Φωτογραφίες παράστασης: Andrea Bonetti
Στη εκπνοή της χρονιάς και την αρχή της επόμενης, ήλθε μια
σημαντική στιγμή αυτής της δύσκολης και μακροσκελούς σεζόν. Προφανώς και δεν
αποτελεί έκπληξη: η Σοφία Μαραθάκη
εργάζεται με συνέπεια, ακρίβεια και σοβαρότητα εδώ και χρόνια, με ευτυχείς και
ατυχέστερες στιγμές – χωρίς αυτές τις δεύτερες, άλλωστε, είναι απολύτως αδύνατον
να εξελιχθεί κανείς, και απλώς κάθεται στις δάφνες του επαναλαμβάνοντας
στερεότυπα τις επιτυχίες του. Έκπληξη αποτελεί ίσως για την ίδια τη Μαραθάκη το
γεγονός πως μια επιλογή κειμένου μάλλον ασυνήθιστη για την ίδια, την οδήγησε σε
ένα τέτοιο αποτέλεσμα.
Ο Λάμπρος είναι ένα (ακόμη) ανολοκλήρωτο ποίημα του Διονύσιου Σολωμού. Η σκηνοθέτις χρησιμοποιεί για την αφήγηση τόσο τους στίχους του ποιητή, όσο και την υπόθεση, όπως την αποτυπώνει ο Ιάκωβος Πολυλάς στα μυθικά πλέον Προλεγόμενά του στην έκδοση των Ευρισκομένων του Σολωμού. Τα όπλα της στο δύσκολο αυτό εγχείρημα είναι μια ομάδα σταθερών συνεργατών. Κομβικής σημασία επιλογή: ειδικά με τις σημερινές συνθήκες παραγωγής, τους πιεσμένους χρόνους προβών και τα περιορισμένα μέσα, το να μην ξεκινά κανείς από την αλφαβήτα, από το σημείο μηδέν, αλλά να μοιράζεται το όραμά του με ανθρώπους με τους οποίους έχουν ήδη κατακτημένη κοινή γλώσσα, μπορεί να είναι η κίνηση που θα κάνει τη διαφορά ανάμεσα σε μια ευπρόσωπη δουλειά που δεν θα φτάσει στο βάθος που θα μπορούσε, και σε μια αληθινά αξιόλογη κατάθεση. Η Μαραθάκη έχει επανειλημμένα συνεργαστεί με το Γιώργο Σύρμα και τη Λήδα Κουτσοδασκάλου, με τους οποίους μοιράζεται τη σκηνή. Ο πρώτος ανταμείβει την εμπιστοσύνη της με τη λιτότητα και την ακρίβεια της ερμηνείας του, χωρίς περιγραφές και εντυπωσιασμους, η δεύτερη με την καθαρότητα και τις σπαρακτικές κοριτσίστικες ποιότητες που οι ηρωίδες του ποιήματος απαιτούν. Εξίσου ουσιαστική συνεννόηση και συνενοχή υπήρξε και με την Έλενα Τριανταφυλλοπούλου στη δραματουργία. Αυτός όμως που αληθινά μεγαλουργεί εδώ, είναι ο μόνιμος συνθέτης της ομάδας ΑΤΟΝΑΛ, Βασίλης Τζαβάρας: η απέριττη ευστοχία με την οποία η μουσική του, που παίζεται ζωντανά κάθε βράδυ από τον ίδιο, διατρέχει ολόκληρη την παράσταση, τον καθιστά συνδημιουργό της. Και δίνει την ευκαιρία στο κοινό να ανακαλύψει, σε περίπτωση που δεν τον γνώριζε, ένα σημαντικό και συνεπή εδώ και χρόνια εργάτη της ελληνικής μουσικής, με έργο συναρπαστικό και ποικίλο.
Χάρμα οφθαλμών οι προβολές (βίντεο: Ερατώ Τζαβάρα), υπήρξαν αναπόσπαστο κομμάτι του συνόλου κι όχι διακοσμητικό
στοιχείο. Εξαιρετικό σκηνικό αντικείμενο, και σχεδόν το μοναδικό στοιχείο σκηνογραφίας
(σκηνικά-κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης),
μια στέρνα με νερό που υπήρξε λίμνη, φέρετρο και δεξαμενή εξαγνισμού. Μερικά πέταλα
μέσα στο νερό της υπήρξαν το punctum που υπογράμμιζε καίρια το κενό. Η κίνηση (Βρισηίδα Σολωμού) λιτή και ουσιαστική,
συντελούσε στο αποτέλεσμα.
Με θαυμαστή λεπτομέρεια δούλεψε η σκηνοθέτις. H κάθε κίνηση, η κάθε έκφραση και – ειδικά – το κάθε φώνημα, λειτουργούσαν είτε συμπληρωματικά, είτε (συχνότερα) αντιστικτικά, οδηγώντας την ένταση του σκηνικού γεγονότος σε ύψη σπαρακτικά. Δύσκολα θα φανταζόταν κανείς πως οι μάλλον μονοδιάστατοι χαρακτήρες αυτού του ανολοκλήρωτου ποιήματος θα αποκτούσαν επί σκηνής τέτοια δύναμη και τραγικότητα.
Ο τρόπος που η Σοφία
Μαραθάκη προσεγγίζει αυτό το τιτάνιο σπάραγμα του Σολωμού, μας προσφέρει και
κάτι ακόμα πιο σημαντικό από μια απολύτως κερδισμένη βραδιά: πλουτίζει την
ελλιπή μας πρόσληψη του έργου ενός από τους κορυφαίους της λογοτεχνίας μας, που
έχουμε ενταφιάσει πρόχειρα και βολικά κάτω από την πλάκα του «εθνικού ποιητή»,
μένοντας στην επιφάνεια του έργου του και παραγνωρίζοντας σημαντικά του
κείμενα. Η θεατρική σκηνή αποκαθιστά ένα μέρος του οράματός του, που ίσως για
ένα πολυάριθμο μέρος του κοινού να καθίσταται δυσπρόσιτο λόγω της αποσπασματικότητάς
του.