Μαθήτευσε δίπλα στο Λευτέρη Βογιατζή. Στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων ανέβηκε και το πρώτο του έργο, Στην Εθνική με τα Μεγάλα, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη. Όμως ο Μιχάλη Βιρβιδάκης έκανε μια τολμηρή επιλογή: εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες, ζει και δημιουργεί στα Χανιά, κάνοντας πράξη ένα όραμα για το οποίο πολλοί μίλησαν, αλλά λίγοι το αποτόλμησαν: αυτό της θεατρικής αποκέντρωσης. Με την ευκαιρία του ερχομού του στην Αθήνα για δύο μόνο βραδιές, το artivist μίλησε μαζί του για την ομάδα και τη σχολή του, τη δυσκολία του εγχειρήματός του, το παρελθόν και το παρόν, τη γραφή και τη θεατρική πράξη.

 

Να ξεκινήσουμε από αυτό που θα δούμε στην Αθήνα σε λίγες μέρες; Ναι. Είναι μια παραγωγή του θεάτρου μας, της εταιρείας θεάτρου ΜΝΗΜΗ, του θεάτρου Κυδωνία, που δουλεύει στα Χανιά εδώ και 18 χρόνια. Είναι ένα έργο που παρουσιάζεται πρώτη φορά στην Ελλάδα, το έχουμε μεταφράσει εμείς, οι συνεργάτες του θεάτρου, και αφορά το τρίτο μέρος μιας τριλογίας που σχετίζεται με την επικαιρότητα, με όλες αυτές τις εξελίξεις που παρακολουθούμε από τις τηλεοράσεις μας και αφορούν είτε τους πνιγμένους στη Μεσόγειο, είτε τον πόλεμο με το ISIS στη Συρία και στα άλλα μέρη της Βόρειας Αφρικής. Τα δύο προηγούμενα ήταν η Λαμπεντούζα– καταλαβαίνετε από τον τίτλο ότι αφορούσε το θέμα της μετανάστευσης – και Το Κατεστραμμένο Δωμάτιο, που παρουσιάστηκε πέρυσι, και ήταν μια θεατρική συζήτηση πάνω σε όλα αυτά τα θέματα. Το Κατεστραμμένο Δωμάτιο ήθελε να δείξει ότι το μόνο που κάνουμε είναι  να συζητάμε γι’ αυτά τα πράγματα, αντί να βγαίνουμε στους δρόμους να διεκδικήσουμε αυτό που καταλαβαίνουμε με την ψυχή μας πως πρέπει να γίνει για να βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους που υποφέρουν. Θέλει να δείξει, δηλαδή, ότι οι άνθρωποι που συζητάνε είναι μέρος του προβλήματος. Ήταν μια παράσταση που είχε πολύ ενδιαφέρον και την πήγαμε κι αυτήν στην Αθήνα.

Και τώρα; Τώρα ερχόμαστε στο τρίτο μέρος, το Άγγελέ μου, που επικεντρώνεται στα ζητήματα του πολέμου των Κούρδων με το ISIS στη βόρειο Συρία. Ξέρετε ότι το ISIS κάποια στιγμή επιτέθηκε στους Κούρδους που ζούσαν εκεί με έναν τρόπο φρικαλέο στην κυριολεξία, οι σκηνές βίας που έζησαν οι άνθρωποι εκεί ήταν κάτι το απίστευτο. Κάποιες γυναίκες, εκεί γύρω από το Κομπάνι, δημιούργησαν στρατόπεδα ανταρτισσών γυναικών και αποφάσισαν από μόνες τους να συνεισφέρουν κι αυτές στον πόλεμο εναντίον του ISIS. Ένα πρόσωπο που διακρίθηκε σ’ αυτόν τον αγώνα και από ότι ξέρουμε έχει σκοτωθεί σ αυτές τις μάχες, έμεινε στην ιστορία με το όνομα Ο Άγγελος. Το έργο λοιπόν είναι μια μυθοπλασία γύρω από το πρόσωπο αυτής της κοπέλας, το μυθικό αυτό πρόσωπο, που ως ελεύθερος σκοπευτής από την πλευρά των Κούρδων της Βόρειας Συρίας διακρίθηκε σ αυτές τις πολύ άγριες μάχες. Θα έλεγε κανείς ότι το έργο αυτό είναι ένα αντιπολεμικό μανιφέστο, διότι η κοπέλα αυτή δεν ξεκίνησε ως μαχήτρια, ξεκίνησε έχοντας φιλειρηνικές διαθέσεις, δεν ήθελε καν να ακούει για τις ανισότητες που υπάρχουν μεταξύ ανδρών και γυναικών στους μωαμεθανούς, το όνειρό της ήταν να γίνει δικηγόρος και ξαφνικά ο πόλεμος αυτός την επιστρατεύει, θέλοντας και μη, να πολεμήσει υπέρ του δικαίου, αυτού που καταλάβαινε κι εκείνη ότι ήταν το δίκαιο εκείνη τη στιγμή. Φυσικά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, διακινδύνευσε τη ζωή της.

Αυτά για τα οποία μιλάμε θα μπορούσε να τα εντάξει κανείς σε αυτό που ονομάζουμε πολιτικό θέατρο. Η ερώτηση είναι αν το θέατρο γενικά δεν μπορεί παρά να είναι πολιτικό. Φυσικά, όλες οι επιλογές μας έχουν πολιτική διάσταση. Εμείς συνειδητά επιλέξαμε αυτά τα τρία έργα, διαφορετικών συγγραφέων φυσικά, αλλά όλα της τελευταίας τριετίας, τα οποία έχουν σαν θέμα αυτή τη στάση ευθύνης των πολιτών, κυρίως της Ευρώπης απέναντι σε όλες αυτές τις φρικαλεότητες που παρακολουθούμε να συμβαίνουν σε άλλους τόπους κι εμείς το μόνο που κάνουμε είναι ακριβώς να τις παρακολουθούμε και να συζητάμε γι’ αυτά, ακριβώς όπως κατέδειξε Το Κατεστραμμένο Δωμάτιο. Πίσω από αυτό κρύβεται ένα είδος μομφής δηλαδή για τη στάση της Ευρώπης, παρόλο που η Ευρώπη υποφέρει γιατί γειτνιάζει με τα μέρη όπου δημιουργούνται όλες αυτές οι εστίες πολέμου, και φυσικά έζησε και στο πετσί της κι αυτή μέσα από τις τρομοκρατικές ενέργειες τον αντίκτυπο που είχαν όλα αυτά στις ζωές των άλλων ανθρώπων, όταν άρχισαν να υπάρχουν και θύματα ανάμεσα στους ανυποψίαστους ευρωπαίους πολίτες.

Αναφερθήκατε στο θέατρο που έχετε ιδρύσει και που λειτουργεί στα Χανιά εδώ και 18 χρονια. Δεν μπορώ παρά να το θεωρήσω  συνειδητή απόφαση. Θα μπορούσατε να έχετε μείνει στην Αθήνα… Από την Αθήνα ξεκίνησα, οι πρώτες μου παραγωγές εκεί ήταν.

Το γνωρίζω, έχω την τύχη να τις έχω δει. Α ναι;  Με θυμάστε από την Αθήνα δηλαδή.

Το Στην Εθνική με τα Μεγάλα είναι δύσκολο να μην το θυμόμαστε Εγώ ως σκηνοθέτης εργάζομαι και ως θεατρικός συγγραφέας ενίοτε. Δεν είμαι πολυγραφότατος όπως άλλοι, αλλά με ενδιαφέρουν πάρα πολύ τα ζητήματα της θεατρικής γραφής. Κατά κάποιο τρόπο, και όλη αυτή η έρευνα ρεπερτορίου που κάνουμε εδώ στα Χανιά σχετίζεται φυσικά με το πού βρίσκονται τα ζητήματα θεατρικής γραφής στον κόσμο. Διαβάζω πάρα πολύ θέατρο σε ξένες γλώσσες και με τους συνεργάτες μου, κι ανάλογα με το σε ποια γλώσσα είναι το κείμενο που έχουμε να παρουσιάσουμε προχωράμε στις μεταφράσεις ή στο σχολιασμό τους. Υπάρχει ένας δραστήριος κύκλος εδώ γύρω από το θέατρο Κυδωνία, όπου συζητούνται πάρα πολύ τα ζητήματα της γραφής και το πού βρίσκονται σήμερα.

Γνωρίζω ότι οι δυσκολίες του να λειτουργήσει κανείς ένα θέατρο σε μια πόλη όπως είναι  τα Χανιά, ή άλλες πόλεις, στην επαρχία, είναι μεγάλες. Έχετε μετανιώσει ποτέ γι αυτήν την επιλογή. Έχετε πει ότι αν είχατε μείνει στην Αθήνα θα είχατε ενδεχομένως μια περίοπτη θέση στη θεατρική ζωή της πόλης; Σας ευχαριστώ που το λέτε. Δεν είναι ότι δεν το σκέφτομαι, κοιτάξτε όμως το παράδοξο : Όταν ήμουν στην Αθήνα θυμάμαι τις ατελείωτες συζητήσεις που γίνονταν, και στο δημοσιογραφικό κόσμο, για την αποκέντρωση των πολιτιστικών δρώμενων. Γιατί στην Αθήνα να υπάρχουν πεντακόσια θέατρα ενώ η επαρχία διψάει για κάτι καλύτερο από αυτό που  έχει; Θυμάμαι, λοιπόν, τις συγκεντρώσεις που γίνονταν για να συζητηθούν τέτοια θέματα. Τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. άλλωστε κάτω από αυτό το σκεπτικό δημιουργήθηκαν από τη Μελίνα Μερκούρη κάποτε.  Όμως δεν μπορώ να μην εκφράσω το παράπονο μου, μια που με ρωτάτε:  Να που υπάρχει ενεργό ένα θέατρο εδώ και 18 χρόνια, παράγει πολιτισμό, καινούρια πράγματα, καινούριους ηθοποιούς – διότι οι ηθοποιοί που επανδρώνουν τις παραστάσεις μου είναι παιδιά που τελειώνουν τη δραματική σχολή του θεάτρου Κυδωνία, είναι δηλαδή ένα αυτοτελές σύστημα που δουλεύει μέσα σ’ αυτό το χώρο που λέγεται Κυδωνία – παρόλα’ αυτά δεν έχει λάβει την προσοχή που θα έπρεπε. Δεν γράφεται τίποτα στον τύπο, Δεν έχει κατέβει ένας δημοσιογράφος στα Χανιά να κάνει ένα ρεπορτάζ, να πει: ποιοι είναι οι χώροι αυτού του θεάτρου, με τι χρήματα λειτουργεί; Όλα αυτά τα πράγματα δεν απασχολούν το δημοσιογραφικό κόσμο, το θεατρικό κόσμο, το υπουργείο, που μας δίνει μερικά χρήματα, έπειτα γυρίζει την πλάτη κι επανεμφανίζεται όταν είναι πάλι να δώσει επιχορηγήσεις. Έχω απόλυτη συνείδηση, και δεν το λέω μόνο εγώ, αλλά και οι άνθρωποι που παρακολουθούν τις παραστάσεις, ότι είναι κάτι μοναδικό στην ελληνική επικράτεια. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία πολιτική φροντίδα ή μέριμνα για να μπορέσει αυτό να συντηρηθεί ή να μπορέσει να κάνει καλύτερα τη δουλειά του. Γι αυτές τις παραστάσεις εγώ πληρώνω ενοίκιο στις αίθουσες για να τις παρουσιάσω στην Αθήνα. Από όλους αυτούς τους φορείς που έχουν εμφανιστεί τελευταία στην Αθήνα και που καλούν παραστάσεις από το εξωτερικό, ένας δεν έχει ενδιαφερθεί να μου προτείνει: μήπως θα ήθελες να σου παραχωρήσουμε την αίθουσα για να κάνεις πέντε παραστάσεις; Λίγο να με διευκολύνουν δηλαδή. Πιστεύω ότι πρόκειται για παραστάσεις έργων που  ενδιαφέρουν απόλυτα το αθηναϊκό κοινό, και δε διαθέτουμε χρήματα.

Κατανοητό. Εφόσον έχετε ένα πολύ λογικό παράπονο, εγώ δίνω την υπόσχεσή μου ότι θα κατέβω εγώ στα Χανιά να δω τι γίνεται. Βεβαίως να έρθετε.  Να πιούμε ένα κρασί στο λιμάνι, να δείτε τις εγκαταστάσεις μας, μια παράσταση,  και αν  θέλετε  να  γράψετε κιόλας.

Αυτονόητο ότι θα γράψω… Αυτή η δραστηριότητα πρέπει να παίρνει πάρα πολύ από το χρόνο και την  ενέργειά σας. Ασχολούμαι αποκλειστικά με το θέατρο. Από το 1979 που μπήκα στη δραματική σχολή του Πέλου Κατσέλη. Παρόλο που έχω κι άλλες σπουδές στο ενεργητικό μου, δεν έχω ασχοληθεί με άλλο επάγγελμα ή τρόπο βιοπορισμού  πέραν του θεάτρου.

Αναφερθήκατε στη σχολή του Πέλου Κατσέλη.  Δεν είναι συμπτωματικό που πήρατε αυτήν την κατεύθυνση μετά από αυτές τις σπουδές. Είχα την τύχη να γνωρίσω τον Πέλο Κατσέλη. Ανήκα στη τελευταία χρονιά σπουδαστών που φοίτησαν στη σχολή του πριν πεθάνει ο σοφός αυτός δάσκαλος. Σωστά το υποθέσατε, πιστεύω ότι είναι ένας από τους ανθρώπους που με έχουν βοηθήσει πάρα πολύ στην πορεία μου. Κι οι σπουδές ήταν πάρα πολύ ουσιαστικές.

Το γεγονός ότι αυτό το θέατρο σας παίρνει όλο σας το χρόνο και τη ζωτικότητα είναι ένας από τους λόγους που παραμένετε τόσο ολιγογράφος; Γιατί κρίνοντας από το Στην Εθνική με τα Μεγάλα ή το Περί Φύσεως που είχα δει στην παράσταση του Γιάννη Σκουρλέτη, είναι έργα που δείχνουν ότι θα μπορούσατε να γράφετε και πιο πολλά πράγματα. Πάντα γράφω, απλά είναι θέμα  timing να αποφασίσω να τελειώσω αυτό που γράφω. Εκεί δυσκολεύομαι: να βάλω μια τελεία και να πω: τέρμα, υπάρχει ένα θεατρικό έργο σε αυτό. Φυσικά είμαι πάρα πολύ απασχολημένος  στα Χανιά γιατί όλα περνάνε από το χέρι μου. δεν είναι μόνο οι σκηνοθεσίες, τα διαβάσματα για την επιλογή ρεπερτορίου,  είναι κι η δραματική σχολή, η ευθύνη που έχεις απέναντι στη νέα γενιά, στα παιδιά που έρχονται και θέλουν κάτι να μάθουν, σε μια επαρχιακή πόλη όπου συνήθως είναι απόλυτα μπερδεμένα σχετικά με το τι είναι θέατρο και το τι όχι. Δεν σας κρύβω ότι εκεί είμαι ολόψυχα δοσμένος, αλλά με απασχολεί πολύ το θέμα της γραφής. Ζηλεύω πάρα πολύ όταν διαβάζω έργα τόσο αξιόλογα όσο το Άγγελέ μου του Χένρυ Νέιλορ, που είναι μια εξαιρετική περίπτωση. Κάθε χρόνο γράφει ένα έργο που το πάει στο Εδιμβούργο, και κάθε χρόνο το καινούριο του έργο διακρίνεται και επαινείται. Είναι σίγουρο ότι  αυτός ο άνθρωπος θα απασχολήσει το παγκόσμιο θέατρο σε μερικά χρόνια.

SONY DSC

Επειδή θυμόμαστε το Στην Εθνική με τα Μεγάλα στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων: γνωρίσατε το Λευτέρη Βογιατζή… Βεβαίως. Άλλωστε  το Στην Εθνική με τα Μεγάλα ανέβηκε μέσα από τη σχέση μου με το Λευτέρη ως βοηθός σκηνοθέτη και φίλος του. Είχα την τύχη να με θεωρεί έναν άνθρωπο που μπορούσε να μιλήσει μαζί του. Ήταν πολύ δύσκολος χαρακτήρας, αλλά πάντοτε μιλούσαμε. Είχε μια αγάπη κι εκτίμηση στο πρόσωπό μου, και μέσα από αυτήν τη σχέση πήρα το θάρρος να του δώσω το Στην Εθνική με τα Μεγάλα. Εγώ πίστευα ότι απλώς κάτι είχα γράψει, αυτός το είδε ως ολοκληρωμένο έργο και μου είπε: Αυτό το θέλω για το θέατρό μου, και το ανέβασε. Ήμουν βοηθός του στο  Συμφορά από το Πολύ Μυαλό όπου έπαιζα και το σύζυγο της Άννας Γεραλή, καίτοι πολύ νέος, και στο  Μισάνθρωπο του Μολιέρου. Ήμουν από τους πρώτους ανθρώπους που τους έδωσε το θέατρό του, και σκηνοθέτησα  το Ναυτικό του Πεσόα, ένα έργο το οποίο είχα ανακαλύψει και  μεταφράσει και δούλευα πάνω σ αυτό. Το έμαθε ο Λευτέρης, και μου είπε να το ανεβάσω στο δικό του θέατρο. Και όντως το κάναμε, με δικό μου θίασο, της Εταιρείας Θεάτρου Μνήμη, γιατί η εταιρεία υπήρχε από τότε.

Ποιοι πιστεύετε ότι είναι οι λόγοι που εξακολουθούμε να μιλάμε για το Λευτέρη και να μας λείπει τόσο πολύ;, Τι τον έκανε αυτό που είναι; Η ευαισθησία του πάνω στα ζητήματα του θεάτρου και η λεπτομέρεια με την οποία ανέλυε το κάθε πράγμα. Και μετά, η σπουδή για να μπορέσει να πραγματώσει αυτή τη λεπτομέρεια που πίστευε ότι υπάρχει πίσω από κάθε σημείο που έθιγε ο συγγραφέας στα λόγια του κάθε ρόλου, τον καθιστούν πραγματικά μοναδικό. Οι σκηνοθέτες που εγώ γνωρίζω, τουλάχιστον στο σύγχρονο θέατρο, λένε: λεπτομέρεια είναι, άστο να περάσει! Δεν ασχολούμαστε με λεπτομέρειες! Ο Λευτέρης ασχολούνταν μόνο με λεπτομέρειες, μέσα από τη λεπτομέρεια προσπαθούσε να αναδείξει το όλον. Το βλέμμα του ήταν τόσο οξυδερκές στο να ανακαλύψει ακριβώς εκείνο το πράγμα που καθιστούσε σημαντικό το λόγο του ρόλου ή τη σκηνή…  Στους περισσότερους ανθρώπους που δουλεύουν σήμερα, ειδικά μέσα σε όλη αυτή τη λαίλαπα του μεταμοντερνισμού – γιατί περί λαίλαπας πρόκειται, κι ο  Λευτέρης ποτέ δεν ενέδωσε σε τέτοιες ευκολίες – δεν βλέπεις πια τα έργα.  Δεν βλέπεις Σαίξπηρ, δεν βλέπεις Μολιέρο. Ο Λευτέρης ήταν: πρώτα ο συγγραφέας, γιατί το γράφει έτσι ο συγγραφέας;  Αυτό μπορεί να τον βασάνιζε μήνες ολόκληρους. Αυτό δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή, όλοι ακολουθούν την εύκολη λύση.  Μπορούμε σε ένα μεταμοντέρνο πλαίσιο αυτά να τα αγνοήσουμε και να τα παρουσιάσουμε με ό,τι έχουμε στην αποθήκη του θεάτρου μας. Αυτό είναι το ελληνικό θέατρο σήμερα: η απόλυτη ευκολία. Ο Λευτέρης δυσκόλευε τον εαυτό του, δεν επέτρεπε στον εαυτό του να λειτουργήσει με ευκολία απέναντι στο συγγραφέα. Τοποθετούσε τον πήχη τόσο ψηλά που ο ίδιος βασανιζόταν να τον περάσει. Αλλά το έκανε ο ίδιος. Ε, αυτόν τον καλλιτεχνικό σαδομαζοχισμό δεν τον έχει κανένας καλλιτέχνης σήμερα. Σας το λέω ευθέως. Φαίνεται από τις παραστάσεις. Αυτό είναι το αναντικατάστατο για μένα στην περίπτωση του Λευτέρη Βογιατζή. Κι είμαι ευγνώμων που μου έδωσε ευκαιρίες να βρεθώ κοντά του, να δω πώς σκέφτεται, να μιλήσω μαζί του και να  ανεβάσει το έργο μου στο θέατρό του και να μου δώσει την ευκαιρία να υπάρχω. Δύσκολα θα τον ξεπεράσει το ελληνικό κατεστημένο.

Το Άγγελέ μου του Χένρι Νέιλορ, από την Εταιρεία Θεάτρου Μνήμη, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Βιρβιδάκη, θα παρουσιαστεί στο Θέατρο Σφενδόνη (Μακρή 4, Μακρυγιάννη) για δύο μόνο παραστάσεις: Σάββατο 15 Δεκεμβρίου στις 18.00 και Κυριακή 16 Δεκεμβρίου στις 21.00. Ερμηνεύει η Κατερίνα Μαντίλ.