Γνωρίσαμε κι αγαπήσαμε τον Τιμοφέι Κουλιάμπιν από τις «Τρεις αδελφές» του Τσέχωφ στη νοηματική γλώσσα που είχε παρουσιάσει στο Φεστιβάλ Αθηνών πριν από μερικά χρόνια. Ένα έργο από την παράδοσή του, που το γνώριζε καλά και τα τολμήματά του πάνω σε αυτό είχαν βάθος, γνώση και κατανόηση. Η αρχαία τραγωδία, για κακή του τύχη, είναι ένα είδος σχεδόν εκ διαμέτρου αντίθετο από αυτό που τόσο καλά γνωρίζει, κι όπως φάνηκε εκ του αποτελέσματος, προσήλθε μάλλον απροετοίμαστος για να το αντιμετωπίσει. Αδιάβαστος. Γυμνός.
Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται, λέει η παροιμία. Ισχύει και το αντίθετο: από την πρώτη στιγμή που ο Αγαμέμνων και ο Μενέλαος εμφανίστηκαν με σημερινές στρατιωτικές στολές, ξύπνησαν μέσα μου μνήμες από προ δεκαετιών απόπειρες «αναφορών στο σήμερα» και «εκσυγχρονισμού» της τραγωδίας, που είχα πιστέψει πως ευτυχώς ανήκαν πια στο παρελθόν. Κι όμως: με τόσο ξεπερασμένα και πεπαλαιωμένα υλικά επιχείρησε ο συμπαθής ρώσος σκηνοθέτης να αντιμετωπίσει την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι»: με στρατόκα@λες κραυγές από τους ήρωες και τον –παροπλισμένο- Χορό, με αλλεπάλληλους στρατιωτικούς χαιρετισμούς από το Μενέλαο και τον Αγαμέμνονα, με το αυτόματο όπλο που παίζει συνεχώς στα χέρια του ο παρωδιακός Αχιλλέας. Και όχι, δεν αποτελεί άλλοθι το ότι ο σκηνοθέτης είναι ρώσος και η Ρωσία είναι εμπλεκόμενη σε πόλεμο. Οι αναφορές στο σήμερα δεν κρίνονται εκ προοιμίου ως επιτυχείς: όχι όταν είναι τόσο πρώτου επιπέδου, αφελείς και ευτελείς. Η συνολική εικόνα είναι που τις δικαιώνει ή τις αφήνει έωλες. Ελπίζω κάτι να διδάχτηκε ο Κουλιάμπιν, έστω κι αργά, από το φινάλε της «Ορέστειας» του Θεόδωρου Τερζόπουλου.
Δυστυχώς με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίστηκαν κι οι ρόλοι, και όλα τα άλλα. Οι χαρακτήρες παρουσιάστηκαν μονοδιάστατοι, στερημένοι από το ανάστημά τους, περιορισμένοι σε μια εύκολη «ψυχολογία» ή διανθισμένοι με πινελιές χιούμορ που δεν έπειθε. Απολύτως αθώοι του αίματος οι ηθοποιοί: υποστήριξαν πλήρως, με επαγγελματισμό, αυτό που τους ζητήθηκε -έναν ΤΕΛΕΙΩΣ ΛΑΘΟΣ δρόμο. Δύσκολο να πιστέψει κανείς πως η Μαρία Ναυπλιώτου και ο Νίκος Ψαρράς ξέχασαν το υψηλότατο επίπεδο υποκριτικής που επέδειξαν πριν από ένα χρόνο στη «Μήδεια» του Φρανκ Κάστορφ και εξέπεσαν σε τέτοιες ασυναρτησίες. Αυτοί ήταν οι ίδιοι –άλλος έφταιγε. Ούτε ο Θάνος Τοκάκης, ένας ικανότατος ηθοποιός, ευθύνεται που έπεσε θύμα μιας λάθος διανομής και λάθος σύλληψης: έκανε ό,τι μπορούσε στα πλαίσια που του δόθηκαν. Ομοίως και ο Νικόλας Παπαγιάννης ως Μενέλαος και ο Δημήτρης Παπανικολάου ως Πρεσβύτης.
Η Ανθή Ευστρατιάδου είναι μια ειδική κατηγορία: δεν είναι η πρώτη φορά που, ακόμα και σε μια παράσταση που δεν της επιτρέπει να δείξει όλες τις δυνατότητές της, επιτυγχάνει να διασωθεί. Προφανώς και προτιμώ να τη βλέπω σε σκηνοθεσίες όπου μπορεί να ξεδιπλώσει όλο της το μεγαλείο. Άλλωστε η συνολική εικόνα μας παράστασης δεν αλλάζει από ένα επί μέρους στοιχείο, ακόμα κι αν αυτό είναι ο κεντρικός ρόλος.
Ως συνήθως, το Βατερλώ ενός ανεβάσματος τραγωδίας αποτυπώνεται στο Χορό. Ο Κουλιάμπιν αφαίρεσε εντελώς τα χορικά –προφανώς μη ξέροντας τι να τα κάνει- και σαν να μην έφτανε αυτό, υποβίβασε τα μέλη του σε αχθοφόρους, κουβαλητές των σκηνικών. Τα οποία σκηνικά, άχαρα και πληκτικά, έμοιαζαν να έχουν σχεδιαστεί για να υπηρετήσουν την τελική σκηνή του γάμου, αυτό το άστοχο σκηνοθετικό «εύρημα». Θυμήθηκα μια μεγάλη σκηνοθέτιδα θεάτρου, η οποία έλεγε πως «εύρημα» καλείται μια ιδέα που κολλάει για ένα διάστημα στο σκηνοθέτη, και του παίρνει καιρό μέχρι να αντιληφθεί πως αυτό είναι σαν ένα τεράστιο έπιπλο που εμποδίζει τους πάντες στη σκηνή και να το αφαιρέσει προς μεγάλη ανακούφιση όλων. Στην περίπτωσή μας το εύρημα παρέμεινε και στην παράσταση, και αποτελείωσε με το κιτς του μια σειρά ατελείωτων παρεξηγήσεων.
Το πρόβλημα δεν είναι πως ο Κουλιάμπιν θέλησε να θίξει μια πλειάδα θεμάτων: ο πόλεμος που ζει η χώρα του, η ανδρική macho συμπεριφορά, η γυναικεία κακοποίηση που υπονοείται προς την Κλυταιμνήστρα. Όλα αυτά είναι θεμιτά. Το ζήτημα είναι πως ο σκηνοθέτης οφείλει να το πράξει βρίσκοντας τον τρόπο να μην μικρύνει τα μεγέθη των αρχετύπων της τραγωδίας, αλλά να τα εντάξει στον καμβά του τραγικού μύθου χωρίς να ξεχάσει πως δεν είναι ψυχολογικό δράμα. Εδώ, διαισθανόμενος πιθανώς το πρόβλημα, άρχισε να αλληθωρίζει, αρχικά προς το γκροτέσκο και τελικά προς το κιτς. Όμως το ζήτημα δεν είναι ο στραβισμός, αλλά η τυφλότητα: δεν κατάφερε να δει ούτε τη φύση της τραγωδίας, ούτε τι είναι οι μορφές στο έργο του Ευριπίδη.
Πιθανώς ένδειξη αμηχανίας και ανασφάλειας είναι και η σχεδόν αδιάκοπη, διαρκής χρήση της μουσικής: ανάγκη υπογράμμισης μιας ατμόσφαιρας που δεν βγαίνει, και καταστάσεων που είναι σε διαστάσεις μικρότερες αυτών που όφειλαν. Φευ –η τραγωδία δεν είναι θέατρο ούτε μικρών ατμοσφαιρών, ούτε καταστάσεων.
Ευτυχώς η «Ιφιγένεια» του Κουλιάμπιν δεν έφτασε το απόλυτο ναδίρ του «Οιδίποδα» της Μάγια Τζάντεκ που μας παρουσίασε ο Τόμας Όστερμάγιερ. Όμως ακολούθησε τον καλλιτεχνικό θρίαμβο της περσινής «Μήδειας» του Φρανκ Κάστορφ. Το ζήτημα δεν είναι να κάνουμε «ταμείο» -τι πιστώνεται και τι χρεώνεται στις επιλογές της καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Φεστιβάλ Αθηνών. Είναι μόνο η εξαγωγή συμπερασμάτων: δεν αρκεί απλά η πρόταση σε έναν αναγνωρισμένο σκηνοθέτη –ή, τέλος πάντων, σε κάποιον που να έχει κάνει επιτυχία στο παρελθόν. Αν δεν πρόκειται για κάποιον που έχει ασχοληθεί διεξοδικά με την αρχαία τραγωδία, ή που έχει ένα συνολικό εύρος σκέψης και γνώσης και το πάθος που απαιτείται για να εντρυφήσει κανείς σε ένα τέτοιο κείμενο –όπως ο Κάστορφ, από τους κορυφαίους ίσως ευρωπαίους διανοούμενους- τότε το αποτέλεσμα είναι αμφίβολο. Και το ζήτημα δεν είναι μια ενδεχόμενη αποτυχία, που είναι εντελώς μέσα στο παιχνίδι, αν δεν θέλει κανείς να κινείται διαρκώς σε «σίγουρες» άχρωμες μετριότητες. Είναι να μην μπαίνει κανείς στο παιχνίδι των ονομάτων, άσχετα αν είναι ή όχι κατάλληλοι για την Επίδαυρο. Τώρα, τι θεωρείται επιτυχία και τι όχι, θα σας γελάσω: ακόμα κι ο λαμπρός «Οιδίποδας» του Μπομπ Ουίλσον είχε αμφισβητηθεί έντονα. Από την άλλη, φέτος ο Τιάγκο Ροντρίγκες παρουσίασε στην Επίδαυρο κάτι που γνωρίζει καλά: όχι τραγωδία, αλλά ένα εξαιρετικά δομημένο δράμα. Και θριάμβευσε. Κι ας μην έκανε –πώς το λέγαμε στο χωριό μου στη Μάνη;- sold out…
Υ.Γ. Ας γίνει το πάθημα του Τιμοφέι Κουλιάμπιν , μάθημα για τους επόμενους: τραγωδία με έξι εβδομάδες πρόβα ΔΕΝ ανεβαίνει.