Φωτογραφίες: Άρης Λυχναράς

 

Είναι μια ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα όταν συναντιόμαστε στην πλατεία Κουμουνδούρου με το Μάρκελλο Χρυσικόπουλο, για μια συνέντευξη που είναι η πρώτη μας μετά από πολλά χρόνια –επιτρέψτε μου να αποκρύψω πόσα ακριβώς, γιατί τρομάζω και ο ίδιος. Αφορμή, τα Τραγούδια για τους σκοτεινούς καιρούς, που θα χαρούμε το ερχόμενο Σαββατοκύριακο στο θέατρο Ολύμπια με τη φωνή της υπέροχης Αφροδίτης Πατουλίδου, ένα πρόγραμμα γοητευτικό, μυστηριώδες και ετερόκλιτο, που ξεκινά από το Μάλερ για να βυθιστεί στα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Η κουβέντα μας ξεκινά ως συνήθως από –τι άλλο;- φάρσες. Κι είναι σαν αυτή η ελαφρά και παιγνιώδης διάθεση να είναι κάθε φορά απαραίτητη για να μπορέσουμε να αγγίξουμε θέματα δύσκολα και επώδυνα, ερωτήματα που ίσως και να μην μπορούν να απαντηθούν. Κάπως έτσι, όπως λέει ο ποιητής,  ανθίζει σιγά-σιγά η εξομολόγηση.

 

Είμαστε στην πλατεία Κουμουνδούρου με θέα το Ηρώδειο. Πώς ακριβώς συμβαίνει αυτό;

Υπάρχει εδώ ένα πολύ συμπαθητικό θεατράκι με 6 σειρές θεατών ημικυκλικά, τσιμεντένιο. Όταν έρχονται φίλοι, εκλεκτοί καλεσμένοι από το εξωτερικό, τους το παρουσιάζω ως το Ηρώδειο. Δεν γίνεται με διάθεση να τους εξαπατήσω, ούτε να τους αποτρέψω από το να επισκεφθούν το κανονικό Ηρώδειο. Αλλά καμιά φορά λίγο ψεύδος είναι απαραίτητο για να δώσει ένα επιπλέον κίνητρο και λίγο παραπάνω ενδιαφέρον στη ζωή του άλλου. Εξ άλλου, νομίζω ότι αυτό με κάποιο τρόπο άπτεται του επαγγέλματός μας. Θέλω να πω ότι η τέχνη έχει να κάνει -τέλος πάντων ίσως η λέξη ψεύδος να μην είναι καλή- με μια υπόσχεση. Πάνε χέρι-χέρι. Κάτι υποσχόμαστε, ακόμα κι αν τελικά δεν το δίνουμε. Ή αρνούμαστε πανηγυρικά να το δώσουμε. Υπάρχει ένα στοιχείο πλάνης, παρόλο το γνωστό ότι η τέχνη αντιγράφει τη ζωή –περισσότερο η ζωή αντιγράφει την τέχνη. Υπάρχει μια χειραγώγηση του ακροατή, του θεατή, και οι εκλεκτοί καλεσμένοι και εκλεκτοί φίλοι, εκεί που θα περνούσαν από αυτό το μέρος χωρίς να δώσουν καμία σημασία, χαμογελάνε λίγο, το κοιτάνε με ενδιαφέρον και είμαστε όλοι ευτυχισμένοι.

Υπάρχουν κάποιοι που το πίστεψαν;

Βέβαια. Εννοείται! Εντάξει, λογικό δεν είναι; Δεν μου φαίνεται παράξενο. Διάβαζα ότι κάποια στιγμή είχαν πιάσει κάτι παιδάκια που ερχόντουσαν με μια εκδρομή από το εξωτερικό κάπου στον Πειραιά, και τους είχαν πει: Σας αρέσει η Ελλάδα; Και αυτοί είχαν απαντήσει κάτι του στυλ: «Δεν έχουμε πάει ποτέ Ελλάδα, Εμείς πάμε Σαντορίνη». Εντάξει, δεν ξέρουν ότι η Σαντορίνη είναι Ελλάδα. Δεν πειράζει, κι εμείς δεν ξέρουμε τόσα πράγματα. Ποιος ξέρει πού ακριβώς είναι το Ίνσμπρουκ και ποια είναι τα προβλήματα των Βάσκων αυτονομιστών; Δεν θεωρώ, θέλω να πω, ότι το να πω σε κάποιον ότι το Θέατρο Ηρώδου Αττικού βρίσκεται στην πλατεία Κουμουνδούρου είναι ένα φοβερό tour de force του ψεύδους!

Είναι απόλυτα σίγουρο ότι ζούμε σε σκοτεινές ημέρες. Αυτό πια είναι κοινός τόπος. Το λέμε όλοι. Από ποια σκοπιά επιλέγει λοιπόν κανείς τραγούδια για σκοτεινές ημέρες και σε ποιό σκοτάδι από όλα αναφέρεστε;

Διάβαζα το «Ο κόσμος του χθες» του Στέφαν Τσβάιχ και μου έκανε τόσο πολύ εντύπωση η περιγραφή αυτής της περιόδου που αποκαλούμε Δημοκρατία της Βαϊμάρης -εξάλλου, ο Χίτλερ πρώτος την αποκάλεσε έτσι. Υπήρχε αυτή η ασύλληπτη οικονομική αβεβαιότητα. Ο κόσμος έπαιρνε την εβδομαδιαία του αμοιβή από τη δουλειά και πήγαινε κατευθείαν να αγοράσει, γιατί το βράδυ τα ίδια πράγματα θα μπορούσαν να έχουν ανέβει 6.000% πάνω -ποσά ασύλληπτα. Σίγουρα η οικονομική αβεβαιότητα, η άνοδος του φασισμού –τότε δεν το καταλάβανε ακριβώς ως φασισμό. Ο ίδιος ο Τσβάιχ λέει ότι κανένας μάρτυρας ενός πολύ σημαντικού γεγονότος δεν μπορεί να έχει αντίληψη, εικόνα του πόσο σημαντικό θα είναι αυτό το γεγονός. Η γυναικοκτονία ως κάτι λίγο πιο συγκεκριμένο, κάτι που εμπλέκει πολλά περισσότερα από το να σκοτώσεις μια γυναίκα: εμπλέκει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο εξουσιών και κοινωνικών αντανακλαστικών. Οι νέες σεξουαλικές νόρμες. Η αρχή μιας συζήτησης για τα φύλα. Στα καμπαρέ του Βερολίνου για πρώτη φορά έχουμε με οργανωμένο τρόπο τραβεστί. Όλο αυτό που διάβαζα, με κάποιον τρόπο μου υπενθύμιζε αυτό που ζούμε τώρα. Η απίστευτη άνοδος της Δεξιάς. Υπήρχε μια περίοδος την οποία θυμάμαι ως έφηβος, την δεκαετία του 80, όπου με την άνοδο του σοσιαλισμού στην Ευρώπη και τις απίστευτες –δεν θέλω να πω σπατάλες καταρχάς- αλλά το απίστευτο χρήμα το οποίο κυκλοφορούσε, είχε πέσει στην αγορά, υπήρχε μια αισιοδοξία ότι κάποια πράγματα είχαν μείνει πίσω μας ανεπιστρεπτί. Τώρα ξαφνικά ξαναγυρίζουμε. Κοίταζα πριν από λίγο καιρό κάποιες καταγραφές από τη δίκη του Κοσκωτά. Σχεδόν παιδιάστικα σε σύγκριση με τα πράγματα τα οποία ζούμε τώρα. Το σκάνδαλο Κοσκωτά είναι μια κακή συνεννόηση ανάμεσα σε ερασιτέχνες. Αυτά τα πράγματα που θυμάμαι δε, τα πεντοχίλιαρα μέσα σε κούτες πάμπερς… Αστεία πράγματα! Αν κανείς σταματήσει μισό λεπτάκι να δει τι συμβαίνει γύρω μας αυτή τη στιγμή –όχι στο εξωτερικό, στην Ελλάδα- το σκάνδαλο Κοσκωτά ήταν μια παιδική φάρσα. Μια παιδική αταξία. Δυστυχώς. Δεν ξέρω από πού το πιάνει κανείς. Σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να μην ξεχνάμε ότι αυτό δεν είναι φυσιολογικό, αυτοί είναι σκοτεινοί καιροί. Θα μου πει κανείς: πότε ακριβώς δεν ήταν σκοτεινοί; Αυτός ο κόσμος είναι γεμάτος τερατωδία από την δημιουργία του μέχρι σήμερα. Και προφανώς η ανθρωπιά και η τερατωδία πάνε χέρι-χέρι. Και βέβαια υπάρχει -όλοι το ξέρουν αυτό- αυτή η φυσική άμυνα του οργανισμού, αφού με κάποιο τρόπο κάθε πέρσι και καλύτερα. Το πού πάει αυτός ο κόσμος και πού πάει η μουσική και πόσο ανούσια και βλαβερή μπορεί να είναι η μουσική του σήμερα, υπάρχουν και δοκίμια από τον 14ο αιώνα που το περιγράφουν! Υπάρχει όμως κάτι που συμβαίνει τώρα. Αν δει κανείς τον δείκτη διαφθοράς για την Ελλάδα, τον δείκτη ελευθερίας του Τύπου, είμαστε μια τριτοκοσμική χώρα. Βέβαια είναι λογικό να είμαστε τριτοκοσμική χώρα. Η Ευρώπη χρειάζεται μια τριτοκοσμική χώρα λίγο πιο κοντά. Δεν βολεύει να έχεις τριτοκοσμικές χώρες μόνο στον τρίτο κόσμο, δεν γίνεται αυτό. Αλλά είναι τόσο γενική αυτή η μαυρίλα! Είναι παράδοξο ότι το λέμε σήμερα με τόσο ωραίο καιρό εδώ στην πλατεία Κουμουνδούρου… Αυτός ο ήλιος ο οποίος σε αγκαλιάζει σχεδόν, δεν δαγκώνει. Δεν ξέρω πόσο καιρό θα υπάρχει πια αυτό στην Αθήνα. Δυστυχώς περνάμε από τον βαθύ χειμώνα στο βαθύ καλοκαίρι στην Ελλάδα.

Αλλά σκέφτηκα ότι είναι σκοτεινοί αυτοί οι καιροί. Και παρότι έχω εμπιστευτεί την οπτική αισθητική της παράστασης σε έναν τόσο ταλαντούχο άνθρωπο, τον Στέφανο Δρουσιώτη, από τον οποίο ως light designer έχω δει ασύλληπτα πράγματα -θυμάμαι την παράσταση του Ευριπίδη Λασκαρίδη- δεν ξέρω αν θα φανεί οπτικά το πόσο μαύρη είναι η εποχή που ζούμε. Αλλά έστω και από τον τίτλο, θα ήθελα να το θυμόμαστε. Έχουμε διαλέξει τραγούδια από την περίοδο της Βαϊμάρης που πραγματεύονται τη μαυρίλα. Είτε είναι τα «Τραγούδια για τα νεκρά παιδιά» του Μάλερ, είτε ένα τραγούδι για τον Φριτζ Χάρτμαν, ο οποίος είναι ίσως ο πρώτος και πιο γνωστός κατά συρροήν δολοφόνος: είχε σκοτώσει πάνω από 20 νεαρά αγόρια, τα οποία υπάρχει και η υποψία ότι, επειδή αυτός ήταν κρεατέμπορος, πολύ πιθανόν να τα σκότωνε και να έφτιαχνε λουκάνικα με το κρέας τους. Έχουμε μια πολύ ωραία ανασύνθεση του Πάνου Ηλιόπουλου που έχει αναλάβει τις μεταγραφές, τις διασκευές και τα ηλεκτρονικά. Ξέρουμε αυτή την φοβερή φιγούρα, εμβληματική του Βερολίνου της δεκαετίας του 20, την Ανίτα Μπέρμπερ, η οποία ήταν διαβόητη τότε για τα γυμνά σώου που έκανε χορεύοντας -ασύλληπτο για την εποχή. Αλκοολική και τοξικομανής, είχε ένα ιδιαίτερο κοκτέιλ το οποίο ετοίμαζε για τον εαυτό της με χλωροφόρμιο και αιθέρα, το οποίο το ανακάτευε με ροδοπέταλα και μετά το μύριζε και έτρωγε τα πέταλα. Ξέρουμε ότι έκανε κάποια στιγμή ένα χορευτικό νούμερο πάνω σε μουσική από το Danse Macabre του Σαιν Σανς και το ανασυνθέτουμε με στίχους για να το εμπιστευτούμε στην Αφροδίτη Πατουλίδου, την υπέροχη τραγουδίστριά μας. Περνάμε από το καμπαρέ, από τη μουσική του Μάλερ -που μπορεί να μην ανήκει βέβαια στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης χρονολογικά, αλλά με τον τρόπο του προμηνύει πολλά από αυτά που ακολούθησαν, και αισθητικά και πιο τεχνικά μουσικά. Στην αρχή όλων αυτών ήταν ένα επίγραμμα του Μπρεχτ που διάβασα από τα «Ποιήματα του Σβέντμποργκ», ποιήματα της εξορίας, που λέει: «Στους σκοτεινούς καιρούς θα τραγουδάει ο κόσμος; Θα υπάρχουν τραγούδια; Απάντηση: Ναι, θα υπάρχουν, Τραγούδια για τους Σκοτεινούς Καιρούς». Μου φάνηκε επίκαιρο και συγκινητικό και παρηγορητικό ότι κάνουμε Τέχνη. Δεν μπορούμε να έχουμε την αξίωση ότι επειδή παίξαμε μια σολ ματζόρε μεθ’ εβδόμης με πάρα πολύ ωραίο τρόπο θα αλλάξει ο κόσμος. Κάτι θα αλλάξει πάντως -κάτι μπορεί και να αλλάξει. Δεν ξέρω αν έχει την ίδια δύναμη με το να πετάξεις τρικάκια, να βγεις σε μια πορεία, να ψηφίσεις ή οτιδήποτε μπορεί να φέρει την κοινωνική αλλαγή. Να εξεγερθείς, να κάψεις το σύμπαν –πιθανόν.  Αλλά η τέχνη -τουλάχιστον όταν είσαι στην ηλικία μας- δεν μπορεί να είναι μόνο ένα καταφύγιο από την καθημερινότητα. Με τους περιορισμούς της αισθητικής του καθενός, κάπως πρέπει η τέχνη να είναι επίκαιρη. Θυμάμαι αυτό που έλεγε ο Πωλ Ελυάρ: ότι η ποίηση πρέπει να έχει ως σκοπό την πρακτική αλήθεια. Έστω και κεκαλυμμένα.

Όταν άκουσα για τη συνεργασία με την Αφροδίτη Πατουλίδου σκέφτηκα: Ναι, φυσικά! Αυτοί οι άνθρωποι ανήκουν μαζί. Είναι πολύ καλή ιδέα να συνεργαστούν.

Την Αφροδίτη δεν την έχω γνωρίσει ακόμα καλά. Την ήξερα βέβαια –αν θυμάσαι, είχαμε δει μαζί το «Λευκό Ρόδο» στην Λυρική Σκηνή, όπου ήταν πολύ εντυπωσιακή. Κάποια στιγμή άκουσα μια πάρα πολύ ωραία Τετάρτη του Μάλερ, νομίζω, μαζί της και λέω: είναι η ευκαιρία τώρα. Είχαμε συζητήσει και παλαιότερα τι θα μπορούσαμε να κάνουμε μαζί. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω βιαστεί κιόλας να γνωριστούμε. Θα έρθει σιγά-σιγά. Σε άλλες περιπτώσεις, κυρίως όταν κάποιος είναι στην Ελλάδα, είναι πιο εύκολα προσβάσιμος, μπορεί να επιδιώξω να βρεθούμε, να μοιραστούμε -πώς να το πω;- το καλλιτεχνικό μας όραμα. Να κάνουμε μια βόλτα μαζί. Να μεθύσουμε μαζί. Να παίξουμε μπουκάλα μαζί. Οτιδήποτε. Δεν το λέω μόνο γιατί δεν θέλω να την εκθέσω -κοινωνικά μιλώντας!- αλλά έχω μια πολύ σαφή αίσθηση και υποψία ότι είναι ο σωστός άνθρωπος για τη σωστή δουλειά. Και περιμένω να επιβεβαιωθώ. Ξέρεις, είναι δύσκολο. Εγώ ξεκίνησα παίζοντας τσέμπαλο και κατέληξα να διευθύνω. Είναι γιατί ήθελα να κάνω δικές μου δουλειές, δικά μου πρότζεκτ. Με ενδιαφέρουν. Δεν περίμενα ότι θα με πάρει κάποιος, ένας καλλιτεχνικός διευθυντής, και θα μου πει: «Κύριε Χρυσικόπουλε, θέλω να έρθετε να μας διευθύνετε την 2η του Μπραμς», και θα πω: «Τι ωραία! Ευχαριστώ πάρα πολύ!». Όταν το τσέμπαλο έκανε τον κύκλο του και αισθάνθηκα ότι δεν είχα πια απωθημένα από αυτό, έπρεπε να δημιουργήσω ένα πλαίσιο που να μου κρατήσει ζωντανή την ικανότητα και την επιθυμία να επενδύω πάνω στη μουσική – και γενικότερα. Θα μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου πολύ άνετα να κάνει και πολλά άλλα πράγματα. Έχω και άλλα ενδιαφέροντα στη ζωή μου. Δεν είναι ότι περιμένω να πατήσω ένα πλήκτρο και να χαρώ.

Πολλές φορές -επειδή εγώ δεν είμαι σκηνοθέτης, αλλά το να στήνει κανείς μια αρχική ιδέα στο μυαλό του ενέχει προφανώς και την διαδικασία μίας στοιχειώδους σκηνοθεσίας- εμπιστεύομαι, πρέπει να εμπιστευτώ έναν σκηνοθέτη, έναν δραματουργό, έναν ερμηνευτή. Δεν είναι εύκολο, γιατί υπάρχει μία ιδέα, και στην καλύτερη των περιπτώσεων είναι σαν ένα παιδί που κάπως το έχεις μεγαλώσει, το έχεις φτάσει στο δημοτικό και μετά το στέλνεις εσωτερικό σε μια σχολή στην Ελβετία και περιμένεις ότι θα το πάρεις όταν θα είναι πλέον 20 χρονών, με τρόπο που θα είσαι περήφανος γι αυτό, ότι θα αναπτυχθεί, θα ανθίσει κτλ. Είναι μερικές φορές που έχει συμβεί αυτό. Είναι μερικές φορές που δεν έχει συμβεί. Και είναι πολύ πιο επώδυνο όταν εμπλέκεσαι με ένα έργο το οποίο δεν έχει πάρει ακόμα σάρκα και οστά, εμπλέκεσαι εν τη γενέσει αυτού. Είναι πολύ πιο δύσκολο όταν το βλέπεις να μην εξελίσσεται με τον τρόπο που θα ήθελες. Είναι λίγο όπως όταν πηγαίνεις να σε κουρέψουν και βλέπεις ότι αυτό το οποίο συμβαίνει δεν σε ικανοποιεί. Ξέρεις, υπάρχει αυτό το άβολο: τα μαλλιά που φύγαν, να φυτρώσουν αυτοστιγμεί αποκλείεται! Πρέπει να τσακωθείς εκείνη τη στιγμή; Πρέπει να θίξεις τον άλλον; Εσύ τον έχεις εμπιστευτεί! Είναι πάρα πολύ δύσκολο. Εγώ το λέω ως ο κατ’ εξοχήν άνθρωπος ο οποίος πάσχει από το σύνδρομο του Σαμψών. Παίρνω τρία Λεξοτανίλ για να πάω να μου κουρέψουν τα μαλλιά! Και βέβαια αυτό το να αφεθώ είναι και ένα μέρος της ενηλικίωσης για την οποία μιλήσαμε τελικά. Δεν γίνεται ούτε να περιμένω ότι θα τα κάνω όλα μόνος μου  γιατί μπορώ να δεχτώ μόνο τα δικά μου τα λάθη, ούτε να περνάω τη μέρα μαλώνοντας, ούτε θεωρώντας ότι πρέπει ο άλλος να κάνει τη δουλειά από το Α ως το Ω κάτω από τις υποδείξεις μου. Δεν έχω ούτε το κουράγιο, ούτε το χρόνο πια για κάτι τέτοιο. Θέλω να πιστεύω παρόλα αυτά ότι δεν έχω πει την τελευταία μου κουβέντα!

Σε μία τριτοκοσμική -συμφωνώ και επαυξάνω- χώρα όπως η Ελλάδα, μια έντεχνη μουσική όπως αυτή την οποία υπηρετείς, τι θέση έχει; Σου δίνει το έδαφος να δραστηριοποιείσαι; Σου επιτρέπει το βιοπορισμό. Πώς είναι;

Έχω υπάρξει πάρα πολύ τυχερός. Υπάρχουν συνάδελφοι με πολύ περισσότερο ταλέντο από μένα και πολύ περισσότερη αγάπη γι αυτό που κάνουν, που δυσκολεύονται. Και έχω υπάρξει τυχερός γιατί έτυχε να συνεργαστώ με τους σωστούς ανθρώπους, με ανθρώπους που ήταν με τον τρόπο τους πολύ γενναιόδωροι με εμένα. Έτυχε ενδεχομένως να είμαι τη σωστή στιγμή στο σωστό μέρος. Δεν είναι εύκολα στην Ελλάδα -και εννοείται ότι είναι πολύ πιο δύσκολα να είσαι μουσικός της -ας πούμε- «κλασικής» μουσικής και να δραστηριοποιείσαι μόνο στην Ελλάδα. Είχα, για παράδειγμα, την τύχη εδώ και κάποια χρόνια να με πάρει στο σύνολό του ο Ντάνιελ Χογκ. Προφανώς είναι κάτι που με διευκόλυνε τα τελευταία χρόνια πάρα πολύ οικονομικά. Συγχρόνως, χαίρομαι που είναι πολύ περισσότερο από αυτό. Είναι μερικές φορές που δίνουμε μια συναυλία και έρχεται κάτι, δεν ξέρω, μια φράση. Παίζουμε ένα μεσαίο μέρος Βιβάλντι από ένα ψηλό λα μπεμόλ που έρχεται με τον τρόπο που ήθελα πραγματικά να έρθει αυτή η ευλογημένη νότα σε αυτόν τον καταραμένο κόσμο. Και συμβαίνει! Και συμβαίνει δίπλα μου! Και λέω: είμαι τόσο τυχερός… Είμαι τόσο προνομιούχος. Και είναι πολύ περισσότερο από τον βιοπορισμό αυτό. Δεν ξέρω πόσοι έχουν την ευκαιρία, το δικαίωμα να το λένε αυτό το πράγμα. Εκ των πραγμάτων, σε πόσους η ζωή έχει δώσει το δικαίωμα να λένε κάτι τέτοιο σήμερα; Παρότι είμαι ένας άνθρωπος πολύ τεμπέλης και το παλεύω καθημερινά αυτό, κάνω μια δουλειά που μου επιτρέπει να είμαι δημιουργικός, να έχω ελευθερία, να αφήνομαι στις επίγειες απολαύσεις, να έχω μια οικογένεια, να έχω φίλους, να μην ανησυχώ πάρα πολύ. Είμαι τυχερός. Δυστυχώς δεν υπάρχει η συνταγή για αυτό το πράγμα. Και το λέω αυτό ακριβώς γιατί, όπως λες και εσύ, βιοπορίζομαι κάνοντας ότι κάνω. Και έρχεται η ερώτηση: Το αξίζεις εσύ; Το αξίζει ο διπλανός; Το αξίζει κάποιος άλλος; Ποιος ξέρει; Πολλές φορές εμάς τους μουσικούς μας καλούν κάπου που θεωρούμε ότι είμαστε underqualified να πάμε. Εγώ θα πάω εκεί να παίξω σε αυτό το πλαίσιο, γι αυτό τον κόσμο; Ποιος είμαι εγώ; Και μετά σκέφτεσαι και όλους τους άλλους οι οποίοι έκαναν τόσα πράγματα χωρίς να τα αξίζουν καθόλου. Την αναξιοκρατία, θέλω να πω, τη ζούμε καθημερινά με κάθε τρόπο. Τέλος πάντων, ας την αγκαλιάσουμε χωρίς να γίνουμε πραγματικά καιροσκόποι, χωρίς να φάμε τον διπλανό μας. Αλλά όταν κάτι ωραίο συμβαίνει, ας το απολαύσουμε χωρίς δόλο -και χωρίς ενοχή κυρίως.

Δεν θέλω να μου πεις για επόμενα σχέδια. Θέλω να μιλήσουμε όμως για ένα σχέδιο-όνειρο. Όλως ξαφνικώς σου δίνονται τα χρήματα, ο χώρος, να κάνεις πραγματικότητα ένα dream project. Ποιο είναι αυτό;

Σίγουρα δεν θα έχει καμία σχέση με τη μουσική! Θαυμάζω, ζηλεύω κιόλας πάρα πολύ, τους ανθρώπους που δεν έχουν ανάγκη από μια βάση, από μια εστία. Εγώ, δεν ξέρω αν είναι επειδή είμαι παιδί χωρισμένων γονιών ή επειδή μάλλον μετακινήθηκα περισσότερο από ότι άντεχα όταν ήμουν μικρός, έχω πολύ, πάρα πολύ μεγάλη ανάγκη από την αίσθηση του ότι έχω ένα σπίτι. Υπάρχει ένα όνειρο το οποίο βλέπω πάρα πολύ συχνά: ότι γυρίζω σπίτι από μια συναυλία και δεν ξέρω τι θα βρω. Δεν ξέρω αν το κλειδί μου θα ανοίγει την πόρτα. Δεν ξέρω ακριβώς πού είναι το σπίτι μου. Προσπαθώ να το βρω. Συνήθως είναι σούρουπο –ξέρεις, αυτή η παράξενη και επικίνδυνη ώρα. Δεν ξέρω αν θα μπω μέσα και ποιος θα μένει, αν θα μένει κάποιος άλλος, αν θα υπάρχουν ακόμα τα πράγματά μου. Ένα όνειρο άγχους. Αλλά ταξιδεύω αρκετά και χρειάζομαι να επιστρέφω. Θα ήθελα να μην το έχω αυτό. Θα ήθελα να μπορώ να πω ότι σήμερα φεύγω και έχω αρκετά λεφτά για να πάω δύο εβδομάδες στην άλλη άκρη του κόσμου, στο Νεπάλ, στην Ταϊλάνδη, στην Αλάσκα, οπουδήποτε. Δεν μπορώ να το κάνω. Ανησυχία, δεν ξέρω, ότι θα με πάρουν τηλέφωνο για κάτι πολύ σημαντικό και δεν θα το σηκώσω γιατί δεν θα είμαι εδώ; Ανησυχία ότι θα ξοδέψω λεφτά τα οποία θα χρειαστώ κάποια άλλη στιγμή; Ανησυχία ότι αφήνω το σπίτι μου και τι θα γίνει; Τώρα όπως ξέρεις έχω και το τέκνον! Και ενώ παλιά έφευγα για μια συναυλία και αδημονούσα, τώρα ανυπομονώ να επιστρέψω. Αισθάνομαι ότι μέρα που δεν βλέπω το χαμόγελό του είναι μια μέρα κάπως χαμένη για μένα. Δύσκολο πράγμα να είσαι γονέας. Σκεφτόμουν αυτή τη στιγμή μια παράφραση του Καψάλη: Και τώρα, στα 50, παραδόξως, δοκίμασα και το δικό μου όξος! Κάπως έτσι είναι αυτό: ένας πολύ βαθύς έρωτας και μια πάλη συγχρόνως, και με τον ίδιο μας τον εαυτό. Το μεγάλο μου όνειρο θα ήταν να μπορώ να ανοίγω μια παρένθεση στη ζωή μου χωρίς καμία ανησυχία και να φεύγω. Να δω τα πράγματα. Να ταξιδέψω, όχι όπως τώρα που ταξιδεύω όπως η αεροσυνοδός για να κάνω μια δουλειά και δεν προλαβαίνω. Πάω, ξεκουράζομαι, κάνω πρόβα, κάνω συναυλία. Την επόμενη μέρα είμαι πίσω. Να ταξιδέψω και να δω τον κόσμο με -πώς να το πω;- με παρθένα μάτια, χωρίς προσδοκίες, χωρίς αξιώσεις, με μια πολύ γνήσια περιέργεια του να ανακαλύπτεις κάτι που σου είναι άγνωστο. Αυτό φοβάμαι ότι το έχω ως ένα βαθμό απολέσει, και θα ήταν ένα πολύ μεγάλο όνειρο για μένα.

Τουλάχιστον στα δικά μου τα μάτια, για τον άνθρωπο η λέξη ανησυχία είναι πολύ κεντρική. Ισχύει το ίδιο και για την τέχνη; Γιατί γυρίζουμε σε αυτήν με διάφορους τρόπους.

Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν πολλοί σπουδαίοι καλλιτέχνες που δεν ανησυχούν για τίποτα, από τα πιο ευτελή μέχρι τα πιο ουσιαστικά. Φαντάζομαι όμως ότι αν δεν σε τρώει κάποιου είδους σαράκι, δεν αποφασίζεις να κάνεις αυτή τη δουλειά. Θαυμάζω πάρα πολύ τους ανθρώπους που, παρότι γερνάνε, δεν σταματάνε ποτέ να ψάχνουν και να εκτίθενται. Είχα τις προάλλες την κουβέντα του Jordi Savall. Πόσο υπέροχος! Και ίσως αυτό που τον κρατάει νέο -στα μάτια μας τουλάχιστον- να είναι ακριβώς η ανησυχία ότι δεν τα έχει κάνει όλα, ότι ο κύκλος δεν έχει κλείσει. Καμιά φορά σκέφτομαι -με κάποιον το συζητούσα μάλιστα χτες- ότι από μια ηλικία και μετά, κανείς πρέπει, όπως ο Ροσίνι, να τρώει καλά, να πίνει καλά… Μετά λες: αν δεν κατέβω εγώ να διαμαρτυρηθώ, αν δεν ασχοληθώ εγώ με τον άνθρωπο ο οποίος έχει πέσει εκεί στη γωνία, αν δεν δώσω εγώ λίγο φαΐ στην οικογένεια που είναι ξυπόλητη στο δρόμο, αν δεν κάνω, τέλος πάντων, το ελάχιστο -δεν σου λέω το πολύ, το ελάχιστο έστω, το συμβολικό- ποιος θα το κάνει; Υπάρχει η νέα γενιά, και ευτυχώς που υπάρχει. Και εμείς, νέα γενιά ήμασταν κάποτε. Αλλά δεν μου αρέσει η ιδέα ότι απουσιάζω. Και χωρίς μια ελάχιστη ανησυχία, να είσαι πολύ παρών μάλλον δύσκολο. Η ανησυχία είναι μια κινητήριος δύναμη. Έχει χαθεί μέρος της ελπίδας που μας τροφοδοτούσε όλα αυτά τα χρόνια. Οπότε, αν μη τι άλλο η ανησυχία είναι ένα καλό υποκατάστατο.

 

Τα «Τραγούδια για τους σκοτεινούς καιρούς» θα παρουσιαστούν στις 5 και 6 Απριλίου στις 20.30 στο θέατρο Ολύμπια (Ακαδημίας 59). Αρχική σύλληψη / μουσική διεύθυνση: Μάρκελλος Χρυσικόπουλος. Διασκευές / ενορχηστρώσεις: Πάνος Ηλιόπουλος. Σκηνοθεσία / εικαστική επιμέλεια / σχεδιασμός φωτισμού: Στέφανος Δρουσιώτης. Ερμηνεύει η Αφροδίτη Πατουλίδου, υψίφωνος. Με το ERGON ENSEMBLE: Κώστας Τζέκος κλαρινέτο, Δημήτρης Ντακοβάνος φαγκότο, Ανδρέαςολάνδος Θεοδώρου τρομπόνι, Πάνος Ηλιόπουλος  πιάνο / live electronics, Κωνσταντίνος Παναγιωτίδης βιολί, Δήμητρα Τριανταφύλλου βιολί, Κρυσταλλία  Γαϊτάνου βιόλα, Δημήτρης Τραυλός τσέλο, Νίκος Τσουκαλάς κοντραμπάσο. Περισσότερες πληροφορίες και εισιτήρια: ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ | TicketPlus