Αγαπημένε μου, πολυαγαπημένε μας, κύριε Μάνο,

22 Ιουλίου 2018, ώρα 22.30 (με ημερομηνία και ώρα ξεκινούσατε τα σημειώματά σας, όσα είχα την τύχη να δω από κοντά). Τόσα τα μαλαματένια λόγια, μα εσείς πια πουθενά. Κανείς δεν ξεφεύγει απ’ τον Άδη. Ούτε αυτοί που ανέκαθεν είχαν με τους αθάνατους, λογαριασμούς. Τώρα; Του κάτω κόσμου τα πουλιά και τα παγώνια, με φως και νύχτα σας κεντούν μια φορεσιά. Κι εμείς, όλοι, εδώ, υποσχόμαστε να φυλάξουμε τα ακριβά σας πονήματα, ως πολύτιμα θα τα μάθουμε στα παιδιά μας.

Αυτό δεν είναι ένα αποχαιρετιστήριο κείμενο. Αδύνατον, άλλωστε, να αποχαιρετήσω έναν άνθρωπο που μέσα μου κουβαλώ. Δεν το αποφεύγω ως οδυνηρό, το θεωρώ, πράγματι, αδύνατο. Η μύτη του μολυβιού σας, για πενήντα και βάλε χρόνια, της ψυχής μας βάλσαμο. Για μένα, για σένα φίλε αναγνώστη, απάγκιο για τόσα εκατομμύρια ανθρώπων. Πόσο σπουδαίος ποιητής ήταν ο Μάνος Ελευθερίου, και πόσο, αληθινά, υπέροχος άνθρωπος; Από το πρωί της Κυριακής, μέχρι αργά το βράδυ που γράφω αυτά εδώ, έχω διαβάσει κι ακούσει στα ραδιόφωνα αναρίθμητους καλούς λόγους γι’ αυτόν. Τόσα πολλά και όμορφα, τόσο ζηλευτά, που μου γεννήθηκε μια σκέψη περίεργη, οξύμωρη μέσα στο πένθος: εάν είχαμε, συχνότερα, τόσοι πολλοί άνθρωποι, μια τέτοια γλύκα να μοιραστούμε στην απώλεια ενός, θα σήμαινε πως κάπως προς το καλύτερο τον αλλάξαμε τον κόσμο μας.

Ο Μάνος Ελευθερίου ήταν μια ύπαρξη εύθραυστη, μα είχε πένα δυνατή, ευφυέστατη. Μικροκαμωμένος στην όψη, μεγαλειώδης στον τρόπο. Κι από σπουργίτι έγινε αητός. Τον θυμάμαι, πάντα, κομψό, καλοντυμένο. Με μπερέ να ταιριάζει στο κοστούμι του. Βασανισμένος άνθρωπος, εμπνευσμένος δημιουργός, μειλίχιος, προσιτός, ετοιμόλογος συνομιλητής. Διψούσε για κουβέντες, για ανέκδοτα, για επικοινωνία με τους ανθρώπους γύρω του. Διψούσε για επαφή. Διψούσε για αγάπη. Λάτρευε να διαβάζει, όλων των ειδών τα αναγνώσματα, θέατρο, ποίηση, λογοτεχνία, ιστορία, φιλοσοφία, ρεπορτάζ. Μάζευε σχολαστικά αποκόμματα εφημερίδων, από την εποχή που είχαν ανταποκριτές σε όλη τη χώρα. Μπορούσε από μια εικόνα να βγάλει τραγούδι, όπως το «10 γραμμάρια» που μελοποίησε ο Μαχαιρίτσας, το οποίο ήταν για ένα παιδί στην επαρχία που συνελήφθη για δέκα γραμμάρια χασίς. Υποστήριζε πως κάθε συνέντευξη είναι μια πράξη αυτοκαταστροφής. Δεν ήθελε να λέει τα περιττά, να παρασύρεται σε λόγια αχρείαστα. Ούτε, φυσικά, να περιαυτολογεί του άρεσε. Τουναντίον. Ήταν πολύ σεμνός. Για μεγαλύτερο έπαινο λογάριαζε να τραγουδούν τα τραγούδια του. Ποτέ δεν έλεγε ότι είναι συγγραφέας, αν τύχαινε κάποιος να μην τον αναγνωρίσει. Συνταξιούχος υπάλληλος εκδοτικού οίκου, απαντούσε. Από μικρός, ντροπαλός. «Κάποτε που έμενα στη Γαλλία, είδα τον Σαρτρ σε ένα καφέ στο Παρίσι. Καημό τό ‘χω που δεν τόλμησα να τον πλησιάσω». Πολυγραφότατος, καθώς ήταν, άφησε παρακαταθήκη ποιητικές συλλογές, μελέτες για το ελληνικό θέατρο, για τη Σύρο, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και φυσικά στίχους. Στίχους, που έως ότου να αποτιμηθούν και να μελετηθούν σε βάθος, θα έχουν μεγαλώσει γενιές και γενιές. Ο Μάνος Ελευθερίου ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος Μάνος του πνεύματος, που γέννησε τούτος ο τόπος, μαζί με Χατζιδάκι και Λοΐζο. Δεν παραδέχτηκε ποτέ ότι είναι καταξιωμένος, μόνον ότι τάχθηκε ψυχή τε και σώματι στο τραγούδι, αγαπώντας με πάθος την ελληνική γλώσσα. Έγραψε για όλα όσα αφορούν τον Άνθρωπο. Έγραψε στίχο πολιτικό, «Τροπάρια για φονιάδες», έγραψε για τον Λαμπράκη,  τον Νίκο Πλουμπίδη και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, έγραψε για την αγάπη και την ελευθερία, για τα πανανθρώπινα αδιέξοδα, έγραψε για τη μοναξιά του φαντάρου στην επαρχία, για τη ματαιότητα της ζήσης, την απελπισία, αλλά και για τη χαρά, τη φωτιά, την ελπίδα, το θέλω που μας καίει. Μετάνιωσε, μόνο, που δεν έγραψε λαϊκά – ερωτικά τραγούδια (ιδιαίτερα με τον στενό του φίλο Γιώργο Ζαμπέτα), ούτε καν αυτό το ερωτικό μυθιστόρημα που είχε φανταστεί. Το τελευταίο του βιβλίο «Φαρμακείον Εκστρατείας» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, κι έναν παράξενο μονόλογο για ένα νεκροταφείο όπου κηδεύουν οι ερωτευμένοι τους έρωτές τους. Πόσες φορές να είχε διαβάσει τον Άμλετ, άραγε; Είχε εμμονή με αυτόν τον Σαιξπηρικό τραγικό ήρωα. Από τον πολυτραγουδισμένο «Άμλετ της Σελήνης», λοιπόν, πέρασε στον «Πατέρα του Άμλετ», θεατρικό έργο που του πήρε πολλά χρόνια να τελειώσει. Κυρίως θέμα του είναι ο πατέρας του Άμλετ, που έρχεται από τον Κάτω Κόσμο και του δίνει συμβουλές, χωρίς να ξέρουμε αν αυτή η συνάντηση είναι γεγονός, όνειρο ή φαντασίωση.

Ο Μάνος Ελευθερίου ήταν τρομερά γενναιόδωρος – όλοι όσοι τον γνώρισαν το επιβεβαιώνουν – και ανοιχτοχέρης. Της προσφοράς σε όλα του, κερνούσε, χάριζε συνεχώς από κάτι, βιβλία, ποιητικές συλλογές, μικροαντικείμενα, έκανε δώρα. Πολλά βιβλία του χάρισε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Ερμούπολης, αλλά και της Αστυπάλαιας, όπου είχε ανακηρυχτεί επίτιμος δημότης. Στα της ιδεολογίας, δήλωνε, ουσιαστικά  τροτσκιστής. Δεν έχασε ποτέ την πίστη του στην Αριστερά, παρότι, τα τελευταία χρόνια, δεν έβλεπε ελπίδα πουθενά. Τις σκέψεις του αυτές τις πέρασε στο τραγούδι «Για ποιαν Ιθάκη μου μιλάς;» που έγραψε  για τον Σταύρο Ξαρχάκο: «Πέτρες θα τρώμε και θα ζούμε σε σπηλιές. Δεν θα υπάρχουνε πουλιά, μήτε φωλιές. Θα υπάρχει μόνο μοναξιά, τρομοκρατία και μια Ιθάκη βουλιαγμένη πολιτεία». Σάρκαζε, λέγοντας «τα κόμματα της Αριστεράς έδιναν πάντα ελπίδα στους ανθρώπους. Θα μου πεις, ελπίδα δίνει και ο χριστιανισμός στους πιστούς πως θα βρουν καλύτερη ζωή στον παράδεισο». Στις αρχές της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας, δε δίστασε να κάνει λόγο για ολοφάνερη τρομοκρατία πανταχόθεν, υπογράμμιζε, δε, ότι η επίσημη Ιστορία ξέρει, αλλά δεν καταγράφει τα σκληρότερα, διότι οι άνθρωποι στους πολέμους εξαγριώνονται κι ο οίκτος εκλείπει.

Σε έναν προσωπικό του απολογισμό, οι πίκρες ήταν περισσότερες από τις ευτυχισμένες του στιγμές. Ταλαιπωρήθηκε πολύ από τις τρομακτικές στερήσεις, τις κακουχίες που υπέστη στα παιδικά του χρόνια, αλλά και τις μεταγενέστερες αδικίες. Αυτά είχαν ως συνέπεια, να αντιμετωπίζει αρκετά ψυχοσωματικά προβλήματα. Υπήρξε τυχερός σε επίπεδο συνεργασιών, σχεδόν με όλους τους καλλιτέχνες που αντάμωσε. Τους έκανε πολλή παρέα, αν κι έλεγε ότι πρέπει κανείς να τους αποφεύγει, με τόσες ανασφάλειες που έχουν! Δεν ήταν κι ο πιο εύκολος άνθρωπος, «έχω τα νεύρα μου από τριών ημερών» (άλλο που δεν του φαινόταν). Τι φοβερή αίσθηση του χιούμορ είχε, αλλά και πόσο αιχμηρός γινόταν μέσα από την ειρωνεία του! Δεν ανοιγόταν εύκολα για τα δικά του, γνώρισε αμέτρητους ανθρώπους, είχε πολλούς φίλους και παρέες, μα λίγοι τον ήξεραν πραγματικά. Η Ποίηση τον βασάνισε περισσότερο από την αγάπη, ωστόσο, απέφευγε να μου απαντήσει εάν στάθηκε τυχερός στην αγάπη, σιγομουρμουρίζοντας: «αυτό θέλει τσιγάρο». Ερωτηθείς, πολλάκις, για τον γάμο, έλεγε πως ο σοβαρός κόσμος παντρεύεται για να έχει έναν σύντροφο. «Δεν είναι μόνο ο έρωτας που φέρνει δύο ανθρώπους μαζί. Όσα χρόνια σέρνομαι στα νοσοκομεία έχω δει γυναίκες να ξαγρυπνούν δίπλα στον άνθρωπό τους, γυναίκες τυραννισμένες που έρχονται με το πρώτο λεωφορείο από την άκρη της Αττικής για να είναι πρωί πρωί δίπλα στον αγαπημένο τους. Αυτή η ανάγκη για συντροφικότητα δεν θα πάψει να με συγκλονίζει». Ερωτηθείς, επιπλέον, γιατί δεν έκανε παιδιά (εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω, ως δημοσιογράφος, το λόγο που τίθεται σε κάποιον αυτή η ερώτηση), απάντησε αφοπλιστικά «Κι αν έβγαινε σαν εμένα, κακάσχημο ελεεινό και φαλακρό θα τρελαινόταν». Ήταν ιδιαιτέρως παρατηρητικός, ήθελε να βλέπει πιο μέσα. Παρατηρούσε τα πρόσωπα, τα βλέμματα, τις κινήσεις των ανθρώπων. Αφουγκραζόταν το φόβο τους. Με ευαισθησία, πάντοτε. Έτρεφε κι έναν αειθαλή ενθουσιασμό για δημιουργία, σαν παιδί. Στάθηκε πολύ ενθαρρυντικός προς νέους καλλιτέχνες, διακριτικός στη βοήθεια που τους έδινε. Θεωρούσε κατάρα το διαδίκτυο, αμφισβητούσε τη δύναμη της τεχνολογίας, αφού δεν είναι στραμμένη προς το όφελος των αμάχων και των πεινασμένων.  Ήταν φανατικός συλλέκτης παλαιών φωτογραφιών, από δημοτικά σχολεία, τις οποίες μελετούσε με τις ώρες, με μεγεθυντικό φακό. Έγραφε πότε με το χέρι, πότε σε γραφομηχανή. Πίστευε πολύ στη Δικαιοσύνη και θαύμαζε τους γιατρούς. Συχνά εξυμνούσε το έργο τους, μιλούσε για το πόσο απαραίτητοι, για το πόσο σπουδαίος κλάδος της Ελλάδας είναι.

Αχ κι αυτά «Τα λόγια της Αγάπης», οι δίωρες εκπομπές του στον ρ/σ Αθήνα 9.84. Σχολείο ολόκληρο για εμάς τους νεότερους. Όλα γραμμένα σε χαρτιά μπροστά του, τα cd του απλωμένα, προσεκτικός και καλά διαβασμένος για καθετί που μοιραζόταν από ραδιοφώνου. Προετοιμαζόταν καλά για κάθε του εμφάνιση στα μέσα ενημέρωσης. Εκτύπωνε, μάλιστα, τις συνεντεύξεις του σε διαδικτυακά μέσα, τις τακτοποιούσε ύστερα στο αρχείο του. Αν και πολύ μοναχικός, τον συναντούσες συχνά σε παρουσιάσεις βιβλίων, δίσκων, σε μεγάλες παρέες, σε καλά εστιατόρια. Όλοι τον ήθελαν φίλο τους, δικό τους. Τη φοβόταν τη μοναξιά ή την αγαπούσε; Μάλλον το πρώτο, έχοντας τοποθετηθεί επαρκώς για την ασχήμια της. Όλα του τα χρόνια έμενε στο νοίκι, διότι δεν προνόησε να βγάλει λεφτά πολλά «καλός και άγιος ο Νταλάρας, δε λέω, αλλά να είχε πει και δέκα τραγούδια μου ο Πάριος, βρε παιδί μου, να σπάσω, ο ανόητος, κανένα ταμείο»! Φεύγοντας, δεν ήθελε να θαφτεί κάτω από χώμα, μα να γίνει στάχτη, ώστε να μην αφήσει τίποτα πίσω. Πίστευε στον Θεό; «Ένας Θεός το ξέρει»! Κρατούσε, σίγουρα, σφιχτά την πίστη για έναν καλύτερο κόσμο «και θέλω να πιστεύω ότι έβαλα ένα λιθαράκι για να τον ομορφύνω».

Θα μας λείψουν η διάχυτη ζεστασιά του, η ευγένεια, η ταπεινότητα, οι ρυτίδες γύρω από το στόμα του όταν χαμογελούσε, τα λεπτά του χέρια (τα σπουδαία) όπως έπιανε το στυλό, το αργό περπάτημά του, οι χαρακτηριστικοί αναστεναγμοί του, η χλωμάδα του προσώπου του. Θα μας λείψουν τα μάτια του μέσα στα στρογγυλά γυαλιά του.