Φωτογραφίες: Άρης Λυχναράς
Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά από το βίαιο θάνατό του, παραμένει ένας καλλιτέχνης μοναδικός, αμφιλεγόμενος, φλεγόμενος. Από όλες τις απόπειρες προσέγγισης του έργου και της προσωπικότητάς του, ίσως η ποιητική να είναι η πλέον ενδεδειγμένη. Η Λουκία Μιχαλοπούλου, ηθοποιός χωρίς περαιτέρω ανάγκη συστάσεων, κι ο Ανδρέας Μαντάς, ηθοποιός, σκηνοθέτης, ποιητής και ένθερμος, πεπαιδευμένος και φανατικός ακροατής μουσικής, ετοιμάζουν μια παράσταση γι αυτόν, υπό τον τίτλο «Όστια- αυτό είναι το Σώμα μου» σε ένα μέρος πασίγνωστο, μυθικό και απροσδόκητο: το Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, το ταυτισμένο με τον Κάρολο Κουν. Για τη Λουκία Μιχαλοπούλου είναι κάτι ακόμα: ο χώρος όπου μυήθηκε στην υποκριτική με δάσκαλο το Δημήτρη Οικονόμου, και όπου, στις διπλωματικές της εξετάσεις, συναντήθηκε με τον Λευτέρη Βογιατζή.
Ο Ανδρέας και η Λουκία είχαν τη γενναιοδωρία να μου ανοίξουν την πρόβα τους και να μου μιλήσουν ανοιχτά για το εγχείρημά τους, χωρίς απλουστεύσεις και διαφημιστικές κορώνες: απλά και με ευθύτητα. Ευγνώμων…
Από αυτά που άκουσα από πλευράς κειμένου, είναι μια ποιητική προσέγγιση στον Παζολίνι. Θα τολμούσα να πω, όπως το Farmer in the city του Scott Walker.
Α.Μ. Εντελώς Farmer in the city! Από πού να ξεκινήσω; Όταν ξεκινάς και γράφεις και έχεις ένα χάρτη ο οποίος απλώνεται μπροστά σου, δεν ξέρεις από πού να πιαστείς, από πού να καταπιαστείς. Και η αλήθεια είναι ότι το σημείο, η Αίτνα μου, είναι πάντα η απώλεια. Είναι ο πομπός αυτός ο οποίος από μακριά, συνέχεια, σαν φάρος, μου δείχνει δεν ξέρω ποιον δρόμο. Λέει: Ξέρεις κάτι φίλε μου; Εδώ είμαι. Δες με, πάτα με, κάνε μου ό,τι θέλεις, μα με αυτό πρέπει να ασχοληθείς. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελα να κάνω κάτι με τον Παζολίνι. Ασυνείδητα μου ερχόταν στο μυαλό από τα ταξίδια που είχα κάνει στην Βόρεια Ευρώπη. Κάποια στιγμή κάπου στο Λουγκάνο ήθελα να πεθάνω, και σκεφτόμουν το «Θεώρημα» του Παζολίνι με την έννοια του επισκέπτη. Οπότε ο πομπός, ο φάρος, η απώλεια και η έννοια αυτή του επισκέπτη στο «Θεώρημα» και γενικά η έννοια του επισκέπτη ως ποιητική έκφανση -θάνατος, ζωή- με έφερε σε ένα άλλο νήμα που κατέληξε στην Όστια. Πάνω στο αίμα του Παζολίνι, εκεί που πέθανε, που άφησε την τελευταία του πνοή, που τον σκοτώσανε, βρέθηκε μια χελώνα. Και δεν είναι «Οι Μεταμορφώσεις της Χελώνας» του Μπόρχες! Αλλά τώρα το πώς ξεκινάνε όλα αυτά και δένουν και καταλήγουν στη χελώνα με. Ξέρεις. Η οποία είναι και από μόνη της ένα πνευματικό ζώο. Και λες: αυτό το ζώο θα μπορούσε να είναι 40-50 χρονών, δηλαδή ίσως να υπήρχε ακριβώς την ημέρα που σκοτώθηκε ο Παζολίνι. Μιλώντας με έναν φίλο μου, είπα: Πάμε να κάνουμε αυτή την παράσταση. Δεν ήξερα κι εγώ ότι από πού να πιαστώ. Να πάρουμε τις γυναίκες του; Να πάρουμε αυτές τις ηρωίδες; Να πάρουμε αυτές τις φιγούρες; Να κάνω μια μίξη από το κινηματογραφικό του έργο; Να πάρω διάφορα τσιτάτα; Να κάνω μια συρραφή από ποιήματά του, από δοκίμια, από συνεντεύξεις του; Να κάνω μια πολύ παράξενη multi-media παράσταση; Και τελικά, Γιώργο, κατέφυγα στην ποίηση -που για μένα είναι το άλφα και το ωμέγα- και λέω: πάμε να κάνουμε μια παράσταση που να μην έχει τίποτα, να μην έχει βίντεο, να είναι εντελώς γυμνή, να είναι χειροποίητη. Σαν τις πρώτες του ταινίες. Ο Μπερτολούτσι, που αν και πιο μικρός ήταν πιο έμπειρος και ήταν βοηθός του στο «Ακατόνε», λέει: «Ξαφνικά έβλεπα τον Παζολίνι που είχε την κάμερα στο χέρι. Κι είναι ασύλληπτο: ο τύπος δεν ήξερε καν πώς να την χειριστεί! Παρόλα αυτά ο τρόπος του, σαν παιδί που έπαιζε με το παιχνίδι του… ήταν σαν να έβλεπα την δημιουργία του σινεμά. Σαν να έβλεπα τον Αϊζενστάιν να δουλεύει». Και κάπως έτσι ξεκίνησε όλο αυτό. Σαν την Εμίλια από το «Θεώρημα», σαν να θάφτηκα κι εγώ μέσα στο χώμα, σε μια καταβύθιση. Και μέσα σ’ όλα αυτά, τις απώλειες, τα ταξίδια, κυριολεκτικά και μεταφορικά, δημιουργήθηκε αυτό το έργο που είναι βασισμένο στις πέντε ηρωίδες του. Αλλά ουσιαστικά, μαζί με τη δικιά μου αυτό-βιολογία, πηγαίνουμε παρέα με τον Παζολίνι.
Ποιες πέντε;
Α.Μ. Η Μαρία από το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο», η Μάμα Ρόμα, η Ιοκάστη, η Εμίλια, υπηρέτρια από το «Θεώρημα», η οποία δίνει τη σκυτάλη στη Μήδεια. Τις είπα με τη σειρά, όπως είναι γραμμένες στο έργο.
Λουκία, όταν άκουγες Παζολίνι, τι σου ερχόταν στο μυαλό; Ποια ήταν η πρώτη ανάμνηση, η πρώτη σύνδεση;
Λ.Μ. Ο δρόμος και η διαδρομή, πολύ αυθόρμητα. Κάτι που περνάει από το ένα μέρος στο άλλο. Και το έξω, πολύ. Και η Ιταλία επίσης. Αυτή η πολύ παράξενη χώρα που τιμά τους τόπους της, τα μέρη της, και όπου το κάθε μέρος έχει μια δική του ταυτότητα και ιστορία ακόμα και τώρα. Ο χάρτης της Ιταλίας. Θα προσπαθήσουμε να φτιαχτεί μια κατασκευή που με έναν τρόπο να μοιάζει με τον χάρτη της Ιταλίας και με τον χάρτη του Παζολίνι, τη σχέση του με τα μέρη που σηματοδοτεί κάθε επιρροή του. Ο χάρτης. Αυτό.
Ο Παζολίνι είναι ένα πρόσωπο εξαιρετικά πολιτικό, και στη ματιά του προς τις γυναίκες και στη ματιά του προς τον κόσμο και σε κάθε τι το οποίο άρθρωσε. Πώς αυτό το στοιχείο επιβιώνει μέσα σε ένα ποιητικό κείμενο;
Α.Μ. Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση αυτή Γιώργο. Και η αλήθεια είναι πως μπορεί να επιβιώσει μόνο με λοξή ματιά. Είναι εντελώς πολύ περίεργα. Δομημένος και ο λόγος; Δηλαδή να σου πω την αλήθεια, γράφω ποίηση σε πεζό λόγο. Θα σου πω μια βαθιά επιρροή μου νομίζω, που είναι ριζωμένη μέσα στο DNA μου. είναι κάποια από τα πρώτα ποιήματα του Γιώργου Χρονά, «Οι Λάμπες». Κι αυτός επίσης είναι ένα πρόσωπο της μεταπολίτευσης που έχει επηρεαστεί βαθύτατα από τον Παζολίνι. Ο οποίος περνάει τον πολιτικό του λόγο, ακόμα και στα πρώτα του αυτά ποιήματα, εντελώς από την άκρη. Και στην παράσταση και στο κείμενο, η διαδρομή αυτή έχει να κάνει με τις άκρες, και όλα συναντιούνται στο τέλος στην Αίτνα, στην ηφαιστειογενή ζώνη. Με ταλαιπώρησε πολύ το πολιτικό στοιχείο. Ξαναμπήκα στη διαδικασία να διαβάσω Γκράμσι, Μαρκούζε, όλες τις επιρροές του, να δω τα μέρη, να δω πώς θα επικοινωνήσω με αυτό το έργο, το οποίο χτυπάει μέσα μου, στην ψυχή μου και σε όλα αυτά που πρεσβεύει και ο ίδιος σαν άνθρωπος. Να βγάλω όλες αυτές τις ποιότητες, να βγάλω την αορτή του -και πώς θα την βάλω μέσα στην Αίτνα; Ωραία η Αίτνα, αλλά το γύρω-γύρω; Πού είναι αυτά τα σημεία που είναι πολύ κομβικά για τον Παζολίνι, δηλαδή Μαρξ, Φρόυντ, Ιησούς -το τρίγωνό του;
Ανέφερες τον Χρονά, ο οποίος -προφανώς το ξέρεις- είχε κάνει ολονυχτία για τον Παζολίνι τη βραδιά του θανάτου του.
Α.Μ. Βέβαια, είναι απίστευτο. Μιλάμε και για έναν άνθρωπο ο οποίος ήταν πολύ μπροστά. Στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Οδός Πανός, ο Τζο Νταλλεσάντρο στο εξώφυλλο! Σε μια περίοδος όπου δεν υπήρχε καν ίντερνετ. Δεν ξέρω κατά πόσο είχαν παιχτεί αυτές οι ταινίες πέρα από το Στούντιο του Καψάσκη. Όπως και το «Σαλό» δεν ξέρω καν αν παίχτηκε στην Ελλάδα.
Εν μέσω πολλών περιπετειών, νομίζω επίσης στο Στούντιο.
Α.Μ. Ναι, το «Μάμα Ρόμα» και τα πρώτα του είχαν παιχτεί, ίσως και η «Μήδεια» λόγω Κάλλας. Θυμάμαι τον παππού μου να μου λέει για το «Μάμα Ρόμα» που είχε περάσει στην Ελλάδα λίγο πιο νεορεαλιστικά, σαν να βλέπανε «Οικογένεια Χωραφά»! οι οποίοι είχανε πάει να δούνε. Θυμάμαι πως μου έλεγε πως πήγαν να δουν την ταινία νομίζοντας ότι θα δούνε τσόντα, επειδή η ηρωίδα είναι πόρνη της εποχής! Επειδή η ταινία ήταν αμφιλεγόμενη, περίμεναν πως θα δουν κάτι εξτρίμ! Αλλά ο Παζολίνι είναι εντελώς εξτρίμ στα λόγια του. Δεν είναι στις εικόνες του. Γιατί όσα λέει τα εννοεί. Και στη ματιά του κυρίως. Έτσι και η σκληρότητα του, είναι στην καλυμμένη αντίφαση. Τελειώνει η ταινία και λες: τώρα τι είδα; Τι είναι αυτό; Δεν σου συμβαίνει εκείνη τη στιγμή: Σου συμβαίνει μετά. Είναι αυτό το μετά. Αυτό συμβαίνει και στην ποίησή του -για μένα είναι ποιητής.
Μια φορά κι έναν καιρό ο Πέλος Κατσέλης στο πρώτο έτος της σχολής απαγόρευε τα θεατρικά κείμενα εντελώς, και προσπαθούσε να μάθει τους ηθοποιούς να διαβάζουν μόνο ποίηση, για να τους βγάλει από τη γραμμική σχέση με το λόγο. Εσύ τον ποιητικό λόγο πώς τον διαχειρίζεσαι;
Λ.Μ. Θα σου απαντήσω κάπως πλάγια. Πιστεύω πάντα ότι μια έρευνα, μια δουλειά, μια συνεργασία, μια εμπειρία, δίνει τη σκυτάλη σε κάτι άλλο -έτσι δουλεύω εγώ τουλάχιστον. Αυτό που ξεκίνησε με τη συγκλονιστική εμπειρία που είχα με αυτόν τον τεράστιο καλλιτέχνη, τον Μπομπ Γουίλσον, με έβαλε σε έναν κόσμο ανεξάρτητο από την παράσταση. Αυτό που θα έλεγε κανείς φόρμα, αυτό στο οποίο πρέπει να είσαι τόσο πολύ μέσα που να μη χρειάζεται να παίζεις ότι είσαι μέσα σε κάτι. Αυτό το ότι πια δεν λέμε ότι παίζω κάποιο ρόλο, αλλά είμαι τόσο πολύ φορέας ενός κειμένου, μιας συνθήκης, που εν τέλει είμαι ο ρόλος, είμαι το κείμενο. Δεν έχω να παίξω ένα ρόλο, δεν έχω να προσποιηθώ, να μπω σε κάτι. Αλλά είμαι τόσο πολύ μέσα σε αυτό, που στην πραγματικότητα είμαι ένα φορτηγό που μεταφέρει κάτι, άρα κουβαλάω και αυτό το οποίο είναι. Σε αυτό μας έβαζε ο Ουίλσον. Εδώ λοιπόν είναι μια πολύ ωραία άσκηση για μένα, αφού υποτίθεται ότι περνάω από πέντε ηρωίδες, από πέντε περιοχές, από πέντε βασικές, από πέντε ανθρώπους, από πέντε ιδιοσυγκρασίες, από πέντε φαντάσματα, από πέντε νοοτροπίες, από πέντε μάνες: να ασκηθώ πολύ, και να δω φιλτραρισμένο σε μια ενδεχομένως όχι τόσο ακραία φόρμα, τι μου άφησε η προηγούμενη εμπειρία και πώς μπορώ να το διαχειριστώ σε σχέση με το λόγο αυτό. Ενδεχομένως να είναι πιο εύκολο από το να έχεις να αντιμετωπίσεις ένα εντελώς ρεαλιστικό κείμενο σε σχέση με το πώς προσπαθώ να το χειριστώ υποκριτικά. Το 70% της δουλειάς μου γίνεται όταν μαθαίνω ένα κείμενο. Αν δεν καταλάβω βαθιά, πολύ βαθιά, και δεν δω τις συνδέσεις ενός κειμένου, δεν μπορώ να το μάθω –ούτε καν να αποστηθίσω δύο γραμμές. Έχω πρόβλημα. Όμως η διαδικασία του να μάθω ένα κείμενο -ειδικά όταν δεν είναι ένα κείμενο ρεαλιστικό- να βρω τις συνδέσεις και τις διαδρομές τις δικές μου -γιατί πολλές φορές έλεγα του Ανδρέα «βλέπω ότι από εδώ πηγαίνει εκεί» κι αυτό δεν είχε καμία σχέση με αυτό που έγραψε ή σκέφτηκε ο Αντρέας -αυτό είναι το 70% της δουλειάς. Τα νήματα που συνδέουν τη μία σκέψη με την άλλη είναι εντελώς ρεαλιστικά, δεν υπάρχει τίποτα στον αέρα. Ακόμα κι αν το αποτέλεσμα μοιάζει να είναι στον αέρα -σαν έκφραση, φόρμα ή να έχει παράξενους τόνους και αντιθετικούς ρυθμούς- το μέσα έχει ρεαλιστικές βάσεις. Όσο πιο –ας πούμε- ποιητικό είναι ένα κείμενο, τόσο πρέπει μέσα μου να έχω νήματα πατημένα στο έδαφος. Μόνο έτσι μπορώ να αντιμετωπίσω. Και το ανάποδο. Όταν ένα κείμενο είναι τρομερά ρεαλιστικό, πρέπει να επινοήσω και να δω τα ανοίγματα που έχει. Έτσι μαθαίνω τα λόγια: είναι για μένα ο μεγαλύτερος Γολγοθάς, αλλά και το πιο ουσιαστικό κομμάτι της δουλειάς μου σε ένα κείμενο. Γιατί πρέπει να το καταλάβω εγώ, κι αυτό δεν έχει καμία σχέση ούτε με θεωρητικές αναλύσεις, ούτε με το όραμα ενός σκηνοθέτη, ούτε με τίποτα: έχει να κάνει καθαρά με εμένα, την ψυχή μου, τα βιώματά μου, το μυαλό μου.
Ο Γουίλσον μου έλεγε ότι εφόσον το θέατρο είναι κάτι τεχνητό, όπως και να το κάνουμε, όσο πιο πολύ φυσικός προσπαθείς να είσαι και όσο πιο πολύ προς το νατουραλισμό πηγαίνεις, τόσο πιο ψεύτικος φαίνεσαι.
Λ.Μ. Είμαι πολύ επηρεασμένη από όλο αυτό -και πολύ μετακινημένη ως προς αυτό-γιατί είμαι μια ηθοποιός που δούλευε πιο ρεαλιστικά έργα. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι στο υπόγειο, που είναι ένας χώρος πολύ μικρός και ζεστός, θα είχα την ανάγκη να βρω ένα τρόπο ώστε ο ήχος μου να είναι λίγο πάνω από το έδαφος. Ούτε φανταζόμουν -γιατί πάντα σκεφτόμουν να είμαι καλή, να είμαι σωστή- ότι θα έχει τόση σημασία ο ήχος να είναι παρτενέρ μου. Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχα αντιμετωπίσει τον ήχο σαν παρτενέρ μου. Το ότι ξαφνικά εδώ μας ήρθε η ανάγκη να δούμε τι γίνεται γιατί παίζει πάρα πολύ για μένα το ηχητικό πλαίσιο που έχει φτιάξει ο Αντρέας, το οποίο το βρίσκω ιδιοφυές σε σχέση με το κείμενο, γιατί όλα πάνε μαζί, δεν μπορώ εγώ να το αγνοήσω και δεν μπορώ και εγώ να είμαι μέρος αυτού. Γι αυτό είχα και την ανάγκη και ψάχναμε τρόπους να δούμε πώς αυτό θα μετακινηθεί ηχητικά. Όπως και το πόση σημασία μπορεί να έχει το ρούχο και η λειτουργία του. Δεν είχα μπει στη διαδικασία να καταλάβω πόσο ισχυρά και σημαντικά είναι. Δεν γίνεται, ειδικά όταν στο ελληνικό θέατρο –αυτό ξέρω- δεν συμβαίνει αυτό. Συνήθως με τα φώτα, τον ήχο, τα κοστούμια, ασχολούνται την τελευταία εβδομάδα -και δεν ασχολούνται καν. Προφανώς η δική μας δεν είναι η παραγωγή του Μπομπ Γουίλσον, αλλά ο πυρήνας και ο τρόπος αντιμετώπισης είναι ο ίδιος. Δεν έχει γίνει κάτι ερήμην του ήχου. Όλες οι πρόβες είναι μαζί με τον ήχο ή με το φως ή με το ρούχο. Ακόμα και αν δεν το έχω, θα βρω κάτι που να είναι κοντά σε αυτό για να μπορώ να το δουλέψω. Έχει μεγάλη σημασία αυτό.
Αυτό που μου λες για τον ήχο: ξέροντας τις σχέσεις του Ανδρέα με τη μουσική και με τους μουσικούς, μού φαίνεται εντελώς λογικό να έχει δουλέψει έτσι. Ποια ήταν εδώ η μουσική γραμμή της αφήγησης;
Α.Μ. Πέρασα από πάρα πολλά στάδια. Από ό, τι πιο αβανγκάρντ και περίεργο υπάρχει στον κόσμο, μέχρι εντελώς κλασικά. Το μυαλό μου ανοίγει σαν μανιτάρι -πάντα έτσι κάνω. Προσπαθώ να κάνω μια μίξη όσο το δυνατόν πιο παράξενη και να δω τι θα βγει. Κατέληξα, Γιώργο, πέρα από 2-3 σημεία, σε εντελώς φυσικούς ήχους: στο βάλτο, σε βατράχια… Ανακάλυψα ένα καινούργιο κόσμο. Ίσως αυτό με οδηγήσει και στις επόμενες παραγωγές. Να πάω σε μια αιώρηση. Θα σου πω τι εννοώ με αυτό. Ανακάλυψα κάποιες συλλογές του BBC που είχαν βγει από τα μέσα της δεκαετίας του 60 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 70. Λέγονται The BBC wildlife. Είναι διάφοροι δίσκοι με ήχους από ζώα. Ο χιμπατζής της Νοτίου Αφρικής ή οι βάτραχοι της Νοτίου Αμερικής ή του Τέξας, που είναι διαφορετικοί από τους βατράχους της Ινδιανάπολης. Εκεί βασίστηκα. Μετά πήγα σε απλούς ήχους καμπάνας του χωριού -πειραγμένους βέβαια. Και είναι μια μίξη πολύ παράξενη και πολύ λιτή ώστε να βγει αυτό το μπαρόκ, που για μένα δεν είναι βαρύ. Θέλω να το αντιστρέψω με τα φώτα αυτό που συμβαίνει. Να είναι εντελώς διαφορετικό φωτιστικά. Όντως γίνεται αυτό το πράγμα στην Αίτνα. Αλλά πιστεύω στον ήλιο. Δεν είναι τυχαίο που πολλές φορές και ο Παζολίνι καταφεύγει στον ήλιο: είναι ένας τιμωρός, είναι η ζωή, είναι τα πάντα. Δεν ξέρεις από πού θα σε χτυπήσει ξαφνικά ο ήλιος -η ζωή δηλαδή.
Πάντως η χρήση της λέξης μπαρόκ που μόλις έκανες, μου φαίνεται πολύ λογική για τον Παζολίνι, χωρίς να μπορώ να το εξηγήσω.
Ναι, κι εμένα! Απλώς είναι κάποιες λέξεις που τις χρησιμοποιούμε ξαφνικά για οτιδήποτε. Εδώ είναι μπαρόκ με κεφαλαία. Πιο μπαρόκ πεθαίνεις! Από την πρώτη του ταινία μέχρι την τελευταία του, από το πρώτο του ποίημα μέχρι και το τελευταίο, κι όλες του οι δηλώσεις, είναι μπαρόκ. Όπως είναι και μπήτνικ. Ουσιαστικά για μένα ο Παζολίνι είναι ο απόλυτος Ευρωπαίος μπήτνικ.
Έχει γούστο το πώς διστάζουμε πια να χρησιμοποιήσουμε κάποιους όρους, οι οποίοι έχουν τόσο κακοποιηθεί, αλλά και παγιωθεί ως μια χαλκομανία.
Α.Μ. Εντελώς! Να σου δώσω ένα παράδειγμα: αυτά που λέμε guilty pleasures. Γιατί να είναι guilty pleasure, ας πούμε, το Still got the blues του Gary Moore; Και σκέφτομαι πώς έχει χρησιμοποιηθεί το Epitaph των King Crimson, ως ένα σλόου –συγγνώμη, ως μπλουζ! Και ξεχνάμε πόσο σπουδαίο άλμπουμ είναι το In the Court of The Crimson King, από τα κορυφαία όλων των εποχών.
Νομίζω ότι οι King Crimson είναι το καλύτερο live που έχω δει σε ολόκληρη τη ζωή μου.
Α.Μ. Εννοείται, είμαι σίγουρος. Ο τρόπος που έχει γραφτεί, οι στίχοι του Peter Sinfield… Αλλά πρέπει να το αποβάλλουμε αυτό, να το διαχωρίσουμε. Ο καθένας μπορεί να νιώσει κάτι με αυτό το τραγούδι, μπορεί να χορέψει μπλουζ με την κοπέλα του. Κι από την άλλη, κι εγώ μπορώ να το ακούσω στο δωμάτιό μου με ένα κεράκι και να φανταστώ ένα εκατομμύριο πράγματα. Από τη γιαγιά μου, μέχρι τη ζωή στο χωριό, μέχρι ένα ταξίδι αστρικό.
Λουκία, έχεις κάνει τόσα πολλά που δεν έχει νόημα να τα απαριθμήσουμε. Όμως πάντα επιστρέφω στην πρώτη μου γνωριμία μαζί σου, που ήταν σε παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή. Γιατί μιλάμε ακόμα για το Λευτέρη; Τι σου έχει μείνει από εκείνη την –συνεργασία ή μαθητεία;
Λ.Μ. Μαθητεία, εννοείται. Όλα εγώ τα αντιμετωπίζω έτσι, σαν μαθητεία. Όλα. Είτε συνεργάζομαι με μεγαλύτερους και πολύ σπουδαίους, είτε με συνομηλίκους μου. Όλα είναι μαθητεία. Ο Λευτέρης Βογιατζής ήταν σκηνοθέτης. Εννοώ πως έφτιαχνε έναν κόσμο ολοκληρωμένο και έβαζε τους ηθοποιούς, όλους, μέσα σε αυτόν τον κόσμο. Έφτιαχνε ένα σύμπαν. Για μένα κάτι τέτοιο είναι ο σκηνοθέτης. Αλλά πιο βαθιά, αν με ρωτάς, το πάθος του με το αντικείμενό του. Τρομερό! Αυτό για μένα είναι πολύ εμπνευστικό όταν το βλέπω στους ανθρώπους. Αυτό που λέμε: δίνομαι ολοκληρωτικά σε κάτι. Ο Λευτέρης Βογιατζής ήταν μια τέτοια περίπτωση. Αυτό βέβαια έχει και τα αρνητικά του, μπορεί να φτάσει στην αυτοκαταστροφή -δεν ξέρεις που μπορεί να φτάσει. Αλλά είχε τέτοια σχέση με το αντικείμενο. Είμαστε στο θέατρο όπου έδωσα διπλωματικές εξετάσεις. Και κάπου εδώ, θυμάμαι, (δείχνει) καθόταν ο Λευτέρης. Το μόνο που με ενδιέφερε στις διπλωματικές ήταν να έρθει ο Λευτέρης Βογιατζής. Και ήθελα να κάνω τη Γουίνι -είχα θέμα μαζί της! Με τον Δημήτρη Οικονόμου, τον Δάσκαλό μου, κάναμε τα πάντα να έρθει ο Λευτέρης, ο οποίος είχε σπάσει το πόδι του και δεν ήταν εύκολο, έπρεπε να κάτσει σε κάποια θέση που να μπει εύκολα. Αυτός ο χώρος κουβαλάει μια ιστορία. Το θέμα είναι πώς τη διαχειρίζεσαι μέσα σου. Για μένα αυτός ο χώρος, ξέρεις, είναι αυτό που είναι.
Τελευταία ερώτηση: Πού θα ήθελες να φτάσει αυτή η δουλειά πάνω στον Παζολίνι;
Α.Μ. Αχ! Πού θα ήθελα να φτάσει! Πω-πω, τι μου λες τώρα! Ας φτάσει εδώ, στην πρώτη σειρά, στην καρδιά του πρώτου θεατή, και μετά βλέπουμε. Τι να σου πω;