ακούσματα που είχα εκείνη την περίοδο, τα οποία ήταν κυρίως ροκ και τζαζ. Το βιολοντσέλο το έβρισκες πιο συχνά στην κλασική μουσική, που σαν έφηβος δεν άκουγα τόσο πολύ. Από τη ροκ εύκολα πήγα προς το ηλεκτρικό μπάσο. Στην πορεία άρχισα να το βλέπω σοβαρά. Ξεκίνησα να μαθαίνω με δάσκαλο στη Θεσσαλονίκη. Μετά γνώρισα και τον Γιώτη Κιουρτσόγλου, και είπα: μάλλον αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου, να παίζω ηλεκτρικό μπάσο. Και στην πορεία, όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο, στην αρχή όσοι παίζαμε ηλεκτρικό μπάσο είχαμε υποχρεωτικό μάθημα το κοντραμπάσο. Πήγα κι εγώ, χωρίς να έχω ιδιαίτερη σχέση με το όργανο. Πρώτη φορά το έπιασα. Μου ήταν εύκολη η πρώτη επαφή, μάλλον λόγω του βιολοντσέλου, διότι είχα επαφή με ένα άταστο όργανο, με ένα όργανο από την οικογένεια του βιολιού, ενώ το ηλεκτρικό μπάσο φυσικά είναι στην οικογένεια της κιθάρας. Και είχα και επαφή με το δοξάρι λόγω του βιολοντσέλου. Εύκολα έπιασα και το κοντραμπάσο, και τελικά προσπάθησα να συνδυάσω όλα αυτά που έκανα μέχρι τότε: το βιολοντσέλο, το ηλεκτρικό μπάσο και το κοντραμπάσο.
Όταν άκουγες ροκ, υπήρχαν ήρωές σου στο μπάσο;
Στο ηλεκτρικό μπάσο σίγουρα. Και τώρα, όσο περνάνε τα χρόνια, καταλαβαίνω ότι κάποια πράγματα είναι πολύ βαθιά μέσα μου σαν εμπειρίες και βγαίνουν σιγά-σιγά τα ηχοχρώματα και στο κοντραμπάσο. Φυσικά μέσα από έναν άλλο ήχο, αυτόν του κοντραμπάσου, το οποίο δεν υπάρχει τόσο στη ροκ. Για παράδειγμα, πολλές φορές παίζω δοξάρι και το σκέφτομαι σαν κιθάρα με παραμόρφωση και βγάζω κάποια ριφ τα οποία έχουν σχέση με αυτό.
Θες να μου αναφέρεις ονόματα καλλιτεχνών που αγαπούσες τότε;
Θα σου πω ότι από πολύ μικρή ηλικία μου άρεσε ο Rory Gallagher, οι Doors… Το συγκρότημα που με το που το γνώρισα άρχισα να την ψάχνω περισσότερο με την μουσική ήταν οι Deep Purple. Μάλιστα είχα την τύχη να πάμε σε συναυλία τους στο Θέατρο Γης όταν ήμουν 11 ή 12 ετών. Ήταν απίστευτη εμπειρία για μένα να βλέπω σε αυτή την ηλικία ένα τέτοιο συγκρότημα σε μια μεγάλη συναυλία.
Και τι σε έστρεψε προς την τζαζ;
Μέσω της ροκ -γιατί κυρίως σαν έφηβος άκουγα ροκ μουσική- σιγά-σιγά άρχισα να ψάχνω και άλλα συγκροτήματα. Έτσι άρχισα και άκουγα progressive rock, και από εκεί πήγα λίγο προς το στο fusion, τη τζαζ ροκ και τελικά προς την τζαζ. Αν και τα τζαζ ακούσματα τα είχα από μικρός, ο πατέρας μου και η μητέρα μου άκουγαν τζαζ στο σπίτι. Θυμάμαι για παράδειγμα το Time Out του Dave Brubeck ή κάποιους δίσκους του Coltrane. Τα θυμάμαι αυτά από μικρός. Απλά δεν θα άκουγα εγώ αυτή τη μουσική σαν έφηβος. Πιο μετά την ανακάλυψα, μέσω της τζαζ ροκ, δηλαδή, και της fusion. Ο καλλιτέχνης που θα μπορούσα να πω ότι με έκανε να αγαπήσω την τζαζ περισσότερο και να πάω προς αυτήν, ήταν ο Chick Corea. Ακούγοντας ροκ μουσική, άκουσα τον Corea και είπα: Ωχ, τι έγινε εδώ τώρα; Τι ωραίο πράγμα είναι αυτό!
Είχα την τύχη να του μιλήσω κάποτε.
Αλήθεια ε; Τέλειο!
Έχω κάπου αποθηκευμένη μια κουβεντούλα μαζί του. Και πώς ξεκίνησες να παίζεις ζωντανά; Και με ποιους;
Ξεκίνησα να παίζω από μικρή ηλικία. Είχαμε ένα χέβι μέταλ συγκρότημα που παίζαμε στις Σέρρες. Λεγόμασταν Steel Blood! Ήμασταν μια παρέα στο γυμνάσιο και στο λύκειο που μας άρεσε σε όλους η ίδια μουσική και προσπαθήσαμε να παίξουμε αυτό που μας αρέσει. Στην αρχή κάναμε διασκευές σε Deep Purple, Whitesnake και τέτοια, στην πορεία όμως αρχίσαμε και γράφαμε και δική μας μουσική. Αυτά τα θυμάμαι ως πολύ ωραία χρόνια, Γιώργο, στο μυαλό μου. Μαζευόμασταν να κάνουμε πρόβες… Ήταν πολύ ωραία εμπειρία όλη αυτή για μας, να γράφουμε τη δική μας μουσική σε αυτή την ηλικία. Δεν σου κρύβω ότι νομίζω ότι παίζαμε και καλά. Ακούω τώρα, μετά από χρόνια, κάποιες ηχογραφήσεις από τότε, και λέω: Ρε συ, κοίτα να δεις, μια παρέα πιτσιρικάδων και παίζαμε καλά!
Λες παρέα πιτσιρικάδων, και σκέφτομαι ότι κι όταν σας ανακαλύψαμε εμείς, σας είδαμε σαν μια άλλη παρέα πιτσιρικάδων. Η αλήθεια είναι ότι για τα ελληνικά δεδομένα ξεκινήσατε να παίζετε αρκετά νέοι. Αυτό πώς έγινε;
Όταν μπήκα στο πανεπιστήμιο το 2007, κατευθείαν ένιωσα ότι δένομαι με κάποια άτομα εκεί. Γενικά η τζαζ κοινότητα στο Μουσικό Πανεπιστήμιο στην Κέρκυρα ήταν πάρα πολύ δυνατή. Ήμασταν όλοι φίλοι καλοί. Παίζαμε συνέχεια μουσική. Ο πρώτος που ήρθα πιο κοντά ήταν ο Βασίλης Ποδαράς, ο ντράμερ. Και ο Θοδωρής Κότσιφας όμως, και ο Γιάννης Παπαδόπουλος, όπως και άλλοι. Με αυτούς ξεκινήσαμε να παίζουμε στην αρχή σύνθεσεις του Θοδωρή στην Κέρκυρα λόγω της πτυχιακής του εργασίας, και όταν κατεβήκαμε στην Αθήνα, προσπαθήσαμε να κρατήσουμε αυτό το πνεύμα και τη διάθεση. Ούτως ή άλλως ήμασταν πολύ καλοί φίλοι όλοι. Και στην Αθήνα βρήκαμε τον σαξοφωνίστα Ορφέα Τσουκαλά και δημιουργήθηκαν οι Next Step.
Οι οποίοι ήταν εντυπωσιακό σχήμα για τα ελληνικά δεδομένα.
Η αλήθεια είναι ότι κυκλοφορήσαμε τρεις δίσκους, πήγαν αρκετά καλά και οι τρεις και κάναμε αρκετές εμφανίσεις τότε στην Αθήνα. Στο «Αλάβαστρο» μια σεζόν παίζαμε κάθε Πέμπτη. Ήμασταν μια πολύ δυνατή παρέα που είχε διάθεση να γράψει τη δική της μουσική και να δημιουργήσει. Πετύχαμε όμως και την κατάλληλη στιγμή στην Αθήνα. Ίσως ακουστεί λίγο τραβηγμένο αλλά νομίζω ότι εμείς φέραμε μια φρεσκάδα, κάτι καινούργιο. Όχι απαραίτητα μουσικά, γιατί μουσικοί και γκρουπ υπήρχαν, και πάρα πολύ καλοί, δεν το συζητώ. Απλά φέραμε μια άλλη διάθεση.
Εδώ θα θέσω ένα επώδυνο ερώτημα: υπάρχει, σε ότι αφορά την τζαζ σκηνή της Αθήνας, ένα όριο; Κάνεις κάποια πράγματα και μετά λες: ΟΚ, ως εδώ είναι, δεν πάει πιο πέρα;
Αυτό είναι πολυπαραγοντικό. Δεν ξέρω αν είναι η κατάλληλη λέξη, έχει πολλές πτυχές. Πάντως σίγουρα πιστεύω ότι αν κάποιος θέλει να είναι δημιουργικός και να κάνει πράγματα, μπορεί να τα κάνει παντού. Τώρα, στην Αθήνα δυστυχώς υπάρχει ένα όριο. Δεν υπάρχουν μουσικές σκηνές. Υπάρχει μία σκηνή τζαζ με καλλιτέχνες που θέλουν να κάνουν πράγματα, αλλά δεν υπάρχουν χώροι να τα παρουσιάσουν. Και δυστυχώς επίσης, για κάποιο λόγο η Αθήνα είναι αποκομμένη από την τζαζ κοινότητα της υπόλοιπης Ευρώπης. Δεν βλέπεις συχνά μουσικούς, οι οποίοι κατά τ’ άλλα το αξίζουν, να βγαίνουν και να παίζουν στο εξωτερικό. Μπορείς να πεις ότι υπάρχει ένα όριο. Δυστυχώς.
Ναι, και εγώ εκεί πιστεύω ότι είναι η απάντηση: στο άνοιγμα προς το εξωτερικό. Αν δεν ενταθούν αυτοί οι δεσμοί με την διεθνή κοινότητα, είναι πολύ δύσκολο και να βιοποριστούν, αλλά και να έχουν ένα περαιτέρω όραμα οι άνθρωποι που παίζουν τζαζ αυτή τη στιγμή.
Συμφωνώ απολύτως. Και πραγματικά πιστεύω ότι υπάρχει πολύ σπουδαίο υλικό εδώ, και μια σκηνή η οποία είναι πολύ ιδιαίτερη, έχει τον δικό της ήχο. Και την έκανα αυτή την παρατήρηση τις προάλλες κι εδώ στη Θεσσαλονίκη, όπου είναι ένα μαγαζί που κάνουμε συνέχεια τζαζ live και όχι μόνο, ο Oratos, το οποίο παίζει κατά κύριο λόγο ελληνική τζαζ. Και όχι μόνο ζωντανά: ο dj βάζει δίσκους ελληνικής τζαζ, ή παίζει ραδιόφωνο που παίζει ελληνική τζαζ. Και ακούω τους φίλους μου και όλη την ελληνική σκηνή, όλη αυτή τη μουσική, με θαυμασμό. Έλεγα: Κοίτα να δεις τι ωραίες μουσικές βγαίνουν, και τελικά αυτά τα σχήματα δεν έχουν χώρο να αναπνεύσουν. Δεν ακούγεται προς το εξωτερικό αυτή η μουσική, η οποία υπάρχει όμως. Βγαίνουν συνέχεια τζαζ δίσκοι στην Ελλάδα με ορίτζιναλ μουσική, κατά τη γνώμη μου πολύ αξιόλογοι.
Στη Θεσσαλονίκη επέστρεψες για λόγους βιοπορισμού;
Όχι ακριβώς. Πάντα έπαιζα και κλασική μουσική τα τελευταία χρόνια. Και όσο περνούσαν τα χρόνια, μου άρεσε και περισσότερο. Μετά την εφηβεία μου και στο πανεπιστήμιο άρχισα να ακούω ξανά και κλασική μουσική, και όταν τελικά κατέβηκα στην Αθήνα, ξεκίνησα πάλι κλασικό μπάσο. Κλασικές σπουδές δηλαδή, για να πάρω το δίπλωμα στο όργανο. Και μετά κατάλαβα τη μαγεία αυτής της μουσικής και άρχισα να προσπαθώ να ασχοληθώ πιο σοβαρά με αυτήν. Τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα έπαιζα πολύ κλασική μουσική, και όταν άνοιξε μια θέση εδώ στη Θεσσαλονίκη, στην Κρατική Ορχήστρα, το είδα σαν μια πολύ καλή ευκαιρία να τη μάθω καλύτερα. Η ορχήστρα ούτως ή άλλως είναι μια μαγική εμπειρία, την οποία ήθελα να τη ζήσω περισσότερο, και το είδα σαν μια ευκαιρία. Αλλά δεν σου κρύβω ότι υπήρχε και κάτι το οποίο με τράβηξε στη Θεσσαλονίκη -δεν ξέρω ακριβώς τι. Ευτυχώς δηλαδή, γιατί περνάω πολύ όμορφα τα χρόνια που βρίσκομαι εδώ πέρα. Και στην ορχήστρα, αλλά γενικά μου αρέσει και η πόλη και ο τρόπος ζωής. Η Αθήνα, ενώ περνούσα καλά και έκανα πολλά πράγματα, ένιωθα ότι με κούραζε τα τελευταία χρόνια που βρισκόμουν εκεί. Ίσως είναι οι ρυθμοί που είναι πάρα πολύ γρήγοροι. Και η ζωή έχει δυσκολέψει στην Αθήνα τα τελευταία χρόνια. Τα ενοίκια έχουν αυξηθεί πάρα πολύ. Γενικά αυτό με τους ρυθμούς με άγχωνε, στη Θεσσαλονίκη είναι σίγουρα καλύτερα. Είναι πιο ανθρώπινα.
Ας πάμε –επιτέλους!- και στο δίσκο. Και στους Next Step με ενδιέφεραν πολύ οι συνθέσεις. Αλλά θυμάμαι και μια δική σου σύνθεση που άκουσα σε μια συναυλία του Αλέκου Βρέτου και είχα εντυπωσιαστεί πολύ. Τώρα, ακούγοντας το δίσκο, σκέφτηκα, πέρα από το πόσο δυνατές είναι οι συνθέσεις σου, ότι παίρνεις το θάρρος να τις αναπτύσσεις κιόλας. Δεν τις κλείνεις σε 3-4 λεπτά, αλλά τους δίνεις το χώρο που χρειάζονται για να φτάσουν εκεί που πρέπει.
Το κομμάτι της σύνθεσης, δυστυχώς ή ευτυχώς, μέσα μου είναι κάτι διαφορετικό από όταν παίζω μπάσο σε ένα σχήμα. Εξερευνώ τα όριά μου και προσπαθώ να βγάλω στη σύνθεση αυτό που πραγματικά έχω μέσα μου από άποψη μουσικής. Εξερευνώ διάφορα τοπία και βγαίνουν διαφορετικά πράγματα.
Βλέπω μια διαρκή εξέλιξη, αλλά θα ήθελα να μου πεις εσύ τι καινούριο βλέπεις στις δικές σου συνθέσεις και στο δικό σου ήχο μετά από τους Next Step, και στο ηχογράφημα που πήραμε στα χέρια μας.
Καταρχάς το κομμάτι της σύνθεσης ήταν κάτι το οποίο με προβλημάτιζε από πολύ μικρή ηλικία. Ήδη από την εφηβεία μου προσπαθούσα να γράψω τις δικές μου μελωδίες, τα δικά μου riff. Ήταν ένα κομμάτι που συνέχεια προσπαθούσα να το εξελίσσω. Νομίζω ότι ένα κοινό στοιχείο σε όλα είναι η λυρικότητα, η μελωδία. Μου αρέσει πάρα πολύ. Όσο προχωράω όμως, προσπαθώ να ανακαλύπτω και άλλα πράγματα. Για παράδειγμα, σε αυτό το δίσκο κάτι καινούργιο είναι ότι προσπάθησα να ψάξω λίγο κάποιες διαφορετικές αρμονίες τις οποίες δεν χρησιμοποιούσα μέχρι τώρα. Κάποια καινούργια ηχοχρώματα. Τι άλλο διαφορετικό να έχει αυτός ο δίσκος;
Αυτό το οποίο θέλω να καταγγείλω είναι ότι τόση ώρα έχουμε βάλει τα καλά μας και μιλάμε πολύ σοβαρά για τη μουσική, για τη σκηνή της τζαζ στην Ελλάδα κτλ, κι αυτό αποκρύπτει ότι έχεις ένα δολοφονικό χιούμορ. Και αναρωτιέμαι πόσο αυτό σε βοήθησε να επιζήσεις μέσα στην τζαζ σκηνή της Αθήνας! Είχα την τύχη να βρεθώ πολλές φορές μαζί σου γύρω από ένα τραπέζι ή σε ένα μπαρ και να δω με πόση οξυδέρκεια χτυπάς εκεί που πονάει! Αυτό περνάει και στη μουσική;
Γενικότερα υπάρχει πολύ όμορφη ατμόσφαιρα στην τζαζ σκηνή ολόκληρη. Υπάρχουν μεγάλες προσωπικότητες σαν τον Δημήτρη Κλωνή. Είναι πολλές! Υπάρχει πολύ χιούμορ στη σκηνή, πολύ καλή διάθεση γενικά. Δεν υπάρχει σοβαροφάνεια. Τώρα αυτό που υπάρχει και στη μουσική… Προσπαθώ να μην το πω μόνο με λέξεις, να το πω και με νότες! Αν μια ιστορία με γοητεύσει, προσπαθώ να δώσω αυτή την αίσθηση και μέσω της μουσικής. Παράδειγμα, ένα κομμάτι στο δίσκο, το «Dream Suite», το οποίο πραγματικά έχει να κάνει με ένα πολύ περίεργο όνειρο. Είχα δει ένα όνειρο στο οποίο υπήρχε μια νότα συγκεκριμένη. Ένα ισοκράτημα, δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το όνειρο από αυτήν τη νότα. Προσπάθησα να το εκμεταλλευτώ μέσα στο όνειρο και να δημιουργήσω μια μελωδία και κάποιες αρμονίες γύρω από αυτήν! Αυτό τώρα στο όνειρο! Τελικά κατέληξε εφιάλτης, γιατί πραγματικά δεν μπορούσα με τίποτα να ξεφύγω από αυτή τη νότα. Ξύπνησα αναστατωμένος. Στο όνειρό μου μάλιστα ήμουν σίγουρος και για τις νότες. Ενώ δεν έχω απόλυτο αυτί, δεν μπορώ να ξεχωρίσω ποιες είναι οι νότες ακριβώς, στο όνειρό μου ήμουν σίγουρος! Το πρώτο πράγμα που έκανα με το που ξύπνησα είναι να πάω στο πιάνο και να δω αν αυτές οι νότες ήταν αυτές που φανταζόμουν: πραγματικά ήταν αυτές! Αυτό σημαίνει ότι στο υποσυνείδητο έχουν καταγραφεί διαφορετικά κάποια πράγματα σε σχέση με αυτά που γνωρίζουμε. Τώρα δηλαδή αν μου πεις να τραγουδήσω ένα σολ δίεση, δεν θα μπορέσω να το κάνω. Ενώ στον ύπνο μου το έκανα: ήταν ακριβώς σολ δίεση! Αυτή την εμπειρία με το όνειρο προσπάθησα με το που ξύπνησα να τη μεταφέρω κατευθείαν στο χαρτί και στο όργανο. Ό,τι θυμόμουν τουλάχιστον, γιατί είναι πολύ δύσκολο σαν διαδικασία. Ήταν νωρίς το πρωί. Και όσο το έκανα αυτό, συνειδητοποίησα ότι υπήρχε ένα τρυπάνι κάπου σε μια οικοδομή, και ήταν αυτή την ώρα που έβλεπα στον ύπνο μου αυτό τον ισοκράτη! Γι αυτό δεν μπορούσα να ξεφύγω: από το φυσικό περιβάλλον, όλο αυτό μεταφέρθηκε στο όνειρο μου: ο ήχος από το τρυπάνι! Αυτό είναι μια αστεία ιστορία, την οποία προσπάθησα να την κάνω μουσική. Είναι λίγο περίεργο αυτό το κομμάτι, και όλοι μου λένε: μα καλά, πώς σου ήρθε τώρα αυτό; Και όταν τους λέω την ιστορία κάπως καταλαβαίνουν!