Φωτογραφίες: Εύη Φυλακτού

 

Στο φινάλε του Ορέστη, ο Απόλλων, ως από μηχανής θεός, λύνει το αδιέξοδο στο οποίο έχουν οδηγηθεί οι ήρωες του δράματος, προαναγγέλλοντας την αθώωση του Ορέστη από τν Άρειο Πάγο για τη μητροκτονία, και τελώντας ένα διπλό συνοικέσιο: ο Ορέστης θα παντρευτεί με την Ερμιόνη κι η Ηλέκτρα με τον Πυλάδη. Ήταν ακριβώς το είδος της κατάληξης που εξόργιζε τον Αριστοφάνη όταν χρησιμοποιούνταν στα έργα του Ευριπίδη, αλλά και άλλων τραγικών της εποχής. Όταν πρόκειται για αρχέτυπα όπως οι ήρωες της αρχαίας τραγωδίας, ίσως τα συνοικέσια να λειτουργούν: θεϊκή επιταγή, βλέπετε, και τα σκυλιά δεμένα. Στα ανθρώπινα, δυστυχώς, τα πράγματα τυγχάνουν πιο περίπλοκα. Κάπως έτσι συμβαίνει και με τη νέα συνάντηση του Ίβο βαν Χόβε με την Κομεντί Φρανσέζ.

Ας ξεκινήσουμε με μερικές απαραίτητες, αλλά και διαφωτιστικές, πληροφορίες. Η Κομεντί Φρανσέζ είναι το παλαιότερο, αλλά και πρώτο τη τάξει, κρατικό θέατρο της Γαλλίας: είναι η συνέχεια του θιάσου του Μολιέρου. Έχει γνωρίσει μεγάλες στιγμές, και απολαμβάνει, όπως κι οι ηθοποιοί της,  υψηλότατης εκτίμησης.  Αυτό τους δίνει ιδιαίτερα προνόμια – αλίμονο στο σκηνοθέτη που θα επιχειρήσει να τους επιβάλει μια άποψη με την οποία σαφέστατα διαφωνούν, ή που θα υποχρεώσει κάποιον από αυτούς να ερμηνεύσει το ρόλο με τρόπο που τον βρίσκει εκ διαμέτρου αντίθετο – αλλά, όπως συμβαίνει με όλους τους πολύ μεγάλους οργανισμούς, τους βαραίνει, μαζί με την ευθύνη του να αποτελείς μέλος μιας τέτοιας ομάδας, , και με ισχυρότατες δυνάμεις αδρανείας.

Ο εξηντάχρονος Ίβο βαν Χόβε, από την άλλη, είναι αδιαμφισβήτητα ένας από τους σημαντικότερους εν ενεργεία ευρωπαίους σκηνοθέτες. Εξαιρετικά ρηξικέλευθος και τολμηρός, είτε ασχολείται με τα μεγάλα κλασικά θεατρικά κείμενα, είτε με  διασκευές ογκωδών και σημαντικών μυθιστορημάτων, δύσκολα μπορεί να αφήσει αδιάφορο το σύγχρονο θεατή. Όταν είδα για πρώτη φορά δουλειά του το 2008 – τις αξέχαστες, εξάωρες  Ρωμαϊκές Τραγωδίες του Σαίξπηρ – ήξερα πως έχω να κάνω με ένα μεγάλο δημιουργό που θα μας απασχολεί για πολλά χρόνια ακόμα. Η χειρότερη δουλειά του που έχω παρακολουθήσει ήταν – σύμπτωση; – Ο Μισάνθρωπος του 2009 με τη βερολινέζικη Schaubühne: έμοιαζε σαν προμήνυμα πως η επαφή του με τον κόσμο του Μολιέρου θα του δημιουργούσε προβλήματα.

Το συνοικέσιο μεταξύ των δύο τόσο διαφορετικών κόσμων τους, χρονολογείται από το 2016, όταν συνεργάστηκαν στους Καταραμένους του Λουκίνο Βισκόντι, κι ήδη από την πρεμιέρα στο Φεστιβάλ της Αβινιόν τα προβλήματα είχαν εμφανιστεί: η σκηνοθετική και τόλμη του σκηνοθέτη, μάλλον αμηχανία προκάλεσε στους – εντελώς διαφορετικά μαθημένους – πρωταγωνιστές του ιστορικού γαλλικού θεάτρου, που έμοιαζαν στην πλειοψηφία τους να ακολουθούν σαν υπνωτισμένοι όσα φοβερά τους ζητούσε να εκτελέσουν ο τρομερός φλαμανδός. Όμως εκεί η εικαστική του δύναμη τους συμπαρέσυρε και τους επιβλήθηκε, και το αποτέλεσμα δύσκολα ξεχνιέται από όποιον είχε την τύχη να το δει.

Στο Ηλέκτρα/Ορέστης, οι ροπές αδρανείας των ηθοποιών της Κομεντί Φρανσέζ αποδείχτηκαν ισχυρότερες. Προφανώς τα κλασικά έργα τους εξωθούν ενστικτωδώς σε μια τέτοια κατεύθυνση. Παρόλο τον ενδιαφέροντα προβληματισμό του Ίβο βαν Χόβε πάνω στο ξέσπασμα της βίας, παρόλους  τους αιματοβαμμένους του ήρωες, παρόλη τη splatter αισθητική κάποιων σκηνών, δύσκολα κλείνει κανείς τα αυτιά του στην παλαιική εκφορά του λόγου: ανίκανοι να ξεφύγουν από την κλασική τους παιδεία, αλλά και τη δύναμη της συνήθειας, οι καλομαθημένοι ηθοποιοί του ιστορικού αυτού θιάσου, με πρώτο και καλύτερο τον προβεβλημένο Denis Podalydès, απαγγέλουν ασύστολα.Και στερούν από το κείμενο οποιαδήποτε συγκίνηση. Ακόμα και οι εξαιρετικοί νεώτεροι πρωταγωνιστές δεν κατορθώνουν να ξεφύγουν από την παγίδα. Μοναδική ίσως εξαίρεση ο πολύπειρος Didier Sandre  ως Τυνδάρεως- καθόλου τυχαίο που υπήρξε πιστο΄ς ηθοποιός κι αγαπημένο παιδί του Αντουάν Βιτέζ. Όσο για την περιβόητη σκηνή όπου η Ηλέκτρα (υπέροχη η  Suliane Brahim , από τις σχετικώς νεώτερες μεταγραφές της Κομεντί Φρανσέζ) ευνουχίζει μεταθανάτια τον Αίγισθο, καταβροχθίζοντας λυσσασμένα το πέος του και πετώντας τα υπόλοιπα στο χορό ώστε να ολοκληρώσουν το έργο, πέρα από την προφανή, μάλλον πρώτου επιπέδου φροϋδική της ερμηνεία, μάλλον ως εύκολος εντυπωσιασμός προορισμένος να σοκάρει τους υπερευαίσθητους μοιάζει. Και σίγουρα δεν επαρκεί για να διασκεδάσει τα την αναπόδραστη πραγματικότητα: η παράσταση στην ουσία της παραμένει συντηρητική.

Κάτι ακόμα: χωρίς να υποτιμώ διόλου την κόπωση θεατών ταλαιπωρημένων από πολύωρες Ορέστειες, με οπίσθια πιασμένα από τα ιερά βράχια του κοίλου του αρχαίου θεάτρου, πρέπει να πω πως Ηλέκτρα και Ορέστης μέσα σε δύο ώρες και δέκα λεπτά δεν γίνεται. Ούτε και ολοκληρωμένη προσέγγιση του αρχαίου δράματος με τόσο δραστική περικοπή των χορικών – δύσκολο να σκηνοθετηθούν στη σύγχρονη εποχή αυτά τα τιτάνια σπαράγματα για τη σκηνική λειτουργία των οποίων τόσο ελλιπείς γνώσεις έχουμε σήμερα, αλλά ως γνωστόν αυτή είναι και η πρόκληση. Μετά τη συμπύκνωση της εκδοχής του βαν Χόβε – ενδεχομένως και λόγω του ριζικά διαφορετικού χαρακτήρα των δύο κειμένων – η Ηλέκτρα μοιάζει σαν εισαγωγή στον Ορέστη: σαν να διατηρήθηκαν οι απαραίτητες πληροφορίες για να μην είναι κολοβή η δραματουργία, κι όλα τα υπόλοιπα να κόπηκαν στην κλίνη του Προκρούστη. Διατηρώ τις επιφυλάξεις μου για το κατά πόσον κάτι τέτοιο είναι θεμιτό. Ακόμη ένα συνοικέσιο που οδήγησε σε ένα γάμο όχι απαραιτήτως ευτυχή…

Δεν θα επιθυμούσα όμως όσα ελέχθησαν εδώ να παρεξηγηθούν: η παράσταση του Ίβο βαν Χόβε αποτελεί μια σημαντική στιγμή και μια μεγάλη επιτυχία για το Φεστιβάλ Αθηνών, άσχετα με τις όποιες επί μέρους αστοχίες του εγχειρήματος. Είναι μεγάλο γεγονός η έλευση στα πλαίσια του Φεστιβάλ για δεύτερη φορά μέσα σε δύο χρόνια η έλευση ενός δημιουργού αυτού του διαμετρήματος. Όπως μεγάλη στιγμή υπήρξε κι ο, α΄κόμη ουσιαστικότερος, Οιδίποδας του Μπομπ Ουίλσον – κι ας έδωσε με την εσωτερικότητά του λιγότερες αφορμές στους συναδέλφους να εντυπωσιαστούν. Δεν μπορεί παρά αυτός να είναι ο δρόμος για τον ιερό χώρο της Επιδαύρου: να δοκιμάζουν σε αυτόν νέα πράγματα σημαντικές προσωπικότητες, είτε πάνω σε έργα τη αρχαίας ελληνικής γραμματείας, είτε σε άλλα σπουδαία κείμενα που  ταιριάζουν στο χώρο. Διαφορετικά θα ξεμείνουμε με βαριεστημένες νεοκλασικίζουσες απόπειρες ημετέρων που θα εναλλάσσονται στο αρχαίο θέατρο βλέποντάς το σαν μια αποδοτική καλοκαιρινή απασχόληση. Και τουλάχιστον κατά τα φαινόμενα, παρόλη την επίμαχη σκηνή της Ηλέκτρας, δεν προκλήθηκε ντόρος από τους αυτόκλητους θεματοφύλακες και μπάτσους του αρχαίου θεάτρου που έσπευσαν να διαμαρτυρηθούν ηλιθίως και μεγαλοφώνως για την έλλειψη υποτίτλων σε μια σκηνή του Οιδίποδα του Ουίλσον, ή που αγανάκτησαν στο παρελθόν με τις σπουδαίες απόπειρες του Στούρουα, του Λάνγχοφ ή του Βασίλιεφ. Πού θα πάει, θα μάθουμε σιγά-σιγά…