Φωτογραφίες: Άρης Λυχναράς

 

Το πιο γόνιμο που μπορεί να συμβεί στο θέατρο είναι μια ουσιαστική συνάντηση. Αυτό συνέβη στο «Ο γιατρός Ινεότης» ανάμεσα στον Κώστα Κουτσολέλο και τη Δώρα Στυλιανέση. Φέτος συνεχίζεται με «Το παλτό και μια ιστορία υδρωπικίας». Ιδιοσυγκρασιακοί καλλιτέχνες και οι δύο, κάνουν κάτι που δεν μοιάζει με τίποτε άλλο: αυτό είναι που καθιστά τη συνάντησή τους συναρπαστική. Όταν βρεθήκαμε να μιλήσουμε, ήμουν προετοιμασμένος για μια κουβέντα απρόβλεπτη, χωρίς φραγμούς και καθωσπρεπισμούς. Και φυσικά με πολύ χιούμορ –γιατί τα πλέον επώδυνα και δύσκολα ζητήματα μόνο έτσι προσεγγίζονται: γελώντας απεγνωσμένα.

 

Δεύτερη συνεργασία σας, δεύτερη χρονιά μαζί μετά το «Ο γιατρός Ινεότης»- κατ’ εμέ τρομερή στιγμή. Τι είναι διαφορετικό αυτή τη φορά;

Δ. Σ. Κατ’ αρχάς σαφέστατα υπάρχει πιο πολύς λόγος. Στο «Ο γιατρός Ινεότης» είχαμε πολύ λίγο λόγο από το κείμενο του Χειμωνά. Υπήρχε, αλλά ήταν πολύ λίγο. Ενώ εδώ υπάρχει πολύ κείμενο, και από το «Παλτό» και από κάποια άλλα βιβλία. Κάποια κείμενα που έχουν να κάνουν με τον έρωτα και με τις σχέσεις. Αυτό είναι μια βασική διαφορά. Και μάλιστα κείμενα παράλληλα, τα οποία δεν έχουν πραγματικά σύνδεση, αλλά κάπως τα κάναμε να έχουν. «Το παλτό» μιλάει για αυτό που μιλάει κι εγώ για κάτι διαφορετικό. Χτίσαμε μια εντός εισαγωγικών δραματουργία. Αυτή είναι η πολύ βασική διαφορά. Ο Κώστας και η Δώρα είναι πάλι, όπως ήταν και στο προηγούμενο. Απλώς εδώ μας εξιτάρει και αυτό που λέμε. Εν αρχή ην ο λόγος.

Κ. Κ. Το βασικό είναι αυτό, ότι μπήκε λόγος στην παράσταση. Πέρυσι δεν θέλαμε να υπάρχει λόγος. Υπήρχε μόνο ένα μικρόφωνο που ήμουν off, το οποίο μου φαινόταν πολύ ασφαλές, γιατί πιστεύω ότι ο ζωντανός λόγος στην παράσταση -χωρίς μικρόφωνα μάλιστα- είναι από τα πλέον δύσκολα πράγματα. Παρόλο που θεωρείται η βάση πάνω στην οποία χτίζουμε -βγαίνει κάποιος και μιλάει- μου φαίνεται πάρα πολύ δύσκολο να λειτουργήσει: απλά να βγει κάποιος να μιλάει. Στις περισσότερες παραστάσεις που βλέπω –Χουβαρδάς, ας πούμε- εμφανίζονται όλοι οι ηθοποιοί στη σκηνή, ετοιμάζονται, παίρνουν θέση… Ωραίο είναι στην αρχή. Με το που αρχίζουν να μιλάνε, έχει τελειώσει η παράσταση. Εγώ δεν μπορώ να το παρακολουθήσω. Με το που ανοίγουν το στόμα τους! Ο λόγος είναι δύσκολος. Πόσο μάλλον με τη Δώρα που μέχρι πέρυσι δεν είχαμε συνεργαστεί ξανά. Πώς θα μιλήσουμε; Πώς θα απαντήσουμε; Οπότε μας βοήθησε ότι ήταν μια σειρά από δράσεις. Τώρα φέτος, το διαφορετικό είναι ότι ανοίξαμε το ρημάδι το στόμα μας. Συν ότι είμαστε ένα χρόνο γηραιότεροι. Και βαρύτεροι!

Δ. Σ. Αλλά ταυτόχρονα γνωριζόμαστε κιόλας, οπότε ήταν λίγο πιο εύκολο. Εύκολο δεν το λες, αλλά ξέραμε ότι μπορούμε να συνεννοηθούμε, οτιδήποτε κι αν γινόταν. Ξέραμε ότι στο τέλος θα κατέληγε σωστά.

Κ. Κ. Θεωρώ ότι είμαστε οι νέοι Μινωτής-Παξινού, Έλλη Λαμπέτη-Δημήτρης Χορν. Πιστεύω ότι σε αυτό το πλαίσιο είμαστε.

Φώτης Μεταξόπουλος- Νάντια Φοντάνα…

Κ. Κ. Σωστό.

Δ. Σ. Ή και κάποιοι του εξωτερικού επίσης. Δεν ξέρω ποιοι.

Κ. Κ. Φρέντυ Γερμανός-Μαρία Ιωαννίδου.

Δ. Σ. Κοίταξε, ο Φρέντυ Γερμανός δεν ήταν ηθοποιός.

Γιατί, ήταν η Μαρία Ιωαννίδου; (Γέλια)

Κ. Κ. Χορεύτρια ήταν.

Δ. Σ. Αυτά θα τα γράψεις όλα; Θα μας πάνε μέσα!]

Κ. Κ. Επίσης συνεργαστήκαμε για άλλη μια φορά με τη Δώρα γιατί δεν υπάρχει κανένας άλλος άνθρωπος πλέον που να μας ζητάει να συνεργαστούμε. Εγώ δεν μπορώ πλέον να ενταχθώ σε καμία ομάδα. Καμίας ομάδας το όραμα δεν μπορώ να υπηρετήσω.

Ήταν η επόμενη ερώτηση που ήθελα να σου κάνω. Έχεις κάνει τον ηθοποιό σε σκηνοθεσίες άλλων…

Κ. Κ. (Γέλια) Όπως έχω κάνει και τον κλόουν μερικές φορές!

 …σε ομάδες άλλων. Έχω καταλάβει ότι πλέον το αποφεύγεις.

Κ. Κ. Ναι, και αυτοί με αποφεύγουν. Μυρίζονται ότι δεν τους θέλω, μυρίζω πως δεν με θέλουν και κάπως πηγαίνει. Κοίταξε, δεν μπορώ να ενταχθώ πια σε μια ομάδα. Δηλαδή, να μπω με τον καφέ μου εκεί που είναι διάφοροι ηθοποιοί και συνεργάτες και να πω: «Καλησπέρα παιδιά, τι γίνεται; Καλά είστε: Έχω φέρει κουλουράκια!» Υπάρχει ένας τρόπος με τον οποίο μιλάμε και συμπεριφερόμαστε… Πλέον δεν μπορώ να κάνω την κουμπάρα. Θέλω να μπω κι άμα είμαι βαρύς να είμαι βαρύς, να κάτσω πέντε λεπτά να κάνω ένα τσιγάρο χωρίς να το αισθάνομαι να πω καλημέρα. «Τι γίνεται Μαρία μου; Καλά; Εντάξει, θα το κάνουμε αυτό που είπες». Δεν μπορώ. Καταλαβαίνεις; Μπορώ πλέον να ενταχθώ, να δουλέψω. μόνο σε μια οικογενειακού τύπου συνεργασία, όπου μπαίνεις στην πρόβα όπως είσαι, χωρίς να προσέχεις πώς θα φέρεσαι, χωρίς να προσπαθείς να είσαι ευγενικός.

Εσύ, Δώρα, έχεις ακολουθήσει μια άλλη πορεία. Δουλεύεις πιο τακτικά τα τελευταία χρόνια: έχεις δείξει τα δόντια σου κανονικά! Ενώ υπήρξε ένα διάστημα σχεδόν αποχής. Μετά τις δουλειές με τη Ρούλα Πατεράκη, υπήρξε ένα κενό.

Δ. Σ. Κάπου με τον Κώστα συναντιόμαστε τελικά. Απλώς ο καθένας έχει τους δικούς του λόγους. Εμένα οι λόγοι είναι άλλοι. Είχα πάντα πολλές ευθύνες στη ζωή μου, οπότε δεν μπορούσα να συνδιαλέγομαι με αυτό που λέμε θεατρική πιάτσα. Δεν με παίζανε ούτως ή άλλως. Δεν έπαιζα κι εγώ σε αυτό, οπότε δεν μπόρεσα να συναντηθώ μαζί τους. Ίσως είναι κοινοτοπία, αλλά το μεγάλωμα ενός παιδιού δημιουργεί υποχρεώσεις, δεν μπορείς να κάνεις αυτό που θέλεις πάντα. Μετά, ανοίγοντας το «Βυσσινόκηπο» είχα την πολυτέλεια -εντός εισαγωγικών, με πολλά προβλήματα- να κάνω πράγματα που ήθελα. «Η αδελφή μου» ήταν μια επιλογή συνειδητή, δική μου: κατάλαβα ότι αυτό θέλω να κάνω. Κάπου εκεί συναντήθηκα με τον Κώστα. Άρα είναι διαφορετικοί οι λόγοι που απέχω από το «κανονικό» θέατρο. Αλλά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Δεν αρνούμαι αν έρθει κάποιος σκηνοθέτης που εκτιμώ πολύ και μου προτείνει κάτι. Μπορεί και να πάω. Δεν έχω αφορίσει τίποτα. Αλλά ταυτοχρόνως νομίζω ότι ούτως ή άλλως έχω βγει από την πιάτσα. Μια χαρά είμαι με τον Κώστα, μια χαρά είμαι και με τον Περικλή Μουστάκη… Μέχρι εκεί μάλλον φτάνω. Δεν νομίζω να φτάνω παραπάνω. Αυτό δεν το λέω πρόβλημα. Μέχρι εκεί μ’ αρέσει. Με παραπάνω χάνω τη χαρά μου. Αυτό που συνειδητοποίησα τα τελευταία χρόνια που ανέφερες, ήταν ότι δεν υπήρχε χαρά σε αυτό, και από τη στιγμή που δεν υπήρχε χαρά, δεν καταλάβαινα γιατί να βασανίζομαι και να πηγαίνω να κάνω πρόβες. Για ποιο λόγο; Με τον Κώστα, παρόλο που δεν κάνουμε και τα πιο ευχάριστα ίσως κείμενα, υπάρχει μια χαρά. Πάντα πάω με χαρά στην πρόβα με τον Κώστα.

Καλά, αν αποφασίσετε να κάνετε ευχάριστα κείμενα να μου πείτε για να μην έρθω.

Κ. Κ. Και ο λόγος που κάνουμε αυτά εδώ, τα πιο μεταξύ μας, είναι ο ίδιος λόγος που έχεις εσύ το artivist. Είναι ο ίδιος λόγος που έφυγες από τα άλλα και είπες: θα κάνω το δικό μου να μη με πρήζουν.

Ας μιλήσουμε για το κείμενο το οποίο επέλεξες. Είναι ένας τεράστιος λογοτέχνης, αλλά έκανα και την εξής σκέψη ακούγοντας το «Παλτό» μετά από χρόνια. Νόμιζα ότι ορισμένες καταστάσεις τις έχουμε αφήσει πίσω, ότι ανήκουν σε μια ιστορική φάση άλλη. Και ξαφνικά σκέφτηκα: «Ναι, θα μπορούσε να συμβεί σήμερα όλο αυτό». Είναι σαν κοινωνικά να έχουμε γυρίσει 150 χρόνια πίσω, στην εποχή του Γκόγκολ.

Κ. Κ. Νομίζω ότι οι βασικές αρχές της ανθρώπινης ύπαρξης και τα συναισθήματα -δεν είμαι ειδικός σ’ αυτό- είναι τα ίδια. Αυτά  που θίγει ο Τσέχωφ στο «Θείο Βάνια» είναι τα ίδια. Θέλεις να αγαπηθείς; Δεν γίνεται. Θέλεις να τα καταφέρεις; Δεν γίνεται. Δεν είναι πάρα πολλά τα πράγματα που ζητάει ένας άνθρωπος και από τα οποία πληγώνεται. Είναι πολύ λίγα και πολύ συγκεκριμένα. Τα ίδια είναι.

Είχα την αίσθηση όμως ότι ένας άνθρωπος με υπαλληλική θέση, μπορούσε να αλλάξει παλτό κάποια στιγμή. Σήμερα, τόσα χρόνια μετά τον Γκόγκολ, μπορεί και πάλι και να μην μπορεί.

Κ. Κ. Κατάλαβα τι λες. Ναι, μπορεί να μην έχει τα λεφτά να πάρει κάτι που θεωρούταν δεδομένο πριν κάποια χρόνια. Έχεις δίκιο. Κοίταξε, εμένα, το «Παλτό» του Γκόγκολ όταν το διάβασα με συγκίνησε. Ταυτίστηκα πάρα πολύ με αυτόν τον κακομοίρη. Πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι είναι κακομοίρηδες και ας το κρύβουν. Και είναι αυτό το συγκινητικό στον άνθρωπο: ότι είναι ο έρμος, ο κακόμοιρος. Αλλιώς είναι αδιάφορο τελείως ένα ανθρώπινο πλάσμα. Πρώτα απ όλα άρχισα να ετοιμάζω το δικό μου κείμενο, η Δώρα άρχισε να ετοιμάζει το δικό της, και μετά είπαμε να τα κάνουμε μαζί σε μία παράσταση. Εγώ είχα πάρει μια κιθάρα -ήθελα να μιλήσω, αλλά δεν θέλω να μιλήσω ξεροσφύρι. Δεν μπορώ να ακούσω τη φωνή μου την κανονική να μιλάει. Δεν μπορώ να βγω στο θέατρο και να μιλήσω με την κανονική μου φωνή. Ο φίλος Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, αν έκανε μονόλογο «Το παλτό» στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, θα έφερνε έναν καλό ηθοποιό, που θα έβγαινε και θα τα έλεγε ξεροσφύρι κανονικά. Μου φαίνεται απαίσιο αυτό το πράγμα. Απαίσιο! Επίσης, δεν έχει σημασία το κείμενο ακριβώς. Σημασία έχει το υποκείμενο που λέει το κείμενο: το κείμενο μπορείς και να το διαβάσεις. Εγώ με αφορμή το κείμενο θέλω να βγάλω -αν τα καταφέρω- το δικό μου πόνο. Δεν με ενδιαφέρει ο Γκόγκολ, δεν με ενδιαφέρει το «Παλτό», δεν με ενδιαφέρει τίποτα. Εγώ με αφορμή αυτό που μου ταιριάζει, θέλω να μιλήσω για μένα. Οπότε βρήκα κάτι που είπα: μάλλον ταιριάζει. Και το ένα έφερε το άλλο και φτάσαμε σε αυτό το διαμάντι που φτιάξαμε, το οποίο θεωρώ ότι είναι η καλύτερη παράσταση των τελευταίων πέντε χρόνων στην Αθήνα, μαζί με την «Αντιγόνη» του Φραγκούλη, να προσθέσω.

Πώς το λέει ο Αισχύλος στον «Αγαμέμνονα»; Μεγάλο βόδι μου πατάει τη γλώσσα! Όταν σε είδα με την κιθάρα πάντως, πήγα χρόνια πίσω σε ένα άλλο υπόγειο όπου κρατούσες μια κιθάρα: «Ποτέ δεν σε ξεχνώ».

Κ. Κ. Υπέροχη παράσταση!

Ήταν υπέροχη παράσταση. Και ήταν Μπέκετ με έναν τρόπο εντελώς πλάγιο.

Κ. Κ. Ήταν τότε που έκανα τις παλιές περφόρμανς που πήγαιναν άπατες φυσικά. ΑΠΑΤΕΣ! Και όχι απλά άπατες: ο περισσότεροι που ερχόντουσαν να με δουν –«για να δούμε, τι κάνει ο Κώστας;»- φεύγανε λίγο ενοχλημένοι με αυτό, κάπως αηδιασμένοι. Ήταν πάρα πολύ ωραία, αλλά πήρα και εκεί τα αποτέτοια μου για άλλη μια φορά. Δεν είχε κόσμο, δεν ήρθε κανένας να γράψει. Πολλοί που ήρθαν από το facebook να δούνε τι κάνει ο τρελιάρης, μείνανε κόκκαλο και δεν θέλανε να μου μιλήσουν. Τέλος πάντων. Εμένα μου άρεσε πάρα πολύ αυτή η περφόρμανς. Άρεσε και σε δυο-τρεις του χώρου: Γιάννης Λεοντάρης, Βασίλης Νούλας… Αυτοί την καταλάβανε. Οι άλλοι είπαν: ας κάνει τα τρελά του αυτός, πάμε να φύγουμε.

Εγώ δεν έγραφα κριτική θεάτρου ακόμα, οπότε έχω αυτή την πολύ καλή δικαιολογία. Αλλά θυμάμαι την παράσταση με κάθε λεπτομέρεια. Σαν να την είδα χτες.

Δ. Σ. Ο Κώστας είναι πάντα Μπέκετ.

Δώρα, το κείμενό σου έχει ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό, το οποίο είναι η αποσπασματικότητα. Δεν ξέρουμε ούτε από πού ξεκινάει, ούτε πού καταλήγει. Αυτό όμως έχει τη δική του ένταση.

Δ. Σ. Ναι. Είναι κείμενα που μου αρέσουν πάρα πολύ, τα οποία προσπάθησα να τα συνθέσω και να βγει ένα αποτέλεσμα. Πραγματικά δεν ήξερα τι θα είναι το αποτέλεσμα. Και με τον Κώστα λέγαμε ότι δεν μας ενδιαφέρει και πολύ η δραματουργία. Ρώτησα κάποιους δικούς μας ανθρώπους, και μου είπαν ότι τελικά υπάρχει μια δραματουργία. Κάτι γίνεται. Δεν ξέρω αν γίνεται από μένα ή από την παράσταση. Πάντως είναι θραύσματα, κομμάτια αγαπημένα, δικά μου, τα οποία ήθελα απλώς να τα πω. Αυτό είναι. Δεν ξέρω τι άλλο να σου πω.

Κ. Κ. Και μια άλλη διαφορά σε σχέση με πέρυσι είναι ότι αφού δεν μιλάγαμε επί σκηνής, συνέβαιναν απρόβλεπτες δράσεις, απρόβλεπτα κολλάζ δράσεων από τη μία στιγμή στην άλλη. Τώρα, επειδή υπάρχουν δύο αφηγήσεις που ξεκινάνε και τελειώνουν, κάπως το ένα πράγμα φέρνει το άλλο. Πέρσι ήταν παράδοξα κολλάζ στιγμών. Τώρα προσπαθούμε από την αρχή να φέρει το ένα το άλλο, ως το τέλος.

Δ. Σ. Δεν μπορώ να πω κάτι παραπάνω για το κείμενο. Είναι κομμάτια τα οποία σαφέστατα μιλούν για τον έρωτα και για την παιδική ηλικία, τα οποία με αγγίζουν πολύ βαθιά. Είναι πολύ αγαπημένα μου και ήθελα πάρα πολύ με κάποιο τρόπο να τα πω. Θα τα έλεγα μόνη μου αν δεν ήταν ο Κώστας. Αλλά ευτυχώς βρέθηκε ο Κώστας και είπαμε να το κάνουμε μαζί. Δεν υπάρχει πάντως κάτι άλλο από κάτω. Δραματουργικά η σύνθεση είναι εντελώς στο μυαλό μου: είναι απλώς αγαπημένα μου κομμάτια.

Εγώ βλέπω και ένα άλλο κοινό στις δύο παραστάσεις. Έχουν και οι δύο τη λογική -που βεβαίως και είναι αποτέλεσμα ανάγκης, αλλά παράγει και αισθητική- αυτού που λέμε φτωχό θέατρο. Και δεν στερείται διόλου αισθητικής. Στο τίναγμα του σεντονιού της Δώρας, είδα το Επιτύμβιο του Μόραλη. Είναι προϊόν ανάγκης, αλλά είναι και ένας τρόπος αντιμετώπισης.

Κ. Κ. Ισχύει αυτό που λες. Πρώτα απ όλα μας ενδιαφέρει η σκηνική δράση. Με ενδιαφέρει τι γίνεται ο ένας με τον άλλον. Δεν με ενδιαφέρει πολύ το γύρω-γύρω. Μου είναι παντελώς αδιάφορο. Κάποιοι θεατές, πολλοί θεατρόφιλοι, έχουν ανάγκη να το δούνε στολισμένο ώστε να το πάρουν ως κανονικό θέατρο και να φύγουν κάπως ευχαριστημένοι. Εμένα δεν με ενδιαφέρει. Επίσης, τα σκηνικά που υπάρχουν σε κάποιες μοντέρνες παραστάσεις, π.χ. στο Εθνικό και στη Στέγη, είναι τόσο ίδια και βαρετά… Μια οθόνη για προτζέκτορα, κάτι κύλινδροι, καρέκλες που είναι και καρέκλες και γίνονται και κάτι άλλο… Καλύτερα να έχεις άδεια τη σκηνή και να έχεις πεταμένα πέντε ποτήρια καφέ, για παράδειγμα. Δεν μου αρέσουν αυτά τα σκηνικά που υπάρχουν στις «καλές παραστάσεις». Ούτε οι φωτισμοί: είναι το ίδιο πράγμα. Βέβαια, ακριβώς επειδή είναι το ίδιο πράγμα, λειτουργεί. Ασυνείδητα ο θεατρόφιλος λέει: «Μμμμμ, καλό θέατρο!» γιατί παίρνει τα βασικά ερεθίσματα. Ενώ αν δει κάτι πρόχειρο θα πει: «Μμμμμ, όχι τόσο καλό!» Έτσι κι αλλιώς θεωρώ ότι οι θεατρόφιλοι είναι… Άστο τώρα!

Δ. Σ. Ισχύει αυτό που λες. Εγώ θεωρώ ότι το θέατρο είναι ο ηθοποιός. Το σώμα και η φωνή και ένας χώρος. Με τον Κώστα. παρόλο που δεν κάνουμε πρόβες εκατό ώρες τη μέρα, κάνουμε αρκετό καιρό. Χωρίς να το έχουμε πει μεταξύ μας, με το σώμα μας και τη φωνή μας θέλουμε να κάνουμε κάτι. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται κάτι παραπάνω στο θέατρο. Αυτά είναι τα εργαλεία. Και μια αισθητική βέβαια. Από κει και πέρα, προφανέστατα δεν έχουμε λεφτά για να κάνουμε κάτι μεγαλοπρεπές. Τι να κάναμε εμείς τώρα κάτω; Το υπόγειο έχει κάτι σαν χώρος, κάτι τρομακτικό και γοητευτικό. Από ανάγκη ξεκινάει, αλλά τελικά καταλήγει να είναι ουσία. Αν μπορούμε εμείς να κάνουμε κάτι με τη δουλειά μας, καλώς. Και στον Θέατρο Φούρνος το ίδιο συνέβη. Το κοστολόγιο ήταν μηδέν. Ό, τι βρίσκαμε μπροστά μας. Και πρέπει να πω ότι ο Κώστας έχει μια αισθητική σε αυτό και τα κάνει καλά από το τίποτα.

Επειδή με προκάλεσε ο Κώστας: αυτό το περίεργο ζωάκι που ονομάζεται θεατρόφιλο κοινό της Αθήνας, και το οποίο, μας αρέσει-δεν μας αρέσει, είναι ένα μικρό σχετικά γκρουπ το οποίο συντηρεί τα θέατρα και τις ομάδες, τι χαρακτηριστικά έχει;

Δ. Σ. Υπάρχουν πολλά κοινά. Δεν είναι ένα. Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι το κοινό της Αθήνας για να σου απαντήσω. Ξέρω ότι έχω δει να συμβαίνει κάτι σε παραστάσεις που πηγαίνω να δω, το οποίο παλιά δεν συνέβαινε. Ξεκινάει μια παράσταση -καλή ή κακή, δεν έχει σημασία. Οι θεατές οριακά κοιμούνται. Και στο τέλος είναι σαν να τους τσιμπάει μια μύγα και αρχίζουν να ουρλιάζουν και να χειροκροτούν έξαλλα, ενώ δεν έχουν δει τίποτα. Το έχω δει πολύ τα τελευταία χρόνια. Πέρα από τα κινητά και όλα αυτά που συμβαίνουν, τις σέλφις κλπ. Αυτό το βλέπω αρκετά -και πριν τον κορονοϊό. Οι άνθρωποι σαν να μην καταλαβαίνουν τι βλέπουν. Σαν να πηγαίνουν για να πούνε μετά ότι πήγανε, και μετά αρχίζουν και χειροκροτάνε σαν τρελοί.

Κ. Κ. Το είχα δει στον Βογιατζή αυτό πάνω από μία φορά. Ασχέτως που είχε ποιότητα ο άνθρωπος. Αλλά έχω δει να έχουν πάρει έναν υπνάκο επί δύο ώρες, και στο τέλος να είναι τόσο ένθερμοι! Και λες, τι γίνεται ρε μαλάκα; Τι να χειροκροτήσεις μετά, αφού ήσουν σαν ζόμπι! Τέλος πάντων, εγώ δεν το εκτιμώ το θεατρόφιλο κοινό. είμαι πολύ μακριά από όλο αυτό. Αυτά που θεωρεί αυτό ενδιαφέροντα, εγώ δεν τα θεωρώ ενδιαφέροντα. Δεν ξέρω τι να σου πω. Επίσης έχει σημασία και το πού θα το δει, και από ποιον σκηνοθέτη: την ίδια παράσταση που κάνουμε εμείς εδώ, αν την έβλεπε σε μια αποθήκη του Φεστιβάλ Αθηνών από τη Σαουμπίνε, θα την έβλεπε τελείως αλλιώς. Θα την έβλεπε φοβερή! Εννοείται αυτό. Και θέλει φυσικά κείμενο και αφήγηση, ολοκληρωμένη αφήγηση από την αρχή ως το τέλος. Λες και ο κόσμος είναι κάτι κατανοητό! Να πούμε ότι καταλάβαμε τι είδαμε: κάτι που να μην υπερβεί αυτούς, κάτι για το οποίο στο τέλος μπορούν να έχουν άποψη με ένα ποτάκι. Γιατί αν σε υπερβεί, αν σε χτυπήσει μια παράσταση, δεν μπορείς να πεις την γνώμη σου με ένα ποτάκι. Σε έχει διαλύσει.

Δ. Σ. Είναι σαν να πρέπει να πεις «ήμουν κι εγώ εκεί, το είδα κι εγώ». Και πραγματικά δεν έχουν καταλάβει τίποτα. Προφανώς δεν μιλάμε για όλους, έτσι; Υπάρχουν άνθρωποι πολύ σοβαροί που πάνε και βλέπουν θέατρο.

Αυτό το ερώτημα που και οι τρεις μας έχουμε, που αφορά το χειροκρότημα, το συζήτησα με τον Θεόδωρο Τερζόπουλο, ο οποίος μου έδωσε την εξής εκπληκτική απάντηση: Το κοινό αυτοχειροκροτείται. Σηκώνεται πάντα και χειροκροτεί τον εαυτό του που βρίσκεται εκεί.

Δ. Σ. Μάλλον είναι αυτό. Ίσως ναι. Αλλά αυτό δεν είναι Τέχνη. Αυτό είναι κάτι άλλο.

Υπάρχει όνομα, αλλά λέω να μην το πω!

Δ. Σ. Δεν ήταν έτσι παλιά πάντως. Ως θεατής μιλάω. Νομίζω ότι δεν ήταν έτσι.

Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ έχω την αίσθηση πως αυτό το φαινόμενο του ουρανομήκους χειροκροτήματος ό, τι κι αν έχουμε δει, είναι των τελευταίων ετών. Κι εγώ δεν το θυμάμαι παλιά.

Κ. Κ. Μόνο στον Βογιατζή το θυμόμουν πολύ έντονα. Εκεί έπαιζε πολύ. Δεν υπήρχε περίπτωση να πεις ότι δεν σου αρέσει! Είσαι αστός και πας στο Βογιατζή; Δεν τολμάς να πεις ούτε το πιο απλό! Είναι πολύ δύσκολο και για το θεατρόφιλο κοινό και για μας και για όλους, σε όλες τις καταστάσεις της ζωής μας, να πεις πολύ απλά αυτό που αισθάνεσαι. Είναι το πιο δύσκολο πράγμα. Να πεις: – Πώς σου φαίνεται; – Βαριέμαι, δεν μου λέει κάτι! Είναι πάρα πολύ δύσκολο να το πεις. Όχι μόνο στο θέατρο, σε όλες τις φάσεις της ζωής μας.

Μου έκανες πριν μία πάσα. Θεωρώ ότι αν υπάρχουν δέκα άνθρωποι που διαβάζουν αυτά που γράφω, είναι γιατί το κάνω. Γιατί μπορώ να πω: Λυπάμαι, εγώ σε αυτή την παράσταση δεν είδα τίποτα.

Κ. Κ. Ναι, σωστό είναι αυτό.

Και λειτουργεί μάλλον και λίγο απενοχοποιητικά. Δεν λέω ότι ξαφνικά όλοι εκτιμούν όσα γράφω…

Κ. Κ. Όντως. Αλλά λένε: Ναι ρε παιδί μου, δίκιο έχει! Έλα τώρα! Σιγά το αριστούργημα!

Το θέτω ως ερώτημα, αλλά εν μέρει και ως παράκληση: Λίγο λιγότερο ακριβοθώρητοι μπορείτε να γίνετε; Αυτό που κάνετε σκέφτεστε να το συνεχίσετε; Από εδώ τελειώνετε σύντομα.

Κ. Κ. Ναι. 5 Νοεμβρίου. Ή μια βδομάδα μετά στην καλύτερη. Γράψε επίσης να έρθει ο κόσμος γιατί υπάρχει μεγάλο οικονομικό πρόβλημα. Σοβαρά. (Γέλια) Παρακάλεσε τα παιδιά να έρθει κόσμος. Όχι αστεία! Είναι η τελευταία μας ευκαιρία αυτή η παράσταση. Εάν δεν πετύχει και αυτή, εγώ πραγματικά θα πάω να δουλέψω στον Βυσσινόκηπο. Αλλά τι να κάνω; Να καθαρίζω, να μαζεύω ποτήρια. Δεν έχω άλλη επιλογή πια. Αν δεν πετύχει αυτό, τελείωσα. Σε παρακαλώ. Παρακάλεσε τους εσύ με τη δύναμη που έχεις.

Τεράστια!

Κ. Κ. Κάποια έχεις! Ό, τι μπορείς. Πες τους να έρθουν. Λοιπόν, τι ήθελες να ρωτήσεις;

Τελειώνει λοιπόν αυτή η παράσταση. Ελπίζω με τις καλύτερες συνθήκες! Μακάρι! Έχετε στο νου σας να μπείτε στη διαδικασία να ξεκινήσετε δουλειά για κάτι άλλο;

Κ. Κ. Α, αυτό εννοείς! Νόμισα μήπως πρέπει να ανεβάσουμε λέβελ, να κάνουμε αιτήσεις σε θεσμούς…

Αυτό εννοώ. Μιλάω για μια συνέχεια. Ότι ΟΚ, τέλειωσε αυτό, πάμε τώρα να κάνουμε κάτι καινούριο.

Κ. Κ. Ναι, σίγουρα ναι. Το πρώτο που σκέφτομαι τώρα, που είναι πολύ νωρίς ακόμα και δεν έχει τελειώσει η παράσταση, είναι πως δεν είμαι σίγουρος ότι θα έχει τελειώσει Εγώ την πιστεύω αυτή την παράσταση, και έχω μια αίσθηση- εκτός αν πάει γαμιώντας φυσικά και πάρει τη μια παράταση πάνω στην άλλη και πούμε πως το ολοκληρώσαμε -ότι κάτι πρέπει να ξαναγίνει με αυτή και όχι να τελειώσει. Τώρα από κει και πέρα, κάτι θα κάνουμε, αλλά ποτέ δεν ξέρεις: ποια είναι η πρώτη αφορμή; Από πού ξεκινά; Ο Δημήτρης Καραντζάς ξεκινά από ένα κείμενο: θέλω να κάνω Τένεσι Ουίλιαμς. Δεν ξεκινάει από μια αίσθηση ή από κάτι που του λείπει να δει στο θέατρο. Να δω, ας πούμε, την πιο ήσυχη παράσταση του κόσμου. Κάτι όπου δεν θα με ενοχλήσει μπροστά μου το ελάχιστο, για να χαλαρώσω. Ξεκινάνε από ένα κείμενο -θεατρικό μάλιστα. Εμείς σίγουρα δεν ξεκινάμε από εκεί, οπότε στην ουσία μπαίνεις σε ένα χορό προβών χωρίς να ξέρεις. Έχεις φέρει δυο τρία ψήγματα, τα πετάς μέχρι να πιαστεί ένα ψαράκι. Μετά το ψαράκι να δεις, φέρνει κι άλλο ψάρι; Αν δεν φέρνει, το αφήνεις. Αν φέρνει κι άλλο ψάρι, το τραβάς, το τραβάς… και μετά ψάχνεσαι.

Δ. Σ. Ναι, φυσικά και θέλουμε να κάνουμε κι άλλα πράγματα.

Κ. Κ. Θα θέλαμε επίσης μια παραγωγή στη Στέγη, στη Μικρή Σκηνή, με 100.000 ευρώ προϋπολογισμό, πάνω σε όποιο θέμα θέλουνε!

 

«Το παλτό και μια ιστορία υδρωπικίας» θα παίζεται στο Bios (Πειραιώς 84 και Σαλαμίνος) ως τις 12 Νοεμβρίου, κάθε μέρα εκτός Τετάρτης στις 21.15. Σκηνοθεσία – Ερμηνεία : Κώστας Κουτσολέλος, Δώρα Στυλιανέση Πληροφορίες και εισιτήρια: Το παλτό και μια ιστορία υδρωπικίας | Εισιτήρια online! | More.com