This ain’t rock’n roll, this is genocide! (Αυτό δεν είναι rock’n roll, αυτό είναι γενοκτονία), αναφωνούσε ο David Bowie στην έναρξη του άλμπουμ του Diamond Dogs. Κάτι παρόμοιο θα μπορούσε να πει κανείς για τη Λερναία Ύδρα που χαϊδευτικά αποκαλούμε θεατρική σαιζόν 2017-18: Ένα κεφάλι της κόβουμε, επτά φυτρώνουν! σκεπτόμασταν οδεύοντας για τη νιοστή πρεμιέρα στην ίδια θεατρική αίθουσα, με την οποία είχαμε την ψευδαίσθηση πως είχαμε «καθαρίσει» για φέτος. Αμ δε… Η Μέρα της Μαρμότας συνεχίζει ως τώρα να ξημερώνει ξανά και ξανά. Μια φορά κι ένα καιρό, οι παλαιότεροι (τι φρίκη να χρησιμοποιώ πλέον αυτό τον όρο για τον εαυτό μου!) αστειευόμασταν με το Λευτέρη Βογιατζή, που ήταν ικανός να παρατείνει τις πρόβες του μέχρι που να φτάσει να κάνει πρεμιέρα μετά την Κυριακή των Βαΐων – παραδοσιακά το τέλος κάθε θεατρικής σαιζόν, για όσους το θυμούνται ακόμα – γιατί, απλούστατα, ήταν ο μόνος! Τώρα λαμβάνουμε προσκλήσεις για τις 15 ή τις 30 Μαΐου, και – μαντέψτε – δεν τελείωσε, έχει κι άλλο! Κι ένα νέο φαινόμενο: με το Φεστιβάλ Αθηνών, κλασικό κήρυκα του καλοκαιριού, να έχει ήδη αρχίσει, αναγγέλλονται κι άλλα θεατρικά φεστιβάλ – όχι τα γνωστά θερινά των Δήμων, ούτε στα δροσερά ανοιχτά θεατράκια, αλλά σε αίθουσες κανονικές, κλειστές!

Αν αυτός ο υπερπληθωρισμός σήμαινε, όποιος κάποιοι ουτοπικά και αθεράπευτα αισιόδοξοι θέλουν να το βλέπουν, μια ξέφρενη δημιουργική έξαρση, έναν αδιάκοπο οργασμό προτάσεων κι ιδεών, ακόμα και το πασιφανώς υδροκέφαλο μιας θεατρικής περιόδου με ακαταμέτρητες παραστάσεις θα μπορούσε να αιτιολογηθεί. Φευ… Η φετινή σαιζόν δυστυχώς ανήκει στις μετριότερες, τις πλέον ανέμπνευστες και ρουτινιάρικες που η μνήμη μου μπορεί να ανακαλέσει. Ο τεράστιος αριθμός κι η φρενήρης εναλλαγή του ρεπερτορίου έκανε σκηνοθέτες, ηθοποιούς, πολιτιστικούς συντάκτες και (ταλαίπωρο) κοινό να περιφέρονται σαν ζόμπι και να πέφτουν ξανά και ξανά ο ένας πάνω στον άλλο, χωρίς κανείς να μοιάζει να μπορεί να τους βγάλει από το μαρτύριό τους. Η αγωνία της επιβίωσης σε ένα χώρο που διανύει παρατεταμένη περίοδο ισχνότατων αγελάδων αποδεικνύεται καταστροφικός σύμβουλος: νεοπαγείς νεανικές ομάδες ηθοποιών άρτι αποφοιτησάντων από τις (πολυάριθμες και ανθούσες) δραματικές σχολές, παρουσιάζουν πρωτόλεια που συχνά θα ήταν καλύτερα να παρέμεναν ασκήσεις και να μην κατέληγαν σε παράσταση που θα εκτεθεί ενώπιον κοινού. Σκηνοθέτες και ηθοποιοί, ακόμα και έγκριτοι και καταξιωμένοι, μπαίνουν στον πειρασμό να βαφτίσουν παράσταση τα αποτελέσματα των εργαστηρίων τους, που δεν είναι διόλου απαραίτητο πως αφορούν κάποιον εκτός των ομοτέχνων, των συγγενών και των φίλων τους. Οι απλήρωτες πρόβες και η συμβολική αμοιβή, συνηθέστατα με ποσοστά επί των εισιτηρίων, οδηγούν ηθοποιούς να παίζουν σε τρείς παραστάσεις μέσα στη σεζόν προκειμένου να επιβιώσουν. Ακόμα και άνθρωποι κατά τεκμήριο καλά αμειβόμενοι, εκμεταλλεύονται τη ζήτηση που έχουν και παίζουν ή σκηνοθετούν αλλεπάλληλες παραστάσεις, συμπιέζοντας το χρόνο των προβών στο απολύτως απαραίτητο. Ο καθένας για τον εαυτό του κι ο Διόνυσος, θεός του θεάτρου, εναντίον όλων… Θα περίμενε κανείς πως ο πρόσφατα επαναφερθείς θεσμός των θεατρικών επιχορηγήσεων να τονώσει λιγάκι τις χειμαζόμενες από μια κρίση που στον χώρο μας έχει μεγεθυνθεί με γεωμετρική πρόοδο, αλλά κι αποκτήσει ενδημικά και πανδημικά χαρακτηριστικά. Όμως η λογική του «λίγα σε πολλούς» έκανε τα μικρά ποσά που εισέπραξαν οι ομάδες να επενδυθούν κυρίως στο ενοίκιο μιας αίθουσας, αφήνοντας ψίχουλα για τους συντελεστές.

 

Αναρωτιέμαι τι νόημα έχει να μιλήσει κανείς για διακριθέντες σε μια σεζόν όπου χρειάζονται 500 λέξεις για να διεκτραγωδήσει ς τις συνθήκες της πριν να αναφέρεις καν παραστάσεις και ονόματα. Όμως έστω κι έτσι, ας αποδοθούν τα δίκαια στον καθένα. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που σημαντικότατο ρόλο σε μια τέτοια ανασκόπηση παίζουν φέτος οι επαναλήψεις: η επαναλαμβανόμενη επωδός «για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων» με τις γνωστές «παρατάσεις», δεν είναι, με τον τρόπο που γίνεται,  συνθήκη που ευνοεί το θέατρο. Συχνά μια παράσταση παίρνει χρόνο για να ωριμάσει, να βαθύνει, να βρει τα μυστικά ενός απαιτητικού κειμένου – όταν φυσικά υπάρχει τέτοιο. Είναι ακριβώς αυτό που συνέβη με το Ο Αδαής και ο Παράφρων του Τόμας Μπέρνχαρντ: ο Γιάννος Περλέγκας επέμεινε και δικαιώθηκε, καταλήγοντας μετά από μακροχρόνια αναζήτηση σε μια από τις ουσιαστικότερες φετινές θεατρικές εμπειρίες. Και οι τέσσερις ερμηνευτές της παράστασης δικαιούνται μια θέση στους καλύτερους της χρονιάς.

Στο υπόγειο του Ρεξ, χαϊδευτικά -1, ο Κώστας Κουτσολέλος και η Βάσω Καμαράτου επανέφεραν το σπαρακτικά κωμικό τους Lasciatemi Morire, που είχε πρωτοεμφανιστεί στο περσινό Φεστιβάλ της Πειραματικής Σκηνής, και δημιούργησαν ένα υποδειγματικό 45λεπτο μεστής θεατρικής απόλαυσης. Κι ο Γιάννης Οικονομίδης συνέχισε τον πρώτο του  πειραματισμό στο θέατρο Στέλλα Κοιμήσου, δίνοντας υποσχέσεις για περαιτέρω εμβάθυνση στο μέλλον και γεμίζοντας ασφυκτικά την αίθουσα – ομολογώ πως δεν το ξαναείδα φέτος, αλλά θα το πράξω οπωσδήποτε το φθινόπωρο, που θα συνεχίσει την πορεία του σε άλλη σκηνή. Ευπρόσδεκτη κι ενδιαφέρουσα κι η επαναφορά του Η Επανένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα του Ζοέλ Πομμερά στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, όπου ο Νίκος Μαστοράκης πραγματοποίησε πολλές ουσιαστικές αλλαγές στη διανομή αλλά και τη δομή της παράστασης.

Μέσα στο τοπίο που αναλύθηκε πιο πάνω, νομίζω πως το καλύτερο που έχει να κάνει κανείς, είναι να αναζητήσει τα κρυμμένα διαμάντια στις ομάδες των νεώτερων, στα μικρά θέατρα, στις δεύτερες σκηνές, τις καθημερινές, τις μη δημοφιλείς μέρες και ώρες. Επώδυνη προσπάθεια, γιατί ούτε επαρκής πληροφόρηση υπάρχει, ούτε απαραίτητα έχει τύχει να έχει παρακολουθήσει την παράσταση που σου κινεί την περιέργεια κάποιος που εμπιστεύεσαι  ώστε να σε προστατεύσει ενδεχομένως από το να χάσεις το χρόνο σου – κι είναι τόσες, μα τόσες πολλές οι επιλογές…

Όταν όμως η επιμονή σου δικαιώνεται, βλέπεις πραγματικά κάποιες από τις κορυφαίες στιγμές της σαιζόν. Εκεί είχα την τύχη να συναντηθώ με το Mute του Γιώργου Αδαμαντιάδη, σε σκηνοθεσία Στέλιου Πατσιά – μια αληθινή έκπληξη, θεματικά, συγγραφικά και σκηνικά, που ελπίζω να έχουμε την ευκαιρία να ξαναδούμε από το Σεπτέμβρη. Εκεί και το Frida κι Άλλο των Fly Theatre, με χιούμορ, ευφυΐα, αλλά και τεχνικές προβολής που μόνο στο εξωτερικό είχα δει ως τώρα.

 

 

Εκεί, κυριολεκτικά στην εκπνοή της περιόδου, Ιούνη μήνα, και Το Δαχτυλίδι της Μάνας των C For Circus, που με την ορμή, τον ενθουσιασμό, τη σκέψη και τη βαθιά του συγκίνηση μού χάρισε το καλύτερο κλείσιμο που θα μπορούσα να ευχηθώ για τη σαιζόν 2017-18 (τελείωσε; Να αποτολμήσω να το πω; Όχι, έχει κι άλλο!).

Φυσικά, υπάρχουν κι άνθρωποι που επιμένουν εδώ και χρόνια στις προσωπικές τους καλλιτεχνικές αναζητήσεις, χαράζοντας το δικό τους δρόμο και προχωρώντας όλο και βαθύτερα σε αυτόν. Τέτοια περίπτωση είναι ο Περικλής Μουστάκης, που σκηνοθέτησε το Μετά την Πρόβα του Μπέργκμαν και πρωταγωνίστησε σε αυτό μαζί με την Πηνελόπη Τσιλίκα και τη Μαρία Ναυπλιώτου σε μια καθηλωτική ερμηνεία, ίσως καλύτερη από κάθε φορά που την έχω δει. Απαιτητική παράσταση που δεν αγαπήθηκε πολύ, για λάθος μάλλον λόγους. Προσωπικά, σε σημεία τη βρήκα καλύτερη κι από εκείνη  (επίσης εξαιρετική!) του Ίβο βαν Χόβε – εκείνος θριάμβευσε κυριολεκτικά στην Περσόνα.

Διαφορετικού είδους οι αναζητήσεις του Σίμου Κακάλα, που μετά το απολαυστικό Greek Freak σε ό,τι διαφορετικότερο θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς: τα Ανεμοδαρμένα Ύψη. Και δικαιώθηκε απολύτως. Εξελίσσοντας εργαλεία τα οποία διερευνά χρόνια τώρα, μοιάζει να φτάνει σε μια χρυσή σκηνική ωριμότητα, κάνοντας απόλυτα πιστευτό τον τεράστιο, καταστροφικό έρωτα της Κάθριν και του Χήθκλιφ. Βγαίνοντας από την αίθουσα, μια καλή συνάδελφος επαίνεσε την παράσταση λέγοντάς μου πως της θύμισε τους έρωτες της εφηβικής ηλικίας με όλη τους την υπερβολή. «Ποια υπερβολή;» τη ρώτησα αυθόρμητα. Το εννοούσα…

Πολύ καλή αποδείχτηκε η χρονιά  για το Γιάννη Σκουρλέτη και τους bijoux de Kant, που ξεκίνησε με την επανάληψη του απροσδόκητου εμπορικού, αλλά και καλλιτεχνικού θριάμβου του Ναπολέοντα, συνέχισε με το ουσιαστικότατο και πιο απαιτητικό Μπολιβάρ, γνωρίζοντας πως δεν θα γέμιζε την αίθουσα όπως με το προηγούμενο, αλλά κάνοντας γενναίες και μελετημένες επιλογές, μας κέρασε ένα απολαυστικό Λουκούμι του Γιάννη Κωνσταντινίδη, και κατέκτησε την Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής, σκηνοθετώντας με μοναδικό τρόπο τη Βασίλισσα των Ξωτικών του Πέρσελ, όπου, σε μια αποσπασματική, σχεδόν μη παραστάσιμη και γι αυτό σπανίως παιζόμενη μπαρόκ ημι-όπερα, χρειαζόταν μέσον για να βρει κανείς μια θέση. Αν προσθέσει κανείς και τις επαναλήψεις του εξαιρετικού Αμάραντα στο Faust αλλά και του ταλαιπωρημένου στο προηγούμενο Φεστιβάλ Αθηνών από απεργιακά, τεχνικά και δομικά προβλήματα Οι Κόρες που επανέκαμψε βελτιωμένο στο Θέατρο Λευτέρης Βογιατζής, κατανοούμε πως ο Γιάννης Σκουρλέτης μάλλον δικαιούται ένα τίτλο που κατείχε στο παρελθόν για τη μουσική ο James Brown: The hardest-working man in show business!

Ούτε κι ο Σάββας Στρούμπος με την Ομάδα Σημείο Μηδέν δικαιούνται να έχουν παράπονο από τη σαιζόν 2017-18. Τόσο τα μουσικοθεατρικά Θράυσματα από τον Κάφκα του Κούρταγκ όσο και το Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ, έδειξαν  σημάδια μιας ωριμότητας κατακτημένης με μακρόχρονη και σκληρή δουλειά. Αναμένουμε με ενδιαφέρον τη συνέχεια.

Μια ακόμη υπέροχη έκπληξη: Ο Ευαγγελισμός της Κασσάνδρας στο Μπάγκειον. Ο Θάνος Σαμαράς πίστεψε βαθιά στο δύσκολο, φλεγόμενο κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη, κι ήξερε ακριβώς τι ήθελε από αυτό. Η Έλλη Τρίγγου μετατρέπει τον κοριτσίστικο αισθησιασμό της εμφάνισής της σε κλειδί για την ερμηνεία ενός δύσκολου ρόλου – και επιτυγχάνει αποτελέσματα που θα ζήλευαν εμπειρότερες συνάδελφοί της.

Οι καταξιωμένες, θεσμικές, κρατικές ή ιδιωτικές σκηνές, δεν βρέθηκαν σε καθόλου καλή χρονιά. Ξηρασία, συντήρηση και πλήξη στο Εθνικό Θέατρο, με εξαίρεση τις επαναλήψεις που ήδη αναφέρθηκαν – το Σούμαν της Σοφάις Καψούρου δεν πρόλαβα να το δω και δεν έχω άποψη.. Ακόμα κι η Πειραματική Σκηνή, που διέσωσε την υπόληψη του μεγαλύτερου κρατικού θεάτρου τις προηγούμενες σαιζόν, γνώρισε μάλλον ατυχείς στιγμές, με εξαίρεση το Φυντανάκι που προσέγγισε με ενδιαφέροντα τρόπο ο Ανέστης Αζάς, και το Lasciatemi Morire για το οποίο ήδη μιλήσαμε. Με μια διαφορά: πως η συγκεκριμένη σκηνή υποχρεούται, ακόμα κι από τον ίδιο τον τίτλο που φέρει, να επιχειρεί πράγματα και να επιλέγει παραγωγές η επιτυχία των οποίων μόνο εγγυημένη δεν είναι. Κι αν δεν ευδοκίμησαν οι φετινές κατευθύνσεις κι επιλογές, το παρελθόν έχει δείξει πως οι Διόσκουροι Αζάς/Τσινικόρης θα τις αλλάξουν. Έχω κάθε λόγο να ελπίζω και να πιστεύω πως το 2018-19  θα είναι καλύτερο.

2015 Octobre Theatre de Nanterre2015 juin Theatre des Amandiers
“Ça Ira /1 Fin de Louis” un spectacle écrit et mis en scène par Joël Pommerat
Décor et lumière: Eric Soyer
Costumes Isabelle Deffin
Avec
Saadia Bentaïeb, Agnès Berthon, Yannick Choirat, Éric Feldman, Philippe Frécon, Yvain Juillard, Anthony Moreau, Ruth Olaizola, Gérard Potier, Anne Rotger, David Sighicelli, Maxime Tshibangu, Simon Verjans, Bogdan Zamfir

Η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών έκανε τρεις λαμπρές μετακλήσεις από το εξωτερικό, που θα μείνουν χαραγμένες στη μνήμη μου για καιρό: το Όλα Θα Πάνε Καλά του Ζοέλ Πομμερά, κορυφαίου δραματουργού της Γαλλίας αυτή τη στιγμή, κατάργησε την απόσταση μεταξύ σκηνής και πλατείας, προσέγγισε τη Γαλλική Επανάσταση αποφεύγοντας όλα τα κλισέ, και δικαίωσε τον Μπρεχτ σχεδόν αντιστρέφοντάς τον: έκανε πολιτικό θέατρο δημιουργώντας την αποστασιοποίηση μέσα από το μηδενισμό της αποστασης. Και πέτυχε και κάτι πολύ δύσκολο: τη συστολή του χρόνου! Μια πολύωρη παράσταση που δεν σε κούραζε και δεν ήθελες να τελειώσει. Τα λόγια είναι φτωχά για το 887 του Ρομπέρ Λεπάζ: μια θεατρική ιδιοφυία που συνδυάζει αβίαστα τη σκηνική ευρηματικότητα με τη βαθύτερη συγκίνηση. Μια μεγάλη στιγμή… Τέλος, το The Odyssey της κολλεκτίβας Hiato και του Λεονάρντο Μορέιρα από τη Βραζιλία δίδαξε πώς ηθοποιοί και κοινό μπορούν να βρεθούν μαζί χωρίς αμηχανία, το πώς οι τολμηρότερες πράξεις μπορούν να λάβουν χώρα επί σκηνής πείθοντας για την αναγκαιότητά τους χωρίς να ενοχλήσουν, και πώς όλα τα κλισέ του λεγόμενου devised theatre μπορούν να χρησιμοποιηθούν αλλιώς και ξαφνικά να αποκτήσουν ουσία. Το Fast Forward Festival στα καλύτερά του… Στις ελληνικές παραγωγές της, η Στέγη φέτος ευτύχησε λιγότερο. Ακόμα και οι καλύτερες όλων και πολυαναμενόμενες Βάκχες, σαφώς παρουσίαζαν ενδιαφέρον, αλλά σε συνδυασμό με κάποιες ακατανόητες αισθητικές και δομικές επιλογές. Όταν έκλεινα τα μάτια και αφηνόμουν στους ήχους και τους ρυθμούς, η παράσταση λειτουργούσε. Όταν τα άνοιγα, κάποιες φορές αυτό που έβλεπα με πετούσε έξω.

Τι άλλο απομένει; Αυτά που έμειναν στη μνήμη, όχι με αξιολογική σειρά, αλλά όλα με τη σημασία τους. Η υποδειγματική ερμηνεία της Μαρίας Πρωτόπαππα στην Έμμα. Η τρυφερότητα της παλέτας του Αντώνη Γκρίτση. Η ηρωική αναμέτρηση της Έλλης Παπακωνσταντίνου και των ODC με τον Πλάτωνα στο Σπήλαιο. Η ακρίβεια κι η αφοσίωση της Ρόζας Προδρόμου σε ό,τι κάνει. Η ευφυέστατη διασκευή του Καντίντ του Βολταίρου από το Θωμά Μοσχόπουλο – υπόδειγμα μεταφοράς ενός τέτοιου μυθιστορήματος στη σκηνή. Η φρεσκάδα της Αθανασίας Κουρκάκη και της Βαλέριας Δημητριάδου στην Σταχτοπούτα. Η παλλόμενη και υποσχόμενη πένα της Τζωρτζίνας Τζίλιου. Η ανόθευτη αθωότητα της Ευθαλίας Παπακώστα στο Ορφέας και Ευριδίκη. Η εντιμότητα κι η ακρίβεια της προσπάθειας των παιδιών που παρουσίασαν το Σημείο Β. Το απαράμιλλο θάρρος όλων όσων εξακολουθούν με γνώση, σεμνότητα και υπομονή, να επιμένουν να περνούν τη ζωή τους σε πρόβες και παραστάσεις υπηρετώντας το θέατρο.

Είναι αυτονόητο πως, υπό τις παρούσες συνθήκες,  για κάθε τι που βρήκε τη θέση του μέσα σε αυτή την απόπειρα ανασκόπησης, υπάρχει τουλάχιστον άλλο ένα που δεν είδα ποτέ – γιατί δεν πρόλαβα, δεν μπόρεσα, δεν άντεξα. Ζητώ από καρδιάς συγνώμη κι επιφυλάσσομαι για το μέλλον.