Φωτογραφίες: Σοφία Μανώλη
Η Μαρία Πρωτόπαππα επιχείρησε φέτος έναν άθλο: Να σκηνοθετήσει ένα εμβληματικό έργο του Τόμας Μπένχαρντ, το Ρϊτερ, Ντένε, Φος, και να ερμηνεύσει τον κεντρικό ρόλο της Μάρθας στο Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ του Άλμπυ σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη. Το πρόγραμμά της είναι τόσο βαρύ που αναγκαστήκαμε να αναβάλουμε αρκετές φορές τη συνάντησή μας. Είναι πολύ όμορφη, χωρίς να κάνει τίποτε γι αυτό. Η σκέψη της έχει ένα βάθος που ξεπερνά την ηλικία της, ενω η ίδια διατηρεί κάτι απολύτως κοριτσίστικο. Ένα από τα χαρισματικότερα πρόσωπα της γενιάς της, σε μια απολαυστική συνομιλία.
Μαρία, είσαι παιδί της πόλης; Σχεδόν! Δεν είμαι αθηναία. Στον Κορυδαλλό μεγάλωσα, όταν δεν είχε γίνει εντελώς πόλη, ακόμα παίζαμε στο δρόμο, είχε πράσινο…
Και με το θέατρο πώς έμπλεξες; Έλα ντε! Σκεφτόμουν αν αυτά που εύχεσαι, μια μέρα γίνονται η κατάρα σου! (Γέλια). Το παίρνεις το μάθημα για μια άλλη ζωή… Πώς έμπλεξα.. Μου άρεσε! Αρχικά μου άρεσε πάρα πολύ ο χορός. Δεν περπατούσα, χόρευα! Μου άρεσε πολύ και το πιάνο. Έβλεπα πλήκτρα κι έκλαιγα. Στη μητέρα μου άρεσε το θέατρο και βλέπαμε παραστάσεις. Και γύρω στα 14, κάποιος μας είπε στο σχολείο πως γίνεται ένα θεατρικό εργαστήρι στο Δήμο Κορυδαλλού. Χωρίς να το πω σε κανέναν, πήγα και στήθηκα εκεί απ’ έξω. Κανένας δεν εμφανίστηκε. Την άλλη εβδομάδα ξαναπήγα, κι αυτή τη φορά εμφανίστηκαν κάποιοι. Μετά από μερικές φορές κόλλησα. Αλλά όχι αμέσως. Στην αρχή ένιωσα φόβο. Ήμουν πολύ ντροπαλή κι εσωστρεφής, και δεν άντεχα την πίεση του να κάνω κάτι μπροστά σε άλλους. Εξαφανίστηκα για λίγο, αλλά μετά δεν άντεχα: ήξερα πως αυτοί είναι εκεί λίγο πάνω από το σπίτι μου και δουλεύουν, οπότε ξαναπήγα. Και κόλλησα… Έκατσα αρκετά χρόνια. Είχαμε έναν πολύ καλό δάσκαλο, ο οποίος ήταν σαν πνευματικός μου πατέρας. Πίστευε πολύ στη χειραφέτηση της γυναίκας και με ενθάρρυνε– σου θυμίζω πως μεγάλωσα σε συνοικία – και μου έλεγε: δεν μένεις εδώ, αλλάζεις, κινείσαι. Κι ενώ είχα άλλα πράγματα στο νου μου να κάνω, τελικά το θέατρο ήταν για μένα κάτι σαν θεραπεία, σωτηρία. Να βρεθείς μαζί με άλλους ανθρώπους που έχετε κάτι κοινό κι όλοι μαζί να δουλεύετε σαν οικογένεια… Έτσι την πάτησα! Μου άρεσε πολύ το Θέατρο Τέχνης, περπάταγα στη Σταδίου κι έβλεπα την ταμπέλα του, και μέχρι να σβήσει απ’ τα μάτια μου κοίταγα πίσω. Παιδικά πράγματα…
Ευτυχώς! Ευτυχώς ή δυστυχώς, έτσι ήταν..
Αλλάζει αυτή η παιδικότητα στην αντιμετώπισή μας προς την τέχνη; Κοίταξε… Η τέχνη είναι ένα ιδεώδες, δεν είναι μια πραγματικότητα. Ένα ιδεώδες που συμβαίνει κάποιες φορές μέσα στα μυαλά, τις ψυχές, τη διάνοια κάποιων ανθρώπων. Το μοιραζόμαστε – όταν μπορούμε, δεν είναι εύκολο. Προσπαθείς να γίνεις κατανοητός, να μάθεις από τους άλλους, να απορροφήσει, να πάρεις πληροφορίες από παντού…
Πώς έγινε λοιπόν και συνέχισες; Ήταν ο μόνος τρόπος να ζω. Επειδή εκεί υπάρχει ένας χώρος λίγο πιο έξω από τα στερεότυπα, από τη ρουτίνα. Σου ανεβάζει διαρκώς την αδρεναλίνη, βάζεις συνέχεια στοιχήματα. Δεν έχεις τίποτα στα χέρια σου κι αρχίζεις πάντα από το μηδέν. Αναγκάζεσαι να γνωριστείς με πνεύματα που δεν είναι κοντά σε σένα, με συγγραφείς, με εικαστικούς… Να συνδεθείς με την πραγματικότητα με ένα τρόπο που θες εσύ κι όχι με ένα τρόπο που σου φοριέται. Τώρα πια νιώθω πως δεν είναι ζήτημα φυγής, αλλά ζήτημα γείωσης. Το θέμα είναι το πώς επιλέγεις να είσαι, και με ποιους.
Εξακολουθείς να επιλέγεις με βάση αυτό; Δεν είμαι απόλυτη. Η τέχνη στην Ελλάδα είναι κάτι ελιτίστικο: άμα δεν έχεις άλλο τρόπο βιοπορισμού, πρέπει να προσαρμοστείς. Εγώ δεν είχα άλλο τρόπο, κι από τη στιγμή που κάτι γίνεται βιοπορισμός, συχνά-πυκνά παύει να είναι τέχνη. Προσπαθώ να μπολιάζω την τέχνη με βιοπορισμό, και το βιοπορισμό μου με τέχνη. Είναι ο μόνος τρόπος που έχω. Κανονικά δεν θα έπρεπε να είναι έτσι. Όπως κι η ακαδημαϊκή μόρφωση: θα έπρεπε να είναι ζήτημα δυνατοτήτων και προσπάθειας, κι όχι οικονομικής ευχέρειας.
Είχα ρωτήσει κάποτε τον Αλέξη Δαμιανό γιατί δεν έκανε άλλη ταινία επί τόσα χρόνια μετά την Ευδοκία. Μου είχε πει πως δεν ήθελε να εκπορνεύσει την τέχνη του, και προτίμησε να πάει να γίνει αγρότης. Ποιος από μας όμως έχει τα κότσια να κάνει κάτι τέτοιο; Εγώ δεν το θεωρώ κότσια. Καταλαβαίνω ότι κάποιος μπορεί ή δεν μπορεί. Πας μέχρι εκεί που μπορείς. Αντέχεις ή δεν αντέχεις. Δεν ήθελε κάτι να προδώσει και δεν τοι έκανε. Από την άλλη, δεν γίνεσαι καλύτερος άμα κάθεσαι σπίτι σου. Δεν μαθαίνεις. Πρέπει να τριφτείς, εγώ το πιστεύω αυτό. Θέλει να φας τα μούτρα σου, να πέσεις στις λάσπες,,, Δεν παθαίνεις τίποτα. Το θέμα είναι να έχεις ακεραιότητα,
Η πρώτη σου δουλειά στο θέατρο ποια ήταν; Ήταν το ’92. Ήταν ;κάποια σκηνοθεσία του Λαζάνη – γιατί έμεινα κάποια χρόνια στο Τέχνης. Δεν θυμάμαι αν ήταν κάποιος Αριστοφάνης ή Μήδεια με τη Ρένη Πιττακή. Και μετά ακριβώς θυμάμαι ότι ο Λαζάνης – γιατί εκείνος μου έδωσε την ώθηση και το θάρρος – τσακώθηκε με κάποια αγαπημένη του μαθήτρια κι εκείνη έφυγε, και με πήρε στα Φτερά Μπεκάτσας του Θανάση Βαλτινού. Ήταν ένας ρόλος πολύ μεγαλύτερος από την ηλικία μου, κι απαιτούσε μεγαλύτερες υποκριτικές εμπειρίες. Αυτό μου έκανε καλό, μου έδωσε θάρρος. Από σκληρά πράγματα παίρνουμε θάρρος.
Τι θυμάσαι ως σκληρή εμπειρία; Να πηγαίνω σε πρόβες και να προσπαθώ να κάνω κάτι πέρα από τις δυνάμεις, τα εργαλεία και τις γνώσεις μου. Στην Ελένη από τις Τρωάδες που μου είχε δώσει ο Λαζάνης, μου έλεγε πως είναι δικανικός λόγος. Κι εγώ του απαντούσα: Το καταλαβαίνω με το μυαλό μου, αλλά δεν ξέρω τι να κάνω! (Γέλια). Προσπάθησε να με βοηθήσει, αλλά δεν καταλάβαινα. Για ένα διάστημα ήταν το στοίχημά μου όταν θα είμαι πάνω στη σκηνή ή κάνω πρόβα, να μην κλάψω και να μην πτοηθώ από κάποιες προσβολές που έτρωγα από συναδέλφους. Να μπορέσω να κρατηθώ δυνατή και ψύχραιμη. Θυμάμαι τη Ρένη Πιττακή και τον Παντελή Παπαδόπουλο να θέλουν να μου δώσουν θάρρος. Αλλά οι περισσότερες προσπάθειές μου έπεφταν στο κενό. Είναι πολύ δύσκολο να νιώθεις πως είσαι μόνος σου, να μπορεί να σε λοιδορήσουν και να μην έχεις τα όπλα να αμυνθείς αλλά εκεί σφίγγεις τα δόντια γιατί πρέπει να τα βγάλεις πέρα. Το έκανα με όσα μπορούσα να περισυλλέξω.
Μετά το Τέχνης; Μετά άρχισα να περιπλανιέμαι. Έκανα πρόβες με την ομάδα του Γιάννη Κοντραφούρη πριν ακόμα συσταθεί κανονικά. Έκανα τα πειράματά του μαζί μας. μετά έφυγα και πήγα στις Επικίνδυνες Σχέσεις του Λακλό που έκανε ο Καζάκος. Γενικά εγώ έκανα πολλές αντικαταστάσεις: όταν διαλυόταν ένας θίασος, με φώναζαν γιατί μπορούσα πάρα πολύ γρήγορα να είμαι αποτελεσματική! (Γέλια). Γιατί ούτε εμπορικό όνομα ήμουνα ούτε ήμουν καλή στις φωτογραφίες και στο PR, ούτε γνωστή από την τηλεόραση. Έτσι πολύ συχνά είχα την ευκαιρία να παίξω κάποιους ρόλους και να δείξω τη δύναμη, την αντοχή και την αποτελεσματικότητά μου κάνοντας αντικαταστάσεις.
Και με το Λευτέρη Βογιατζή πώς συνέβη; Με το Λευτέρη γνωριστήκαμε στην Ελένη του Ευριπίδη που έκανε ο Γιάννης Χουβαρδάς στην Επίδαυρο. Εκεί και ποιος δεν ήταν: Ο Μαρμαρινός, η Καραμπέτη, η Μάσχα, η Τσιριγκούλη… Εκεί συναντηθήκαμε με το Λευτέρη σε κάποιες πρόβες και μου άρεσε ο τρόπος του, Μου είχε ζητήσει απαλά-απαλά μια δυο φορές να είμαι σε κάτι που ετοίμαζε, αλλά άκουγα αυτά που τραβούσανε και δεν ήθελα να τα ζήσω! Επειδή είχα εμπειρία του να είμαι αγχωμένη και να μην έχω το θάρρος της γνώμης μου, είχα σκεφτεί ότι θα πάω μόνο αν έχω κάτι καλό να κάνω, κι αν νιώθω ικανή να «πολεμήσω» μαζί του και να του μιλήσω. Κι όταν μου δόθηκε η ευκαιρία, πήγα. Στην αρχή ένιωσα πολύ τυχερή κι ευτυχισμένη. Ύστερα άρχισε μια κόλαση. Θυμάμαι ότι την τελευταία μέρα των παραστάσεων είπα: Ευτυχώς που ο χρόνος περνάει, ακόμα και στα καλά. Δεν θα ξαναπαραπονεθώ για τίποτα! (Γέλια)
Τόσο πολύ! Ναι… Μετά από αυτό, άρχισα σιγά-σιγά να καταλαβαίνω σε τι με είχε ανοίξει. Γιατί εγώ πήγα εκεί γιατί είχα βαρεθεί τα μέσα μου, είχα βαρεθεί τα εργαλεία, τον τρόπο με τον οποίο δούλευα, είχε στερέψει, καταλάβαινα ότι είναι στενός. Και δόξα τω Θεώ, εγώ θαυμάζω πολύ πράγματα που βλέπω. Και συναδέλφους, και όχι μόνο. Και όταν θαυμάσω κάτι που είναι πολύ μακριά από μένα, προσπαθώ να καταλάβω από τι αποτελείται και δεν μπορώ να το βρω για να το δουλέψω πάνω μου. Κάτι τέτοιο με οδήγησε στο Λευτέρη, ενώ είχα δουλειά. Είχα πει όχι σε δουλειές, σε ρόλους πολύ καλούς, χωρίς να έχω τίποτα στα χέρια μου. Γενικά το έκανα αυτό: Έχανα ευκαιρίες ηθελημένα, όταν ήμουν πολύ σίγουρη για το τι χρειάζομαι, ρίχνοντας ζαριά να δω αν θα μου πετύχει κάτι τυχαία, χωρίς να κάνω τίποτα εγώ. Και μου έτυχε αυτό που χρειαζόμουν με το Λευτέρη, αυτό που είχα ευχηθεί. Το πλήρωσα. Και μετά, όταν άρχισα να καταλαβαίνω τα εργαλεία, ότι κάτι από αυτά που κατάλαβα έστω και τυχαία μου άνοιγε μεγάλους δρόμους να δουλέψω, με μεγάλο φάρδος και εύρος και με ατέλειωτα υλικά, σκέφτηκα πως πρέπει να είμαι κάπως πιο σαφής. Και του ζήτησα να γίνω βοηθός του στη νέα παραγωγή, στις Δούλες στο Κεφαλληνίας. Κι έτσι μπορούσα στο απυρόβλητο να βλέπω! (Γέλια). Να καταλαβαίνω χωρίς πια το άγχος απόδοσης κάτι από αυτά που χρειαζόμουνα. Τελευταία βέβαια το Λευτέρη τον έχουν κάνει πιπίλα. Όμως ήταν ένας από τους καλλιτέχνες που ήταν μοναδικοί, που με τα καλά τους και τα στραβά τους, με τα χαϊδέματά τους, πλούτισαν αυτό το χώρο. Τώρα έχει στερέψει ο κόσμος από ανθρώπους αφοσιωμένους.
Σαν το Λευτέρη, σίγουρα, Εγώ δεν είμαι μαθήτριά του. Είναι αστείο να το πεις έχοντας δουλέψει μία – δυο φορές με κάποιον. Δεν μπορώ να έχω τη χαρά να λέω πως είμαι μαθήτριά του. Έχω όμως επηρεαστεί τρομερά. Τουλάχιστον όπως τον σκέφτομαι – γιατί όλοι νομίζουμε πως κάτι έχουμε καταλάβει. Πολλές φορές το έχουμε συζητήσει, επί χρόνια, με συναδέλφους και φίλους. Κι ο καθένας μας, ακόμα κι από την ίδια εμπειρία, την ίδια πρόβα, είχε αποσπάσει ένα τελείως διαφορετικό κόσμο. Κι εκείνος, φαντάζομαι, θα είχε τις δικές του επιρροές. Κι από το Μαρμαρινό που έχω δουλέψει μια φορά, στην Ηλέκτρα, έχω πάρει πράγματα. Όπως κι από το Σταμάτη Φασουλή. Κι από το Γιάννη Κοντραφούρη, τη Λένα Κιτσοπούλου. Από πολύ κόσμο. Ξέρεις, είναι πολύ σχετικά όλα αυτά. Το θέμα είναι πώς τα επεξεργάζεσαι.
Η περίπτωση του Γιάννη Κοντραφούρη με ενδιαφέρει πάρα πολύ. Ήταν μια πολύ ιδιάζουσα μορφή του ελληνικού θεάτρου. Εγώ το Γιάννη τον έζησα από πολύ κοντά. Ήρθαμε πολύ κοντά από την πρώτη μέρα που πατήσαμε το πόδι μας στο Θέατρο Τέχνης. Ήμασταν δύο τελείως διαφορετικά παιδιά, αντίθετοι εκ πρώτης όψεως. Υπήρχε όμως ένας κοινός μαγνητισμός ο οποίος κράτησε κάποια χρόνια – μαζί με άπωση, βέβαια. Μετά από τόσα χρόνια μοιράσματος, έμαθα το θάνατό του τυχαία από ένα φίλο. Δεν τον πίστεψα, έψαχνα να βρω αν είναι αλήθεια. Τελικά πήρα τη μητέρα του. Είναι για μένα από τα πλέον αδιανόητα πράγματα. Δεν ξέρω τι έχει συμβεί, παραμένει για μένα σκοτεινό.
Το να σκηνοθετήσεις πώς προέκυψε αρχικά; Πρώτη φορά, επισήμως κι όχι μοιρασμένα, μου το πρότεινε η Δηώ Καγγελάρη, όταν ήταν συνεργάτης του Γιώργου Λούκου στο Φεστιβάλ Αθηνών. Μου είπε: Πιστεύω σε σένα, γιατί δεν μας προτείνεις κάτι; Κι επί τρία χρόνια δεν το έκανα. Και μετά κάποια στιγμή μιλήσαμε, κι ήθελε να παίξει κάτι η Αγορίτσα Οικονόμου, την οποία πιστεύω πολύ σαν ηθοποιό, και πήρα το θάρρος και το έκανα. Δεν παθαίνει και κανένας τίποτα. Εξάλλου στην Ελλάδα είναι λίγοι οι σκηνοθέτες που έχουν σπουδάσει ακριβώς συτό. Αλλά εγώ δεν νιώθω, ούτε είμαι σκηνοθέτης. Για να πεις ότι είσαι, σημαίνει ότι εκεί εστιάζεις, αυτό μελετάς… Είναι ένας συνδυασμός τεχνών το να είσαι σκηνοθέτης. Εγώ δεν έχω τέτοιο προσανατολισμό. Ούτε ξέρω αν θα τον αποκτήσω.
Ας μιλήσουμε και γι αυτά που συμβαίνουν τώρα. Σκηνοθέτησες το Ρϊτερ, Ντένε, Φος. Δεν επέλεξα εγώ το έργο. Δεν θα έκανα τέτοιο πράγμα! Το τόλμημα δεν είναι δικό μου. Η Λουκία Μιχαλοπούλου και η Στεφανία Γουλιώτη ήθελαν να ξαναδουλέψουν μαζί, Με πλησίασαν και μου είπαν: Θέλουμε να μας σκηνοθετήσεις σε κάτι, έχουμε δει δουλειά σου και σε πιστεύουμε. Φτάσαμε να βρούμε επιτέλους τους κοινούς μας χρόνους, βρίσκαμε ένα έργο, μας το παίρνανε. Βρίσκαμε δεύτερο έργο, το ίδιο! Και τελικά μια κοινή φίλη, η Μαίρη Ξανθοπουλίδου, που μας βοήθησε και στην παραγωγή και την εκτέλεση κι ήταν κομμάτι της ψυχής αυτού του τολμήματος, πρότεινε αυτό το έργο. Εγώ είπα: Μπέρνχαρντ, Παναγίτσα μου! Δεν το είχα διαβάσει, δεν το είχα δει αλλά ήξερα τον Μπέρνχαρντ από το Γιάννο Περλέγκα, αλλά δεν μπορούσα να συνδεθώ ή να κατανοήσω καν αυτά που μου είχε δείξει ο Γιάννος ως κείμενα – στις παραστάσεις του, μια χαρά! Η Λουκία το ήξερε και το αγαπούσε πάρα πολύ, ενώ νομίζω πως κι η Στεφανία δεν είχε επαφή. Κι είπαμε: ΟΚ, βουρ! Και μετά είπαμε: Τι είναι αυτό τώρα! (Γέλια)
Πώς τον πολέμησες αυτό τον τρόμο; Εκεί έδωσα χρόνο. Να μη δουλέψω, να μην κάνω τίποτε άλλο. Κι άρχισα να σκάβω στην τεχνοτροπία του. Δεν διάβασα όλα του τα κείμενα. Και να ήθελα δεν προλάβαινα. Προσπάθησα να πιαστώ από σημεία, από αυτό που καταλάβαινα με το ένστικτό μου, και να δω θεατρικά, στην εφαρμογή τους, πώς στο καλό μπορεί αυτά να αναδυθούν. Έπιανα τις ψηφίδες του για να κατανοήσω το πώς έχει βάλει όλα αυτά τα φίλτρα, τα δάνεια, το πώς τα στοιχειοθετεί- γιατί είναι σχεδόν χαοτικά βαλμένα, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα στην αρχή. Άρχισα να ψάχνω νεώτερους μελετητές, και ωρίμαζε μέσα μου η κατανόησή του. Ξεκίνησα από τη μουσική του κειμένου κι από μια καθαρή φόρμα. Και τότε έπεσα πάνω σε μια διατριβή για τη νουβέλα Ο Αποτυχημένος όπου και πάλι είναι τρία τα πρόσωπα, κι όσα είχα μαζέψει από δω κι από κει χωρίς να νιώθω ασφάλεια γι αυτά, τα βρήκα μέσα στο γραπτό αυτό με τρομερή διαύγεια. Kαι ησύχασα, είπα: αυτά είναι τα εργαλεία μου. Και πήγαμε να βρούμε την κατανόηση του θέματος και των υλικών από τους ηθοποιούς. Αυτό που μου λείπει από πολλές καλές παραστάσεις στο θέατρο, είναι να υπάρχει κοινός λόγος και κοινό ύφος και τεχνοτροπία. Δεν έχει χρησιμότητα να βλέπεις πολύ καλούς ηθοποιούς, τον καθένα μόνο του χωρίς να υπάρχει κοινό πλαίσιο. Κάναμε λοιπόν μια πολύ αυστηρή δουλειά σε ότι αφορά το λόγο, τη ροή του, τη μουσικότητα και τους τονισμούς του. Στο επίπεδο, βέβαια, που μπορούσαμε να φτάσουμε. Πιστεύω πως αν υπήρχε χρόνος θα πηγαίναμε πιο πέρα. Αυτό που με πικραίνει είναι, όπως και πολλούς άλλους, είναι πως κατάλαβα πως έχω στα χέρια μου ένα έργο τέχνης, όχι ένα απλό θεατρικό έργο, και αν δίναμε χρόνο, αυτό θα μπορούσε να εμφανιστεί μπροστά στα μάτια μας χωρίς να κάνουμε εμείς τρομερά πράγματα – αλλά ο χρόνος δεν επαρκούσε. Μετά άρχισα να αφαιρώ αναπαράσταση, και για πρακτικούς λόγους, γιατί δεν μπορούσαμε να αναπαραστήσουμε ρεαλιστικά κάποια πράγματα. Δεν το ήθελα κιόλας. Άλλωστε μια πρόταση κάνουμε. Πάντως αυτά τα πράγματα δεν μπορούν να γίνονται αυστηρά επαγγελματικά. Κι αυτή η παράσταση, που πάει καλά και γίνεται αποδεκτή, πράγμα που μας κάνει χαρούμενους και περήφανους, για μένα θα μπορούσε να έχει φτάσει σε μεγάλα ύψη αν είχαμε το χρόνο να βουτήξουμε μέσα στα πράγματα χωρίς στεγνό επαγγελματισμό. Γιατί καλούμαστε να κάνουμε παραστάσεις σε δύο μήνες. Εμείς δουλέψαμε πολύ περισσότερο, κι εγώ κι οι ηθοποιοί. Ξεκίνησα με τη Στεφανία έγκυο εννέα μηνών να δουλεύουμε τη φόρμα, μετά την αφήσαμε να γεννήσει, άρχισα με τη Λουκία… Όλοι μαζί δεν το ζήσαμε. Ο Αργύρης ήρθε τελευταίος, κι ευτυχώς λόγω εμπειρίας μπήκε πιο γρήγορα. Γιατί δεν είχαμε το χρόνο ούτε να μελετήσουμε τα υλικά, ούτε να φτάσουμε σε τέτοια τριβή μαζί τους. Εγώ αυτό το πράγμα το λάτρεψα, έπαθα εμμονή από την πρώτη στιγμή που πήραμε στα χέρια μας τη νέα μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, με τον οποίο είχαμε μια συνεργασία πολύ θερμή.
Είναι δύσκολο να εντοπίσεις τα σημεία καμπής στα έργα του Μπέρνχαρντ. Υπάρχει και κάτι άλλο που το συνειδητοποίησα σιγά-σιγά. Από τη στιγμή που μπήκε πια το υλικό μέσα στα δοχεία των ηθοποιών και των προσωπικοτήτων τους, άρχισα να βλέπω πως αυτό θα μπορούσε να απελευθερώσει ια πυρηνική ενέργεια, τρομερά δυνατή. Κι αυτό ήταν πάρα πολύ επικίνδυνο στη διαχείριση των ανθρώπων. Ευτυχώς οι σχέσεις ήταν φιλικές κι αρμονικές, αλλά οι δυνάμεις ήταν τρομερές. Συνειδητοποίησα το εξής – γιατί εγώ δεν είμαι θεατρολόγος, είμαι του πρακτικού…
Ευτυχώς! …αλλά δεν νομίζω πως υπάρχουν πολλά έργα που η δραματουργία τους να βασίζεται σε τρεις ισότιμους ρόλους. Συνήθως υπάρχει ιεραρχία ενδιαφέροντος, υπάρχει μια πυραμίδα όπου ένας είναι η κορυφή. Όλοι κοιτάμε την ιστορία του, τη διαδρομή του. Εδώ ο Μπέρνχαρντ έχει φτιάξει ένα ισόπλευρο, ισοδύναμο τρίγωνο, όπου ανάμεσα σε κάθε ζεύγος δημιουργούνται ίσες δυνάμεις έλξης και άπωσης. Κι αυτό είναι που τους κρατάει σταθερούς εκεί. Αν ξεκινήσεις θεωρώντας πως όλα είναι πολεμική, πράγμα που έχει πλάκα, αυτό θα μπορούσε να δυναμιτίσει τις ανθρώπινες σχέσεις σε απίστευτο βαθμό. Έτσι όμως όπως είναι χτισμένο το έργο, επειδή είναι τρεις και τα βέλη στρέφονται διαρκώς προς κάποιον άλλο, παραμένουν σταθεροί. Είναι σχεδόν φυσική επιστήμη.
Δύσκολο να το κάνει κανείς όλο αυτό βιοποριζόμενος από τη δουλειά του. Αν το έκανα ψυχρά επαγγελματικά, δεν θα γινόταν. Μου έτυχε η ταινία με τον Κώστα Γαβρά, όπου δεν έκανα κάτι που να με αγχώνει και πληρώθηκα αρκετά καλά, κι έτσι έβγαλα το καλοκαίρι χωρίς να χρειαστεί να δουλέψω. Έτσι είχα το μυαλό μου εκεί.
Και μέσα σε όλα αυτά ήρθε κι η Μάρθα στο Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ! Εγώ το φοβόμουν, αλλά ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης επέμεινε. Κι ακολούθησα, τελευταία και καταϊδρωμένη! Πήγαινα σχεδόν υπνωτισμένη από το άλλο, όπου δουλεύαμε πάρα πολλές ώρες. Ανέβαινα την Πανεπιστημίου με πολύ αργά βήματα, χωρίς να φάω γιατί αν έτρωγα νύσταζα, και ο Κωνσταντίνος, με μια πολύ ευχάριστη και γλυκιά συνεργατικότητα, χωρίς εμφανείς απαιτήσεις, με οδήγησε. Κι εγώ ακολούθησα. Πήγα σιγά-σιγά, με περίμενε, κι αφού έγινε η πρεμιέρα του Ρϊτερ, Ντένε, Φος αρχίσαμε να επιταχύνουμε. Αλλά ήταν δύσκολο να είμαι και στα δύο. Ποιος το κάνει αυτό;
Το καταλαβαίνω. Είναι κι αυτός ένας δύσκολος, ανθρωποφαγικός ρόλος. Κοίταξε να δεις… Όντως. Αλλά σε σύγκριση με τον Μπέρνχαρντ, τα κόλπα κι οι στροφές του Άλμπυ είναι λιγότερες μοίρες.
Είναι και Αμερικανός! Είναι, αλλά έχουν πολλά κοινά. Σε σχέση με τα φίλτρα και τις διπλοτυπίες, με τα δάνεια από το παράλογο… Το ότι δεν σταματά να χρησιμοποιεί την κατασκευή του θεάτρου, και να το δείχνει πως είναι κατασκευή… Δεν είναι πολύ μακριά στη γραφή τους, αλλά είναι κιόλας. Πάω με το ένστικτο ακόμα, δεν έχω προλάβει να τα σκεφτώ πολύ.
Ξέρεις τι θα κάνεις μετά από αυτό τον κυκεώνα; Θα κάτσω. Ήσυχη! Δεν ξέρω. Καλλιτεχνικά, δεν ξέρω καθόλου.