Φωτογραφίες: Λήδα Τουλουμάκου
Βρισκόμαστε σε ένα χώρο πρόβας κάπου στο Βοτανικό. Είναι η περίοδος που οι περισσότερες ομάδες χορού στην Ελλάδα παρουσιάζουν τη δουλειά τους. Οι λόγοι είναι πολλοί: ευνοϊκότεροι όροι ενοικίασης αιθουσών καθώς η σαιζόν εκπνέει και η ζέστη δυναμώνει, υποχρεώσεις που πηγάζουν από τους όρους των επιχορηγήσεων… Η Μίνα Ανανιάδου, χορογράφος του ANTILLES, μαζί με τις χορεύτριες και συνεργάτιδές της Χαρά Κότσαλη και Σοφία Πουχτού, δουλεύουν το φινάλε της παράστασης. Συμφωνούμε πως, καθώς είναι συνδημιουργοί, θα παραμείνουν να λάβουν μέρος και στη συζήτησή μας. Η Μίνα Ανανιάδου έχει ισχυρό θεωρητικό υπόβαθρο, πολιτική στράτευση και δραστηριότητα: είναι άλλωστε και Πρόεδρος του Σ.Ε.ΧΩ.ΧΟ., του συνδικαλιστικού οργάνου των εργαζομένων στο χώρο του χορού. Μια συζήτηση μαζί της δεν είναι ποτέ κάτι λιγότερο από συναρπαστική, κι ο ειρμός της σκέψης της συμπαρασύρει τον συνομιλητή της, όποιο κι αν είναι το αντικείμενο.
Από πού προέρχεται ο τίτλος «ANTILLES»;
Όλα ξεκίνησαν όταν έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο του Εντουάρ Γκλισσάντ με τίτλο Poetics of Relation -ήταν ένα σημαντικό ορόσημο- ο οποίος φέρνει τις Αντίλλες σαν ένα παράδειγμα. Οι Αντίλλες είναι ένα σύμπλεγμα νησιών της Καραϊβικής με εκτεταμένη αποικιοκρατία στο ιστορικό τους.
Γαλλική, αν δεν απάτωμαι.
Κυρίως, αλλά όχι μόνο. Κατάγεται από ένα νησί των Αντιλλών, τη Μαρτινίκα. Οπότε μιλάει για τη συγκρότηση μιας ταυτότητας -για να το πω λίγο εκλαϊκευμένα- που δεν θα κλείνει σφιχτά κάποια στοιχεία, αλλά μέσα από το άπλωμα –έτσι όπως είναι απλωμένα και τα νησιά των Αντιλλών με την πολυμορφία τους- και την δυναμική αλληλεπίδραση τους, θα δημιουργηθεί μια διαδικασία συνεχώς διαμορφούμενης συνείδησης, τόσο για το παρελθόν όσο και για το μέλλον. Και μέσα από την αναζήτηση της ποιητικής των σχέσεων μεταξύ των διαφορετικών πολιτισμικών στοιχείων των νησιών αυτών, έτσι θα συγκροτηθεί και θα συγκροτείται δυναμικά μια ενιαία ταυτότητα μέσα από μια συναίνεση. Αναφέρει ρητά τη λέξη συναίνεση.
Είναι κάτι αντίστοιχο με αυτό που είχε, και πάλι για τις Αντίλλες, στο μυαλό του o συγγραφέας Αιμέ Σεζαίρ, που ήταν και ο πρώτος βουλευτής στο γαλλικό κοινοβούλιο προερχόμενος από τις αποικίες αυτές. Αυτός μάλιστα χρησιμοποιούσε τη φοβερή λέξη négritude.
Τον όρο négritude τον αναφέρει στο βιβλίο του ο Γκλισσάν, αλλά διαφοροποιείται κάπως σε σχέση με τον όρο Antillanité, τον οποίο φέρνει στο κέντρο. Φέρνει την αναγκαιότητα των συλλογικών υποκειμένων -είτε ορίζονται σε διαπροσωπικές σχέσεις, είτε πολιτισμικά μέσα από αυτό το σύμπλεγμα νησιών, το γεωγραφικό προσδιορισμό- για την αναζήτηση μιας ποιητικής των σχέσεων σαν μια διαδικασία συγκρότησης της ταυτότητας. Οπότε το négritude ήταν κάτι που θα προαποφασίσουμε και θα είμαστε αυτό. Το Antillanité, αντιλαμβάνεται το οποίο ορίζει, είναι: πάμε να συγκροτήσουμε μια άλλη συνείδηση, να ακυρώσουμε το non-history, να ξαναδιαβάσουμε το παρελθόν μας, να φωτίσουμε τα στοιχεία που έχουν αποσιωπηθεί και να δούμε πώς μπορούμε να ανοίξουμε στο μέλλον. Με ποιον τρόπο, Όχι ως προς το τι, αλλά πώς. Εγώ αυτό έχω καταλάβει.
Γιατί επιλέχτηκε αυτός ο τίτλος για την παράσταση;
Μ. Α. Η παράσταση αυτή ξεκίνησε από ένα ερευνητικό πρόγραμμα που λεγόταν mangrove, το οποίο είχε προέλθει επίσης από το βιβλίο του Γκλισσάν. Αναφέρεται στα μαγκρόβια δέντρα. που οι ρίζες τους είναι έξω από τη γη και απλώνονται οριζόντια. Μέσα από το άπλωμα και τη μετακίνηση δημιουργούνται συναντήσεις και άλλα σημεία σχέσεων, και αυτά είναι που συγκροτούν σε μια αέναη μετασχηματιστική διαδικασία τις ταυτότητες. Είναι πολύ κοντά στο ρίζωμα των Γκουαταρί- Ντελέζ, το οποίο και αναφέρει. Κεντρική ιδέα ήταν το πώς μπορούμε να συγκροτήσουμε ταυτότητες όχι από την καθετοποίηση των ριζών αλλά μέσα από το άπλωμα και την ενσυνείδητη μετακίνηση. Το πώς μπορούμε να πούμε ότι ο κοινός μας τόπος θα είναι η σχέση, και όχι κάποιος προαποφασισμένος τόπος; Το ερευνητικό αυτό οδήγησε στην παραγωγή αυτής της παράστασης. Κρατήθηκε σαν βασικός πυρήνας αυτό το στοιχείο. Και ως λέξεις κλειδιά, ήρθαν μετά και η σχεσιακότητα, έτσι όπως αναπτύσσεται από την Έριν Μάννινγκ, και στο τελείωμα του ερευνητικού ήρθε και η έννοια της ετεροτοπίας -όχι όμως τόσο όπως την εισήγαγε ο Φουκώ, όσο όπως την μετέφρασαν και την προσέγγισαν οι επόμενοι θεωρητικοί. Μίλησα τώρα πολύ για την έρευνα και δεν ξέρω αν είναι τόσο το θέμα μας, αλλά δείχνει τι το τροφοδοτεί θεωρητικά, τι το ενέπνευσε.
Από ότι καταλαβαίνω, μιλάμε για κάτι το οποίο δεν είναι αφηγηματικό. Έχει πιο πολύ να κάνει με σχέσεις;
Χ. Κ. Οι σχέσεις είναι και αφηγηματικές, είναι και αφαιρετικές. Βασίζεται πολύ στο σχετίζεσθαι μέσα από την κίνηση -όχι όμως την περιγραφική κίνηση. Απλώς το τι είναι αφηγηματικό και τι όχι, νομίζω είναι ένα φίλτρο που βάζεις. Όταν βλέπεις ανθρώπους επί σκηνής να διαδρούν, τείνεις να φτιάξεις αφηγήσεις, οπότε δεν θα έλεγα ότι δεν είναι αφηγηματικό κατά τη δική μου γνώμη. Αλλά ο τρόπος και τα εργαλεία του είναι μια αφήγηση μέσα από το σώμα και τα στοιχεία του χώρου και του χρόνου -πιο πυρηνικά συστατικά του πώς υπάρχει ένα σώμα επί σκηνής, και όχι τόσο ρόλοι ή ένα κοστούμι που δίνει μια ταυτότητα χρόνου, φύλου, ηλικίας.
Μ. Α. Υπάρχει μια αφηρημένη αφηγηματικότητα. Υπάρχει μια δραματουργία από πίσω. υπάρχει για μας ένα αφηγηματικό νήμα και ένα πίσω κείμενο που μας υποστηρίζει, το υπηρετούμε και το ακολουθούμε. Αλλά σκοπός δεν ήταν να δημιουργηθεί μια σαφής αφήγηση για το κοινό.
Για μένα ως προερχόμενο από τον χώρο του θεάτρου, αυτό είναι πολύ απελευθερωτικό, γιατί πολλές φορές στο θέατρο αισθάνομαι πια ότι κρυβόμαστε πίσω από το κείμενο. Το γεγονός ότι υπάρχει μια ιστορία να αφηγηθούμε, αντί να μας απελευθερώνει, μας φοράει μια μάσκα, ένα προπέτασμα.
Μ. Α. Έχει και το στοιχείο αυτό, που είναι εγγενές στον σύγχρονο χορό, αλλά και από πρόθεση. Τώρα σε εμάς. Υπάρχει ένα στοιχείο αδιαφάνειας, σαν βασικό συστατικό του πώς συσχετιζόμαστε. Ο Γκλισσάν υποστηρίζει την αδιαφάνεια σε σχέση με το να κατανοήσουμε και να καταλάβουμε -και άρα να εγκρίνουμε στο αξιολογικό μας σύστημα- την φύση ή τα συστατικά του άλλου. Και αυτό θα δώσει το πράσινο φως για την αλληλεπίδραση. Το να απομακρυνθούμε από αυτή την διαδικασία της αξιολογικής έγκρισης φέρνει μια αξία στην έννοια της αδιαφάνειας, καθώς μας προσκαλεί να εστιάσουμε όχι τόσο στη φύση των νημάτων -χρησιμοποιώντας μια μεταφορά- αλλά στη φύση της πλέξης που αυτά φτιάχνουν. Οπότε θα δει κανείς κάποιες διακριτές σχέσεις που αναπτύσσονται στα σώματα, είτε γιατί είμαστε πρόσωπα που αφηγούμαστε κάτι πιο αδρό, είτε γιατί δημιουργούνται μηχανισμοί που έχουν τη δική τους φυσική και δυναμική και μέσα από αυτούς σχετιζόμαστε. Υπάρχει δηλαδή μια εναλλαγή ανάμεσα στην αυτονομία, το πρόσωπο, την αλληλεξάρτηση και την απόκριση. Και αυτό είναι το καύσιμο μας. Ταυτόχρονα κρατάει και ένα επίπεδο αδιαφάνειας στα επιμέρους συστατικά, αλλά και στην τελική ανάγνωση. Δεν ξέρω αν θα πάρει ο θεατής αυτόν το χώρο που του δίνεται για να φτιάξει τις δικές του ερμηνείες και εικόνες, αλλά αυτή η πρόθεση υπάρχει.
Παρατηρώ ότι τα τελευταία χρόνια κάποιος μεν υπογράφει τη χορογραφία, αλλά οι υπόλοιποι χορευτές είναι συνδημιουργοί, όπως δηλώνετε και εσείς και όπως δηλώνεται όλο και τακτικότερα. Τι οδήγησε σε αυτή την εξέλιξη;
Σ. Π. Το θεωρώ θετική εξέλιξη σε σχέση με το παρελθόν, γιατί έτσι δίνεται ο χώρος και στους χορευτές-ερμηνευτές, βάσει της ιδέας και των κατευθυντήριων οδηγιών που υπάρχουν από τον ή την χορογράφο, να δημιουργήσουν προσθετικά πάνω σε αυτά. Εδώ και πολλά χρόνια, και ειδικά στην Ελλάδα, έχει συμβεί αυτό. Έχει πάψει ο χορογράφος να δίνει ένα υλικό και οι ερμηνευτές να χρειάζεται απλά να το εκτελέσουν, να λειτουργούν μόνο ως εκτελεστικά όργανα.
Χ. Κ. Ισχύει. Δεν είναι ότι έχει αλλάξει η πρακτική του πώς χορογραφούν οι χορογράφοι. Έχει αλλάξει το πώς αποτυπώνεται και αποδίδεται το authorship. Έχει γίνει τόσος σκοπός για αυτά τα ζητήματα… Θυμάμαι ότι και σε εποχές που δεν γινόταν αυτό, πάλι παρήγαγαν πολύ υλικό οι χορευτές, αλλά θεωρείτο κάπως σαν αποσιωπημένο authorship στο κομμάτι. Μπορεί να ήταν και ένα credit που έπαιρνε ο χορογράφος και για πράγματα που δεν ήταν καθόλου δικά του. Είναι και μια δήλωση για το πώς φτιάχνονται τα έργα: δεν είναι μόνο για να δώσει ένα credit, είναι για να δείξεις μια μεθοδολογία, ότι το έργο φτιάχτηκε με αυτόν τον τρόπο. Γιατί θα μπορούσε, χωρίς να είναι λιγότερο καλό ή δημοκρατικό, ένα έργο, να έχει ένα υλικό που το μαθαίνεις και το ερμηνεύεις. Δεν σε κάνει λιγότερο καλό ερμηνευτή ή συμμέτοχο του έργου. Έχει να κάνει με το ότι το υλικό είναι πρωτότυπο από τα άτομα που είναι το πρώτο καστ. Μάλλον οι χορογράφοι αισθάνονται πια καλύτερα να το κάνουν στο βαθμό που έχει μπει και στο χορό πια η δραματουργία και η σύλληψη, όπου παραμένει η χορογράφος. Ενώ μπήκαν οι χορευτές στη δημιουργία υλικού, δημιουργήθηκε άλλη μια κατηγορία. Το λέω για όλες μας: και εγώ όταν υπογράφω το ίδιο κάνω –αν και το πρώτο μου ήταν σόλο. Η σύλληψη, η ιδέα, η δραματουργία είναι του χορογράφου. Η δημιουργία υλικού δεν είναι πια ο πυρήνας του έργου τόσο όσο ήταν παλιά, αλλά έχει μπει στο τραπέζι η συζήτηση για τη δραματουργία και την ιδέα. Έτσι έχει δημιουργηθεί αυτός ο χώρος με μεγαλύτερη γενναιοδωρία, γιατί έχει δημιουργηθεί ένας χώρος λίγο πιο πάνω. Λέω και μια άλλη πτυχή πέρα από την καλή!
Μ. Α. Εγώ δεν θα πω αν είναι καλή -θετική ή όχι- εξέλιξη. Να πω τι επιλογή έκανα. Ενώ μου αρέσει πολύ να σετάρω υλικό και μπορεί να γίνω αρκετά σχολαστική και να μου φάει πολύ χρόνο, η συγκεκριμένη δουλειά επέλεξα να είναι μόνο process-based. Ακόμα και η αισθητική που θα έρθει, όχι μόνο το υλικό, να είναι σε ευθεία σύνδεση με το τι θα φέρουν οι ερμηνευτές μέσα από τη διαδικασία. Βέβαια είμαι κι εγώ μέσα στους ερμηνευτές, οπότε το νιώθω πολύ συντροφικό αυτό. Νιώθω μια συνέπεια. Εκεί είναι και το νήμα που συνδέει αυτό για το οποίο συζητάμε. Είναι κομβικό το ότι είμαι και ερμηνεύτρια και χορογράφος. Φέρνω και εγώ υλικό μαζί με τα κορίτσια. Υπάρχουν πάρα πολλοί τρόποι να «αγοράσεις» υλικό, να δημιουργήσεις τη διαδικασία. Όλοι στρώνουμε τη διαδικασία, και μετά έρχεται υλικό που ερμηνευτές. Για μένα ήταν ένα βήμα παραπέρα, γιατί και η αισθητική που ήρθε και η ατμόσφαιρα, η ταυτότητα της παράστασης, η γραφή της, ήρθε μέσα από τη γλώσσα, το λεξιλόγιο της καθεμιάς που το βάζαμε στη λειτουργία των προτάσεων που έφερνα. Αλλά εκεί υπήρχε πολύ μεγάλος χώρος για να συζητηθεί, να πάμε πίσω-μπρος σε δραματουργικό επίπεδο να συζητήσουμε με τη δραματουργό, να πάμε στο θεωρητικό πλαίσιο, να το ξανασκεφτούμε. Παίζαμε γερό πινγκ-πονγκ: ερευνούμε, το ανοίγουμε, έρχεται υλικό, πάμε πίσω, ανατρέχουμε σε σημεία των βιβλίων με τα οποία είχαμε καταπιαστεί για να τροφοδοτήσουν την αμιγώς ερμηνευτική, κινητική και χορογραφική σύνθεση, κάνουμε zoom out, πάμε στο δραματουργικό επίπεδο, επιστρέφουμε στην καθαρή κίνηση. Και αυτό ήταν μια ξεκάθαρη, συνειδητή δική μου επιλογή, που δεν ήξερα τι θα φέρει. Ήταν άγνωστο. Η επιλογή των κοριτσιών δεν ήταν γιατί είναι μιας συγκεκριμένης αισθητικής και σωματικότητας ευθυγραμμισμένης με το πώς το φαντάζομαι. Σήμαινε: επένδυσα στη διαδικασία. Βλέπω το ρόλο της χορογράφου πιο πολύ παρά σαν facilitator. Φυσικά και θα πάρει τις τελικές αποφάσεις, αλλά αυτό είναι διαφορετικό από το: προαποφασίζω, έρχομαι και προσπαθώ να βγάλω ένα αποτέλεσμα μέσα από τις προτάσεις των χορευτριών. Εδώ είναι: δεν ξέρουμε το αποτέλεσμα, και σας επιλέγω να πάμε να το περπατήσουμε μαζί αυτό, να δούμε πού θα μας βγάλει. Εκεί βασίστηκε η επιλογή, πέρα από το «καλές χορεύτριες είναι, να τις πάρω». Η διαδικασία, μαζί φυσικά με την ανάληψη ευθύνης του ρόλου, ξεκάθαρα έχει μια αυταξία για μένα. Δεν ξέρω τα κορίτσια πως το βίωσαν…
Μίνα, στη χορογραφική σου δουλειά υπάρχει συνολικά μια θεματική, ένας άξονας, που σε απασχολούν πάντα; Υπάρχει δηλαδή ένα πεδίο το οποίο είναι το δικό σου;
Μ. Α. Προαποφασισμένα, συνειδητά να πω ότι θα επιλέξω για τον επόμενο καιρό, τα επόμενα χρόνια, να ερευνήσω αυτή τη θεματική, όχι. Με δυσκολεύει τώρα να βάλω στο κέντρο κάτι. Αλλά όλα συνδέονται, είτε με πρόδηλο είτε με πιο χαλαρό τρόπο, με την έννοια της αυτονομίας.
Έχω κοντά μου τη Μίνα, νυν Πρόεδρο, την Χαρά, πρώην Πρόεδρο, και τη Σοφία, ενεργό μέλος του Σ.Ε.ΧΩ.ΧΟ, ενός σωματείου το οποίο υπό τις καταιγιστικές εξελίξεις των τελευταίων ετών, δραστηριοποιήθηκε πολύ περισσότερο από ότι στο παρελθόν. Από το ξέσπασμα του #meToo μέσα στην πανδημία ως το ύπουλο χτύπημα του Προεδρικού Διατάγματος, και κυρίως τις εργασιακές συνθήκες, για τις οποίες θα είμαι μάλλον τρυφερός αν χρησιμοποιήσω τη λέξη προλεταριακές. Τι κάνετε; Πού στοχεύετε; Τι προσπαθείτε να πετύχετε;
Μ. Α. Σίγουρα το πρώτο, θα έλεγα, είναι να αλλάξουμε αρχικά εσωτερικά στον κλάδο την εργασιακή συνείδηση. Το δεύτερο είναι, είτε θεσμικά, είτε άτυπα, να μπει στο χάρτη ο χορός: να αποκτήσει χώρο, να τον ζητάνε πιο πολύ οι άνθρωποι, να έχουν πρόσβαση σε αυτόν ως κοινό. Να υπάρχει η πολιτική βούληση να ενταχθεί σε φορείς ακόμα και μη αμιγώς χορογραφικούς. Να ενταχθεί ο χορός με δέσμευση και συνέπεια στον προγραμματισμό. Το τρίτο: Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση! Δημόσια, κρατική, δωρεάν Πανεπιστημιακή εκπαίδευση.
Χ. Κ. Γιατί μάλλον θα μας έρθει από αλλού τώρα!!! Αλλά αυτά είναι τα bullets που διεκδικούμε πάντα και τελικώς δεν ισχύει τίποτα. Μπορείς πολύ εύκολα να πεις: ένα, δύο, τρία! Το Πανεπιστήμιο, οι συλλογικές συμβάσεις, ο χορός στο Εθνικό Θέατρο, ένα Σπίτι Χορού, ο χορός στα ΔΗΠΕΘΕ, δημοτικές σχολές χορού για να απασχοληθούν εργαζόμενοι, αλλά και για να έχει πρόσβαση η κοινωνία. Σχολές χορού στις γειτονιές και στους δήμους μας. Δεν υπάρχει αυτό. Από τη μια είναι τι στοχεύεις εσύ σαν κλάδος για τις συναδέλφους και τους συναδέλφους, κι από την άλλη τι στοχεύεις για την κοινωνία: εννοώ πως αν θεωρείς ότι αυτό που κάνεις είναι σημαντικό και χρήσιμο στην κοινωνία, ότι είναι ένα αγαθό το οποίο μπορεί να κάνει τη ζωή των ανθρώπων καλύτερη, τα παιδιά να μεγαλώνουν πιο σωστά -μιλάω για πολύ βασικά πράγματα- διεκδικείς να έχει πρόσβαση και ο κόσμος σε αυτό. Γι αυτό λέω ότι είναι και ένα ζήτημα το πώς θα μπει στην εκπαίδευση, στη δημόσια εκπαίδευση, στις δημοτικές σχολές. Κατά τα άλλα, αυτό που προσπαθούμε για την ώρα είναι αυτό που είπε και η Μίνα, αυτό θα απαντήσω ακριβώς: να αποκτήσουμε μια κοινή εργασιακή συνείδηση, το οποίο θεωρώ ότι έχει γίνει σε μεγάλο βαθμό -και το σωματείο έχει βοηθήσει σε αυτό, σε σχέση και με τις συνολικές εξελίξεις. Δεν είναι στον βαθμό που θα μπορούσε να είναι, ομολογουμένως, αλλά είμαστε πολύ αλλού από ότι ήμασταν πριν 10 χρόνια. Το τι σημαίνει δουλεύω, πληρώνομαι, έχω ωράριο… Αυτά παλιά ήταν και λίγο μπανάλ να τα συζητάμε, οπότε έχει γίνει ένα μεγάλο πρώτο βήμα. Οριοθετούνται τα πράγματα. Οι νέοι άνθρωποι είναι και λίγο πιο… Δεν ξέρω Σοφία, πες κι εσύ που είσαι πιο φρέσκια στο κουρμπέτι!
Σ. Π. Ναι, αυτό ισχύει εντός παραγωγών. αλλά και σχολών. Σίγουρα η νέα γενιά θεωρεί ήδη κάποια πράγματα δεδομένα, τα οποία οι παλιότερες γενιές ευτυχώς τα διεκδίκησαν για τις νεότερες, κι έτσι αυτές πηγαίνουν με αυτές τις απαιτήσεις πολύ πιο εύκολα. Όχι σε όλες τις περιπτώσεις, γιατί δυστυχώς υπάρχουν ακόμα κατάλοιπα και στις σχολές, και σε παραγωγές. Όμως οι νεώτεροι θα πουν όχι πολύ πιο δυναμικά σε περίπτωση που δεν πληρούνται κάποιες βασικές προϋποθέσεις.
Μ. Α. Νομίζω ότι έχουμε πετύχει μια συλλογικοποίηση σε επίπεδο διεκδικήσεων. Ακόμα και όταν εκτίθεσαι σε ατομική διαπραγμάτευση, νιώθεις ότι υπάρχει πίσω σου ένα σώμα συλλογικό. Ακόμα και σε πράγματα που ακόμα δεν έχουν περάσει νομικά. Δεν είναι ότι εμείς θέλουμε μόνο να εφαρμοστούν αυτά που έχουμε κατακτήσει και έχουν ένα θεσμικό περίγραμμα: είναι ότι θέλουμε να εγκαθιδρύσουμε μια άλλη συνθήκη εκ του μη όντος. Αυτό που προσπαθούμε επίσης με το σωματείο, είναι να ασκούμε πίεση στα κέντρα λήψης αποφάσεων και στα πρόσωπα που έχουν αναλάβει συγκεκριμένες θέσεις ώστε να τους φέρουμε προ των ευθυνών τους για να εξασφαλιστεί μια σταθερή θεσμική στήριξη για το σύγχρονο πολιτισμό. Να δημιουργηθούν αξιοπρεπείς όροι εργασίας για τους εργαζόμενους του χορού -θεωρητικούς, χορευτές, χορογράφους, δασκάλους, εκπαιδευτικούς- και μια πολιτιστική πολιτική για το σύγχρονο χορό σαν σταθερό υπόστρωμα που θα επιτρέπει την πρόσβαση σε αυτόν, αλλά και τον πολιτισμό εν γένει, ως κοινό αγαθό, όπως για παράδειγμα η παιδεία. Όσες προτάσεις και να καταθέσουμε – ήδη έχουν υποβληθεί δεκάδες προτάσεις σε υπουργεία, δήμους, φορείς- αν δεν αυξηθεί γενναία και σταθερά ο προϋπολογισμός για τον σύγχρονο πολιτισμό, θα παλεύουμε πάντα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Και το να υποστηρίξει ή να απαξιώσει η πολιτεία τον σύγχρονο πολιτισμό δεν είναι συμπτωματικό. Αποτελεί ξεκάθαρη πολιτική και ιδεολογική θέση
Χ. Κ. Είναι κοινός τόπος πια να μη γίνεται αλλιώς. Δεν υπάρχει συλλογική σύμβαση. Αλλά όταν πια ο κόσμος θα είναι σε ένα στάτους αμοιβών συγκεκριμένο, θα γίνεται πράξη επειδή δεν θα υπάρχει άλλος τρόπος.