Η Λενιώ Κακλέα αποδεικνύει εμπράκτως ότι η τέχνη της αποτελεί εργαλείο σκέψης και αναθεωρήσης των δεδομένων που αφορούν τόσο την καλλιτεχνική πρακτική όσο και την καθημερινή ζωή. Στο τελευταίο της έργο, Πρακτική εγκυκλοπαίδεια, το οποίο τοποθετείται στο μεταίχμιο της κοινωνικής ανθρωπολογίας και της χορογραφικής επεξεργασίας των «κατασκευασμένων» πρακτικών του σώματος, η Κακλέα χρησιμοποιεί την «τεχνική» του πορτραίτου για να προσεγγίσει και να αναδείξει πως και το ίδιο το σώμα λειτουργεί ως αρχείο. Συνήθειες που συσσωρεύονται, πληροφορίες που αποθηκεύει καθημερινά, ασύνειδες διαδικασίες που δομούν την ταυτότητα σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο ή αντίστροφα, ο τρόπος που η κοινωνία οριοθετεί το σώμα και τις λειτουργίες του συνιστούν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος αυτής της έρευνας, στοιχεία της οποίας μας αναλύει σ’ αυτή τη συνέντευξη.

Η πιο πρόσφατη δουλειά σου, Πρακτική Εγκυκλοπαίδεια, αποσπάσματα της οποίας παρουσιάστηκαν πριν από λίγες μέρες στην Αθήνα, στην γκαλερί Radio Athènes, εμπεριέχει στοιχεία ανθρωπολογικής έρευνας αλλά και πιθανώς την πρόθεση δημιουργίας ενός αρχείου γύρω από τις ανθρώπινες πρακτικές –αν θεωρήσουμε πως ένα τέτοιο αρχείο μπορεί να είναι και η εγκυκλοπαίδεια. Πώς προέκυψε η ιδέα αυτή; H ιδέα της Πρακτικής εγκυκλοπαίδειας προέκυψε μετά από χρόνια παρατήρησης των κοινωνικών μετασχηματισμών που βιώνουμε ―ταχύτατοι και ριζοσπαστικοί τις περισσότερες φορές― και πώς αυτοί οι μετασχηματισμοί καθρεφτίζονται στη σφαίρα του προσωπικού. Αρχικά με ενδιέφερε η έννοια της πρακτικής επειδή μου επέτρεπε να επικεντρωθώ στην ανθρώπινη πράξη έξω από τη διχοτομία εργασία / ελεύθερος χρόνος. Η λέξη πρακτική χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει δράσεις, συνήθειες ή διαδικασίες που θα τοποθετούσαμε στην διακλάδωση μεταξύ τεχνικών του σώματος και τρόπων ύπαρξης που συνθέτουν μια ταυτότητα (techniques de soi, modes de vie, cheminements identitaires).Θέλησα λοιπόν να δημιουργήσω ένα χορογραφικό έργο που να καταγράφει τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς της ευρωπαϊκής περιφέρειας και να προτείνει ένα σύνθετο πορτραίτο της Ευρώπης μέσα από τις πρακτικές των ανθρώπων που την κατοικούν ή τη διασχίζουν.Ξεκίνησα από το φτωχότερο προάστιο της Γαλλίας, 6 χλμ από το σπίτι μου στο Παρίσι, το Aubervilliers. Όπως διαφαίνεται στο βιβλίο και τα χορευτικά αποσπάσματα που παρουσίασα στη γκαλερί Radio Athènes, δεν με ενδιαφέρει απλώς η δημιουργία ενός καταλόγου κινήσεων ή σωματικών ασκήσεων, αλλά η εξιχνίαση του κοινωνικοπολιτικού πλαισίου μέσα στο οποίο οι συγκεκριμένες πρακτικές εμφανίζονται και εξασκούνται. Με ενδιαφέρει να αποτυπώσω πώς επενδύονται από τους/τις συνεντευξιαζόμενους/ες, πώς οι πρακτικές μας είναι ένα πεδίο μέσα στο οποίο ανακαλύπτουμε και καλλιεργούμε την ταυτότητά μας, αναπτύσσουμε τη σχέση με το σώμα μας, εξασκούμε ή αποτυγχάνουμε να βρούμε την ελευθερία μας.

Θες να μας πεις αναλυτικότερα για τη θεματική του βιβλίου; Πιο συγκεκριμένα, το βιβλίο είναι αποτέλεσμα των 300 συνεντεύξεων που έκανα στο συγκεκριμένο Παρισινό προάστιο και της συγγραφικής επεξεργασίας τους: μεταγραφή, μοντάζ, δραματουργία του βιβλίου. Προσφέρεται στους αναγνώστες σαν ένα πρακτικό εγχειρίδιο που τους επιτρέπει να έρθουν σε επαφή με την ποικιλομορφία, την αυθεντικότητα, την κανονικότητα ή την επανάληπτικότητα των σωματικών και πνευματικών ασκήσεων που εξασκούνται στο Aubervilliers. Προτείνει στον/ην αναγνώστη/ρια να ανακαλύψει 176 πρακτικές, ομαδικές ή ατομικές, δημόσιες ή αόρατες, καθεμία τοποθετημένη στο βιβλίο την «αληθινή» ώρα που πραγματοποιείται από τον/την συνεντευξιαζόμενο/η σε μια κυκλική χρονική σύνθεση: πρώτα εμφανίζονται πορτραίτα πρακτικών που πραγματοποιούνται τα μεσάνυχτα ―club, dj-set―, προχωρούμε προς το ξημέρωμα ―μεταμεσονύχτιες βόλτες―, φτάνουμε νωρίς το πρωί ―πνευματικές ασκήσεις, διαλογισμός, πολύ πρωινές εργασίες―, ακολουθούν οι πρακτικές που πραγματοποιούνται μέσα στο πλαίσιο της εργασίας ή στον ελεύθερο χρόνο της αεργίας ― οργάνωση, ψώνια, αυνανισμός, φωτογραφία―, έπονται οι πρακτικές άθλησης ακτιβιστικής φύσης κι εθελοντικής προσφοράς και καταλήγουμε στις βραδινές πρακτικές― έρωτας, διάβασμα, έξοδος, αλκοόλ.

Πώς εφαρμόζεται αυτή η έρευνα στην χορογραφική διαδικασία; Το έργο Πρακτική εγκυκλοπαίδεια Επιλεγμένα πορτραίτα, που χορογράφησα και στο οποίο χορεύω η ίδια, προτείνει στους θεατές να παρακολουθήσουν την χορογραφική επεξεργασία 6 επιλεγμένων πορτραίτων, ακολουθώντας την ίδια λογική του κυκλικού οργανικού χρόνου: ξεκινώ με τις βραδινές πρακτικές για να περάσω σ’αυτές που εξασκούνται το πρωί κ.ο.κ. Εννοείται, ότι δεν με ενδιαφέρει η αναπαράσταση του περιεχομένου των συνεντεύξεων. Κάθε πρακτική έχει χορογραφηθεί με μια συγκεκριμένη λογική που φέρνει σε διάλογο ή αντίλογο τη γλώσσα και το κινητικό λεξιλόγιο της κάθε επιλεγμένης πρακτικής ― έτσι όπως περιγράφεται από τους/τις συνεντευξιαζόμενους/ες― με τα προσωπικά μου εργαλεία, τεχνικές, μνήμες και σώμα. To σόλο προτείνει λοιπόν μια προσωπική και προσωποποιημένη συλλογή διαφορετικών ταυτοτήτων και κινητικών γλωσσών. Προτείνει να παρακολουθήσουμε το πως πραγματεύομαι χορευτικά και «διασχίζω» πολλαπλές ταυτότητες, εκ των οποίων καμία δεν είναι «δική» μου.

Ομολογουμένως, στη δουλειά σου αυτή, δημιουργείται ένα πολύ παραγωγικό ζεύγος εννοιών: από τη μία η μελέτη του σώματος ως πολιτισμική κατασκευή, από την άλλη η συστηματοποίηση και οργάνωση της γνώσης ώστε να έχουμε τον έλεγχο αυτού που κατασκευάζουμε. Κάτι που πιστεύω ότι αποτυπώνεται και στην τέχνη του χορού· να εκπαιδεύσουμε το σώμα ώστε να αποκτήσει «συνήθειες», να αφομοιώσει πρακτικές, και έπειτα να παρατηρήσουμε τον τρόπο που τις μεταπλάθει-ανασκευάζει-καταργεί. Αυτό μας οδηγεί να σκεφτούμε και το είδος της γνώσης που μπορεί να παράγει το σώμα χορεύοντας. Τι πιστεύεις για τη γνώση που παράγει ο χορός σήμερα; Με ενδιέφερε να προκαλέσω τα όρια συγκεκριμένων τεχνικών ιδιοποίησης (appropriation) που χρησιμοποιούνται από το χορό, το θέατρο και την σύγχρονη τέχνη σήμερα, όπως την οικειοποίηση κινήσεων ή καταστάσεων που εκτίθενται στο youtube. Η χορευτική τέχνη δεν θα μπορέσει να αναθεωρήσει τον τρόπο που παράγει γνώση αν δεν θέσει ερωτήματα για το πώς η ίδια οικειοποιείται τη διαθέσιμη πληροφορία και αντιλαμβάνεται τον τρόπο αναπαραγωγής και κυκλοφορίας της. Με την Πρακτική εγκυκλοπαίδεια θέλησα να απομακρυνθώ από τέτοιες τεχνικές που προτείνουν να καταναλώσουμε το εξωτικό ―φολκλόρ, underground τεχνικές χορού, μαγικές τελετουργίες― ή το πολύ προσωπικό. Ταυτόχρονα θέλησα να αποτυπώσω τεχνολογίες επιβίωσης ανθρώπων που περιθωριοποιούνται όπως και τρόπους ζωής που ενδεχομένως να εξαφανίζονται. Έθεσα ως πεδίο έρευνας τον δημόσιο χώρο μέσα στον οποίο ζούμε και τη σχέση με τον οποίο σταδιακά εγκαταλείπουμε. Χρησιμοποίησα τη γραπτή συνέντευξη σαν εργαλείο ενδοσκόπησης για τους συνεντευξιαζόμενους ―και των δυο φύλων― οι περισσότεροι από τους οποίους συνειδητοποιούσαν για πρώτη φορά ότι είχαν «πρακτικές». Τέλος χρησιμοποίησα τη συζήτηση και την επαφή μέσα από το γραπτό λόγο σαν εργαλείο μετάδοσης αυτών των τεχνικών από το δικό τους στο δικό μου σώμα. Μερικές από τις πρακτικές που εμφανίζονται στην εγκυκλοπαίδεια λοιπόν δεν προϋπήρχαν, αλλά «δημιουργήθηκαν» στη συνάντησή μου με τους συνεντευξιαζόμενους.

Επιστρέφω στο συνδυασμό γνώσης και χορού-ως-γνώση. Σ’ ένα σύντομο δοκίμιό του για τον Διαφωτισμό, ο Φουκώ αναφέρει: «Σήμερα όταν ένα περιοδικό θέτει στους αναγνώστες του ένα ερώτημα, έχει σκοπό να συλλέξει απόψεις επί ενός θέματος για το οποίο ο καθένας έχει ήδη μια γνώμη· δεν υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μάθει κανείς κάτι καινούργιο. Κατά τον 18ο αιώνα, οι εκδότες προτιμούσαν να θέσουν στο κοινό ερωτήματα σχετικά με προβλήματα τα οποία δεν είχαν ακόμη επιλυθεί. Δεν ξέρω κατά πόσο αυτή η πρακτική ήταν περισσότερο αποτελεσματική· αναμφισβήτητα όμως παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον». Θεωρώ τον χορό ένα πεδίο γνώσης στο οποίο μπορούμε να θέτουμε πολύ ουσιαστικά ερωτήματα. Ωστόσο, είναι κι ένα πεδίο που εφάπτεται με τις πρόσκαιρες, μοδάτες τάσεις της βιομηχανίας του θεάματος. Μήπως η μανία για το «καινούργιο» είναι ένας νεωτερικός ψυχαναγκασμός; Οδοστρωτήρας διαφορετικότητας και μη κανονικότητας. Δεν χρειάζεται οξυμένη παρατηρητικότητα για να δούμε ότι σε μεγάλο βαθμό δεν κυκλοφορούν πολλές «καινούριες» παραστάσεις αλλά παρόμοια κανονικοποιημένες. Η γενιά μας βρίσκεται αντιμέτωπη όχι μόνο με την αδιάψευστη κυριαρχία της εμπορευματοποίησης, την θριαμβευτική επιστροφή του συντηρητισμού αλλά και με τις επιταγές μιας ναρκισσιστικής αγοράς που από τη μία απαιτεί μέγιστο κέρδος και από την άλλη αδυνατεί να επενδύσει με έντιμους όρους στην δημιουργία των «προϊόντων» που αργότερα θα διακινήσει.  Επιπλέον τα αποθέματά μας σταδιακά εξαντλούνται ―πρώτες ύλες, εργαλεία κρητικής σκέψης, φαντασία, συνείδηση του ιστορικού πλαισίου στο οποίο δρούμε, κλπ. Η δική μου απάντηση στη παρούσα φρενίτιδα είναι η Πρακτική εγκυκλοπαίδεια· ένα έργο που προσδοκει να αναδείξει τη συνθετότητα του κόσμου στον οποίο ζούμε και τους τρόπους με τους οποίους διαπραγματευόμαστε τη θέση μας σ’αυτο το πολύπλοκο κοινωνικό τοπίο.

Παρακολουθώ την πορεία σου χρόνια· είναι πλέον σαφής η εννοιολογική στροφή στην καλλιτεχνική σου έρευνα, χωρίς αυτό να αποδυναμώνει την performative διάσταση του έργου σου. Επίσης, επιλέγεις να παρουσιάζεις τις δουλειές σου και στην Αθήνα, επιχειρώντας, ενδεχομένως, έναν διάλογο με την εγχώρια σκηνή. Πώς βλέπεις αυτή την ανταλλαγή;4 Βρίσκω ακόμη στην Αθήνα συνομιλητές/ριες που μου δίνουν κουράγιο να συνεχίζω παρά τις αντίξοες συνθήκες. Εύχομαι να ανταποδίδω την υποστήριξή τους. Όσον αφορά στο πρώτο σκέλος της ερώτησης, αντιστέκομαι με σθένος στη χρήση τού όρου «εννοιολογικός» που μου θυμίζει την αδέσποτη χρήση του όρου «αυτοσχεδιασμός» τη δεκαετία του 90. Η δουλειά μου συνδιαλέγεται χωρίς αμφιβολία με το φεμινισμό, την θεσμική κριτική (institutional critique), την ψυχανάλυση, το ντοκιμαντέρ, το θέατρο, εννοιολογικές τεχνικές και την performance art. Ωστόσο, ψάχνω διαρκώς νέους τρόπους να αποτυπώσω και να επικοινωνήσω το αντικείμενο της έρευνάς μου: το σώμα, την ανθρώπινη κίνηση και την υποκειμενικότητα, πώς αυτή καθορίζεται, επενδύεται και χορογραφείται από την σημερινή κοινωνία.

Στη δουλειά σου, όπως είπες, η χορογραφία δοκιμάζεται ως ανοιχτό ερευνητικό πεδίο, επιτρέποντας πολλαπλούς συνειρμούς και συνάψεις είτε με το πολιτικό, είτε με το φιλοσοφικό-ψυχαναλυτικό και πιο πρόσφατα με το ανθρωπολογικό-κοινωνιολογικό πεδίο. Βρισκόμαστε παράλληλα σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από την εμμονή με το αποτέλεσμα –για να κάνω και μια σύνδεση με την παρούσα κατάσταση των επιχορηγήσεων των ομάδων από το ΥΠΠΟ. Νομίζω ότι έχει ατονήσει σε θεσμικό επίπεδο η σημασία της έρευνας και, επομένως, η ενεργοποίηση της χορογραφίας προς την κατεύθυνση της γνώσης. Πιστεύεις πως είναι θέμα επιθυμίας του καλλιτέχνη ή ευαισθητοποίησης σε επίπεδο θεσμών ώστε να αναθεωρηθεί η αναγκαιότητα της έρευνας; Νομίζω ότι έχουν αποδυναμωθεί και οι συνθήκες δημιουργίας «αποτελέσματος» και οι συνθήκες για την πραγματοποίηση «έρευνας». Δεν μπορεί να υπάρξει καλλιτεχνική δημιουργία χωρίς χρόνο, πειραματισμό, ενδοσκόπηση, μοίρασμα, ανταλλαγή, διάλογο, πρόκληση και τεχνοτροπία. Σε γενικές γραμμές, διακρίνω μια αποδυνάμωση της συλλογικής επιθυμίας μας και πίστης ότι μπορούν να υπάρξουν νέες φόρμες. Νιώθω ότι αδυνατούμε να προτείνουμε λύσεις ―θεσμικά, συλλογικά και ατομικά― για την εύρεση του πλαισίου που θα επιτρέψει σε νέες φόρμες να αναπτυχθούν. Όσον αφορά στην Πρακτική εγκυκλοπαίδεια, δεν είναι τόσο έρευνα όσο μέθοδος γραφής και δημιουργίας που μου επιτρέπει να έρθω σε επαφή με το σύνθετο κοινωνικό τοπίο που μας περιβάλλει. Είναι επίσης καλλιτεχνική χειρονομία μέσα από την οποία προτείνω έναν διαφορετικό τρόπο να δημιουργούμε και να βλέπουμε χορό σήμερα στην Ευρώπη. Τέλος, η δουλειά μου δεν είναι «ερευνητική» από την άποψη ότι δεν υποστηρίζεται από κανέναν ακαδημαϊκό θεσμό. Παράγεται ανεξάρτητα στο πλαίσιο της καλλιτεχνικής μου δραστηριότητας και υποστηρίζεται από θέατρα και φεστιβάλ στην Ευρώπη.

Η συγκεκριμένη, λοιπόν, έρευνα εκτείνεται σε έξι διαφορετικές πόλεις: Aubervilliers, Guissény, Poitiers (Γαλλία), Nyon (Ελβετία), Essen (Γερμανία) και Αθήνα (Ελλάδα). Θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας κάποια στοιχεία για την πολιτισμική διαφορά με την οποία ήρθες σε επαφή διενεργώντας την έρευνά σου; Πώς αφουγκράζεσαι την Αθήνα του σήμερα; Δεν έχω ακόμη ολοκληρώσει όλες τις συνεντεύξεις σε όλες τις πόλεις και περιοχές που κινούμαι και δουλεύω. Ωστόσο από τις 600 μαρτυρίες που έχω συλλέξει μέχρι σήμερα διαβλέπω διαφορές κυρίως στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι μιλάνε για τις πρακτικές τους και λιγότερο στον τύπο ή το περιεχόμενο των πρακτικών που επιθυμούν να μου μεταδώσουν.Ωστόσο, μπορώ να πω ότι παρατηρώ κρίσεις στον εργασιακό τομέα ―όταν οι συνεντευξιαζόμενοι επιλέγουν να μιλήσουν γι’ αυτό. Δείχνουν αποσταθεροποιομένοι από το στρες και την απογοήτευση. Παρατηρώ δυναμισμό και αναστοχασμό (self reflection) σε όσους/ες αφοσιώνονται σε πρακτικές εθελοντικής και ακτιβιστής φύσης. Με εκπλήσσει και με ενθουσιάζει το πώς επενδύουμε την καθημερινότητά μας, όπως οι απόλυτα αυθεντικοί τρόποι καθαρίσματος και οι ιεροτελεστίες του καφέ. Μου κάνει εντύπωση πόσο ελάχιστα αφομοιωμένες είναι πρακτικές που θεωρούμε κυρίαρχες, όπως η χρήση κι ενασχόληση με τα κοινωνικά δίκτυα. Με αποστομώνει η αναζήτηση της πνευματικότητας μέσα από παραδοσιακές τεχνικές διαλογισμού, προσευχής ή ασκήσεις απόλυτα επινοημένες, όπως η τελετουργία του κοχυλιού, η αυτο-ύπνωση, η πνευματική «εικονοποίηση». Με εντυπωσιάζει πόσο άρρηκτα συνδεδεμένες είναι τεχνικές προσωπικής επιβίωσης, φροντίδας του άλλου, συλλογικής προσφοράς και μισθωτής εργασίας. Πόσο παρόν είναι το γυμναστήριο και ο αθλητισμός. Τέλος στην Αθήνα, από τον πολύ σύντομο προκαταρκτικό χρόνο που πέρασα στους δρόμους της, με εξέπληξε η άνεση με την οποία οι συνεντευξιαζόμενοι/ες καταθέτουν προσωπικές εμπειρίες αλλά και τα ψυχικά αποθέματα που διαθέτουν για να αντιστέκονται στην κρίση.