Φωτογραφίες: Άρης Λυχναράς

 

Τα πρώτα πράγματα που προσέχει κανείς στην Κάτια Γέρου είναι η φλογερή της ιδιοσυγκρασία, η απόλυτη αφοσίωσή της στο θέατρο και το πάθος της για όλα αυτά με τα οποία καταπιάνεται. Το ίδιο ισχύει και για το «Ο πόλεμος δεν έχει πρόσωπο γυναίκας» της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, που ερμηνεύει αυτό το διάστημα μαζί με την Ναταλία Γεωργοσοπούλου. Από τις εμβληματικές ηθοποιούς του Θεάτρου Τέχνης, παραμένει πιστή στο πνεύμα των δασκάλων τους που παρέμειναν στρατευμένοι στην τέχνη τους για ολόκληρη τη ζωή τους. Είχαμε τη χαρά να μιλήσουμε μαζί της για την τωρινή και την επόμενη δουλειά της, τις αναμνήσεις της από τη λαμπρή πορεία της και την αγωνία της για τη διάσωση του πολύτιμου έργου του συντρόφου της, του αξέχαστου Κυριάκου Κατζουράκη.

 

Ας ξεκινήσουμε από το «Ο πόλεμος δεν έχει πρόσωπο γυναίκας». Η Αλεξίεβιτς είναι μια δημοσιογραφική συγγραφέας, η οποία βρέθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας. Κι εσείς το μεταφέρετε στο θέατρο, που είναι μια τρίτη γλώσσα.

Ακριβώς. Με πήρε τηλέφωνο ένα νέο κορίτσι που δεν το ήξερα, η πολυαγαπημένη μου πλέον συνάδελφος Ναταλία Γεωργοσοπούλου, και μου λέει: «Έχω μια ιδέα. Μπορείτε να ρίξετε μια ματιά;» Και μου έφερε το βιβλίο της Αλεξίεβιτς. Εγώ τότε δεν προλάβαινα ούτε να φάω, όχι να διαβάσω βιβλίο. Όμως διαβάζω χιαστί. Και διαβάζω εύκολα. Όταν το άρχισα, σε ένα τέταρτο την πήρα τηλέφωνο. Λέω θέλω να με βάλεις κι εμένα μέσα στο πρόγραμμα. Αυτό θέλω να το κάνουμε παρέα. Είναι συνταρακτικό. Ένας ηθοποιός, το πρώτο που κάνει όταν κάποιος του προτείνει κάτι, είναι να δει εάν αυτά τα λόγια λαχταράει να τα αρθρώσει στη σκηνή. Και μετά έρχεται το με ποιους θα το κάνει. Και μετά έρχεται αν θα κερδίσει χρήματα ή δεν θα κερδίσει καθόλου. Η πρώτη λαχτάρα είναι ότι αυτό το κείμενο θέλω να το πω. Αυτό αισθάνθηκα με την πρόταση της Ναταλίας και με το κείμενο της Αλεξίεβιτς. Γιατί λες: «Ωχ, γίνονται πόλεμοι δεξιά και αριστερά και θα μιλήσουμε για τον πόλεμο;» Αυτό το βιβλίο δεν μιλάει μόνο για τον πόλεμο. Μιλάει για την αντοχή των ανθρώπων σε συνθήκες τρομακτικές, φρικτές, εφιαλτικές, άδικες, δολοφονικές. Γι αυτό μιλάει: την αντοχή των ανθρώπων και τα ψυχικά τους αποθέματα. Αυτές οι κοπέλες που η Αλεξίεβιτς συνάντησε μεγάλες γυναίκες πια, όταν τους πήρε τις συνεντεύξεις για τις οποίες διέτρεξε όλη την τότε Σοβιετική Ένωση, όταν πήραν μέρος στον πόλεμο ήταν μεταξύ δεκατριών και δεκαοκτώ χρονών οι περισσότερες. Όχι μόνο νοσοκόμες, αλλά και τραυματιοφορείς κάτω από καταιγισμό πυρών, και ελεύθεροι σκοπευτές. Ό, τι μπορείς να φανταστείς έκαναν αυτές οι γυναίκες. Μιλάγανε για το πώς τους ήρθε η περίοδος. Ο Σάββας Στρούμπος, που έκανε την καλλιτεχνική επιμέλεια, μας είπε: «Έχω διαβάσει άπειρα πράγματα για τα κινήματα ανά τον κόσμο και τους αντιφασιστικούς αγώνες. Ποτέ δεν διάβασα τέτοια περιγραφή, ότι περπατούσαν στο χιόνι, αφήνανε κόκκινες κηλίδες, και από πίσω έρχονταν οι άνδρες σύντροφοί τους, οι οποίοι κάνανε ότι δεν βλέπανε και κοίταγαν ψηλά για να μην τις φέρουν σε δύσκολη θέση». Λέει μία: «Κουβάλησα εκατό, δεν ξέρω πόσους άντρες στην πλάτη μου κάτω από καταιγισμό πυρών, και εγώ ήμουν 48 κιλά. Είχα βάρος μπαλαρίνας και κουβαλούσα άντρες με τη βαριά χλαίνη τη μουσκεμένη από το χιόνι και τη βροχή, τις μπότες τους, το όπλο τους το βαρύ, το κράνος τους. Και ήταν τραυματισμένοι, άρα το βάρος τους ήταν δεκαπλάσιο». Πώς το κατάφερνε ένα κορίτσι 48 κιλά βάρος; Η απάντηση που έδωσα είναι ότι η ψυχή της τον κουβάλαγε. Όχι τα λίγα της κιλάκια, όχι το λιανό της κορμάκι. Η ψυχή της. Και μιλάνε με τέτοια αξιοπρέπεια… Εδώ με τη ζωή την ειρηνική που κάνουμε – ακόμα, και μακάρι για πάντα, και μακάρι να σταματήσει όλη αυτή η φρικωδία γύρω-γύρω – και με το παραμικρό χάνουμε την ψυχραιμία μας, και καμιά φορά και την αξιοπρέπειά μας. Αρχίζουμε και γκρινιάζουμε ξανά και ξανά. Και λέει μία από τις δικές μας: «Τρεις φορές μου ακρωτηρίασαν τα πόδια, γιατί η γάγγραινα προχωρούσε. Μου τα ακρωτηρίασαν με ένα πριόνι του μαραγκού, χωρίς ιώδιο, χωρίς αναισθητικό, μέσα σε ένα δάσος. Και μετά μου έβαλαν πρόσθετα. Και εγώ έτρεχα για να βοηθάω κόσμο. Και ένα έχω να πω: Ήταν καλή η ζωή μου. Έζησα μια αξιοπρεπή ζωή». Αυτό εγώ το παίρνω σαν μάθημα -όχι μόνο σαν καλλιτέχνης: σαν άνθρωπος. Γιατί νιώθω ότι αυτές οι ποιότητες είναι χαμένες στη σύγχρονή μας εποχή. Είμαστε όλοι πολύ μυγιάγγιχτοι και γκρινιάρηδες. Ενώ το να ορθώσει κάποιος το ανάστημά του και να πει: «Εδώ βρέθηκα, θα κάνω το καλύτερο για την πατρίδα μου, για τη δημοκρατία», είναι αυτό που λέμε μεγαλείο ψυχής. Όχι από διάφορες εμβληματικές φυσιογνωμίες, που λέμε: ο Τσε Γκεβάρα ή ο Παναγούλης είχε μεγαλείο ψυχής. Από παιδάκια Γιώργο, από κοριτσόπουλα! Και όπως πέρυσι ήμουν έκπληκτη και εμβρόντητη και μαγεμένη, το ίδιο εξακολουθώ και θα εξακολουθώ να είμαι.

Είναι κλισέ -και είναι τραγικό που είναι κλισέ: αυτά τα κείμενα είναι επίκαιρα, δυστυχώς δεν σταματάνε ποτέ να είναι επίκαιρα, γιατί συνεχώς είμαστε σε κατάσταση πολέμου.

Ακριβώς. Και σε κατάσταση πολέμου παντός είδους. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, στη Γάζα, στο Λίβανο, ο πόλεμος στο Σουδάν που θα έχουν επισιτιστική κρίση και θα πεθάνουν γύρω στα 10 εκατομμύρια. Μια Ελλάδα ολόκληρη θα πεθάνει εκεί.

Το Σουδάν είναι μια χαίνουσα πληγή εδώ και πολλά χρόνια, και δεν ασχολείται κανείς.

Εννοείται! Because their color is black. Άντε τώρα μην ανοίξουμε το στόμα μας! Αλλά για όσους ζούμε ειρηνικούς καιρούς -για τους τυχερούς που ζούμε στην άλλη πλευρά του φεγγαριού- υπάρχει ένας αόρατος πόλεμος. Οι περισσότεροι παλεύουν μεροδούλι-μεροφάι. Καταναλώνεται όλη η ζωή μας με την αγωνία της επιβίωσης μόνο, όχι του ευ ζην. Όχι με την έννοια να πας στη Μύκονο στα μπητσόμπαρα, δεν είναι αυτό. Του ευ ζην. Να δίνεις στον εαυτό σου χρόνο. Να σκέφτεσαι, να μελετάς, να ταξιδεύεις σε όμορφα μέρη που δεν είναι ακόμη χαλασμένα. Στην ίδια μας τη χώρα, που θες δέκα ζωές να την γυρίσεις. Αυτά γίνονται όλο και πιο δύσκολα. Και εγώ που είμαι και δασκάλα σπουδαστών της υποκριτικής εδώ και πολλά χρόνια, σκέφτομαι με τρόμο: πώς θα βάλουν ένσημα αυτοί οι άνθρωποι; Έρχεται μια στιγμή που δεν μπορείς πια να εργαστείς. Έχεις εργαστεί άπειρα χρόνια και έρχεται η ώρα λίγο να πάρεις ανάσα, να ησυχάσεις. Αυτές οι νέες γενιές, αφού δεν τους κολλάνε ένσημα, πώς θα πάρουν σύνταξη;

Έχουμε φτάσει στο σημείο που κάποια πράγματα που διεκδικήθηκαν επί πολλά χρόνια και με αίμα έχουν χαθεί. Και όλες αυτές οι διεκδικήσεις -δεν έχουμε κανένα λόγο να κρυβόμαστε- ήταν διεκδικήσεις της αριστεράς.

Εννοείται. Το οχτάωρο με αίμα κερδήθηκε -και το οχτάωρο δεν υπάρχει πια. Στο Σικάγο δεν έγινε η μεγάλη διαδήλωση της Πρωτομαγιάς για το οχτάωρο; Οχτάωρο: Το 1/3 της μέρας. Τι είμαστε, σκλάβοι στα αδαμαντωρυχεία της Ναμίμπια, με τις πολυεθνικές από πάνω με τα αυτόματα; Είναι τρελό.

Και η Αριστερά πού είναι;

 Εδώ τώρα είναι ένας μεγάλος πόνος.

Από πόνο ρωτάω κι εγώ.

Το καταλαβαίνω απολύτως. Η Αριστερά κάποτε είχε εμβληματικές πνευματικές προσωπικότητες, πολλές. Όταν αυτοί οι άνθρωποι μιλούσαν, τα αυτιά σου ευφραίνονταν, και τα μάτια σου όταν διάβαζες τα κείμενά τους. Από τον Άγγελο Ελεφάντη μέχρι τον Αλαβάνο, τον Ηλιού… Εμβληματικούς ανθρώπους. Τώρα είναι τέτοιο το πάθος ανάμεσα στα αντίπαλα στρατόπεδα που λες: Ρε παιδιά, μην το κάνετε αυτό! Διαφωνείς με κάποιον; Σήκω φύγε. Αν όμως κάτσεις, μην πληγώνεις την παράταξη. Γιατί όλη η ιστορία πια δεν είναι να καταληφθούν τα χειμερινά ανάκτορα. Είναι να υπάρξει ένα κοινωνικό κράτος, καλή υγεία, καλή παιδεία, φροντίδα για την τρίτη ηλικία, φροντίδα για την ψυχή των παιδιών που διαλύεται από το μπούλινγκ, την κακοποίηση… Θα μου πεις, αυτά δεν γίνονταν πάντα; Ναι, πάντα γίνονταν. Απλώς τώρα τα ξέρουμε περισσότερο. Οι άνθρωποι χάνουν τον ύπνο τους το βράδυ. Θα σου πω μια κουβέντα που νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον. Όταν έκανε ο Κυριάκος Κατζουράκης γύρω στο 2015 την τελευταία μας ταινία, το «Ουσάκ», που μιλούσε για την εποχή της κρίσης και την πτώχευση, μετά την ταξιδέψαμε σε καμιά εξηνταριά πόλεις, την παρείχαμε δωρεάν. Διαρκούσε δύο ώρες η ταινία. Άλλες τρεις ώρες διαρκούσε η συζήτηση μετά γιατί ήταν το θέμα τέτοιο. Είπε στην πρώτη παρουσίαση: «Θα ήθελα με αυτή την ταινία να συναντήσω τους προοδευτικούς αριστερούς ανθρώπους που ζουν στη χώρα. Να τους γνωρίσω από κοντά». Και τον διόρθωσε ένας φίλος, ο Γιάννης Μπίλλας, ένας από τους γκουρού της αποανάπτυξης -να διαβάσεις το βιβλίο του: «Κυριάκο, την κοινωνία των πολιτών θα συναντήσεις». Και εμάς μας άρεσε πολύ αυτό, γιατί στην κοινωνία των πολιτών παύει πια αυτός ο διαχωρισμός. Άμα είσαι φτωχός και πρέπει να περιμένεις έξι μήνες για ένα χειρουργείο, έχει καμία σημασία αν είσαι αριστερός ή δεξιός; Ένας ταλαίπωρος άνθρωπος είσαι. Αυτό αυτή τη στιγμή κρατάει το μυαλό μου ζωντανό. Λέω: μακάρι να έχω κάποια χρόνια ακόμη να μπορώ να δουλεύω έτσι, με αυτά τα χειροποίητα πράγματα που κάνω -δεν έχω ούτε χρήματα, ούτε υπάρχουν λεφτά για προμόσιον- να τα κάνω και μετά να τα ταξιδεύω. Και όταν έχουν λεφτά να με πληρώνουν. Όταν δεν έχουν, θα τους τα κάνω δώρο, όπως έκανα πολλά χρόνια της ζωής μου. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο, ρε συ Γιώργο…

Όταν μιλάμε για τη ζωή σου, είναι τελείως αδύνατον να μη μιλήσουμε για το Θέατρο Τέχνης.

Εννοείται.

Καλύτερα να μη σου πω ποια είναι η πρώτη φορά που σε θυμάμαι γιατί θα τρομάξεις.

Πες μωρέ!

«Λευκός γάμος» του Ταντέους Ρουζέβιτς.

Αμάν ρε συ! Σταμάτα! Ήσουνα μπέμπης τότε, με το καροτσάκι σε φέρανε;

Πολύ κολακευτικό.

Να το γράψεις αυτό σε παρακαλώ! Πω πω μωρέ, τι μου λες τώρα;

Έχω ακόμα το πρόγραμμα με το κείμενο!

Ο δεύτερός μου ρόλος ήταν, μετά την Κασσάνδρα! Πρώτα Κασσάνδρα στις «Τρωάδες» το 1979, μόλις τελείωσα τη σχολή, και μετά το ’81 στην «Ορέστεια».

Από πού να αρχίσουμε; Τι να πούμε για το Θέατρο Τέχνης;

Τώρα πια λέω ότι το Θέατρο Τέχνης ήταν η Κιβωτός του Νώε, όπου κατοικούσαν πολλά είδη προς εξαφάνιση. Τον καιρό των έντονων συναισθημάτων και της δουλειάς που ήταν θέμα ζωής και θανάτου. Μια πρόβα ήταν ζωής και θανάτου. Μια παράσταση ήταν ζωή και θάνατος. Δίνουμε τα ρέστα μας, Ό, τι μπορούμε, κάνουμε. Αλλά αυτό που μπορούμε το κάνουμε. Δεν κάνουμε λίγο λιγότερο. Με αυτούς τους εμπνευσμένους επικεφαλής ανθρώπους, που δεν μπορούσες να μην πάρεις αυτά που σου δίνανε. Ένιωθες κάποια στιγμή στην πρόβα ότι ήταν σαν μια αρένα που γίνονται ταυρομαχίες, όπου ο ταύρος ήτανε τα πανδύσκολα κείμενα κι εμείς κάτι λιλιπούτειοι ταυρομαχοι -γιατί όλοι του Τέχνης από παιδιά ξεκινήσαμε. Ακόμα και οι μεγάλοι πρωταγωνιστές, η Μάγια Λυμπεροπούλου, ο Γιώργος Λαζάνης, ο Μίμης Κουγιουμτζής, η Ρένη Πιττακή, παιδιά ήταν όταν ξεκίνησαν να κάνουν πολύ δύσκολα πράγματα. Και μετά ήρθαν οι επόμενες γενιές, ανάμεσα στις οποίες ήμουν κι εγώ. Αλλά δεν υπήρχε περίοδος χάριτος, δηλαδή: «Δεν είμαι και πολύ καλά σήμερα, γι αυτό θα μαρκάρω λίγο». Δεν υπήρχε αυτό. Δεν πα να είχες σαράντα πυρετό, θα χτυπιόσουνα να κάνεις το καλύτερο δυνατόν μπροστά στα μάτια αυτών των αυστηρών και στοργικών επικεφαλής σκηνοθετών και δασκάλων. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι επέλεγαν να δουλεύουν με πιτσιρικαρία και να μην παίρνουν παρά ελάχιστες φορές τους πρωταγωνιστές, τους καταξιωμένους, που ήξεραν πια την τέχνη τους και δεν θα χρειαζόταν να τους ταΐσουν στο στόμα όπως τα πουλιά ταΐζουν τα πιτσιρίκια τους. Αυτό ήταν γενναίο. Και είχε και ρίσκο. Ήταν μια τρομερή εμπειρία. Από τα 45 χρόνια που δουλεύω, τα πρώτα 20 ήμουν ανελλιπώς εκεί. Μετά δεν είχε πια το θέατρο τη δυνατότητα να έχει έναν πυρήνα όπως παλιά -πέθανε ο Κουν, πέθανε ο Λαζάνης, χάθηκε η επιχορήγηση, πέθανε ο Κουγιουμτζής- και αρχίσαμε πια όλοι να πηγαίνουμε εκεί όπου μπορούσαμε να εργαστούμε. Αλλά το μάθημα του Τέχνης ποτέ δεν θα το ξεχάσω. Καμιά φορά κάθομαι και σκέφτομαι τώρα με το πρόσφατό μου πένθος, τη φοβερή απώλεια: πώς μπορείς και δουλεύεις ανελλιπώς; Και λέω: Δεν το έκανες μόνη σου. Βγήκες απ τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, από το Τέχνης. Όταν ήμασταν πιτσιρικάδες και μας έβαζαν πρόβα δυο φορές τη μέρα, βλαστημάγαμε μέσα απ τα δόντια μας και γκρινιάζαμε. Και οι μεγαλύτεροι από εμάς δεν είχαν κανένα πρόβλημα! Η αντοχή τους ήταν ευθέως ανάλογη με τα χρόνια τους! Και εμείς 20 χρονών παιδιά και δεν αντέχαμε, λέγαμε: το απόγευμα είμαι πτώμα. Ε, με τα χρόνια γινόσουν ο Σβαρτσενέγκερ! Ήταν μεγάλη αγάπη το Τέχνης. Μεγάλη αγάπη.

Κάτια, τι ήταν αυτό που σε οδήγησε στο θέατρο αρχικά;

Ήταν τελείως τυχαίο. Μέχρι τα δεκαέξι μου ζούσα στο Αγρίνιο. Θίασοι τότε έρχονταν αραιά και πού, και δεν είχαμε λεφτά να πηγαίνουμε γιατί ήμασταν φτωχοί. Άκουγα το «Θέατρο της Δευτέρας» και μέχρι εκεί. Και ήμουν και παραμυθάς. Αυτό θα το συνδέσω με το επόμενο έργο, την «Αφηγήτρια ταινιών».

Ετοιμαζόμουν να ρωτήσω!

Κατέβαζα ιστορίες από το μυαλό μου -δρακουλιάρικες ιστορίες πάντα! Και όταν ήρθα στη Νομική Αθηνών που δεν την τέλειωσα, στο πτυχίο τα παράτησα- πήγα στο θεατρικό τμήμα του Πανεπιστημίου για να μορφωθώ, γιατί εγώ ήμουν ποντικός του διαβάσματος. Απορώ πώς έχω μάτια ακόμα, έστω και προβληματικά! Διάβαζα ό, τι υπήρχε στη βιβλιοθήκη του Αγρινίου. Η βιβλιοθηκάριος, επειδή δεν υπήρχε πολύς κόσμος, αλλά εγώ ήμουν ανελλιπώς εκεί, το καλοκαίρι μου την έκανε δανειστική ενώ δεν ήταν! Μου έδινε κάτι τόμους γκουμούτσες και καθόμουν το καλοκαίρι και διάβαζα. Γι αυτό σου λέω, πήγα να μορφωθώ. Δεν πήγα για να γίνω ηθοποιός. Ούτε κατά διάνοια! Δεν είχα δει θέατρο μέχρι τα 16 μου που ήρθα στην Αθήνα. Εκεί κάναμε τον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπρεχτ, εγώ έκανα τη Γκρούσα. Πήγαμε στο σπουδαίο Φεστιβάλ Ερασιτεχνικού Θεάτρου της Ιθάκης, όταν ήταν δήμαρχος ο Σπύρος Αρσένης, ο υπέροχος αυτός εμψυχωτής του. Εκεί μου έδωσαν μια διάκριση. Είχα περάσει με υποτροφία στη Νομική, ήμουν καλή μαθήτρια, αλλά μετά δεν μπορούσα. Ήταν και μεταπολίτευση, πούλαγα Οδηγητή, τραγούδαγα και αντάρτικα… Όλα τα έκανα εκτός του πηγαίνω στη Νομική! Και κάποια στιγμή μου είπαν δυο-τρεις άνθρωποι: Ρε παιδί μου, αφού τη Νομική τη βαριέσαι, δεν πας στο θέατρο μπας και σου αρέσει; Πού να πάω, λέω, ρε παιδιά; Στο Τέχνης θα πας! Ε, πήγα. Έχασα τα λόγια μου, γιατί ήμουν τρομοκρατημένη. Πέρασα κουτσά-στραβά και σιγά-σιγά το αγάπησα το θέατρο. Εγώ δεν τρελάθηκα με το θέατρο. Δεν ήξερα τι είναι! Πέρασαν κάποια χρόνια στην αρχή που μου φαίνονταν βαριά, γιατί απαιτούσαν πράγματα για τα οποία δεν ήμουν έτοιμη ψυχικά, ούτε αυτοπεποίθηση είχα, ούτε θάρρος. Ήμουν πολύ μαζεμένο παιδί. Πέρασαν χρόνια για να το αγαπήσω τόσο που να πω ότι ευχαριστώ τη φύση που με οδήγησε σ αυτό το επάγγελμα. Και όσο μεγαλώνω τόσο πιο πολύ το αγαπάω. Να σκεφτείς, στην αρχή ντρεπόμουνα να πω ότι είμαι ηθοποιός. Όταν έμπαινα σε ταξί εκείνα τα χρόνια, μου έλεγαν: τι σπουδάζετε, πού δουλεύετε; «Στο θέατρο», έλεγα εγώ. Α, και τι δουλειά κάνεις στο θέατρο; «Ηθοποιός» έλεγα μέσα από τα δόντια μου. Ντρεπόμουν. Δεν καταλάβαινα ότι είναι επάγγελμα πολύ χρήσιμο.

Η οικογένεια πώς το πήρε;

(Γέλια) Ο πατερούλης και η μανούλα μου αγαπούσαν πολύ το σινεμά. Εγώ, είπα στον μπαμπά μου -γιατί ήμουν καλή μαθήτρια, ειδικά στα φιλολογικά- ότι θέλω να γίνω πολεμική ανταποκρίτρια σαν την Οριάνα Φαλάτσι. Και ο μπαμπάς μου που ήταν παμπόνηρος -αλλά ήξερε και με ποια παμπόνηρη θυγατέρα είχε να κάνει- μου λέει: «Κοίτα, κάνε ό,τι θες, όμως θα πας να σπουδάσεις. Διάλεξε, αφού είσαι καλή σε όλα τα μαθήματα: ή Φιλολογία ή Νομική. Και μετά πήγαινε και γίνε πολεμική ανταποκρίτρια». Ο άνθρωπος έχει φοβηθεί, αλλά σου λέει, άσε την παλαβή τώρα, να την ηρεμήσουμε λίγο! Εγώ άρχισα να μην περνάω τα μαθήματα, αφού δεν πάταγα ποτέ. Και μια μέρα που το κατάλαβε από τα συμφραζόμενα -γιατί με έβλεπε σαν βρεγμένη γάτα κάθε φορά που μου άνοιγε θέμα για το πώς είναι η σχολή- μου λέει: Τι μαθήματα χρωστάς; Του είπα τρία. Αυτός τα έγραψε στο μπλοκάκι του. Περνάει ένας μήνας. Μου λέει, ποια ήταν εκείνα τα μαθήματα που χρωστάς; Του είπα τρία άλλα!

Ωχ!

Και μου λέει: «Έλα εδώ, σε τσάκωσα!». Και βάζω τα κλάματα και λέω: μωρέ μπαμπά, δεν μπορώ να την τελειώσω τη Νομική. Ενώ το θέατρο το χαιρόντουσαν γιατί το αγαπούσανε, λέγανε: Πάρε και ένα χαρτί! Και να σου πω, το καταλαβαίνω. Αν είχα γίνει εγώ μαμά, αυτό θα έλεγα στα παιδιά μου: Κάνε ό,τι θέλεις να κάνεις, αλλά πάρε και ένα χαρτί να μπορείς να βγάζεις τα προς το ζην. Γιατί εκείνα τα χρόνια που ξεκίνησα εγώ, με ένα βασικό μισθό έκανες τα πάντα. Τώρα δεν είναι έτσι. Τι είχαμε; Τρία πάγια: κοινόχρηστα, ένα σταθερό τηλέφωνο και ρεύμα στο τσάμπα σχεδόν. Και ταβέρνα πηγαίναμε, και σινεμά, και καμιά βδομάδα διακοπές πηγαίναμε. Και βιβλία από τον Κάουφμαν παραγγέλναμε. Όλα τα κάναμε, με βασικό μισθό. Εγώ τώρα ντρέπομαι όταν το λέω αυτό στα παιδιά, στους μαθητές μου, γιατί ξέρω το ζόρι που τραβάνε.

Πώς είναι τώρα οι μαθητές σε σχέση με παλιά; Πόσο έχουν αλλάξει μέσα στα χρόνια;

Έρχονται πολύ περισσότερο κουρασμένοι στο μάθημα γιατί δουλεύουν 8ωρα και 10ωρα σχεδόν όλοι για να τα βγάζουν πέρα. Αυτό για μένα είναι η μεγάλη διαφορά. Γιατί κατά τα άλλα διατηρούν αυτή τη φλόγα της μάθησης. Δεν μιλάω στο 100%, αλλά το μεγαλύτερο ποσοστό τη διατηρεί, και διαβάζουν και ασχολούνται και κάνουν έξυπνες παρατηρήσεις. Είναι ωραία τα νέα παιδιά. Αυτό που τους λέω πολλές φορές είναι ότι ο περίγυρος, η ζωή γύρω μας, δεν μας εμπνέει, δεν μας πουσάρει σε πράγματα που είναι ριψοκίνδυνα. Γιατί το να είσαι καλλιτέχνης είναι ριψοκίνδυνο, γιατί μεροδούλι-μεροφάι, γιατί μια σεζόν μπορεί να μην βρεις δουλειά, για όλα αυτά. Δεν σε ωθεί προς τα εκεί. Ούτε υπάρχουν αυτά τα κινήματα που κάποτε πιστέψαμε, όπως της μεταπολίτευσης, που μας έδινε φτερά. Θεωρούσαμε ότι ο κόσμος θα αλλάξει, θα πάει προς το καλύτερο. Τώρα τα παιδιά με το ζόρι πρέπει να κάνουν αυτοΐαση στον εαυτό τους και να πουν: «Δεν μπορεί ρε παιδί μου, θα προχωρήσει η ζωή, κάτι καλό θα γίνει, δεν θα πάμε στο διάολο. Δεν θα μεγαλώσει πιο πολύ η τρύπα του όζοντος. Δεν θα…» Γιατί είναι νέοι άνθρωποι και πρέπει να πιστεύουν ότι θα είναι καλύτερα. Πρέπει να πω κάτι που δεν ακούγεται και πολύ καλό, αλλά έτσι νιώθω: Χαίρομαι που τα χρόνια είναι πίσω μου και όχι μπροστά μου ηλικιακά. Χάρηκα που έζησα αυτή την αξιοπρεπή, ισόποση φτώχεια εντός εισαγωγικών -γιατί πάνω-κάτω όλοι τα ίδια λεφτά είχαμε. Λίγοι ήταν πλουσιότεροι. Οι περισσότεροι ήμασταν έτσι, αλλά δεν μας έλειπε κάτι.

Να πούμε και για την «Αφηγήτρια ταινιών». Μου άρεσε αυτό που άκουσα.

Ναι, είναι τρομερό. Αυτό θα γίνει αρχές Μάρτη, στο Bios. Και είναι αυτό το μικρό βιβλιαράκι του Χιλιανού Ερνάν Ριβέρα Λετελιέρ, ο οποίος περιγράφει κάτι που συνέβαινε εκείνα τα χρόνια στη Χιλή: Επειδή δεν είχαν λεφτά οι άνθρωποι να πηγαίνουν οικογενειακώς σινεμά γιατί ήταν πολύ φτωχοί, στέλνανε έναν, αφού κάνανε διαγωνισμό ποιος θα αφηγηθεί καλύτερα την ταινία! Αυτός πήγαινε, και μετά μαζευόταν η οικογένεια. Αλλά ετούτη εδώ η δικιά μας έγινε τρομερή! Ερχόταν κόσμος να τη δει, γιατί διηγιόταν τις ταινίες μ’ ένα μαγικό τρόπο. Και βέβαια η ζωή της την τσάκισε. Είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα βιβλία χαρμολύπης -είναι κάτι που το αγαπάω πολύ, και στο θέατρο αλλά και στη ζωή, αυτός ο κλαυσίγελως. Περιγράφει  πώς από δέκα χρόνων φόραγε κασκέτο και κάπνιζε και τσιγαράκι, και κατουρούσε όρθια μιμούμενη τα αδέρφια της -κι αυτή το έστελνε πιο μακριά το κάτουρο -μια πιθαμή και με τον άνεμο κόντρα! Και πήγε να δει μια ταινία και μεταμορφώθηκε. Λέει: «Είναι σαν να ήμουν άλλος άνθρωπος. Σαν να ήμουν πολλοί εαυτοί. Έγινα και ο Μπεν Χουρ, και ο κακός Μεσσάλας, και οι δύο λεπρές γυναίκες που γιάτρεψε ο Χριστός ταυτοχρόνως, και ο Χριστός ο ίδιος!» και οι άλλοι από κάτω κλαίγανε. Και διηγείται την σπαρακτική της ιστορία. Αλλά αυτή υπήρξε πραγματική καλλιτέχνις. Αν ήταν τυχερή, θα ήταν η Σίρλεϊ Τεμπλ, ή ποιος ξέρει τι άλλο. Και εκεί σκέφτεται κανείς τα ατόφια, γνήσια ταλέντα που ζουν μέσα σε σκουπιδότοπους, σε άδικα σκληρά περιβάλλοντα. Τα παιδιά είναι μικροί θεοί, μικρές θεϊκές μηχανές. Τι διαμάντια θα μπορούσαν να προσφέρουν αν δεν είχαν αυτή την άδικη μοίρα! Σκέψου μόνο αυτή την ορχήστρα που έγινε από παιδιά στη Βενεζουέλα.

Αυτό που κάνει ο Ντουνταμέλ.

Ναι. Φαντάσου να μην είχε πάει αυτός ο εμπνευσμένος τύπος και να μην είχε κάνει αυτή την τεράστια δουλειά. Αυτά τα παιδιά των φαναριών θα είχαν μείνει εκεί ή θα είχαν σκοτωθεί από συμμορίες ή θα είχαν πέσει στα ναρκωτικά. Αυτό είναι μια σκέψη που με σκοτώνει.

Η αφήγηση είναι ούτως ή άλλως αυτό που κάνουμε στο θέατρο, δεν είναι; Είναι δηλαδή μια μορφή θεάτρου αυτό που έκανε.

Απολύτως. Μερικοί πήγαιναν να δουν την ταινία γιατί είχαν λεφτά να πληρώσουν, και μετά πήγαιναν και σ’ αυτήν και έλεγαν: «Αυτό που μας είπε ήταν πιο ωραίο από το έργο!». Θα ήταν ταλεντάρα φοβερή αυτή η μπεμπούλα!

Άλλα σχέδια;

Τώρα θα έχουμε περιοδεία με το έργο της Αλεξίεβιτς: Πάτρα, Θεσσαλονίκη, Μυτιλήνη. Ξεκινήσαμε από τις φυλακές της Αυλώνας. Πέρυσι είχαμε πάει στον Κορυδαλλό και όπως λένε όλοι οι καλλιτέχνες που έχουν πάει εκεί, στις φυλακές είναι μια εμπειρία που δεν περιγράφεται με λόγια. Είναι πολύ πυκνή.

Έχω πάει.

Άρα ξέρεις. Μετά θα πάμε και αλλού. Σκεφτήκαμε με τη Ναταλία, επειδή έχουμε κάνει και ένα όμορφο βίντεο, πως πέρυσι στείλαμε τα υλικά μας στο Μαρόκο, στο Ραμπάτ, σε ένα φεστιβάλ θεάτρου και μας πήρανε. Λέμε να το ξανακάνουμε φέτος μόλις ανοίξουν τα φεστιβάλ γύρω στα Χριστούγεννα. Εγώ αυτό το λέω «Χάρτινα βαρκάκια στον ωκεανό». Το στέλνεις και περιμένεις: ή θα πνιγεί το βαρκάκι, ή καμιά φορά θα γυρίσει πίσω και θα έχει ένα σημείωμα: «Ελάτε βρε κορίτσια!»

 

Το «Ο πόλεμος δεν έχει πρόσωπο γυναίκας» της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, παίζεται στο θέατρο Φούρνος κάθε Σάββατο στις 21.00 και Κυριακή στις 20.00. Μετάφραση: Ελένη Μπακοπούλου. Σύλληψη- Ερμηνεία: Κάτια Γέρου, Ναταλία Γεωργοσοπούλου. Kαλλιτεχνική Επιμέλεια: Σάββας Στρούμπος. Δραματουργική επεξεργασία: Παντελής Μπουκάλας. Μουσική: Λεωνίδας Μαριδάκης. Σκηνική εγκατάσταση: Ηλίας Παπανικολάου. Κοστούμια: Κατερίνα Σωτηρίου. Βίντεο: Στέφανος Κοσμίδης. Περισσότερες πληροφορίες και εισιτήρια: “Ο πόλεμος δεν έχει πρόσωπο γυναίκας” της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς Ι 2η χρονιά παραστάσεων | Εισιτήρια online! | More.com