H παράσταση «Η αδερφή μου» βασίζεται στο ομώνυμο αφήγημα του Σταύρου Ζουμπουλάκη, το οποίο γράφτηκε το 2012 αμέσως μετά το θάνατο της αδελφής του, Γιούλας Ζουμπουλάκη, ως φόρος τιμής για εκείνη.
Ο συγγραφέας σκιαγραφεί αυτό το πρόσωπο και τη σχέση του μαζί του σε όλη την πορεία της ζωής του, σε ένα οδοιπορικό γεμάτο υπαρξιακά ερωτήματα τα οποία προκύπτουν από το γεγονός ότι η αδελφή του έπασχε, ήδη από την εφηβεία της , από επιληψία.
Η επιληψία είναι μια νευρολογική ασθένεια, η οποία μπορεί να περιορίσει ακόμη και στις μέρες μας σε εξαιρετικό βαθμό την ζωή ενός ανθρώπου καθώς μονίμως ζει με την ανασφάλεια ότι μια κρίση μπορεί να του συμβεί ανά πάσα στιγμή εκθέτοντας τον σε κίνδυνο, και ταυτοχρόνως να τον γελοιοποιήσει στα μάτια των άλλων ανθρώπων. Η διαρκής αίσθηση της απώλειας της συνείδησης και της σωματικής ακεραιότητας έχει ισχυρό ψυχολογικό αντίκτυπο στα επιληπτικά άτομα, πολλώ μάλλον στην εποχή όπου αναφέρεται ο συγγραφέας, κατά την οποία η επιληψία ήταν μια χρόνια αθεράπευτη νόσος .
Η πάσχουσα ηρωίδα, από ένα χαρισματικό, ταλαντούχο και αξιοζήλευτο πλάσμα, σταδιακά μεταμορφώνεται σε μια ασθενική ύπαρξη που στη φαντασία μου μοιάζει με τις εξαϋλωμένες φιγούρες των έργων του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου. Από πού πηγάζει λοιπόν αυτή η ασθένεια – η οποία μάλιστα επί αιώνες είχε συνδεθεί με το δαιμονισμό; Γιατί συνέβη στη Γιούλα Ζουμπουλάκη; Ήταν μια δοκιμασία θεόσταλτη, μια κακοτυχία, μια τιμωρία, ή μια ψυχοσωματική ασυνείδητη απάντηση στο αυστηρό θρησκευτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε ο ίδιος και η αδελφή του, όντας τέκνα ενός ιερέα; Ερωτήματα προσωπικά, αλλά και πανανθρώπινα, που αφορούν όλα τα πάσχοντα πλάσματα επί γης που έρχονται αντιμέτωπα με την ασθένεια, τον πόνο, ή με μια ανεξήγητη και άδικη μοίρα.
Παράλληλα με την αφήγηση της ιστορίας της αδελφής του, ξεδιπλώνεται και η εσωτερική πάλη του ίδιου του συγγραφέα απέναντι στο ζήτημα της θρησκευτικής πίστης, με την οποία άλλοτε συμπορεύεται κι άλλοτε την αποκηρύττει, ψάχνοντας εναγωνίως απαντήσεις για τα μεγάλα ζητήματα της ζωής και του θανάτου, της υγείας και της ασθένειας.
Ο άνθρωπος σε στιγμές μεγάλης οδύνης η ασθένειας δεν ξέρει που να στραφεί: άλλοτε καταφεύγει στην επιστήμη, άλλοτε στην θρησκεία κι άλλοτε στην ψυχοθεραπεία. Όλα αυτά, ωστόσο, μπορεί να μην αρκούν για να απαλύνουν τον πόνο του ή να αλλάξουν το ίδιο το γεγονός της ασθένειας. Παρόλα αυτά η Γιούλα Ζουμπουλάκη προβάλλεται ως ένας άνθρωπος που, παρότι βασανιζόταν από μια τέτοια κακοτυχία, δεν έχασε την αγάπη, την καλοσύνη της προς τους ανθρώπους, καθώς και την ελπίδα της.
Όπως γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας: «Η αρρώστια, η δική σου η των άλλων, σε οδηγεί να εκτιμάς την αξία των πιο κοινών και καθημερινών πραγμάτων της ζωής και ταυτόχρονα να σχετικοποιείς, χωρίς να μηδενίζεις ,την σημασία άλλων που θεωρούνται σημαντικά».
Στην αρχή ο τρόπος εκφοράς του λόγου από τη Δώρα Στυλιανέση ομολογώ ότι με ξένισε. Στην πορεία ωστόσο κατάλαβα ότι αυτό το «παραξένισμα» -και πολλά άλλα στοιχεία, όπως η κινησιολογία- ήταν το μυστικό της επιτυχίας, γιατί μας μύησαν σε ένα κόσμο μη ρεαλιστικό. Μέσα από την σκηνοθεσία του Περικλή Μουστάκη οι ηθοποιοί μεταμορφώνονται σε φιγούρες που ίπτανται και ακροβατούν ανάμεσα στον επίγειο κόσμο και σε έναν άλλο, μη ορατό. Είναι στα σύνορα ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, στο υπαρκτό και το ανύπαρκτο. Όλα τα παραπάνω, ωστόσο, δημιουργήθηκαν χάρη στο εξαιρετικό σκηνοθετικό εύρημα κατά το οποίο ο συγγραφέας μιλάει μέσα από την φωνή και το σαρκίο της ίδιας της αδελφής του.
Η παράσταση στην τωρινή εκδοχή της παίζεται στο φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά όπου δημιουργείται μια άκρως μυσταγωγική ατμόσφαιρα απ’ την ώρα που εισέρχεται ο θεατής στο χώρο έως και την στιγμή που αποχωρεί από αυτόν, καθότι ξεχνάει ότι βρίσκεται σε θέατρο έχοντας την αίσθηση ότι παρίσταται σε εκκλησιαστικό χώρο –ένας τέτοιος χώρος φιλοξένησε, άλλωστε, αρχικά την παράσταση.
Παρά το γεγονός ότι όλα τα στοιχεία της παράστασης –σκηνογραφία, ενδυματολογία, μουσική- παραπέμπουν ξεκάθαρα στη σύνδεση με το θείο, το ίδιο το κείμενο προβάλλει εντέλει ως άγιο το ίδιο το ανθρώπινο μαρτύριο. Η αδελφή του Σταύρου Ζουμπουλάκη αγιοποιείται στα μάτια τα δικά του και τα δικά μας όχι εξαιτίας της βαθειάς της πίστης στο Θεό, αλλά εξαιτίας της βαθειάς πίστης της στον ίδιο τον άνθρωπο που κατορθώνει να μετουσιώσει τον πόνο του σε αγάπη.
Εν κατακλείδι, η εξαιρετική ερμηνεία της Δώρα Στυλιανέση και η σκηνοθεσία του Περικλή Μουστάκη δημιούργησαν ένα σύμπαν τελετουργικό, απόκοσμο, όπου χώρεσαν όλα τα υπαρξιακά και μεταφυσικά ζητήματα που αποτυπώνει στο κείμενο του ο συγγραφέας .
Τέλος, θα ήθελα να μοιραστώ και κάτι πιο προσωπικό το οποίο με συγκίνησε εκ βαθέων -ο καθένας στο θέατρο μπορεί να κάνει εξάλλου τις δικές του ταυτίσεις και τους δικούς του συνειρμούς. Η παράσταση μου θύμισε πολύ τον πατέρα μου, ο οποίος δεν είναι πια εν ζωή. Ανεξαρτήτως ποια είναι η δική μου σχέση με τη θρησκεία, ο πατέρας μου ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος , όχι κατ’ επίφαση αλλά κατ’ ουσίαν . Στα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε χάσει πλέον σχεδόν εντελώς την όραση του, είχε όμως μια απίστευτη ηρεμία μέσα του και έβλεπες συχνά στο πρόσωπο του ένα χαμόγελο που σε παραξένευε. Είχε συμφιλιωθεί άραγε με την κατάσταση του, ή με τον ίδιο το θάνατο; Ποιος ξέρει… Ώρες-ώρες είχα την αίσθηση πως πλέον είχε φύγει ήδη σε έναν άλλο τόπο που εγώ δεν μπορούσα να συλλάβω. «Η αδερφή μου» του Σταύρου Ζουμπουλάκη μού θύμισε αυτή την ανεξήγητη ειρήνη του ανθρώπου με την ανημποριά και την ανυπαρξία την οποία κάποτε αντίκρισα στο πρόσωπο του πατέρα μου. Ευχαριστώ από καρδιάς τους συντελεστές αυτής της παράστασης για αυτή και μόνο τη συγκίνηση.