Φωτογραφίες: Σοφιά Μανώλη
Η Κερασία Σαμαρά ανήκει στις περιπτώσεις που αναγνωρίστηκαν ως αξίες στο ελληνικό θέατρο άμα τη εμφανίσει. Ανήκε, άλλωστε, στους ηθοποιούς που επέλεξε ο Λευτέρης Βογιατζής για τη μυθική πρώτη Αντιγόνη του. Σε όλα τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι σήμερα, η ποιότητά της ανατανακλάται σε κάθε τι που την αφορά: στον τρόπο που αντιμετωπίζει τους ρόλους της, στις σκηνοθεσίες της, στις επιλογές της, στη δημόσια παρουσία της, στην ομορφιά της. Έχει την απλότητα και την ευθύτητα των ανθρώπων που δεν έχουν τίποτε να αποδείξουν σε κανέναν. Διατηρεί ακέραιους τους δεσμούς με τις καταβολές της, είτε πρόκειται για τα διδάγματα του μεγάλου δασκάλου Βογιατζή, είτε για τη σχέση με τη γειτονιά της, το Χαϊδάρι, όπου και μας υποδέχτηκε ως εξαίσια οικοδέσποινα για τη συζήτηση που ακολουθεί.
Αλήθεια, πώς μπλέκει ένα καλό κορίτσι με το θέατρο; Αλήθεια είναι… Και πολύ καλό κορίτσι! Σημαιοφόρος, απουσιολόγος, άριστη μαθήτρια κλπ.. Τόσο καλό! Θα σου πω και μια άσχετη ιστορία… Εδώ που βρισκόμαστε τώρα, στο Χαϊδάρι, ως σημαιοφόρο ή παραστάτη της σημαίας, κάθε χρόνο μας πήγαιναν στην Πλατεία Ηρώων εδώ πιο κάτω για να καταθέσουμε στεφάνι στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη. Κατέθετε στεφάνι λοιπόν ο Δήμαρχος, τα σωματεία, ο ένας, ο άλλος… Και μόλις έκλεινε η γιορτή σηκωνόταν ένας κι έλεγε: Κατάθεση εκ μέρους της Εθνικής Αντίστασης! Και με το που ακουμπούσε το στεφάνι στο ηρώο, ερχόντουσαν οι μπάτσοι, τον αρπάζανε και τον βάζανε στην κλούβα! «Αίσχος!», φώναζε ο κόσμος. Κι αυτό γινόταν κάθε 28η και κάθε 25η ανυπερθέτως… Αυτές τις μνήμες μου ξυπνάει το μέρος κι αυτό που με ρώτησες. Ως άριστη μαθήτρια, λοιπόν, έδωσα εξετάσεις και πέρασα στη βιολογία στην Πάτρα. Δεν ήμουν ευχαριστημένη με το αντικείμενο – τώρα μπορώ να σου πω ότι τις εκτιμώ περισσότερο αυτές τις σπουδές – γιατί δεν είχαν σχέση με αυτό που ήθελα να κάνω: ανθρωπολογία. Όμως τότε δεν υπήρχε έδρα – ήταν ένα κατ’ επιλογήν μάθημα στη βιολογία, έτσι πήγα… Όταν την τέλειωσα, ψάχτηκα λίγο με ψυχολογία, γλωσσολογία και τέτοια. Μέχρι που ένας φίλος μου που δεν είναι πια μαζί μας, εξαιρετικός ηθοποιός, ο Φώτης Πολυχρονόπουλος, που τον θυμόμαστε από το Λούφα και Παραλλαγή ως ρώσο Καραμαζώφ, με βοήθησε να μπω στη σχολή Βεάκη, στην οποία και φοίτησα. Έτσι κάπως ξεκίνησα να ασχολούμαι με το θέατρο. Μέχρι το 2ο έτος, νόμιζα πως δεν θα γίνω ηθοποιός, κι απλώς σπουδάζω για άλλους λόγους. Αλλά στο τέλος σου έτους, ήρθε και είδε την τάξη μας ο Λευτέρης Βογιατζής. Μας ζήτησε να περάσουμε πό ακρόαση για την Αντιγόνη που θα ανέβαζε μετά από τρία χρόνια. Με πήρε, κι έτσι άνοιξε ένας καινούριος κόσμος. Ταυτόχρονα με τη σχολή, φοιτούσα στο τριετές εργαστήριο αρχαίου δράματος που έκανε ο Λευτέρης. Και σε τριετές εργαστήριο φωνητικής του Σπύρου Σακκά, Έτσι ενεπλάκην με το θέατρο, λίγο απροσδόκητα, από πλάγια.
Πώς θα ήθελα να ήμουν μια μύγα στον τοίχο σε αυτό το εργαστήριο… Έχω δει την Αντιγόνη σας, και τον Κατσούρμπο που κάνατε μετά. Με συγκινείς ιδιαίτερα. Ήταν ένα πανεπιστήμιο. Άλλωστε κράτησε τρία έτη, κανονικότατα. Κι όχι με ωράριο σχολής: ήταν από τις οκτώ το πρωί ως τις δέκα το βράδυ. Διδασκόμασταν από τους μεγαλύτερους δασκάλους. Το Μαρωνίτη, τον Κοπιδάκη, τον Κυράστα, τον Χειμωνά, το Ράμφο, το Μπαμπινιώτη… Ό,τι καλύτερο υπήρχε, είχε περάσει από αυτό το εργαστήριο – άνθρωποι απλησίαστοι, που πολύ δύσκολα το κάνουν αυτό. Το enfant gâté των πανεπιστημιακών δασκάλων. Ο Λευτέρης ο ίδιος μάς έκανε υποκριτική πέντε ώρες την ημέρα. Κάναμε αρχαία ελληνικά, γιόγκα, τάι τσι, ελεύθερη κίνηση, μουσική, πράγματα που άλλοι θα τα διδάσκονταν σε διαφορετικές σχολές θεάτρου. Μήνες υποκριτικών αυτοσχεδιασμών. Κι όλα αυτά κατέληξαν στην Αντιγόνη του Σοφοκλή που ανέβηκε το Μάιο του ’92 και πήρε διθυραμβικές κριτικές από όλο τον κόσμο. Παίξαμε στο Θέατρο Γκολντόνι στη Βενετία, παίξαμε στην Ελβετία, στο Λονδίνο… Ήταν παντού ένας θρίαμβος. Θυμάμαι ιδιαιτέρως την παράσταση στην Ελβετία, γιατί παίξαμε σε ένα τόπο εκτελέσεων. Ήταν ένα αμφιθεατρικό, τριώροφο ξύλινο κτίριο, μεσαιωνικό, με στενά θεωρεία το ένα πάνω από το άλλο. Κι όπως ξεκίνησε η παράσταση, έπιασε βροχή. Η σκηνή ήταν προστατευμένη, λόγω ηλεκτρικών εγκαταστάσεων. Νομίσαμε πως οι θεατές θα φύγουν. Όμως πέρασαν εντελώς αθόρυβα οι ταξιθέτες, κι απλώς τους μοίρασαν κουβέρτες. Σκεπάστηκαν και παρέμειναν κάτω από τη βροχή μέχρι τέλους. Και τότε είχαμε όχι μόνο χειροκροτήματα, αλλά και ποδοκροτήματα, πράγμα για μένα πρωτόγνωρο. Η διαδικασία της προσέγγισης του Λευτέρη στο έργο ήταν μια μαγική εμπειρία, γιατί αυτός ο άνθρωπος είχε μια σχέση με το θέατρο απόλυτα προσωπική και τρομερά σαρκική. Βίωνε ως θεατής τις παραστάσεις με ένα τρόπο γενεσιουργό. Σου μιλούσε για μια παράσταση, έχοντάς την κατανοήσει από τον πυρήνα της. Δεν μιλούσε για ξεκομμένα χαρακτηριστικά της – πήγαινε κατ’ ευθείαν σε αυτό που τη γέννησε. Μπορεί να σου έλεγε: υπέροχη παράσταση, βασιζόταν στην αρρυθμία…. Πάντα μετά από καιρό καταλάβαινες τι εννοούσε ο Λευτέρης, κάποιες φορές μετά από χρόνια. Στην υποκριτική, για μένα πέρασαν πολλά χρόνια για να καταλάβω τι εννοούσε όταν έλεγε: η ιδέα του συγγραφέα πρέπει να απλώνεται στο έργο όπως ο πόνος από το τσίμπημα μιας καρφίτσας, όπως οι κύκλοι από ένα βότσαλο που πέφτει στη λίμνη. Εμείς γελάγαμε, δεν καταλαβαίναμε… Όταν, μετά από δέκα χρόνια στο θέατρο, θέλησα να πω στους μαθητές μου κάποια πράγματα, ερχόμουν άθελά μου στα λόγια του Λευτέρη. Μας έλεγε: εμπιστευτείτε το κενό. Αυτό είναι το σπουδαιότερο πράγμα που έχω κλέψει από αυτόν. Ακούγεται τόσο απλό αλλά είναι εύκολο; Είναι εύκολο να βγεις στη σκηνή και να μην ξέρεις τι θα κάνεις; Έλεγε: Να μην έχετε τίποτα έτοιμο, να είναι όλα γεννημένα εκείνη τη στιγμή. Θα μπορούσα να σας μιλάω ατέλειωτα για το Λευτέρη.
Κι εγώ να ακούω. Αυτό όμως που μου περιγράφεις είναι ελεύθερη πτώση. Θέλει πολύ γερό νευρικό σύστημα για να το αντέξει κανείς. Σου λέω πως για την Αντιγόνη επί τρία χρόνια κάναμε πρόβες. Μετά στον Κατσούρμπο έντεκα μήνες. Αυτό, βέβαια, ήταν ένας κώδικας: από τη στιγμή που τον κατείχες, μπορούσες και να φύγεις. Όμως στο εξής ζούσες με αυτόν. Μέσα μου, μέχρι που ο Λευτέρης πέθανε, όταν έβλεπα μια παράσταση, ή όταν έκανα μια παράσταση, ή έπαιζα ένα ρόλο, πάντα έλεγα: Τι θα έλεγε τώρα γι αυτό ο Λευτέρης; Θα του άρεσε; Κι όταν ο Λευτέρης έφυγε από τη ζωή, είπα: Τώρα ποιο μέτρο σύγκρισης θα έχω; Ήταν και είναι για μένα ο δάσκαλός μου.
Να λοιπόν γιατί δεν μπορεί να καλυφθεί το κενό που άφησε πίσω του… Γιατί ήταν ιδιοφυής σε σχέση με το θέατρο. Δεν έχω ακούσει κανέναν άλλο άνθρωπο να μιλάει για παραστάσεις, για το θέατρο ή για την υποκριτική με ένα τρόπο τόσο βιωματικό όσο ο Λευτέρης. Ο ίδιος μπορεί να έκανε και λάθη, ή να έκανε και μια παράσταση που να μην είναι στο ύψος των άλλων. Δεν έχει σημασία. Ο στόχος του όμως ήταν η παράσταση που θα κάνει να αγγίζει μια βαθιά χορδή εκπαιδευμένης ψυχής. Και ήξερε πολύ καλά τι σημαίνει εκπαίδευση, τι σημαίνει καλλιέργεια και τι σημαίνει ψυχή. Ο Λευτέρης δεν ήθελε να ξεχωρίσει την παράσταση από τη ψυχή της.
Θυμάμαι πολύ καλά αυτές τις παραστάσεις. Όμως σε θυμάμαι και σε μια άλλη, που ανήκει σε αυτές που, από όσο θέατρο έχω δει στη ζωή μου, δεν θα ξεχάσω ποτέ: το Σε φιλώ, Χέρμπερτ του Άχτερνμπους. Οριακό σημείο για μένα. Δεν το πιστεύω… Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαίρομαι που το έχεις δει. Κι εγώ νομίζω πως ίσως είναι ένα από τα τρία καλύτερα πράγματα που έχω κάνει στη ζωή μου. Και μια πολύ καλή συνεργασία με το Νίκο Μαστοράκη, που με τιμά. Τον εκτιμώ πάρα πολύ. Ήταν η δεύτερή του σκηνοθεσία. Ήμασταν μαζί, ως ηθοποιοί κι οι δύο, στο Γλάρο του Γιούρι Λιουμπίμοφ – είχα κι αυτή την ευτυχία. Αμέσως μετά, ο Νίκος σκηνοθέτησε αυτό. Μια γυναίκα από τα 17 της μέχρι τα 57 που αυτοκτόνησε, πώς διατρέχει τη ζωή της και ποιες είναι οι σχέσεις της με την αδελφή και με το γιο της, αποσπασματικά, με κάποια θραύσματα μνήμης. Σε μετάφραση Γιώργου Δεπάστα. Εξαιρετική μνήμη μού ξύπνησες…
Μέχρι να ακουστεί ο λυτρωτικός πυροβολισμός, όπως έλεγε το κείμενο… Πώς προσεγγίζει κανείς ένα τέτοιο χαρακτήρα; Δεν ξέρω αν θα το πιστέψεις. Υπάρχουν μερικοί ρόλοι, ανεξάρτητα του πόσο δύσκολοι είναι – γιατί, όπως θυμάσαι, είχε γέννες, θανάτους, αυτοκτονίες, ρήξεις με το γιο… – που απλά είναι φτιαγμένοι για σένα. Αυτός ο ρόλος ήταν για μένα. Μου ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο να τον ενσαρκώσω. Αυτός, η Ροζαλία Κανδύλη από το Βίρα τις Άγκυρες… Ήταν δυο-τρία πράγματα που έγιναν χωρίς καμία προσπάθεια. Χρησιμοποίησα, βέβαια, όλα τα εκφραστικά μου μέσα και όλη την άσκηση που γνώριζα από όλη τη διάρκεια της ζωής μου. Αλλά δεν χρειάστηκε να σκεφτώ. Το σώμα μου ήξερε πού να πάει το ρόλο.
Έχω μια απορία. Όσοι από εμάς είχαν την τύχη να σε έχουν δει σε όλα αυτά, σε γνωρίζουμε ως κατεξοχήν θεατρική ηθοποιό. Από την άλλη, υπάρχει μια μερίδα κοινού που σε γνωρίζει αποκλειστικά από την τηλεόραση. Πώς το εισπράττεις αυτό; Θα έλεγα, με ένα συγκεκριμένο ρόλο. Έχω κάνει ελάχιστη τηλεόραση. Απλώς ο ρόλος μου στο συγκεκριμένο σήριαλ (Σ. Σ. Το Καφέ της Χαράς) ήταν πάρα πολύ χαρακτηριστικός, και το σήριαλ τρομερά δημοφιλές. Οι άνθρωποι που δεν πηγαίνουν στο θέατρο είναι λογικό να με ξέρουν από εκεί. Αλλά είναι αλήθεια πως η τηλεόραση δεν αντιπροσωπεύει για μένα παρά ένα ελάχιστο και εντελώς περιστασιακό κομμάτι της δουλειάς μου στην υποκριτική τέχνη. Δεν έχω καμία σχέση με την τηλεόραση. Οι μαθητές μου έχουν κάνει πολύ περισσότερα σήριαλ από μένα.
Μου έχεις αναφέρει αρκετές φορές τους μαθητές σου. Τι είναι για σένα η διδασκαλία; Διδάσκω από το 2006. Δεν είναι ό,τι αγαπώ περισσότερο να κάνω – προτιμώ να κάνω θέατρο. Αυτό που μου αρέσει πιο πολύ στη διδασκαλία, είναι ότι αποκτώ φίλους μέσα από αυτή. Τα τελευταία τρία χρόνια είμαι υπεύθυνη του θεατρικού τμήματος του δήμου Χαϊδαρίου. Αυτό είναι πολύ γλυκό, γιατί εδώ όπως βλέπεις είμαστε ένα προάστιο. Έχω 17-20 μαθητές, συναντάω μια φίλη, πίνουμε έναν καφέ, το βράδυ πάμε σε ένα μπαρ ή στο μαγαζί ενός άλλου φίλου… Υπάρχει δηλαδή μια διαρκής ζύμωση με τους ανθρώπους. Στη σχολή Βεάκη δίδασκα εννέα χρόνια, και σιγά-σιγά βλέπω τους μαθητές μου να αρχίζουν να μπαίνουν στο χώρο του θεάτρου, να συνεργαζόμαστε… Αυτό κυρίως μου αρέσει. Γιατί, για να σου πω την πάσα αλήθεια, δεν πιστεύω ότι κάποιος μπορεί να γίνει ηθοποιός εξ αιτίας ενός καλού δασκάλου. Μπορεί να πάρει από εκείνον έναν ωραίο δρόμο, ή να καταλάβει πόσο δύσκολο είναι να ακολουθήσεις αυτή την τέχνη αν δεν μοχθήσεις πάρα πολύ. Μπορεί να πάρει κάποιες τεχνικές. Αλλά να γίνεις καλός ηθοποιός επειδή είχες καλό δάσκαλο, δεν γίνεται.
Μιλάμε για το τριετές σεμινάριο του Λευτέρη για την Αντιγόνη και τους 11 μήνες πρόβα στον Κατσούρμπο, κι όλα αυτά μέσα σε ένα τοπίο όπου άνθρωποι κάνουν τρεις και τέσσερις παραστάσεις μέσα σε ένα χρόνο. Όταν έχει κανείς προσλαμβάνουσες όπως οι δικές σου, πώς επιβιώνει μέσα σε αυτή την κατάσταση; Κοίταξε: δεν θα γίνω εγώ η κακιά που θα πει πως δεν γίνεται να τελειώνουμε όλοι μια σχολή και μετά να κάνουμε παραστάσεις. Όμως πρέπει να σου πω πως αυτό δεν ονομάζεται πια πολυφωνία, αλλά κατακερματισμός. Δεν μπορεί κανείς να απαγορεύσει σε κάποιον να εκφραστεί και να νομίζει πως αυτό που κάνει είναι σημαντικό – όπως το νομίζω κι εγώ για μένα, ενώ κάποιος άλλος μπορεί να μην το νομίζει. Αλλά κάποια στιγμή δεν πρέπει να υπάρξει σύνεση; Είναι αναγκαίο κάτι που θα κάνεις τελειώνοντας τη σχολή να γίνεται με όρους επαγγελματικούς και με εισιτήριο; Δεν είναι καλύτερα να αποκτήσει πρώτα μια εμπειρία, έστω και περιφερειακή, και μετά από μια μαθητεία να νιώσει πιο σίγουρος γι αυτό που κάνει; Δεν ξέρω. Μπορεί να υπάρχουν και μεγάλα ταλέντα, και να μπορούν να κάνουν αμέσως μετά τη σχολή θεσπέσια πράγματα. Όμως προς το παρόν έχω την αίσθηση πως αυτό ο τεράστιος αριθμός παραστάσεων δεν χρειάζεται να είναι με εισιτήριο, ας είναι και κάποιες για φίους – γιατί συντηρούνται κι από φίλους.
Εδώ και κάποια χρόνια έχεις επιλέξει να σκηνοθετείς. Δεκαπέντε.
Πώς το αποφάσισες; Από τότε μέχρι σήμερα, δεν έχω αλλάξει τον τρόπο που σκέφτομαι σε σχέση με τη σκηνοθεσία. Σκηνοθετώ μόνο όταν ένα έργο ζωντανεύει στο μυαλό μου. Πρώτα ζωντάνεψε το Γαμήλιο Εμβατήριο, που είναι μια από τις καλύτερες δουλείες που έχω κάνει σκηνοθετικά, το έκανα με έντεκα ηθοποιούς. Επίσης μου βγήκε πολύ φυσικά. Έκτοτε, όταν υπάρχει κάτι που ονειρεύομαι να το κάνω, τότε μόνο σκηνοθετώ. Όταν έκανα σκηνοθεσία σε ένα έργο που δεν επέλεξα, αλλά μου προτάθηκε, το Tattooland του Μηνά Βιντιάδη, πάλι η ατμόσφαιρα του έργου μίλησε στα μύχια της καρδιάς μου και το έκανα. Και κλασικά έργα πάλι έχω κάνει αυτά που ονειρεύομαι, όπως την Ιφιγένεια εν Ταύροις, για την οποία είχα από χρόνια μια εικόνα στο μυαλό μου. Σκέψου ότι με το μονόλογο της Ιφιγένειας, την οποία ανέβασα το ’13, είχα δώσει οντισιόν στον Λιουμπίμοφ το 1994.
Στις περιπτώσεις που σκηνοθετείς και παίζεις ταυτόχρονα, αισθάνεσαι ποτέ ότι μπορεί να αδικείς τον εαυτό σου ως ηθοποιό επειδή, έχοντας τη ευθύνη ολόκληρης της παράστασης, δεν έχεις όλο το χρόνο να αφοσιωθείς στο δικό σου ρόλο; Όχι, γιατί δεν θα ανέβαινα ποτέ στη σκηνή ανέτοιμη ως ηθοποιός. Αλλά αισθάνομαι ότι κάποια φορά μπορεί να αδικώ το ρόλο τον οποίο παίζω. Όχι εμένα, αλλά το ρόλο μου: ότι αν τον έπαιζε μια άλλη κοπέλα, θα μπορούσα να τη καθοδηγήσω να κάνει πράγματα πιο καίρια. Νομίζω όμως πως μέχρι τώρα τα έχω καταφέρει. Αν όμως ξανακάνω, για παράδειγμα, την Ιφιγένεια εν Ταύροις, το πρώτο χορικό θα το αλλάξω.
Από τον τρόπο που σκηνοθετείς, θα έλεγα ότι σε ενδιαφέρει μάλλον το κλασικό θέατρο. Ναι. Σωστά το σκέφτεσαι. Παρόλο που οι επιλογες μου δεν είναι ως επί το πλείστον κλασικές. Αλλά ναι, πράγματι.
Όχι ως ρεπερτόριο, ως προσέγγιση. Ναι. Είναι περίεργο που το κατάλαβες. Γιατί αν εξαιρέσεις την αρχαία τραγωδία, τα υπόλοιπα έργα που έχω σκηνοθετήσει δεν είναι ακριβώς κλασικό θέατρο. Αλλά ναι, αυτή είναι και η καταβολή μου, και ο στόχος μου. Και πολλές φορές θέλω να ξεκουραστώ μέσα από ένα κλασικό κείμενο. Να πάρω έναν Ίψεν και να πω: δεν θέλω να κόψω, να προσθέσω ή να αλλάξω τίποτα. Θέλω να πάω με αυτό το υπέροχο ποτάμι το ορμητικό, μαζί του μέχρι το τέλος. Αλλά ακόμα δεν έχει έρθει η στιγμή που θα το κάνω.
Τις Επικίνδυνες Μαγειρικές πώς τις διάλεξες; Με τιμά με τη φιλία του ο Ανδρέας Στάικος. Συζητούσαμε λοιπόν για τις Επικίνδυνες Μαγειρικές και μου έλεγε πως έχουν ανέβει σε διάφορα μέρη του κόσμου, στην Κομεντί Φρανσέζ, κι ότι η Miramax κράτησε τα δικαιώματα για τέσσερα χρόνια για να το παίξουν ο Τζων Μάλκοβιτς κι ο Τζέρεμι Άιρονς, αλλά δεν βρήκαν την κατάλληλη πρωταγωνίστρια. Κι όταν τον ρώτησα πότε ανέβηκε στην Ελλάδα, μου είπε το 2002. Έτσι μου μπήκε η ιδέα να το ανεβάσω. Έκανα μια αίτηση στο ΥΠΠΟ για επιχορήγηση, ο Ανδρέας ξαναέγραψε το ρόλο από την αρχή, πρόσθεσε το ρόλο του Κωνσταντίνου Τζούμα που δεν υπήρχε στην αρχική έκδοση, και προχωρήσαμε. Και τελικά ήταν πολύ επιτυχής επιλογή. Όλοι το χαρήκαμε πάρα πολύ.
Έχεις ήδη επόμενο σχέδιο; Πολλά, στο μυαλό μου. Είναι σαν γέννα αυτό το πράγμα. Εγκυμονείς κάτι και θέλει να βγει, δεν μπορείς να το καταπιείς. Όμως για να συμβεί αυτό χρειάζονται διάφορα πεζά και καθόλου ιδεαλιστικά μέσα, όπως, ας πούμε χρήματα. Δεν μπορώ να αναλάβω και πάλι μια παραγωγή. Έχω όμως πολλά σχέδια στο μυαλό μου. Κι εφικτά πράγματα, όχι μόνο μεγαλεπήβολα. Αλλά μέχρι να τελειώσουν οι Επικίνδυνες Μαγειρικές θα κάτσω λίγο ήσυχη!
Ένα όνειρο μεγαλεπήβολο δεν θα μου πεις; Ναι. Υπάρχει ένα έργο του τσέχου Κάρελ Τσάπεκ, που λέγεται Το Μυστικό της Υπόθεσης Μακρόπουλος, το οποίο ήταν θεατρικό πριν γίνει όπερα. Εγώ θέλω να ανεβάσω το θεατρικό – με κάποια τραγούδια, ας μην το πω μιούζικαλ. Αυτό το προσπαθώ από το 2000. Του χρόνου θα κλείσω είκοσι χρόνια άκαρπης προσπάθειας!
Θα ευχηθώ να πραγματοποιηθεί σε εύλογο διάστημα, αν και ο πρωταγωνιστικός ρόλος επιτρέπει να γίνει και σε 120 χρόνια! (Γέλια).Αρκεί να φαίνεσαι πάντα 37 χρονών! Καλά, ας φαίνεσαι και 57, δεν πειράζει…