Τα πάσχοντα σώματα γυναικών και ανδρών που πρωταγωνιστούν στο μυθιστόρημα Κόκκινος Σταυρός της Μαρίας Γαβαλά, αφηγούνται τα πάθη της ιστορίας του δυτικού πολιτισμού μέσα από το γερμανικό παράδειγμα από το 1888 μέχρι το 2017. Ενός πολιτισμού που μονίμως διχάζεται μεταξύ διαφωτισμού και ευγονικής, βίας και αντίστασης, αφοσίωσης και άρνησης, βεβαιότητας και αμφιβολίας.Πυρηνικό στοιχείο της αντίληψης της συγγραφέως για την ιστορία και τα υποκείμενά της, την εξουσία και τους ανθρώπους που την υφίστανται και την διαπλοκή και εμπλοκή των σχέσεων των υποκειμένων μεταξύ τους, είναι το πάσχον από τον εγκλωβισμό, την επιτήρηση και τον απόλυτο έλεγχο, σώμα.
Το γυναικείο σώμα εγκολπώνεται τα ψυχικά τραύματα και υφίσταται οδυνηρά τα αποτυπώματά τους ή υπηρετεί τους άλλους.Το αντρικό σώμα ακρωτηριάζεται στον πόλεμο ή φθείρεται και σήπεται από την ασθένεια και τον θάνατο.Το παρελθόν κυριαρχείται από τη φρίκη. Το παρόν ερευνά τη φρίκη του παρελθόντος αλλά εκτρέφει και υφίσταται και τους δικούς του μικρούς ακρωτηριασμούς, ψυχικούς και συμβολικούς.Ό,τι ελέγχει το σώμα επιβάλλεται και στο πνεύμα του φέροντος υποκειμένου. Μέσω της ασκούμενης πραγματικής ή συμβολικής βίας η εξουσία ελέγχει και υποτάσσει τους υπηκόους της. Οι μικρές ηρωικές εξεγέρσεις τους οδηγούν στον ολοκληρωτικό και οριστικό τους έλεγχο με την θανάτωσή τους. Οι δύο γυναίκες – φυγάδες δεν είναι καν απειλή παρά δύο σκιές στην ομίχλη του δάσους που διακατέχονται από τον τρόμο της τιμωρίας και την προσδοκία της απελευθέρωσης. Η εκτέλεση τους από δύο αντίστοιχα ανδρικά σώματα που λειτουργούν ως εξαρτήματα και προεκτάσεις της κεντρικής εξουσίας δεν οφείλεται σε τυχόν αποδεδειγμένη επικινδυνότητα που εκπέμπουν αλλά στην ανδρικού τύπου αντίληψη του άτεγκτου κανόνα τήρησης του νόμου και της εντολής του “αρχηγού”
Το κινητήριο ερώτημα
Ερέθισμα και έμπνευση για την έρευνα που ξεκίνησε η Μαρία Γαβαλά και η οποία την οδήγησε τελικά στο μυθιστόρημα “Κόκκινος Σταυρός”, ήταν η έκθεση πινάκων ζωγραφικής ψυχικά ασθενών, από την συλλογή Πρίντσχορν, που έγινε το 2011 στο μουσείο Μπενάκη. και η συγγραφέας είδε προφανώς με δέος και απορία για τη φύση του ανθρώπου, το ερώτημα της ύπαρξης, τη φύση της εξουσίας, τη σχέση της με αυτούς που την υφίστανται, τη σχέση της τέχνης με την ¨τρέλα” , με την εξουσία τη ζωή και τις βαθύτερες ανάγκες της, και βέβαια τη σχέση της τέχνης των ψυχικά ασθενών με την πρωτοπορία του 20ου αιώνα και τα κινήματα του μοντερνισμού.Ο πυρήνας της συλλογής αποτελείται από 5000 έργα ψυχικά πασχόντων που κατέληξαν στους θαλάμους αερίων των ναζί από το 1939 μέχρι το 1944, και συνέλεξε ο ψυχίατρος και ιστορικός τέχνης Χανς Πρίντσχορν από το 1919.Πλάι και πάνω από τα ανωτέρω ερωτήματα, λοιπόν, τέθηκε και αυτό της προέλευσης και εξήγησης της απόλυτης φρίκης του ναζισμού, που υλοποιήθηκε όμως από χιλιάδες ανθρώπους και στηρίχτηκε στην αφοσίωση εκατομμυρίων άλλων.
Το νήμα της αφήγησης
Το 1888 είναι ένα χρονικό σημείο-αφετηρία που διευκολύνει πολλαπλά την εξέλιξη της ιστορίας που η συγγραφέας θέλει να αφηγηθεί.
Η πρωταγωνίστρια της, Μπέρτα Γκέρτρουντ Φλεκ, έχει γεννηθεί τον Ιανουάριο του 1870. Στην έναρξη της μυθ-ιστορίας είναι στα 18. Έχει μπει στην περιοχή της ενηλικίωσης, της ευθύνης και της συνειδητότητας. Από την άλλη βρίσκεται όμως στο μεταίχμιο του “μόλις”. Ρευστή και ευάλωτη ακόμα στο εύκολο τραύμα μιας άοπλης ακόμα νεότητας. Μιας νεότητας που συνθλίβεται από το βάρος της ευθύνης του, προχωρημένης φθοράς και εξαντλημένου από την αρρώστια, πατρικού σώματος. Ενός σώματος που αναγκάζεται ,αλλά και επιλέγει η ίδια, να υπηρετεί, να ανακουφίζει, να καθαρίζει και να αίρει τις αμαρτίες του, μέχρι τον βιολογικό του θάνατο.Η Γερτρούδη προχωράει στη ζωή με την χαίνουσα πληγή του μη δυνάμενου πατρικού σώματος, και το ταλέντο της στη ζωγραφική που την διευκολύνει στην πορεία της απομόνωσης που ακολουθεί “ανεπαισθήτως”. Σιγά και σταθερά εγκλωβίζεται στα ερεβώδη βάθη της ύπαρξής της και το ψυχιατρείο που λειτουργεί σαν αποθήκη σωμάτων και προθάλαμος εξόντωσής τους από τους Ναζί όταν έρχονται στην εξουσία και αισθάνονται κυρίαρχοι και άτρωτοι.
Στις γραμμές του “Κόκκινου Σταυρού”, πλέκεται και ξετυλίγεται το νήμα της γερμανικής ιστορίας και γίνεται αντιληπτό πως ενοποιείται η διαδρομή από τον φιλοπόλεμο Κάιζερ Γουλιέλμο Β΄, τον τελευταίο Γερμανό αυτοκράτορα και βασιλιά της Πρωσίας, μέχρι τον Χίτλερ και τα ψυχιατρεία και τα στρατόπεδα εξόντωσης όσων βρομίζουν την καθαρότητα της φυλής και υπονομεύουν την ενότητα του έθνους των Αρίων. Όσων οι Ναζί έβαζαν έναν κόκκινο σταυρό δίπλα στο όνομά τους σαν σημάδι θανάτου.
Το νήμα της αφήγησης της Γαβαλά πλέκουν και ξεδιπλώνουν πρωτίστως τέσσερις γυναίκες, ή για την ακρίβεια τέσσερα ομιλούντα γυναικεία σώματα, με αυτό της Γερτρούδη Φλεκ να βρίσκεται στον πυρήνα του μύθου που ιστορείται από την συγγραφέα – χωρίς τα άλλα τρία να υπολείπονται σε σημασία και αφηγηματική αξία.
Στον χρονικό – και όχι μόνον – αντίποδα του “σώματος Γερτρούδη” βρίσκεται το “σώμα Αριάδνη Χόπε”, ελληνογερμανίδας ή γερμανοελληνίδας, νεαρής μεταπτυχιακής ερευνήτριας της ζωής και της τέχνης της Γερτρούδη.
Εννέα ετών η Αριάδνη υφίσταται την πρώτη απουσία του πατέρα – σώματος και συμβόλου, αφού αυτός χωρίζει με την μητέρα της και φεύγει από τη χώρα. Σπουδάζει ιστορία της τέχνης στην Αθήνα και κάνει μεταπτυχιακό στην Δρέσδη, με αντικείμενο τη σχέση ανάμεσα στην τέχνη και στις εκφραστικές ικανότητες ψυχικά νοσούντων ανθρώπων.
Ανακαλύπτει την Γερτρούδη και την επιλέγει ως κεντρικό πρόσωπο-παράδειγμα για την εργασία της, παρ΄ ότι σώζονται μόνον τέσσερις πίνακες της, και μάλιστα με θέμα λουλούδια ζωγραφισμένα με δομή “υγιώς ” σκεπτόμενου καλλιτέχνη και όχι με τις παραληρηματικές γραμμές της “τρέλας”.
Τα στοιχεία προς έρευνα είναι ανεπαρκή. Ελλιπή. “Γιατί διάλεξες αυτήν” τη ρωτάει ο επιβλέπων καθηγητής της. Για τη “χαρά” της αποτυχίας ίσως, αναρωτιέται η ίδια, όσο και ο αναγνώστης.
Ο καθηγητής της την τρομοκρατεί με αμείλικτα ερωτήματα. Ο πατέρας της την εγκαταλείπει δύο φορές , τη δεύτερη ασθενώντας στα χέρια της, όπως και της Γερτρούδης στα δικά της ο δικός της πατέρας. Ο Μανουέλ, ο Καταλανός εραστής της, την προσβάλει απατώντας την σε κοινή θέα και την αναγκάζει να φύγει. Αλλά στο τέλος η ζωή επιστρέφει μέσα από την περιέργεια και τη διαρκή αναρώτηση που προκαλεί ο έρωτας προς αυτήν.
Η Αριάδνη ανασυγκροτεί το θρυμματισμένο από τις απώλειες εγώ της και μπαίνει στο γραφείο του “εξεταστή” αποφασισμένη να συνεχίσει να ζει και να ερευνά. Να συνεχίσει δηλαδή το πλέξιμο του νήματος της ζωής και της έρευνας της ιστορίας, που εν κατακλείδι ταυτίζονται στο μυθιστόρημα της Γαβαλά.
Ενδιάμεσα ξεδιπλώνονται δύο ακόμα σημαίνουσες γυναικείες παρουσίες. Δύο ακόμα έγκλειστα – το καθένα με τον τρόπο του- εγκλωβισμένα, αυστηρά επιτηρούμενα σώματα, ώστε να είναι ευεπίφορα στον απόλυτο έλεγχο και στην υποταγή στην εξουσία, μέσω του δίπολου “εγκλεισμός-τιμωρία”: Η νοσοκόμα του ψυχιατρείου Έρικα Μπέντεν και η απλώς επιληπτική αλλά έγκλειστη επίσης, Κορνέλια Γκουζόβσκι. Είναι ακριβώς τα δύο γυναικεία σώματα που μέσα από την περιπέτειά τους επιβεβαιώνουν το σχήμα της υποταγής και της θανάτωσης ως συνέπεια στην περίπτωση της άρνησης ή της απόδρασης από την επιτηρούμενη ζώνη.
Ο Φουκώ θα ήταν υπερήφανος αν διάβαζε τον “Κόκκινο Σταυρό” της Μαρίας Γαβαλά. Το σχήμα : εγκλεισμός-επιτήρηση-απόλυτος έλεγχος του σώματος-υποταγή της συνείδησης, επιβεβαιώνεται από τις αφηγήσεις της συγγραφέως, αλλά και την ιστορία της Ευρώπης στην περίοδο του μυθιστορήματος.
Οι ψηφίδες του ολοκληρωτισμού περιέχουν τον έρωτα στα όπλα, την αποθέωση της ανδρείας, τη λατρεία της υποταγής στην ιδέα του “καθαρού” σώματος και φυσικά στον φύρερ που το εγγυάται, στην έννοια της πατρίδας και της θρησκείας που το περιλαμβάνουν όσο και το ελέγχουν με τους μηχανισμούς και την ιδεολογία τους.
Στη διαδρομή αυτή, τα ανδρικά σώματα είναι είτε η προέκταση του βραχίωνα της εξουσίας και εκτελούν εν ψυχρώ τα θύματά τους, είτε ακρωτηριάζονται ως ήρωες της πατρίδας-καθεστώτος, είτε σαπίζουν από την αρρώστια και τον θάνατο, είτε εγκαταλείπουν και εξαπατούν αφού φοβούνται να ζουν με τις ευθύνες που κάποια στιγμή ανέλαβαν ως εραστές ή πατέρες. Η λατρεία στον αρχηγό και το μίσος για τον “άλλο” είναι τα όπλα της ολοκληρωτικής εξουσίας.
Οι “άλλοι”, ψυχικά ασθενείς και διαφορετικοί πάσης φύσεως, πρέπει να εξοντώνονται στους θαλάμους αερίων για το καλό των “υγιών” της φυλής των Αρίων. Το σχήμα είναι απλό και εύληπτο για τις μάζες. Η περιέργεια ζωντανεύει την ύπαρξη. Η έρευνα και η αμφιβολία υπονομεύουν την “ιερή εξουσία”.Η Αριάδνη Χόπε το ξέρει αυτό και επιστρέφει στη ζωή για να ικανοποιήσει τη δίψα της. Η αιώνια επιστροφή της ανθρώπινης ύπαρξης αντιπαλεύει την αιώνια βία της ιστορίας. Σίσυφος ή όχι, ο άνθρωπος υπονομεύει τον Κανόνα με τις ερωτήσεις και τις αμφιβολίες του.
Η Μαρία Γαβαλά αναρωτιέται και ζητάει απαντήσεις για τη φύση του ανθρώπου και την προέλευση της θηριώδους βίας. Αντιλαμβάνεται ότι το μίσος στον “άλλον” γονιμοποιεί το τέρας της βίας της κάθε εξουσίας και οδηγεί στο πάτημα του κουμπιού ή της σκανδάλης που εξοντώνει τον εχθρό.Η παλαιότερη θητεία της στην οικονομία του κινηματογράφου την οπλίζει με τη αρετή της αυστηρής δομής για να χτίσει πειστικά τη δική της ιστορία και τους δικούς της ήρωες. Η συγγραφική της φλέβα δίνει τη ζητούμενη λογοτεχνικότητα στη γραφή και τη γλώσσα της. Δίνει την απαιτούμενη ακρίβεια και υποβλητικότητα στην αφήγηση της.
Ο Νίτσε και ο Φουκώ – και ο φιλοπερίεργος αναγνώστης – χαμογελούν με ικανοποίηση, και η Γαβαλά με το “Κόκκινος Σταυρός” φλερτάρει με τον “κανόνα” της σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, αν δεν είναι ήδη τμήμα του.