Φωτογραφίες; Σοφία Μανώλη
Όσοι είχαν δει στο Φεστιβάλ Αθηνών του 2016 το A kind of fierce της πρωτοεμφανιζόμενης τότε Κατερίνας Ανδρέου, σίγουρα δεν μπόρεσαν να το ξεχάσουν. Η απρόσμενη ωριμότητα της χορεύτριας και χορογράφου, η ακρίβειά της, το μελετημένα ανέκφραστο του προσώπου της και η αίσθηση μιας κίνησης που πάντα ματαιώνεται την τελευταία στιγμή, μιας λέξης που τελικώς δεν λέγεται, μιας κραυγής που καταπνίγεται, χάριζαν στο θεατή εντυπώσεις ανεξίτηλες. Πέντε χρόνια αργότερα, μετά το πανίσχυρο BSTRD και το μέχρι πρόσφατα εν εξελίξει Zeppelin Bend , η Ανδρέου επανέρχεται στην Αθήνα στα πλαίσια του MIR Festival με το Rave to lament, μια ανάθεση του φεστιβάλ που την οδηγεί για πρώτη φορά σε μια περφόρμανς σε ανοιχτό, φυσικό χώρο.
Η Κατερίνα Ανδρέου ζει και εργάζεται στη Γαλλία: έχοντας μπει επαγγελματικά στο χώρο του σύγχρονου χορού σε ηλικία μεγαλύτερη του συνήθους, προφανώς διαισθάνθηκε πως δεν είχε μπροστά της τις δεκαετίες που πήρε, για παράδειγμα, στον Δημήτρη Παπαϊωάννου για να σπάσει τα σύνορα της Ελλάδας και να γνωρίσει διθυραμβικές κριτικές όπως αυτές που ήρθαν πρόσφατα από τη Λυών για τη νέα του δημιουργία. Δεν κάνω τυχαία την αναφορά: πιστεύω βαθιά πως πρόκειται για μια δημιουργό που θα συνεχίσει να μας απασχολεί τα επόμενα χρόνια με έργα εξαιρετικά σημαντικά, και που το όνομά της θα γίνει γνωστό σε όλους. Συγκρατείστε το από τώρα, και μη χάσετε επ’ ουδενί το Rave to lament.
Ας ξεκινήσουμε από το Rave to Lament. Φαινομενικά είναι δύο στοιχεία αντίρροπα. Η αίσθηση που έχει κανείς από ένα rave είναι μια χαρά που δεν θέλουμε να έχει τέλος. Συνειρμικά ήρθαν ο τίτλος και το θέμα. Κάποιες φορές ξεκινάω από τίτλους και το θέμα έρχεται μαζί. Κατ’ αρχάς ήταν μια ανάθεση του MIR Festival. Η συνθήκη του επείγοντος επηρέασε πολύ τη σκέψη μου πάνω σε αυτό που θα παρουσίαζα. Υπάρχει πάντα μια πορεία για ένα κομμάτι που προετοιμάζεται καιρό, μια διαδικασία ωρίμανσης του θέματος, μιας σκέψης, μια δουλειά εμπειρική. Για το MIR ήξερα εξ αρχής ότι δεν θα υπήρχε. Όταν μου προτάθηκε από τη Χριστιάνα Γαλανοπούλου να είμαι στο φεστιβάλ, ήρθε πολύ γρήγορα η ιδέα να είμαι σε διάλογο με κάποιον από την Αθήνα. Εκείνη μου πρότεινε τον Voltnoi. Κατευθείαν λοιπόν η μουσική κουλτούρα ήταν πολύ παρούσα. Ήμουν ήδη σε ένα ρεύμα, προσωπικό και συλλογικό – υπήρχε ήδη ο covid στο τοπίο – όπου ένιωθα πως βιώνω μια στενοχώρια πολύ βαθιά. Τόσο βαθιά που ένιωθα ότι μάλλον δεν μου ανήκει, ότι δεν είναι μόνο προσωπική, αλλά είναι σχεδόν σαν μετεωρολογικό φαινόμενο. Και μέσα από αυτή τη θλίψη, η μόνη πρακτική που σκεφτόμουν είναι το μοιρολόι, που είναι καθαρτήριο -και που είναι επίσης μία παράσταση. Είχα μια επιθυμία να συνεχίσω τη δουλειά μέσα από αυτό το πρίσμα. Όχι μόνο αυτό το πρότζεκτ, αλλά τη δουλειά μου γενικότερα. Συνήθως το συναίσθημα το αποκλείω από τη διαδικασία.
Ενδιαφέρουσα επιλογή… Η μέθοδός μου είναι συνήθως εμπειρική μέσα από σωματική διαδικασία. Αυτή τη φορά όμως είπα ότι θα το βάλω στη μέση το συναίσθημα, θα το αφήσω να κάνει αντίλαλο. Δημιουργήθηκαν διάφορα πρότζεκτ, ένα από τα οποία θεώρησα καλό να το διοχετεύσω στη συγκεκριμένη περφόρμανς για το MIR, η οποία θα είναι πιο εφήμερη, σε δημόσιο χώρο –πολύ διαφορετική συνθήκη από αυτή που έχω συνηθίσει. Ο δημόσιος χώρος κι ο διάλογος με τον Voltnoi που είναι μουσικός παραγωγός κι έχει εμπειρία από τη μουσική σκηνή της Αθήνας, με οδήγησε στη rave. Ήταν δύο πόλοι διαφορετικοί, τους οποίους ένωσα μέσα από το χορό: η εμμονική στάση του χορού όπως στην κουλτούρα του rave, και η έντονη επιθυμία της απόσυρσης -να αποσυρθείς από μια πραγματικότητα ή από ένα Τώρα, και να ζήσεις ένα άλλο Τώρα. Δεν το βρίσκω θλιβερό από μόνο του, αλλά μου φαινόταν πως περιέχει μια αγωνία, η οποία μου θύμιζε τη θλίψη που περνούσα και περνάω ακόμη. Μέσα από την έρευνα, μου έκανε ακόμα πιο πολύ κλικ, γιατί όλη αυτή η φεστιβαλική διάσταση του rave έχει κι ένα σκοτάδι. Αυτό εμφανίστηκε και πρακτικά στη rave όταν άρχισε να μπαίνει η αστυνομία στα πάρτυ, ή όταν άρχισε το αντίτιμο να είναι υψηλό και δεν ήταν πια εύκολο να μπεις. Υπάρχει μια ένταση ανάμεσα σε αυτό που το σώμα και το μυαλό αναζητά σαν πεδίο ελευθερίας και σε αυτό που πρακτικά μπορεί να γίνει για να ασκηθεί αυτή η ελευθερία. Οι ravers λένε μια πολύ ωραία φράση -υπάρχει και στο κείμενο που προβάλλεται στην παράσταση: It takes two to tango, but one to techno! Έχει αυτή τη μοναχικότητα ο χορός της techno, της rave. Είναι ένα είδος κοινωνικού χορού γιατί βρίσκεσαι με άλλους, αλλά ταυτόχρονα δεν είσαι σε συνεχή σύνδεσμο με τον άλλον. Μπορεί να βιώσεις μια τέτοια συνθήκη πολύ μοναχικά και ταυτόχρονα πολύ μαζικά. Δεν είναι σαν το τάνγκο, το φολκλόρ και τα υπόλοιπα. Νομίζω πως προέκυψε από τον τρόπο που άρχισε να οργανώνεται η κοινωνία από το ’90 και μετά. Και η μουσική άρχισε να οργανώνεται γύρω από αυτό το μοναχικό beat που μπορεί να σε βάλει σε ένα τούνελ όπου είναι και ο άλλος συνοδοιπόρος, χωρίς απαραίτητα να είστε συνέχεια μαζί. Αυτή η θλίψη ταιριάζει και με τη συνθήκη του «είμαι με άλλους αλλά είμαι κυρίως μόνος μου». Έτσι είχα αυτό το συνειρμό. Κι όλα αυτά τα λέω χωρίς να έχω πάει ποτέ σε free party, χωρίς να έχω βρεθεί ποτέ σε rave συνθήκη, κάτι που θα μπορούσε κάποιος να το θεωρήσει μη ειλικρινές. Εμένα με ενδιέφερε πως ακόμη και στη διαδικασία έρευνας και την επιθυμία να προσεγγίσω ένα τέτοιο φαινόμενο, είμαι μόνη μου. Μπορεί να είμαι στο πλαίσιο ενός φεστιβάλ, με ένα κοινό που θα έρθει να με δει, αλλά όπως βιώνω πάρα πολλά πράγματα σήμερα στη ζωή μου μόνη μου, βιώνω και τη διαδικασία αυτής της παράστασης και των επόμενων που θα έρθουν. Έχει το στοιχείο του «είμαι μόνος μου ενώ αυτό που θέλω είναι να είμαι μαζί με άλλους». Χορεύω μόνη μου ενώ η επιθυμία θα ήταν να χορεύουμε όλοι μαζί. Είναι κάτι που σχεδόν δεν ξέρω πώς να το ξεπεράσω. Έχω την τάση, αλλά δεν ξέρω πώς να βγω από αυτό το τέλμα.
Όπως το λέει ο Φόκνερ: Ανάμεσα στο τίποτα και τη θλίψη, διάλεξα τη θλίψη. Νομίζω ότι η θλίψη είναι πολύ δημιουργική, μπορεί να παραγάγει πολλά. Είναι πολύ προσωπικά τώρα όλα αυτά… Αλλά και στο A Kind of fierce, και στο BSTRD, ακόμα και στο Zeppelin bend που είμαι με κάποιον άλλο, αυτό που με ωθεί πολύ είναι το ότι είμαι μόνη μου με όλη αυτή την επιθυμία. Είναι πολύ δύσκολη η βαθιά σύνδεση με τους άλλους. Το θέατρο το επιτρέπει αυτό για μια στιγμή, είναι πολύ εφήμερο, το ίδιο και η rave.
Είπες ότι συνήθως στη διαδικασία σου το συναίσθημα το αποκλείεις. Γιατί αυτή η επιλογή; Μάλλον με τρομάζει το να το πάρω σαν βάση δουλειάς. Το αφήνω να υπάρχει εκεί. Είμαι κυρίως σόλο περφόρμερ, οπότε το πώς δρω κα αντιδρώ επί σκηνής και με όλους γύρω μου, με βάζει σε μια διαδικασία όπου δεν μπορώ να είμαι μόνο εγκεφαλική, πρέπει να εμπιστευτώ πάρα πολύ το συναίσθημα και τη στιγμή. Παρόλα αυτά, όταν αρχίζω και δουλεύω, χωρίς να λέω ότι το αποκλείω γενικότερα, με τρομάζει να το αφήσω σαν βάση. Ίσως είναι μια τάση να αποφύγω αυτό που μπορεί να με οδηγήσει σε κάτι πολύ προσωπικό στη φόρμα ή στην έκφρασή του. Αν το αφήσω να πάρει το πάνω χέρι, νομίζω η πρόσβαση που μπορεί να έχει κάποιος στην αδυναμία μου είναι μικρότερη. Δίνω περισσότερη πρόσβαση σε ό,τι μου διαφεύγει όταν αφήνω το συναίσθημα να υπάρχει, αλλά δεν βασίζομαι σε αυτό για να δουλέψω. Δουλεύω αρκετά συνειρμικά ωστόσο, οπότε δεν μπορώ να πω ότι το συναίσθημα δεν εισχωρεί. Γιατί οι συνειρμοί προκύπτουν και από το συναίσθημα. Και το rave με το lament είναι ένας συνειρμός περισσότερο από κόνσεπτ.
Το μεγάλο δίδαγμα των σουρρεαλιστών! Δεν ξέρω πόσο σουρρεαλιστική θα βρεις την παράσταση! Σουρρεαλισμός είναι όλη μας η ζωή, έτσι δεν είναι; Για μένα και το θέατρο από μόνο του είναι συχνά σουρρεαλιστικό σαν συνθήκη.
Εννοείται. Μιλάμε για ρεαλισμό όταν η ίδια η θέα από το παράθυρό μας δεν έχει καμία λογική συνέπεια. Το σκέφτομαι πολλές φορές όταν προετοιμάζομαι πριν από μια παράσταση. Υπάρχουν άνθρωποι γύρω σου που δουλεύουν για πολύ χρόνο για να στήσουν φώτα, να κάνουν τη μουσική, να είναι έτοιμος ένας χώρος για να δεχτεί διακόσια ή τριακόσια άτομα. Η στιγμή πριν την παράσταση εμένα μου φαίνεται τρομερά σουρρεαλιστική. Όταν σκέφτεσαι πώς είσαι εσύ σαν άνθρωπος στη ζωή σου, τι συμβαίνει στον κόσμο γενικά εκείνη την ώρα, όταν πάρεις αυτή την απόσταση την ώρα που περιμένεις το κοινό να μπει, πολλές φορές σκέφτομαι ότι είμαστε στο μεταίχμιο μιας άλλης πραγματικότητας. Όχι πως δεν είναι πραγματικότητα κι αυτό, ό,τι κάνουμε είναι, απλώς είναι πάρα πολύ σουρρεαλιστική στιγμή. Θα έρθει κόσμος που δεν τον ξέρω, εγώ θα είμαι 100% πιο πολύ από ότι είμαι στην καθημερινή μου ζωή, κι όλη αύτη η προετοιμασία γίνεται για μία ώρα όπου θα γίνει ένα μπαμ και μετά θα ξαναχαθούμε. Μου φαίνεται αρκετά σουρρεαλιστικό αυτό το φαινόμενο. και όσο πιο πολύ δουλεύω, τόσο πιο πολύ μου φαίνεται ότι το θέατρο ως συνθήκη εκεί υπάγεται. Από την άλλη, μου αρέσει. Είναι σαν παιχνίδι. Σαν ένα μέρος όπου μπορούμε να παίξουμε επιτέλους.
Αλήθεια, πώς βρέθηκες στο χορό και πώς αποφάσισες να φύγεις στη Γαλλία; Εγώ ήμουνα δικηγόρος! Έκανα πάντα χορό και μουσική. Έκανα κλασικό πιάνο 18 χρόνια. Κάποια στιγμή, όταν είπα ότι δεν θέλω άλλη κλασική παιδεία, προσπάθησα να το γυρίσω στη bebop. Λες και η τζαζ δεν είναι πια κλασική παιδεία κι αυτή! Μετά κατάλαβα τι σημαίνει ελεύθερος αυτοσχεδιασμός. Δυσκολεύτηκα πάρα πολύ στο πιάνο, ενώ στο χορό ήταν λίγο πιο απλό. Με το σώμα μπορούσα πιο εύκολα, δεν μπορώ να πω να ξεμάθω, αλλά να αποποιηθώ κάποια πράγματα. Άρχισα το χορό πριν το σχολείο. Η σχολή χορού ήταν για μένα το σπίτι μου. Το δικό μου σπίτι, γιατί το άλλο σπίτι ήταν το οικογενειακό -δεν είναι το ίδιο. Οπότε είχα από πολύ μικρή ένα σπίτι για μένα. Λίγο τυφλά, ακολουθώντας την πορεία ενός καλού μαθητή που θα μπορούσε να έχει ένα ισχυρό δίπλωμα, μπήκα στη Νομική ακολουθώντας την παράδοση της οικογένειας. Την τελείωσα, έκανα την άσκηση. Κατά τη διάρκεια αυτών είπα: τώρα μπορώ να ενηλικιωθώ και να κάνω σύγχρονο χορό, αφρικάνικο, κλακέτες, ό,τι υπήρχε- άρχισα να τρώω από όλα τα πιάτα. Μου άρεσε πολύ ο αυτοσχεδιασμός. Γνώρισα τη Σταυρούλα Σιάμου, που ήταν μεγάλος μέντορας στη ζωή μου γενικότερα. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι θα το μετανιώσω αν δεν προσπαθήσω να κάνω κάτι και με το χορό -αφήνοντας και το δικηγοριλίκι από δίπλα να υπάρχει. Είχα την τύχη – εκείνη την περίοδο δεν ήξερα αν ήταν τύχη ή ατυχία – να μπω στην Κρατική Σχολή χωρίς προετοιμασία. Ήμουν αρκετά μεγάλη, 25 χρονών, αλλά παρόλα αυτά μπήκα! Εγώ πήγα εκεί για να ανοίξω μια σχολή χορού και να κάνω μαθήματα σε μικρά παιδιά, στην περιφέρεια της Αττικής, ίσα-ίσα για να γλυτώσω από το πελατειακό σύστημα που είχε η δικηγορία. Εκείνη την περίοδο δεν ήθελα να μιλάω πολύ για αξίες, γιατί ακόμη δεν καταλάβαινα και τη δικιά μου ταυτότητα, αλλά έλεγα ότι δεν θα είμαι καλή. Τελείωσε. Δεν είμαι καλή, δεν θα κερδίζω χρήματα, δεν θα έχω πελάτες! Οπότε σίγουρα δεν πρέπει να πάω προς τα εκεί. Νομίζω τώρα ότι ήταν θέμα σύγκρουσης αξιών. Απλά τότε ακόμη φοβόμουν να έχω θέσεις πάρα πολύ δυνατές… Έκανα τα τρία χρόνια της σχολής, και μετά ήθελα κι άλλα! Άρχισα να θέλω να χορέψω πάνω στη σκηνή πιο πολύ, να χορογραφώ… Δεν μιλούσα για χορογραφία, πιο πολύ ήθελα να ακούσω τη μουσική που θέλω, να φτιάξω τον ήχο, να έχω την παρουσία που θέλω, να ορίζω τη συνθήκη περισσότερο. .
Ήθελα να μάθω, να δω τι άλλο γίνεται, κι αυτό ήταν έξω, στη Δύση. Ένιωθα πως βρίσκομαι στην Ανατολή μάλλον. Δεν ήθελα να πάω Βέλγιο γιατί ήταν πολύς κόσμος, ούτε Βερολίνο γιατί όλοι πήγαιναν εκεί. Ήθελα να πάω κάπου που δεν ξέρω. Διάλεξα τη Γαλλία, χωρίς να ξέρω πολλά για τη γαλλική σκηνή. Όσο πιο πολύ με τρόμαζε αυτό, τόσο πιο πολύ μου φαινόταν πρόκληση. Να καταλάβω γιατί κάνουν αυτά που κάνουν, γιατί δεν χορεύουν στην σκηνή, γιατί είναι στη σιωπή όλη την ώρα. Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση τι τους ενθουσιάζει. Ενώ δεν μπορούσα ακόμα να ενθουσιαστώ, καταλάβαινα ότι κάτι άλλο συμβαίνει. Έτσι λοιπόν πήγα στο master ΕSSAI στην Angers και εκεί βρέθηκα σε ένα γκρουπ 20 ατόμων, όπου ήμουν η μόνη χορεύτρια. Όλοι ερχόντουσαν από Καλών Τεχνών ή σινεμά, art deco, performance. Αρχικά, δεν καταλάβαινα καθόλου πως δουλεύουν ή τι τους ενδιαφέρει. Εκεί ήρθε το πρώτο πολιτισμικό σοκ, το οποίο, βέβαια, ήταν αυτό ακριβώς που επιθυμούσα. Ήθελα να ζήσω ένα σοκ, το οποίο μέχρι τα 28 μου δεν το έβρισκα. Με αποσταθεροποίησε πάρα πολύ όλη αυτή η εμπειρία, αλλά ήξερα ότι θα με κάνει πιο δυνατή, ότι ίσως θα καταλάβαινα κι εγώ τι θέλω. Σαν να έπρεπε να δω το διαφορετικό για να καταλάβω τη δική μου ταυτότητα. Έκανα λοιπόν αυτά τα δύο χρόνια, μιλώντας πολύ για αφαίρεση στη χορογραφία και ανέπτυξα μια έντονη έλξη για το performance, που δεν μπορείς να το βάλεις ούτε στο θέατρο, ούτε στο χορό. Δεν έχω καταφέρει ακόμη να φτάσω αυτό που πάντα ονειρευόμουν, την πιο υβριδική μορφή. Τα μέσα που χρησιμοποιώ, ο ήχος και το σώμα, παραμένουν πάρα πολύ στιβαρά, αλλά προσπαθώ χρησιμοποιώντας πάντα αυτά τα μέσα, να δω, όχι ακριβώς πώς μπορώ να κάνω αποδόμηση, αλλά ποια είναι η ταυτότητά μου. Ακόμη εκεί είμαι! Στην έρευνα.
Πώς αποφάσισες να παραμείνεις στη Γαλλία; Αρχικά, όταν τελείωσα το μεταπτυχιακό, η ιδέα ήταν να επιστρέψω στην Αθήνα. Γύρισα το καλοκαίρι και τρόμαξα- δεν μπορώ να σου πω γιατί. Φοβήθηκα ίσως το ότι δεν είχα προλάβει ακόμα να καταλάβω 100% τι θέλω από το χορό, από την τέχνη γενικότερα. Φοβήθηκα, ότι θα απορροφηθώ γρήγορα σε κάποιες συνήθειες. Ήθελα κι άλλο από το σοκ, από αυτό που με κάνει να μην είμαι σίγουρη για τα πράγματα. Συνεργάστηκα λοιπόν με την DD Dorvillier, μία αμερικανίδα χορογράφο που ζει στη Γαλλία. Με ενδιέφερε να καταλάβω πώς συνθέτει, πώς βλέπει τον κόσμο μέσα από αυτό που κάνει. Έτσι έμεινα εκεί. Στη Γαλλία υπάρχει το στάτους του intermittent (σ.σ. εποχικού εργαζόμενου), που πρακτικά μου προσέφερε ένα επίδομα, και κατά συνέπεια μια πολύ σταθερή οικονομική βάση, η οποία μου επέτρεπε να έχω το χρόνο να συνεχίζω την έρευνά μου, χωρίς παραγωγές ακόμα, χωρίς μεγάλες φιλοδοξίες. Εκεί προέκυψε το A kind of fierce, από εργαστήρια που κάποιος είδε και μου είπε να τα κάνω παράσταση. Για εμένα δεν ήταν κομμάτι, ήταν μια έρευνα που συνεχιζόταν και κάποια στιγμή πήρε μία φόρμα γιατί παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών.
Γενικά, το τι μ’ αρέσει, πώς έχω δουλέψει σαν performer και το τι προτείνω, δεν είναι τόσο εύκολο να συνδεθούν Ίσως γι΄αυτό θέλω χρόνο. Σαν να μου αρέσουν πολλά και το βαρόμετρο πηγαινοέρχεται μέχρι να σταθεροποιηθεί κάπου. Κάθε έργο που προτείνω, είναι, νομίζω, ένα λιθαράκι σε ένα κτίσμα που θα δω κάποια στιγμή. Είναι δαιδαλώδης για εμένα η διαδικασία της δημιουργίας. Νιώθω ότι περνάω περιπέτεια για να καταφέρω να κάνω κάτι που, στην τελική, μπορεί να είναι μία απλή χειρονομία, αλλά εγώ έχω περάσει από την Σκύλα και τη Χάρυβδη για να καταλάβω τι υπάρχει στην άλλη άκρη.
Όταν είχα δει το A kind of fierce, ένα από τα πρώτα πράγματα που μου είχαν περάσει από το μυαλό ως επιρροή, ήταν ο Μπέκετ. Ναι! Υπήρχε και αυτό το μικρόφωνο που δεν είχε ποτέ φωνή. Στο A kind of fierce πέρασα εννέα μήνες με πολύ μεγάλη έρευνα πάνω στη φωνή. Το μόνο που έκανα, ήταν να κουτουλήσω με το μέτωπο πάνω στο μικρόφωνο, γιατί στο τέλος δεν ήμουν ευχαριστημένη με τίποτα από το περιεχόμενο. Θεώρησα ότι η εμμονή μου να θέλω να φωνάξω στο μικρόφωνο, ήταν πιο σημαντική ως χειρονομία από αυτό που θα έλεγα. Ίσως, λοιπόν, έχεις δίκιο. Ίσως είμαι πολύ μπεκετική στη διαδικασία.
Δεν είναι συμπτωματικό ότι ο Μπέκετ έκανε μόνο μία ταινία στη ζωή του και αυτή ήταν με τον Buster Keaton. Ναι, ειδικά στο A kind of fierce ήταν πολύ έντονη η σωματικότητα που θύμιζε Buster Keaton. Δεν είναι ακριβώς συναίσθημα, όσο μία κατάσταση που μπορεί να βρεθώ ψυχοσωματικά: ο δισταγμός που είχα για αυτό το έργο, για το τι θέλω να κάνω και τι όχι, που συνδεόταν πολύ με την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν εκείνη την περίοδο, δημιούργησε αυτόν το δισταγμό στο σώμα μου και στην performance μου, η οποία βγαίνει και σαν φόρμα τελικά. Η διαφορά ωστόσο είναι ότι αυτό προέκυψε από το δισταγμό που είχα και ως δημιουργός. Να το πω, να μην το πω; Να κάτσω ή θα φανεί πολύ θεατρικό; Αυτός ο δισταγμός έγινε τελικά υλικό, και η θέληση να φύγω από αυτόν το δισταγμό έφερε τελικά τη δραματουργία. Γι΄αυτό λέω ότι το συναίσθημα ή μία κατάσταση στην οποία βρίσκομαι, τελικά αντηχεί, κάνει το όλο πράγμα να στέκεται, συγκροτεί τα πάντα. Απλώς, δεν είναι σαφές, ούτε συνειδητό εξ αρχής. Δεν είπα ποτέ ότι θα κάνω ένα έργο πάνω στο δισταγμό ή στη δυσκολία μου να πω κάτι. Ούτε θέλω να γίνει προσωπική ιστορία. Είναι πιο πολύ κάτι που περνάει μέσα από το σώμα. Νομίζω ότι το πώς συγκροτούμαι εγώ επί σκηνής, είναι ένα δραματουργικό στοιχείο που υπάρχει έντονα σε αυτό που προτείνω.
Το BSTRD ήταν διαφορετικό. Τι το γέννησε; Συνέχιζα να θέλω να ακουστώ, να ακουστώ δυνατά, πιο δυνατά και από μικρόφωνο. Εκείνη την εποχή, είχα αρχίσει να έχω μία τάση πιο μουσική. Από το A kind of fierce ήδη, είδα ότι η μουσική γραφή που είχα έδινε μια δραματουργία, και επειδή η παρουσίαση που πρότεινα ήθελα να είναι απλή για να μπορέσω να συγκροτηθώ και να είμαι δυνατή, κατευθείαν σκέφτηκα ότι ο χώρος πρέπει να είναι αρκετά εμβληματικός. Ήθελα, επίσης, να έχω ένα ηχοσύστημα, το οποίο να μπορεί, και μόνο σαν εικόνα, να προτείνει αυτή τη δύναμη, το ότι θέλω να ακουστώ δυνατά. Το βινύλιο ήθελα να πάρει όλο το περιεχόμενο, σαν να ήταν η δικιά μου φωνή σχεδόν, και έψαχνα να δω ποιο είναι το περισσότερο ομιλών σώμα επί σκηνής που θα μπορούσε να αντηχήσει μια τοποθέτηση, που εκείνη την περίοδο δεν ήξερα ποια ακριβώς ήταν. Τώρα ξέρω ότι ήταν η πολύ έντονη οργή που υπήρχε, η οποία οργή, όπως και η θλίψη, είναι αυτά που με κινούν. Είναι -και δεν το λέω καθόλου ψυχαναλυτικά- κάτι που για εμένα είναι κινητήριος δύναμη, είναι πολύ βαθιά. Όσο πιο πολύ παίρνω απόσταση από αυτήν, τόσο πιο πολύ χώρο της αφήνω να φανεί επί σκηνής. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του BSTRD, ενώ άρχισα με house dance, άλλαξε η τεχνική. Αυτό που προτείνω τελικά δεν είναι ακριβώς house, είναι ένας οργισμένος χορός που τεχνικά έχει πολλά στοιχεία που προέρχονται από αυτό. Η μοναχικότητα ήταν επίσης πάρα πολύ έντονη. Ξεκίνησε από μία συνθήκη κοινωνικού χορού. Ενώ ήταν μια διαδικασία η οποία έφερε μια δραματουργία -πολλοί ήχοι, πολλά σώματα- κάποια στιγμή άρχισα να παρατηρώ ότι η οργή αυτού του πρώτου σώματος κλωτσούσε όλα τα υπόλοιπα, δεν τα άφηνε να μπουν μέσα. Έδινε μια δομή πολύ κλασσική, είχα την εντύπωση ότι το impact που μπορεί να έχει αυτό που προτείνω, ήταν κάτι απλό και προέρχεται από ένα μόνο υλικό. Πήρα λοιπόν το ρίσκο, ενάμιση μήνα πριν την παράσταση, να τα πετάξω όλα στα σκουπίδια και να πω: θέλω να χορέψω για 45 λεπτά πάνω σε αυτό το βινύλιο που έχω φτιάξει, και ό,τι άλλο υπάρχει μέσα να το συγκεντρώσω εκεί. Πρέπει να σου πω ότι είχα πολύ μεγάλο φόβο ότι το κοινό θα σηκωθεί και θα φύγει στα δέκα πρώτα λεπτά όταν καταλάβει ότι αυτό το μάρμαρο έχει πέσει στην σκηνή και δεν θα κουνηθεί. Ένιωθα ότι βάζω ένα κομμάτι μάρμαρο εκεί. Δεν είναι απλό για εμένα, είναι περίπλοκο. Αλλά είναι τόσο στιβαρό που δεν έχεις τι άλλο να περιμένεις, είναι αυτό που είναι.
Στο Zeppelin Bend δεν ήσουν μόνη, αλλά υπήρχε επί σκηνής κάτι σαν σωσίας. Έχει μετακινηθεί λίγο αυτό, είναι λιγότερο σωσίας. Η αλήθεια είναι ότι με εξέπληξε όταν έμαθα από λόγια τρίτων, συνεργατών και θεατών, ότι με τη Ναταλί Μάνδηλα μοιάζουμε τόσο πολύ. Γνωριζόμαστε χρόνια, μοιάζουμε κάπως, αλλά ποτέ κανένας δεν μας είχε πει ότι είμαστε σαν δίδυμες. Όταν αρχίσαμε και δουλεύαμε, βλέποντας τα βίντεο, δεν είδαμε ποτέ την ομοιότητα. Προέκυψε κάπως φορμαλιστικά, κάτι που έχει αλλάξει τώρα, γιατί δεν είμαστε πια ντυμένες ίδια. Δέχτηκα το feedback, αλλά δεν το ήθελα τόσο πολύ, οπότε έχουμε δουλέψει προς την κατεύθυνση του να στηριχτεί η ομοιότητα χωρίς να υπογραμμιστεί τόσο έντονα. Νομίζω ότι έχει περισσότερο ενδιαφέρον όταν η ομοιότητα προκύπτει. Έχει, επίσης, ενδιαφέρον ότι για εμένα δεν ήταν ζητούμενο, όπως και η οργή, αλλά μάλλον χωρίς να το καταλάβω ήταν κάπως σαν να δούλεψα ένα σόλο, σαν να ήταν ένας άνθρωπος.
Έχει ολοκληρωθεί το Zeppelin Bend; Ναι. Είχαμε την τύχη να υπάρχουν ανοιχτά θέατρα στη Βαρκελώνη τον Φλεβάρη, οπότε κάναμε την πρεμιέρα εκεί. Παίχτηκε και σε άλλα δύο θέατρα στη Γαλλία. Είμαι ευχαριστημένη γιατί ήταν ένα δύσκολο κομμάτι στη δουλειά μου, να βρεθώ με κάποιον άλλον επί σκηνής, και πήρε πολύ χρόνο. Είναι από τα κομμάτια όπου ο covid βοήθησε. Είχα περισσότερο χρόνο για να πάρω απόσταση, να καταλάβω, να ξαναδουλέψω, να ωριμάσει. Ήθελε χρόνο για ωρίμανση και αφού δεν ήμουν μόνη μου, χρειαζόμουν το διπλάσιο χρόνο. Τώρα είναι σε μια ενήλικη φάση.
Μετά το Rave to lament υπάρχει επόμενο project; Ναι! Σαν το Rave to lament να άνοιξε μία πόρτα, αυτό που λέω για τη θλίψη και για το πώς θέλω να μιλήσω για μία κατάσταση που περικλείει και το συναίσθημα, συλλογικό και προσωπικό. Σκέφτομαι ένα σόλο που έχει σχέση με το θρήνο και θα προκύψει το 2022. Αυτή τη φορά, έχω αρχίσει και γράφω, αφού η φωνή έρχεται λίγο πιο δύσκολα πάνω στην σκηνή και οι λέξεις έχουν αρχίσει και βρίσκουν το δρόμο τους στη φόρμα που θέλω να προτείνω. Στο Rave to lament ήδη έχει ξεκινήσει αυτό. Υπάρχει κείμενο, πολύ μικρό βέβαια. Νομίζω ότι όσο γράφω, τόσο πιο πολύ έχει ανοίξει μία πόρτα εκεί. Υπάρχουν πράγματα που μπορώ να πω επιτέλους μέσα από μία άλλη μορφή και έχω εντυπωσιαστεί, γιατί δεν ξέρω καθόλου από θέατρο, ούτε τόσο πολύ από λογοτεχνία, από τη δύναμη των λέξεων, για το πώς μπορούν να δώσουν τροφή για το σώμα. Σαν να δουλεύω την επιτελεστικότητα του κειμένου με το σώμα. Είναι ακόμα καινούριο πεδίο αυτό, αλλά με ενδιαφέρει πολύ να μπω μέσα.