Φωτογραφίες: Χριστίνα Δενδρινού
Ακόμα μένει να αναγνωριστεί σε όλη της την έκταση η αξία της Μαρίας Φαραντούρη.  Για πολλούς  μένει ανεξίτηλη η στερεοτυπική εικόνα της ως ιέρειας του Μίκη Θεοδωράκη. Λογικό – δεν αξιώνεται εύκολα κανείς μια τέτοια μοίρα – αλλά όχι δίκαιο: ήδη από τη συνεργασία της με το Μάνο Χατζιδάκι, η Φαραντούρη είχε ξεδιπλώσει κι άλλες, διαφορετικές πτυχές της ερμηνευτικής της δεινότητας. Και τα τελευταία χρόνια, η συνεργασία της με την ECM, αρχικά με τον Charles Lloyd, της έδωσε στο εξωτερικό ακόμα μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα από αυτή που ήδη είχε, ανοίγοντάς της το δρόμο για ακόμα περισσότερες διεθνείς συνεργασίες, σε χώρους άλλους, όπως η τζαζ ή αυτό που συνήθως αποκαλείται μουσική του κόσμου. Αποτέλεσμα μιας τέτοιας συνύπαρξης είναι και το Beyond the Borders σε μουσική του Cihan Türkoğlu, η πρόσφατη κυκλοφορία της ECM που αποτέλεσε και την αφορμή για αυτή τη συζήτηση. Όπως κάθε φορά, η Μαρία Φαραντούρη αιφνιδιάζει με την ευθύτητα και την απλότητά της, αλλά και με τη γλυκύτητα και βαθιά εκτίμηση που μιλά για τους νεώτερους συνεργάτες της. Παραμένει ευαισθητοποιημένη σε όλα όσα συμβαίνιουν γύρω μας, με γνήσιο ενδιαφέρον και φιλομάθεια για κάθε πτυχή του κοινωνικού γίγνεσθαι, Κι όσο κι αν είναι αναμενόμενο, η βαθιά της αγάπη για το Μίκη δεν παύει να εμφανίζεται στην κουβέντα μας, όποιο κι αν είναι το θέμα που συζητάμε. Το artivist την ευγνωμονεί για τις πολύτιμες ώρες που μας φιλοξένησε.

Πού βρισκόμαστε σήμερα; Τι είναι αυτό που μας συμβαίνει; Είναι αυτό που ο ιταλός Ραφαέλε Σιμόνε ονομάζει σε ένα βιβλίο του «Το Μειλίχιο Τέρας».  Αυτός ο πολιτισμός που επιβλήθηκε εδώ και 20 χρόνια. Θα έλεγα σιγά-σιγά από τη δεκαετία του ’90 το προετοιμάσανε, γιατί αυτό το πράγμα έχει αλλάξει τα πάντα, μαζί και την τεχνολογία – που έχει ασφαλώς και θετικά. Η κοινωνία αυτή του ψεύτικου θεάματος τι κάνει στον άνθρωπο; Τον αποστασιοποιεί, τον βάζει εκεί και κάθεται και βλέπει, και αλλάζει γρήγορα την εικόνα που του πλασάρει. Ακόμα και ένα φρικτό γεγονός, πολέμου, ή του πνιγμού εκείνου του παιδιού: είδες που πάθαμε σοκ όταν το είδαμε; Σε μία βδομάδα το είχαμε συνηθίσει και λέγαμε: το παρατηρώ, δεν με αφορά. Αλλάζει η εικόνα και ξεχνάς. Εδώ πνίγονται κάθε μέρα χιλιάδες παιδιά και δεν ασχολείται κανείς. Αυτός είναι ο πολιτισμός που επιβάλλουν, πολύ περίεργος, γι αυτό τον λένε “μειλίχιο”.  Σε αγκαλιάζει, χωρίς να μπορείς να αντιδράσεις, όλοι μας είμαστε μέσα σ’ αυτό. Δεν μπορώ να διεκδικήσω. Βλέπαμε εμείς τα δύο παιδάκια τα γυμνά του Βιετνάμ σε μια φωτογραφία, και ξεσηκωνόταν ο κόσμος και πήγαινε και έκανε εκδηλώσεις φιλειρηνικές, ενάντια στον πόλεμο. Εσύ βλέπεις τώρα καμιά αντιπολεμική εκδήλωση;

Η τελευταία ήταν, νομίζω, για το Ιράκ. Και σε μικρή κλίμακα. Η τελευταία που θυμάμαι κι εγώ. Από τότε αρχίζει αυτό. Θυμάσαι, που καθόμασταν και βλέπαμε στην τηλεόραση πώς ετοιμάζανε να βομβαρδίσουν;

Ζωντανή μετάδοση! Το έκαναν θέαμα. Και όλα πια τα έχουν κάνει έτσι ώστε να μην μπορείς να διαμαρτυρηθείς ή να διεκδικήσεις τίποτα. Και αλλαγή εικόνας αμέσως, ώστε να μην προλάβεις τίποτα, ούτε να αντιδράσεις, κι αμέσως να το ξαναδείς, να το ξαναδείς, δια της επαναλήψεως, σε όλα τα επίπεδα, όχι μόνο για τον πόλεμο. Βλέπεις τα τραγούδια, με τους διαγωνισμούς. Εγώ μεγάλωσα σε μία εποχή  που ασφαλώς ήθελες να βλέπουν το πρόσωπό σου στη σκηνή, αλλά είχαμε μάθει να είμαστε με τα χέρια μας κάτω. Θα μου πεις, άλλες εποχές… Εκείνο που θέλαμε είναι να διαχέεται η φωνή, ο ήχος μας, και ο κόσμος δια του ήχου να προβληματίζεται και να συγκινείται ή να μη συγκινείται. Τώρα γίνεται. το αντίθετο, πρέπει να έχεις το πακέτο: ομορφιά, χορό, κίνηση, τρέλες και τα λοιπά – και κατά δεύτερο λόγο η φωνή κι αυτό που βγάζεις. Αυτό που εκπέμπεις είναι κυρίως η εικόνα τώρα, όχι η ουσία.

Ήταν ένα περιβάλλον πραγματικά απίστευτο, όπου μπορούσε ένα παιδί να ακουμπήσει και ψυχολογικά. Όλες αυτές οι ανασφάλειες που με διακατείχαν τότε έβρισκαν απάντηση στην ασφάλεια που μου έδινε ο Μίκης,  που μου είπε «εδώ είναι το σχολειό, θα αλλάξουμε την Ελλάδα». Κι όλα αυτά τα ωραία πάθη…

Εσείς πότε βρήκατε για πρώτη φορά το τραγούδι μέσα σας, πότε καταλάβατε πως αυτό είναι που θέλατε να κάνετε; Ήμουνα μπέμπα, κι  είχα  ευαισθησία. Θυμάμαι παιδάκι που πήγαμε επίσκεψη σε ένα φιλικό σπίτι κι απέναντι είχε ένα ωδείο, κάπου στο Κολωνάκι, και βγήκα εγώ να παίξω και καθόμουν στο πεζοδρόμιο, και απέναντι άκουγα τα παιδιά που έπαιζαν Μπαχ, πρώτες τάξεις, δεύτερες…  Τι να σου πω, ήμουν καταγοητευμένη!  Αυτά θυμάμαι ως ακούσματα. Ήμουν πολύ ευαίσθητη, δεν είναι τυχαίο, ασφαλώς. Και όλοι μου έλεγαν, και στο σχολείο και μεγαλώνοντας, ότι θα πρέπει να κάνω κλασικό τραγούδι γιατί είχα τη στόφα μιας μέτζο σοπράνο. Και αργότερα, όταν πήγαμε στη Σοβιετική Ένωση, 16 – 17 χρονών, με το Μίκη περιοδεία, διάφοροι ειδήμονες του είδους, μεγάλοι μουσικοί, θυμάμαι που  λέγανε “να μείνει εδώ να σπουδάσει, γιατί έχει πολύ ωραία φωνή”. Ο Χατσατουριάν, ο Οδυσσέας Δημητριάδης… Δεν ήμουν σίγουρη τι έπρεπε να κάνω. Ήξερα ότι θα μπορούσα να ασχοληθώ με το κλασικό, ότι είχα τις δυνατότητες, αλλά δεν είχα το θάρρος, ήμουν και δειλό παιδί, λόγω των βιωμάτων μου με τα νοσοκομεία… Πού να μπω μέσα σ’ αυτήν την άγρια αρένα, με το φοβερό ανταγωνισμό, όπου θέλει πολύ θράσος; Το σκεφτόμουν, λέω καλύτερα εδώ, σαν οικογένεια: ο Μίκης, οι ποιητές, οι ζωγράφοι, ήταν σαν μια οικογένεια, κατάλαβες; Από μικρό παιδί μπήκα σε μια οικογένεια, άνθρωποι με τα αριστερά τους οράματα, ανεξάρτητα από κόμματα… Ήταν ένα περιβάλλον πραγματικά απίστευτο, όπου μπορούσε ένα παιδί να ακουμπήσει και ψυχολογικά. Όλες αυτές οι ανασφάλειες που με διακατείχαν τότε έβρισκαν απάντηση στην ασφάλεια που μου έδινε ο Μίκης,  που μου είπε «εδώ είναι το σχολειό, θα αλλάξουμε την Ελλάδα». Κι όλα αυτά τα ωραία πάθη…

Πώς γνωριστήκατε με το Μίκη; Η μητέρα της Άννας Δρούζα, η περίφημη Νίκη Τυπάλδου, ήταν σπουδαία φωτογράφος και συμμαθήτριά μου στο ίδιο θρανίο, στο 8ο γυμνάσιο. Και μου έλεγε: Βρε Μαρία, η αδερφή μου είναι σε ένα σύλλογο φίλων ελληνικής μουσικής και συνδέεται με το δικηγόρο του Μίκη Θεοδωράκη, και είναι όλοι εκεί: ο Αργύρης Κουνάδης και ο αδερφός του ο Παναγιώτης, ο ρεμπετολόγος, ο Λοΐζος,  άγνωστος τότε, ο Λεοντής, μετά ήρθε ο Σαββόπουλος…… Όλοι αυτοί είχαν φτιάξει ένα σύλλογο φίλων ελληνικής μουσικής, στη Σόλωνος θυμάμαι, για να προωθούν το καλό τραγούδι. Πώς τώρα εγώ συνδέθηκα; Πήγαμε μια μέρα στο σπίτι της Νικης, κι η αδερφή της μου λέει: Θα σε πάω μια μέρα εκεί, έχουμε μια χορωδία με σκοπό να πηγαίνουμε στις συνοικίες και να τραγουδάμε το καλό λαϊκό τραγούδι. Εγώ δεν ήξερα κανένα, άκουγα μόνο ξένα στο ραδιόφωνο, παιδάκι ήμουνα 15, 16 χρονών, άκουγα Paul Anka! Αυτά ήταν της μόδας, το αντίστοιχο ποπ της εποχής, και κάτι ιταλικά. Πάμε λοιπόν, και μου λέει ο Λοΐζος: – Τι ξέρεις; – Δεν ξέρω κανένα ελληνικό! – Πες ένα που ξέρεις. Και του λέω: – Το La Novia του Tony Dallara!  – Δεν το ξέρω, μου λέει ο Λοΐζος. Μπορείς να μας το πεις; Ανοίγω εγώ τη φωνή μου και το λέω. Άααβε Μαρία. Παθαίνει πλάκα ο Λοΐζος.  – Έχεις φωνή δεν υπάρχει αμφιβολία, αλλά επειδή εμείς  κάνουμε εδώ και κοινωνική δουλειά, θέλουμε να υποστηρίξουμε το ελληνικό τραγούδι, να μάθεις μερικά . Εγώ, καμία σχέση, το εντελώς αντίθετο, το μόνο που άκουγα ήταν Χατζιδάκις, είχε πάει και στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και είχε πάρει βραβείο, αυτό το ήξερα, έμαθα και το Καημό του Μίκη και μετά έγινα μέλος της χορωδίας και μου δίνανε και σόλο. Μετά από κάποιες πρόβες καταφτάνει και ο Σαββόπουλος από Θεσσαλονίκη, δεν είχε που να μείνει και του βάζαμε ένα  ράντζο κι έμενε εκεί στη Σόλωνος. Ήρθε και ο Μαρκόπουλος αλλά δεν τα μπορούσε τα συλλογικά, έγραφε  τα δικά του. Ήμασταν μια άλλη οικογένεια εκεί, με την πλάκα μας, το χιούμορ μας κάναμε τη χορωδία μας, σε εκδηλώσεις που είχαν χαρακτήρα κοινωνικό, Φιλαδέλφεια, φιλεργατικό, ειρήνη, Θεσσαλονίκη, ερχόταν κι ο Ρίτσος μαζί . Μας στέλνανε με το Σαββόπουλο, που δεν ήξερε καλά κιθάρα, δυο ακόρντα ήξερε για να συνοδεύει τον εαυτό του, να πούμε το Γελαστό Παιδί, το Δρόμο, σε κάποιους πολιτιστικούς συλλόγους. Μας στέλνανε στο Περιστέρι, σε διάφορες συνοικίες…

Ο Μίκης είπε στη μητέρα μου: “Θα αναλάβω τη μικρή, πολύ καλή. Θα μου εμπιστευτείτε το μωρό σας, κ. Φαραντούρη;” Μου είπε τότε, με το ποιητικό του ύφος: “Είσαι ιέρεια! Το ξέρεις ότι γεννήθηκες για τη μουσική;”. Κι εγώ του είπα: “Το ξέρω!” (γέλια).

Έτσι έγινε λοιπόν… Έτσι ξεκίνησε. Ήταν τόσο ωραία! Εγώ πήγα κι έκανα και ιδιωτικά μαθήματα να μάθω τις νότες , αλλά υπήρχε αυτό το σμίξιμο. Ήταν συγκλονιστικό! Δεν ήσουν μόνος σου ΄πως τώρα,  να βγεις  να πας σε διαγωνισμούς ταλέντων, και να σε σύρουνε μετά στα κέντρα. Τότε άλλωστε δεν υπήρχαν κέντρα, υπήρχαν μπουάτ.  Πήγαμε και σε μπουάτ, εκεί μας άκουσε ο Μίκης. Μας άκουσε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, και εκεί στα καμαρίνια ήρθε, θυμάμαι, κι ο Μητροπάνος. Ο πατέρας του είχε ιστορία πολιτική, τον ήξερε ο Μίκης από τη Μακρόνησο. Νεαρούλης! Είχα πει τον Καημό, για να μ’ ακούσει ο Μίκης, το πρώτο μου σόλο. Και είπε στη μητέρα μου: “Θα αναλάβω τη μικρή, πολύ καλή. Θα μου εμπιστευτείτε το μωρό σας, κ. Φαραντούρη;” Μου είπε τότε, με το ποιητικό του ύφος: “Είσαι ιέρεια! Το ξέρεις ότι γεννήθηκες για τη μουσική;”. Κι εγώ του είπα: “Το ξέρω!” (γέλια). Με μια σοβαρότητα και ένα θράσος.., Δεν είπα:  Τι μου λέει,  δεν το πιστεύω! Ένα περίεργο πράγμα… Μετά με πήρε και κάναμε συναυλίες, με πήγε στην Columbia και με έβαλε να τραγουδήσω με το  Μπιθικώτση που ηχογραφούσαν τότε τη Μπαλλάντα του Αντρίκου,  και του έκανα δεύτερη. Εν τω μεταξύ είχα τραγουδήσει ένα τραγούδι του Λάκη Παππά, το Κάποιος Γιορτάζει. Ο Μίκης  στον Πειραιά μου είπε: Να πας σε μπουατ να τραγουδήσεις, κι εγώ θα σε βρω. Σε ξέρω. Παρακολουθώ τι κάνεις. Και θα πηγαίνεις και στο Εθνικό Θέατρο και θα παρακολουθείς πώς διδάσκεται ο χορός από την Εύα Νικολαΐδου – ήταν καθηγήτρια μουσικής, χορωδός και χορεάρχισσα. Ο Μίκης  έγραφε τη μουσική για μια παράσταση τότε, και έκανε πρόβα η Κατίνα Παξινού . Και πήγαινα, μικρό κοριτσάκι, με συνόδευε η μητέρα μου. Την Παξινού την παρακολουθούσα, ιερό τέρας!  Για να χαλαρώσει έπαιρνε το πλεκτό της και καθόταν στη σκάλα του Εθνικού. Και περνούσα εγώ από εκεί και την έβλεπα. Ξέρεις, κοριτσάκι, δεν μπορούσα να βρω γιατί το έκανε, μου φαινόταν παράξενο. Μετά μεγαλώνοντας καταλάβαινες πόσο ανάγκη το είχε: για να μπορεί να ανοίξει μέσα της, έπρεπε μετά να αποφορτιστεί. Άλλος έπαιρνε το βιβλίο, άλλος κάτι άλλο, αυτή το πλεκτό. Παρακολουθούσα όλα αυτά, και τα βράδια με αρπάξανε στην Πλάκα, όπου πηγαίναμε με ένα πιάνο, με τα κεράκια θυμάμαι, σε διάφορες  μπουάτ. Ήταν ο Ζωγράφος, ήταν οι πρώτοι τραγουδιστές των μπουάτ, δεν υπήρχαν μικρόφωνα, όλα φυσικά, διαβάζανε ποίηση και τραγουδούσαν όλοι και συμμετείχαν και ακούγανε… Έτσι  τραγουδούσα εγώ τα πρώτα τραγούδια του Μίκη, του Μάνου  Χατζιδάκι, του Αργύρη που είχε τη μπουάτ, του Λάκη  Παππά που ερχόταν με την κιθάρα του… Κι ο Διονύσης ερχόταν.

Θυμάμαι ότι ενοχλούσε κυρίως ο Διονύσης, γιατί ήταν ο στίχος του τότε για το Βιετνάμ, και κάποιοι διαμαρτυρόντουσαν. Και εμείς με το Δρόμο… Σου λέγανε, τώρα τι είναι αυτοί εδώ πέρα, οι αριστεροί; Κολωνάκι, αριστοκρατικό τότε.

Και το επόμενο βήμα; Μετά το Λοΐζο, το Διονύση κι εμένα μας φώναξε ο αδερφός του Νίκου Κούνδουρου, ο Γιώργος Κούνδουρος, στο Κολωνάκι. Εκεί που είναι η πλατεία, στην οδό Ξάνθου. Μέσα εκεί είχε μια γκαλερί, που άνοιγε σε μπαρ. Ερχόντουσαν ξένοι θυμάμαι. Η Φρανσουάζ Αρντί… Ο Μάνος Λοΐζος έπαιζε κιθάρα, εγώ, κι ο Διονύσης τραγουδάγαμε. 10 δραχμές, 20  παίρναμε – κι αν μας τις έδιναν. Εκεί λοιπόν πρωτοτραγουδήσαμε το Δρόμο κι άλλα πολλά του Μάνου, ο Διονύσης το Ήλιε-ήλιε αρχηγέ από τα πολύ πρώτα του… Θυμάμαι ότι ενοχλούσε κυρίως ο Διονύσης, γιατί ήταν ο στίχος του τότε για το Βιετνάμ, και κάποιοι διαμαρτυρόντουσαν. Και εμείς με το Δρόμο… Σου λέγανε, τώρα τι είναι αυτοί εδώ πέρα, οι αριστεροί; Κολωνάκι, αριστοκρατικό τότε. Θυμάμαι ότι στοχοποιήσανε το Διονύση και θέλανε να τον διώξουν –  και είπαμε όχι, και φύγαμε και οι τρεις. Μετά μας παρακάλαγαν να γυρίσουμε και πήραμε πάλι το Διονύση. Και αλλάξαμε τους όρους και είπαμε: δώστε μας και τα λεφτά μας τώρα. Γυμνές εποχές,. Δεν υπήρχαν ανταγωνισμοί, δεν είχαν μπει οι εταιρίες ακόμα, μια-δυο υπήρχαν. Ήμασταν άγνωστοι ,αλλά όλοι με το ίδιο ιερό πάθος να δημιουργήσουμε, να τραγουδήσουμε. Πηγαίναμε μετά στους πολιτιστικούς συλλόγους που σου λέω… Κάτι γειτονιές, κάτι περίεργα… , Οι δημοκρατικές δυνάμεις, η ευρύτερη αριστερά είχε δώσει πολλή σημασία τότε. Τα θεωρούσε θύλακες πολιτισμού τα μέρη όπου τραγουδιόταν το καλό ελληνικό τραγούδι,  με ποίηση, όπου αναφέρονταν για πρώτη φορά οι ποιητές…  Σε αντίθεση με το λεγόμενο ελαφρό τραγούδι, το επίσης καταπληκτικό, της ξεγνοιασιάς, της ομορφιάς. Εμείς σκαλίζαμε τότε τα πρότυπα όλου του κόσμου. Αρχές δεκαετίας  του ’60 ηταν. Ο Μπομπ Ντύλαν εκεί πάτησε, στη φολκ, στην κάντρι της εποχής του. Είχε αυτά τα μουσικά στοιχεία, συν τη δική του ποίηση, τη μεγάλη του αυτή συνεισφορά, και έτσι φτιάξανε με τη Μπαέζ, την μπαλάντα την πολιτική, την κοινωνική.  Κι εμείς εδώ όλοι παράλληλα…

Έτσι συναντηθήκατε και με την αριστερά; Έτσι συναντηθήκαμε. Δια μέσω του πολιτισμού. Κομματικά ποτέ. Ήμουν ελεύτερο πλάσμα. Ήταν μέσα στα πιστεύω μου. Ένα καλλιτέχνης πρέπει να υπηρετεί, θες δεν θες απηχεί το τραγούδι σου την εποχή σου. Μη νομίζετε ότι  οι καλλιτέχνες σήμερα δεν απηχούν την εποχή τους. Αυτό το κενό δεν το εκφράζουν τα μεγάλα αστέρια της ποπ; Ακόμα και οι πιο συνειδητοποιημένοι, οι περίφημοι εναλλακτικοί, που χρησιμοποιούν ως ένα βαθμό την ποίηση, το στιχούργημά τους έχει μέσα στοιχεία ποίησης. Ο Μίκης έπαιρνε έτοιμους ποιητές, διάβαζε όλα τα βιβλία: Καρυωτάκη, Παλαμά, τους πάντες έχει μελοποιήσει. Δεν τα ξέρει ο κόσμος όλα. Ο Μάνος είχε τον προσωπικό του ποιητή, τον Γκάτσο. Βέβαια ποιητής ήταν και ο ίδιος ο Μάνος, έγραφε κι ο ίδιος. Εκείνος που ήταν εξίσου ποιητής ήταν  ο Μίκης, πιο σουρρεάλ ο Μίκης. Ας πούμε, πόσο θα ‘θελα να ακούσεις το Ο Ήλιος και ο Χρόνος. Το ξέρεις;

Έχω 2 εκτελέσεις.  Μια με αφήγηση του Ιβ Μοντάν. Θέλω να ακούσεις μια άλλη, με ένα γερμανό, τον Ράινερ Κίρχμαν. Το ηχογραφήσαμε μαζί και το παίξαμε και στο Βερολίνο. Έχει μελοποιήσει ένα σουρεάλ ποίημα του Μίκη, Οι Λουόμενοι. Ήρθε αυτός από ροκ, άλλη καταγωγή. Κι ο ίδιος ο Μίκης τραγουδά το Ανάμεσα σε μένα και τον ήλιο. Άλλο σουρεάλ, στη  φυλακή γραμμένα…  Περνάμε από το ένα στο άλλο, έτσι ήταν όμως κι η ζωή μου, τελείως ανατρεπτική, από το ένα στο άλλο.

Μου έκανε  εντύπωση που είπατε ότι δεν ξέρατε σχεδόν κανένα ελληνικό τραγούδι, μόνο μερικά του Χατζιδάκι. Και τελικώς στα τελευταία χρόνια της δημιουργίας του Χατζιδάκι τραγουδήσατε εσείς τα μεγάλα του έργα, τη Σκοτεινή Μητέρα, την Εποχή της Μελισσάνθης. Τη Μελισσάνθη την έγραψε για μένα. Είναι ο κατεξοχήν ερωτικός συνθέτης, και ο Μίκης στη μεγάλη του κορύφωση ο πιο επαναστάτης, ο πιο επικός. Εγώ θα έλεγα επικολυρικός αλλά δεν το ξέρει ο κόσμος, δεν έχει ακούσει τίποτα. Αλλά εξίσου πολιτικός ήταν και ο Χατζιδάκις. Με αγαπούσε πάρα πολύ και με θαύμαζε και έλεγε: Με τη Μαρία πρέπει να βάλω στίχο που να ταιριάζει στην προσωπικότητά της. Η Μελισσάνθη –  δεν ξέρω αν είναι υπερβολή, – είναι το Άξιον Εστί του. Είναι το τραγούδι της Κατοχής, είναι συμβολικό, είναι γυναίκα, είναι η Ελλάδα, είναι αυτή που πέφτει, λησμονημένη, που την κάνανε ερείπιο, την καταστρέψανε. Υπάρχει μια διπλή, τριπλή ανάγνωση. Αναφέρεται στη μετακατοχική βαρβαρότητα πριν τον εμφύλιο, αυτήν  την περίοδο που  επηρέασε τρομερά τον Μάνο. Οπότε χρησιμοποίησε τη φωνή της Φαραντούρη μ’αυτή τη λογική, ότι έχει ένα συμβολισμό.  Μου έγραψε λοιπόν τη Σκοτεινή Μητέρα και Τα Παράλογα. Το πρώτο είναι Τα Παράλογα.

Είναι ένας από τους δίσκους που με διαμόρφωσαν. Ξέρεις  ακούω την κιθάρα στο Ο Ήλιος και ο Χρόνος. και λέω τίποτα δεν είναι τυχαίο: μου ζητάει ο Charles Lloyd με τον Bill Frisell  να παίξουμε μελωδίες του Θεοδωράκη ή ηπειρώτικες.

Αυτό θα είναι όνειρο.  Με πιάνεις σε μια φάση που δουλεύω πάνω σ’ αυτό τώρα. Μαζεύω υλικό. Αυτό θα του αρέσει πολύ του Frisell… Είναι μελωδιστής.  Άκουσέ τον με τη Marianne Faithfull,  το παλιό ποπ…

Να μιλήσουμε και για το νέο δίσκο με τον Τζιχάν Τούρκογλου; Το Beyond the Borders.  Και είναι πρώτο σε πωλήσεις, το είδες; Στον Ιανό. Μου κάνει εντύπωση, με τα δεδομένα της εποχής. Αλλά νομίζω ότι πάει καλά.

Εγώ συγκινήθηκα με τον Τούρκογλου, που έλεγε ότι μικρός άκουγε τα τραγούδια του Λιβανελί. Πώς γίνεται μια γέφυρα μέσα στο χρόνο… Κοίτα, κι εμείς δεν ξέρουμε πώς μετράει μες στο χρόνο ό,τι κάνουμε, πώς μπαίνει στην ιστορικότητα το καθετί. Ποιο κομμάτι του παζλ θα βάλεις, εκείνη την ώρα δεν το συνειδητοποιείς. Ήταν χαρά μου τότε με τον Λιβανελί, ζήσαμε μαζί εδώ με την οικογένειά του,  αγαπηθήκαμε, μια περίοδο που ήταν επίσης δύσκολη πολιτικά, γίναμε φίλοι, γυρίσαμε όλο τον κόσμο με τα τραγούδια του τα υπέροχα. Και η νέα γενιά, ο Τζιχάν, ήρθε και με βρήκε. Είναι παντρεμένος εδώ, μιλάει ελληνικά. Χρειάζονται αυτοί ο νέοι να φαίνονται. Μου τον έφερε ο φίλος μου, ο Γιάννης Μπαχ Σπυρόπουλος: – Έχω να σου πω κάτι, άκουσα έναν Τούρκο καταπληκτικό που παίζει σάζι. Τον είχε πάρει η Λυδία Κονιόρδου στην Επίδαυρο. Αυτός παίζει με τον Ρος Ντέιλι τα καλοκαίρια στην Κρήτη και θέλει να σε γνωρίσει. – Φέρτον!  Ήρθε έτσι δειλό, κι έπαιξε σάζι και άκουσα τον ήχο. Του λέω: Πολύ ωραίο. Έχεις ετοιμάσει κάτι; Μου έπαιξε δύο, δεν είχε στίχο, μου έπαιξε και το κομμάτι που τραγουδάει στο δίσκο.  και μετά εξαφανίζεται έξι μήνες, δεν άκουσα τίποτα γι αυτόν. Και εμφανίζεται με ένα ντέμο εκπληκτικό, δεν μπορείς να φανταστείς, Είναι τσελίστας, έπαιζε και τσέλο playback και σάζια, και πιο διονυσιακά που δεν μπήκαν στο cd,  αλλά εμένα μου άρεσε πάρα πολύ η πρώτη του εγγραφή. Ο Manfred Eicher ήθελε και λίγο ανατολή και πρότεινε το κανονάκι, ενώ το άλλο ήταν περισσότερο μεσαιωνικό. Στο μεταξύ, το ’15 που πήγαινα με τον Charles Lloyd και το κουαρτέτο του σε διάφορα φεστιβάλ τζαζ, συμπέσαμε με την Anja Lechner στην Πολωνία, στην Κρακοβία. Μετά φάγαμε μαζί, και μου είπε: τι ωραία που ταιριάζει η λύρα του Σινόπουλου με τον Charles Lloyd!  Αλλά λύρα με τσέλο, δύσκολο, μόνο ένας ειδικός πιανίστας θα μπορούσε να τα γεφυρώσει. Εκείνη όμως ήθελε: Αν έχεις κάποιο υλικό παραδοσιακό από την Ελλάδα, πολύ θα μ’ ενδιέφερε. … Γύρισα κι άρχισα να απευθύνομαι στον ένα, στον άλλο… Αλλά κανείς τώρα  δεν κάθεται να δουλέψει έτσι, είναι πολύ δύσκολο, έχουν δίκιο.

Και πώς έγινε; Εγώ είχα κατά νου διάφορα, και εκεί επάνω εμφανίζεται ο Τζιχάν που παίζει τσέλο! Και δεν παίζει συνοδευτικά, είναι ρόλος το τσέλο, το είδες… Αμέσως της στέλνω  μήνυμα, και αμέσως το δέχτηκε. Είπε ότι θέλει επεξεργασία αλλά είναι μια πρώτη ύλη πολύ δυνατή, και θα δούμε τι άλλο μπορούμε να κάνουμε.  Πήρα τον Τζιχάν και πήγαμε στο Μόναχο στο στούντιο της Anja, και εκεί σκεφτήκαμε και βάλαμε και το αραβικό, τον εκκλησιαστικό ύμνο της Μεγάλης Παρασκευής του Λιβάνου. Ο καθένας έφερνε μια ιδέα και σχηματίσαμε  αυτό το δίσκο. Του Τζιχάν του άρεσε πολύ η Τριανταφυλλιά, τη Μπαλλάντα του Χασάν, ένα αρμένικο, και έτσι έγινε ένα πράγμα, πώς να στο πω, γλυκό, μια συνάντηση πολύ γλυκιά, με σπουδαίους μουσικούς. Όταν υπάρχει καλή χημεία και πίστη… Μας ένωσε και όλη αυτή η περιπέτεια των προσφύγων, όλο αυτό το πράγμα που όλοι αισθανόμαστε… Υπάρχει και το ερωτικό, υπάρχει και το αφήγημα στον Χασάν, αλλά στα 4 δικά του κομμάτια που έπρεπε να βάλουμε στίχο έπρεπε να δώσουμε ένα νόημα, και του άρεσε πολύ αυτή η ιδέα. Έτσι έγραψε η Αγαθή Δημητρούκα:  σας τραγουδώ για το μύθο που ξεκινάει από παλιά, από τα αρχαία χρόνια μετακινούνται στη Μεσόγειο οι πρόσφυγες: «Σύνορα περάσματα, όνειρα χαλάσματα», αυτό λέει ο μύθος, σας ξανατραγουδάω το μύθο. Ο Τζιχάν δεν είδε στατικά αυτά τα τραγούδια, το ένα να διαδέχεται το άλλο. Τα ένωσε με ενορχηστρώσεις σε μια μικρή σουίτα, κι αυτό ήταν το πρωτότυπο στοιχείο. Είχε όλο μια ενότητα.  Με ήξερε από το Λιβανελί και μου είπε: σας άκουγα, πολύ χαίρομαι που συναντιόμαστε,  και ήταν μια ωραία συνάντηση.

Πώς προκύπτουν αυτές οι συνεργασίες; Δεν είναι ότι έχω μεγάλο καλλιτεχνικό γραφείο. Κι η συνεργασία με την ECM και τον Charles Lloyd βοήθησε πολύ.  Κυρίως είναι ο απόηχος της δικιάς μου πορείας στο εξωτερικό – το καριέρα δεν μου αρέσει καθόλου – που δημιουργεί αυτές τις συναντήσεις, όπως με τον Λιβανελί. Ύστερα ήρθε ο Fuat Saka στη Libra, το Mosaic, το θυμάσαι αυτό; Και κάτι που ίσως δεν ξέρεις είναι ο δίσκος  με τον κούρδο Taner Akyol που έκανα πριν πέντε χρόνια στη Γερμανία, με την Enja. Το παίξαμε το Μάιο στη Φιλαρμονική του Βερολίνου.  Αυτός παίζει ούτι και τραγουδάει κούρδικα, παραπονιάρικα… Είναι η τέταρτη καλλιτεχνική σχέση μου μ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά διαφορετικά το ένα με το άλλο. Αυτό με ενδιαφέρει τώρα, γιατί όπως καταλαβαίνεις, ο κύκλος μου με Θεοδωράκη – Χατζιδάκι έχει ολοκληρωθεί – αν και πάντα θα έχεις να βγάζεις από το συρτάρι πράγματα. Δεν έχετε υπόψη σας τι έχω τραγουδήσει έξω, δεν είναι καν γνωστά εδώ, και θα με ενδιέφερε να ακουστούν κάποια στιγμή. Χαίρομαι όμως γιατί ήρθαν νέοι σημαντικότατοι μουσικοί και μου ζήτησαν υλικό του Μίκη, θέλουν να κάνουν επανέκδοση με νέες ενορχηστρώσεις στην Κατάσταση Πολιορκίας. Είδες ο χρόνος; Αυτό είναι κάτι που ηχογράφησα με τον Καλογιάννη στο Λονδίνο το ’68-’69. Αυτό με ενδιαφέρει πολύ.  Ανασύσταση του έργου του Θεοδωράκη. Δεν θέλω να επαναλαμβάνω τα ίδια ηχοχρώματα. Με ενδιαφέρει πώς οι νέοι θα μπορούσαν να το δουν. Γι αυτό βρήκα και το Μαλαμα, τον Αλκίνοο και το Χαρούλη, τρεις εμβληματικούς τραγουδιστές, ο ένας δωρικός, ένας λυρικός, κι άλλος πιο διονυσιακός,  και κάναμε το ’16 το δώρο στα 90 χρόνια του Μίκη. Θα πάρει κι αυτό τη θέση του. Ο Μάλαμας συγκινήθηκε πολύ, ως παιδί μεταναστών στη Γερμανία νέος ερχόταν και μας άκουγε. Παράλληλα είναι η σχέση μου με ανθρώπους από το εξωτερικό. Πρέπει να είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που έχεις ήδη κάνει. Γίνεται η σπορά, κατάλαβες; Με πυροδοτούν συνέχεια. Μέχρι και τζαζίστες! Θα σου βάλω να το ακούσεις αυτό. Ένας κιθαρίστας της τζαζ, ο Nels Cline, διασκεύασε την Παντέρμη από το Λόρκα, το είπε Maria Alone και μου το αφιιέρωσε!

Αυτό είναι από τα συγκλονιστικότερα ελληνικά τραγούδια. Το είχε βρει ο μακαρίτης Κώστας Γιαννουλόπουλος, που είχε τότε μια πρωινή εκπομπή, και με πήρε τηλέφωνο και μου το είπε! Αριστούργημα το έκανε, αγνώριστο! Πήγα και το αγόρασα! Πώς ένα τραγούδι σου μπορεί να μιλήσει σε κάποιον… Ο Preisner, ας πούμε, που τραγούδησα στο Μέγαρο, μου είπε: Ήθελα  πάντα να σε καλέσω γιατί, πίστευα πως πρέπει μια ελληνίδα να πει τον Ύμνο! Αυτοί το τραγουδούσαν ερασμιακά, τους τα διορθώσαμε όλα! Αυτός είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση μουσικού. Ζει πλέον στην Ελλάδα τον περισσότερο χρόνο, στη Ρόδο. Δεν συμφωνεί με το εκεί καθεστώς, είναι άγρια τα πράγματα.

Το Beyond the Borders κυκλοφορεί στην Ελλάδα από την ECΜ μέσω της AN Records. Συντελεστές: Μαρία Φαραντούρη, φωνή: Anja Lechner – βιολοντσέλο, Meri Vardanyan – κανονάκι, Νίκος Παραουλάκης – νέι, İzzet Kızıl – κρουστά και ο συνθέτης Cihan Türkoğlu – φωνή, σάζι και κοπούζ.