Φωτογραφίες: Άρης Λυχναράς

Φωτογραφίες πρόβας: Αλέξανδρος Κατσής

Είναι πλέον κοινός τόπος και αλήθεια γενικώς παραδεκτή: το ήθος είναι που ποιεί αισθητική. Αυτό με κάνει να είμαι σίγουρος για την αισθητική της παράστασης «18/9», που κάνει πρεμιέρα στις 10 Οκτωβρίου, γιατί η Δώρα Χρυσικού είναι ένα από τα ηθικότερα πρόσωπα του ελληνικού θεάτρου. Επίσης, το θέατρο δεν μπορεί παρά να είναι πολιτικό, ασχέτως αν το θέμα μιας παράστασης άπτεται της πολιτικής ή όχι. Κι η Δώρα είναι μια καλλιτέχνιδα εξόχως πολιτικοποιημένη –ίσως γιατί μητέρα της είναι η Μέλπω Λεκατσά, από τις λιγότερο προβεβλημένες ηρωίδες του Πολυτεχνείου, η φαρμακοποιός της κατάληψης, κι επίσης πρώτη δουλειά της Δώρας στην υποκριτική υπήρξε «Το μετέωρο βήμα του πελαργού» του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, του κατεξοχήν πολιτικού έλληνα σκηνοθέτη. Η συζήτησή μας για τη νέα της θεατρική δουλειά δεν θα μπορούσε παρά να αγγίξει όλα αυτά τα ζητήματα, με τη χαρακτηριστική της ευθύτητα και επώδυνη ειλικρίνεια.

Μίλησέ μου για την επιλογή σου και την επιθυμία σου για το θέμα αυτού του έργου,

Το κείμενο λέγεται «18/9» και είναι ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος. Είναι η μέρα της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα. Η αλήθεια είναι ότι σκεφτόμουν πολύ ποιος τίτλος θα ήταν ο πιο αρμόζον σε σχέση με αυτό το περιστατικό. Κατέληξα σε αυτό επειδή είναι μια ημερομηνία-ορόσημο, ήταν πολύ κοντά στον πυρήνα αυτού που ήθελα να καταδείξω. Η δολοφονία του Παύλου είναι η αφορμή και προφανώς ένας κεντρικός άξονας του κειμένου. Όμως, επειδή πολύ συχνά με ρωτάνε αν υποδύομαι την μάνα του Παύλου, την κυρία Μάγδα: όχι, δεν υποδύομαι την κυρία Μάγδα. Δεν θα έκανα ποτέ έναν μονόλογο για μια μάνα που έχει χάσει το παιδί της. Το θεωρώ πολύ λάθος, πολύ λαϊκίστικο. Ειδικά για έναν άνθρωπο που υπεραγαπώ, υπερ-εκτιμώ και υπερ- θαυμάζω. Η ηρωίδα του έργου λέγεται Δάφνη. Ουσιαστικά το κείμενο είναι ένα κράμα από μυθοπλασία και από τις πραγματικές καταθέσεις των δύο φοιτητριών-αυτοπτών μαρτύρων στη δολοφονία του Φύσσα, της Δήμητρας Ζώρζου και της Παρασκευής Καραγιαννίδου. Αυτά τα κορίτσια προσήλθαν και στο πρώτο δικαστήριο και τώρα στο Εφετείο. Ουσιαστικά πήρα τις πραγματικές τους καταθέσεις, αυτές δηλαδή που έχουν καταγραφεί στο δικαστήριο, τις ανέπτυξα και έκανα μια ηρωίδα. Οπότε οι καταθέσεις, τα μαγνητοσκοπημένο κομμάτια που είναι η κατάθεση στο δικαστήριο, είναι ντοκιμαντέρ, είναι πραγματικά. Το υπόλοιπο που βλέπουμε στη σκηνή, το οποίο είναι το παρελθόν της ηρωίδας και η πάλη της ανάμεσα στο να πάει στο δικαστήριο ή να μην πάει, είναι προϊόν μυθοπλασίας. Αν με ρωτούσε κάποιος ποιος είναι ο βασικός πυλώνας του έργου, είναι ο φόβος. Ενας μέσος άνθρωπος ο οποίος κοιτάει τη δουλειά του παραβρίσκεται σε ένα ιστορικό γεγονός κατακλυσμιαίο, γίνεται υποκινούμενο της ιστορίας και κάποια στιγμή πρέπει να ξεπεράσει το προσωπικό του φόβο, τις αγκυλώσεις του, αυτά που έχει μάθει, αυτά που έχει ζήσει και αυτά που του έχει περάσει η οικογένεια, η κοινωνία, και να κάνει αυτό που επιτάσσει η συνείδησή του ή τέλος πάντων αυτό που μέσα του σιγοκαίει σαν φωτιά: αυτό που λέμε «παίρνω θέση».

Δεν θέλω καν να σκεφτώ πού θα βρισκόμασταν αν είχε επικρατήσει ο φόβος σε αυτά τα δύο κορίτσια και δεν είχαν πάει να καταθέσουν – ένας φόβος που θα ήταν εύλογος. Να θυμίσω τι είχε συμβεί με τη γυναίκα η οποία πήγε να καταθέσει εναντίον του Κασιδιάρη για ένα περιστατικό στην Πολυτεχνειούπολη.

Νομίζω ότι οι δικές τους καταθέσεις ήταν ίσως οι πιο σημαντικές, γιατί τα κορίτσια αυτά, τα οποία βρέθηκαν σε ένα παγκάκι να τρώνε παγωτό, είδαν ίσως τη μεγαλύτερη πολιτική δολοφονία της νεότερης Ελλάδας μπροστά στα μάτια τους. Λόγω του νεαρού της ηλικίας τους, αλλά και λόγω του ότι αυτό ήταν αιφνίδιο και τόσο σοκαριστικό, θα μπορούσαν να έχουν κάνει πολλά άλλα εκτός από αυτό που έκαναν. Υπάρχει μάλιστα ένα πραγματικό περιστατικό, το οποίο το αναφέρει και ο Θανάσης Καμπαγιάννης στο βιβλίο του «Με τις μέλισσες με τους λύκους», που το μετέφερε η μητέρα της Δήμητρας Ζώρζου στην κυρία Μάγδα κατά τη διάρκεια της δίκης: η Δήμητρα, έχοντας μπει μέσα στο περιπολικό και πηγαίνοντας στο Α. Τ Κερατσινίου για να καταθέσει και να καταδείξει το δράστη και όλους τους υπόλοιπους, πήρε τη μητέρα της τηλέφωνο και της είπε: «Μαμά, σκότωσαν έναν άνθρωπο μπροστά μου και πάω να καταθέσω». Η μαμά της προφανώς -το οποίο είναι απόλυτα λογικό- προσπάθησε να την μεταπείσει. Η Δήμητρα της έκλεισε το τηλέφωνο και πήγε και κατέθεσε. Αυτή η κατάθεση δεν ήταν προφανώς χωρίς αντιδράσεις. Τα κορίτσια αυτά δέχτηκαν τεράστιες απειλές, ακόμα και μέσα στο δικαστήριο – υπήρξα παρούσα σε αυτή την κατάθεση. Φωνάζανε στη Δήμητρα «Θα τα πούμε έξω από την αίθουσα». Την απειλούσαν ακόμα και μέσα στην δικαστική αίθουσα! Γι αυτό και θεωρώ ότι οι καταθέσεις τους είναι πάρα πολύ ισχυρές και ως πραγματικότητα -διότι κατέδειξαν τους δράστες, όχι μόνο το τον Ρουπακιά, αλλά και τους υπόλοιπους από την ηγετική ομάδα- αλλά και συμβολικά. Διότι αυτά τα δύο τόσο νέα παιδιά έδειξαν έναν δρόμο. Δεν μου αρέσει καθόλου η λέξη «ηρωισμός» γιατί είναι πολυφορεμένη. Τέλος πάντων, δείξανε ένα μπόι.

Είσαι ένας άνθρωπος που πέρα από το καλλιτεχνικό κομμάτι, είναι ενεργός πολιτικά. Όχι τώρα, ανέκαθεν. Το βλέπω ως τη φυσική εξέλιξη μιας πορείας, η οποία πιθανώς να ξεκινάει και από τη μαμά σου.

Πολύ πιθανόν! Από το σπίτι μου γενικότερα. Γενικά η πολιτική ως πράξη καθημερινότητας ήταν πολύ ενταγμένη στο σπίτι. Και ο πατέρας μου ήταν ένα τεράστιο πολιτικό ον. Απλώς ο πατέρας μου είναι σε μια γενιά λίγο αδικημένη, τη γενιά πριν το Πολυτεχνείο. Η μαμά μου ήταν η γενιά του Πολυτεχνείου, οπότε πήρε όλο αυτό το βάρος -και το ανάθεμα, αλλά και τη δόξα. Είναι διττό όλο αυτό, αλλά ναι, γενικά ήμασταν μια οικογένεια οι οποίοι ήμασταν ή ήμασταν οι γονείς μου. Ο πατέρας μου είχε μπει και στο ΕΚΚΕ. Η μητέρα μου είχε μπει στο ΚΚΕ εσωτερικού επί Κύρκου. Δεν ήταν ποτέ θέμα κομματικού προσήμου. Προφανώς και ανήκαμε πάντα στην Αριστερά. Τώρα αυτό μπορεί να ακούγεται έως και αστείο, όμως κάποτε δεν ήταν. Και για μένα η Αριστερά ως ιδεολογία και ως στάση ζωής δεν είναι ποτέ αστεία ως πρακτική. Είναι έτσι όπως έχει γίνει με τις μικροπολιτικές. Όμως εμείς ήμασταν πάντα σε ένα σπίτι που η πολιτική μας ενδιέφερε, υπό την έννοια ότι είναι μια αποτίμηση ζωής. Είναι το πώς καταλαβαίνεις τον κόσμο και τη θέση σου μέσα σε αυτόν. Το να είσαι πολιτικό ον, χωρίς όμως κομματικές παρωπίδες, ποτέ.

Με λίγα λόγια, σε εσένα δεν χρειάστηκε ένα σοκ, όπως πιθανότατα ήταν για τη γενιά εκείνη η δολοφονία του Φύσσα. Ήταν κάτι που εξελίχθηκε φυσικά.

Ναι, ισχύει αυτό. Αλλά αν με ρωτήσεις γιατί η δολοφονία του Φύσσα ήταν τόσο σημαντική για μένα σε προσωπικό επίπεδο, ανεξάρτητα από τον κοινωνικό αντίκτυπο… Ίσως γιατί ο Παύλος ήταν ένας άνθρωπος που ηλικιακά ήταν πάρα πολύ κοντά σε μένα. Ήταν γεννηθείς το ’79, εγώ το ’77 Ήταν ένας άνθρωπος με τον οποίο μπορούσα να ταυτιστώ. Ήταν καλλιτέχνης. Για μένα το μεγαλύτερο σοκ της νεότερης Ελλάδας -από εκεί που πιστεύω ότι άλλαξε ο συσχετισμός των πραγμάτων- ήταν σαφώς η δολοφονία του Γρηγορόπουλου. Η δολοφονία του Γρηγορόπουλου ήταν για την γενιά των τότε 15χρονων το σημείο που άρχισε να υπάρχει μια διείσδυση και καταλάβαμε τι γίνεται. Ήταν η εποχή που άρχισαν τα μνημόνια, άρχισε η φτωχοποίηση, ήρθαν οι αγανακτισμένοι του 2011, ήρθε το δημοψήφισμα. Και ξεκίνησε από τότε, από το 2008, μια πολύ δύσκολη δεκαετία για την Ελλάδα, όπου άλλαξαν πάρα πολύ οι συσχετισμοί και ο κοινωνικός ιστός. Ήρθαν πολλά πράγματα τούμπα και βγήκαν πολλά στην επιφάνεια. Ο Παύλος, επειδή ήταν ηλικιακά πολύ κοντά σε μένα, είχε πολύ κοινές προσλαμβάνουσες. Μπορεί να ήμασταν μεγαλωμένοι σε άλλη γειτονιά, να είχαμε ζήσει ο ένας στο Κερατσίνι, κι εγώ σε ένα προάστιο πολύ «καθωσπρέπει». Όμως παρόλα αυτά δεν έπαυε να είναι ένας άνθρωπος που ζούσε την ίδια πραγματικότητα με μένα. Και ήταν ο άνθρωπος ο οποίος ανέκοψε αυτή την ιστορία του φασισμού. Πρέπει να πούμε ότι η υπόλοιπη ελληνική κοινωνία κοιμότανε, διότι αυτοί οι άνθρωποι δρούσαν ανενόχλητοι για πάρα πολύ καιρό. Αν δει κανείς το δίκτυο καταγραφής ρατσιστικών επεισοδίων βίας, τα 9 στα 10 καταγεγραμμένα περιστατικά ήταν από τους χρυσαυγίτες, άσχετα αν δεν είχαν καταγραφεί ως τέτοια επισήμως.

Ξαφνικά λοιπόν δολοφονείται ένας Έλληνας καλλιτέχνης και ξυπνάμε και λέμε: όπα! έχουμε πρόβλημα! Διότι αυτοί είναι ανενόχλητοι. Το 2012 έχουν μπει στη Βουλή και έχουν γίνει γραβατωμένοι δολοφόνοι. Και φυσικά αν δεν είχε συμβεί η δολοφονία του Παύλου, πιστεύω ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα. Όλο το πολιτικό σύστημα πιέζεται από αυτή τη δολοφονία και από το αντιφασιστικό κίνημα, που ξαφνικά τα αντανακλαστικά του ξυπνάνε, και από την οικογένεια, η οποία ζητάει δικαίωση. Έτσι ξεκινά η δίκη, με το αποτέλεσμα που είχε πεντέμισι χρόνια μετά. Σε επίπεδο ιστορίας, εάν δεν ήταν ο Παύλος εκείνη τη βραδιά εκεί, θα είχαμε θρηνήσει και άλλα θύματα. Διότι ο Παύλος πραγματικά -και αυτό το ξέρω από ανθρώπους που ήταν εκεί και από τους φίλους του- μπήκε μπροστά και θυσιάστηκε για να γλιτώσουν οι υπόλοιποι. Οπότε καταλαβαίνεις τι κράση ανθρώπου ήταν αυτό το παιδί: κατάλαβε πού πήγαινε το πράγμα και έσωσε άλλους ανθρώπους. Κάπως έτσι είναι τα πράγματα τώρα. Η διαφορά της Χρυσής Αυγής με τα ακροδεξιά μορφώματα που έχουμε αυτή τη στιγμή στη Βουλή είναι μόνο μία: ότι αυτοί είχαν τάγματα εφόδου. Ήταν δολοφόνοι. Είχαν ολόκληρο στρατό. Γι αυτό και είναι και εγκληματική οργάνωση. Και εκεί βασίστηκε και το δικαστήριο. Ο Βελόπουλος, η Νίκη ή οι Σπαρτιάτες, που και αυτά έχουν ακροδεξιά ρητορική και ακροδεξιές ιδέες, είναι μια πιο light εκδοχή. Οι άλλοι είχαν στρατό κανονικό, ήταν δολοφονικές μηχανές.

Το ζήτημα είναι ότι πέρα από την ραγδαία –να την πω συντηρητικοποίηση μου φαίνεται πολύ επιεικές- στροφή, τέλος πάντων, της ελληνικής κοινωνίας προς τα εκεί, το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό. Αυτή τη στιγμή έχουμε μια νεοφασιστική κυβέρνηση στην Ιταλία και το AfD να παίρνει την πρωτιά σε εκλογές κρατιδίων στη Γερμανία, και η Λεπέν να είναι, ορατά πλέον, στο κατώφλι των Ηλυσίων Πεδίων. Ειδικά μετά από την τελευταία κίνηση του Μακρόν, η κυβέρνηση κρέμεται από τη δική της ανοχή.

Η Γαλλία είναι το τελευταίο προπύργιο, έτσι; Την ξέρεις πολύ καλά αυτή τη χώρα. Έτσι και καταρρεύσει η Γαλλία, νομίζω ότι πανευρωπαϊκά πια βαίνουμε προς πολύ δύσκολες και σκοτεινές μέρες. Ανεξάρτητα από το ότι και πληθυσμιακά είναι μια πολύ μεγάλη χώρα, είναι μια χώρα σύμβολο για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Αν λοιπόν αυτή η χώρα με την ευρωπαϊκή αναγέννηση, με την επανάσταση, ξαφνικά αποκτήσει ακροδεξιά κυβέρνηση, τότε νομίζω ότι περνάμε σε ένα άλλο επίπεδο, πολύ ζοφερό. Ούτε το πιο νοσηρό μυαλό ίσως δεν μπορεί να προβλέψει τι μέλλει γενέσθαι.

Έζησα τους πανηγυρισμούς στο δεύτερο γύρο των γαλλικών εκλογών, ήμουν εκεί όπου οι νέοι κυρίως έψαλαν στο δρόμο: «Δεν είμαστε φασίστες, δεν είμαστε φασίστες!» -το οποίο είναι συνταρακτικό. Από την άλλη όμως, είναι φανερό πια ότι έχουμε να κάνουμε με δύο Γαλλίες. Το κόμμα της Λεπέν είναι το πρώτο στη Γαλλία. Είτε μας αρέσει είτε όχι.

Πιστεύω πως ούτως ή άλλως η κοινωνία είναι διχοτομημένη. Το πρόβλημα είναι ότι οι άνθρωποι σαν κι εμάς είναι πολύ περιχαρακωμένοι: η δουλειά την οποία κάνουμε, οι άνθρωποι που συναναστρεφόμαστε, ο μικρόκοσμός μας, είναι πολύ φιλτραρισμένα. Αυτό έχει ένα καλό: το ότι αυτοπροστατεύεσαι. Έχει όμως κι ένα πάρα πολύ κακό: δεν έχεις απόλυτη εικόνα του τι συμβαίνει παραέξω. Όλα αυτά τα συμβάντα που βλέπουμε, εμάς μπορεί να μας σοκάρουν σε σχέση με την ακροδεξιά ρητορική, την ομοφοβία, το αντιμεταναστευτικό μένος… Είναι ένας ελιτισμός. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η Ελλάδα δεν είμαστε εμείς. Είναι αυτοί. Εμείς απλά αντιστεκόμαστε και λέμε ότι μπορεί να την χάσουμε τον πόλεμο, αλλά όχι αμαχητί. Νιώθω ότι είμαι πάντα στα μετόπισθεν, σαν να κρατάω κάτι το οποίο όμως είναι δεδομένο ότι θα πέσει. Απλώς αυτό που λέω πάντα είναι ότι οκ, δεν θα σας δώσω και το κλειδί του σπιτιού! Ξέρω ότι την βαράτε την πόρτα και ότι κάποια στιγμή μπορεί και να την ρίξετε, αλλά το κλειδί του σπιτιού δεν θα σας το δώσω. Θα πρέπει να ματώσετε για να το πάρετε. Κάπως έτσι νιώθω. Αυτό κάνουμε αυτή τη στιγμή όλοι εμείς και τα λέμε αναμεταξύ μας για να. Γιατί αυτό το συλλογικό τραύμα δεν μπορεί να είναι συνέχεια ανοιχτό. Υπάρχει ένα συλλογικό πένθος, το οποίο πρέπει να βρει μια διοχέτευση. Και υπάρχει αυτό που έλεγε ο Αγγελόπουλος πάντα: η μελαγχολία της Αριστεράς. Υπάρχει και στις νεότερες γενιές, αλλά ακόμα και στη γενιά της μητέρας μου. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ζουν μια ματαίωση. Υπάρχει μια θλίψη, μια πίκρα, μια απογοήτευση. Αλλά και τι να κάνεις; Κάπως πρέπει. Και εμείς είμαστε και τυχεροί ως καλλιτέχνες, γιατί βρίσκουμε και έναν τρόπο και το διοχετεύουμε. Φαντάσου άλλοι άνθρωποι…

Όπως σε άκουγα να μιλάς θυμήθηκα τους στίχους από το Guns of Brixton: «Όταν σου χτυπάνε την πόρτα, πώς θα πας ν ανοίξεις; Με τα χέρια ψηλά ή με το χέρι στη σκανδάλη;» Έχεις μιλήσει πολλές φορές γι αυτό, αλλά επειδή ανέφερες το όνομά του: σε μια πάρα πολύ τρυφερή ηλικία, βρέθηκες να δουλεύεις με έναν άνθρωπο που ήταν η συνείδηση της ελληνικής Αριστεράς -και γι αυτό και η ελληνική Αριστερά δεν τον πολυγούσταρε. Να τα λέμε αυτά!

Απόλυτα. Απόλυτα.

Είναι ένας άνθρωπος που έκανε καθαρά πολιτικό σινεμά ο Αγγελόπουλος. Πώς το εισέπραξες εσύ αυτό σε μια τέτοια ηλικία; Διότι λόγω οικογένειας θεωρώ αδύνατον να μην ήσουν ήδη ευαισθητοποιημένη.

Η σχέση μου με τον Αγγελόπουλο ήταν νομίζω, όπως η σχέση με τους περισσότερους ανθρώπους που ήρθαν σε επαφή μαζί του. Είχε πάντα κάτι το μαγικό, κάτι που ήταν πέραν της λογικής. Θα σου πω ένα περιστατικό. Όταν κάναμε το «Μετέωρο βήμα του πελαργού», υπήρχε η περιβόητη σκηνή σε αυτό το πάρτι, που η κοπέλα με τα μάτια ακολουθεί τον άντρα σε ένα δωμάτιο και υποτίθεται πως κάνουν έρωτα και γίνεται ένα κάτι και μετά βλέπουμε το επόμενο πλάνο και της λέει: «Με φώναξες με το όνομα ενός άλλου, ποιος είναι;» Εγώ τότε ήμουν πολύ μικρή και ήμουν παρθένα. Οπότε το ότι ακολουθώ έναν άγνωστο, στο δικό μου νοητικό σύμπαν ήταν ακατανόητο. Και πήγα και τον ρώτησα: «Δεν το καταλαβαίνω, πώς πρέπει να το κάνω αυτό; Πώς γίνεται;» Και τότε μου είχε πει κάτι το οποίο δεν ήταν ούτε απάντηση, ούτε επεξήγηση. Μου χάιδεψε πολύ τρυφερά το κεφάλι. Γέλασε, γιατί προφανώς βρήκε την απορία μου πάρα πολύ τρυφερή και δίκαιη. Και μου λέει: «Βρε Δώρα, να σου πω κάτι; Δεν ξέρω αν θα το καταλάβεις. Λογικά δεν μπορώ να σου δώσω μία απάντηση. Αλλά είναι κάτι που θα θελα πάρα πολύ να μου έχει συμβεί εμένα». Δεν μου απάντησε, αλλά μου απάντησε. Κι εγώ τότε στα 13 μου κατάλαβα, και πήγα και έκανα την σκηνή. Και κάποιος είχε πει ότι ήταν από τις πιο ερωτικές σκηνές που είχε δει. Έτσι ήταν όλη μου η σχέση με τον Αγγελόπουλο. Γιατί δεν ήταν κι ένας άνθρωπος που σου έλεγε πολλά, δεν μιλούσε πολύ. Όλη του η συμπεριφορά και όλη του η σχέση με την εικόνα και με την ποίηση και με την ηθοποιία, με το πώς έπλαθε τις ιστορίες, έτσι ήταν: Ή έμπαινες και καταλάβαινες ό, τι καταλαβαίνεις, ή δεν έμπαινες ποτέ. Γι αυτό κι εγώ πάντα συνεννοούμουν με τις σιωπές μαζί του. Έπρεπε, για να τον καταλάβεις, να μπορέσεις να μπεις σε αυτό το σύμπαν της σιωπής. Αυτό το σύμπαν που υπάρχει στις ταινίες του, των παύσεων και των αργών πλάνων, ήταν και είναι το δικό του σύμπαν. Αυτό που έβγαζε στην εικόνα ήταν αυτό που πρέσβευε ο ίδιος σαν άνθρωπος. Και αυτό ή σε άγγιζε ή σε άφηνε παγερά αδιάφορο. Κι επειδή είμαστε μια κοινωνία της ταχύτητας, για να μπορέσεις να δεις μια ταινία του Αγγελόπουλου και να καταλάβεις και να μπεις στο σύμπαν του, πρέπει να μπορείς να αφουγκραστείς τους χτύπους της καρδιάς σου και να αδειάσει το μυαλό σου. Είναι πάρα πολύ δύσκολο, γιατί είμαστε όλοι σε ένα ρυθμό απίστευτα ταχύ. Έτσι όμως ήταν και η επαφή του με τους ανθρώπους.

Η πρώτη μου οντισιόν μαζί του ήταν σε αυτό το σκοτεινό γραφείο της Σολωμού με την πράσινη λάμπα. Μου λέει: «Θέλω να πεις τη λέξη πατέρα τρεις φορές, και όταν θα είσαι έτοιμη να πατήσεις αυτό το κουμπί». Και με άφησε εκεί. Αυτό ήταν! Τώρα τι μπορούσε να έχει δει αυτός ο άνθρωπος από το πώς είπε ένα 13χρονο παιδί «Πατέρα», μόνο αυτός ξέρει. Αλλά αν δεν μπορούσες να παίξεις με αυτούς τους κανόνες, τελείωνε εκεί το πράγμα. Κάποια στιγμή, χρόνια μετά, το τελευταίο καλοκαίρι πριν φύγει, τον είδα στη Σέριφο, που ήταν ένα νησί που αγαπούσε πάρα πολύ, γιατί πήγαινε η μεγάλη του κόρη, η Άννα. Είχε και ένα καταπληκτικό χιούμορ, το οποίο δυστυχώς πολλοί δεν το διέκριναν, γιατί τον έβλεπαν πάντα ως έναν άνθρωπο πολύ σοβαρό και φλεγματικό. Και με κοιτάει και μου λέει: «Πω πω, έχεις αδυνατίσει πάρα πολύ, Είσαι πολύ αδύνατη ακόμα και για τα δικά μου γούστα. Οπότε καταλαβαίνεις πόσο αδύνατη είσαι!» Γιατί πάντα του άρεσαν οι ψηλόλιγνος φιγούρες του Θόδωρου. Μου λείπει πάρα πολύ. Όχι μόνο το έργο του -που είναι αναλλοίωτο στο χρόνο: μου λείπει ο ίδιος, μου λείπει η ματιά του. Το ίδιο ένιωσα και για το φευγιό του πατέρα μου, και για τον δημοσιογράφο Δήμο Μαυρομμάτη, που ήταν ένας πολύ αγαπημένος μου άνθρωπος που κι αυτός επηρέασε πολύ τη σκέψη μου. Μαζί με τον Θεόδωρο, είναι οι τρεις άνθρωποι που με πέρασαν από την εφηβεία στην ενηλικίωση. Ορισμένες φορές αισθάνομαι ότι τώρα θα είχαν μπει σε ηθελημένη σιωπή. Αυτά που συμβαίνουν θα τους πλήγωναν πολύ σε ένα πυρηνικό κομμάτι του εαυτού τους. Και θα συρρικνώνονταν. Οπότε ίσως με παρηγορεί που δεν είναι πια εδώ.

Σε έναν χώρο ο οποίος έχει γίνει εντελώς απάνθρωπος, για να επιβιώσει κανείς πρέπει να κάνει δουλειές τη μία πάνω στην άλλη: τηλεόραση, θέατρο, σπικάζ… Εννοείται ότι ουδείς κρίνεται από τις τηλεοπτικές του επιλογές, γιατί εκεί είναι καθαρά βιοπορισμός. Αλλά στο θέατρο είσαι πολύ επιλεκτική. Δεν εμφανίζεσαι συχνά.

Δεν είναι μόνο δική μου επιλογή, μάλλον. Και το θέατρο δεν με επιλέγει πολύ συχνά. Και είναι παράδοξο αυτό, γιατί εγώ είμαι ένας άνθρωπος που δουλεύω από το 1998 και τα δέκα πρώτα χρόνια της ζωής μου είχα κάνει μόνο θέατρο. Δεν είχα κάνει ούτε μισή τηλεοπτική εμφάνιση. Άργησα πολύ να κάνω τηλεόραση. Ήμουν πέντε χρόνια στο Εθνικό επί Κούρκουλου, όταν πρωτομπήκα. Θεωρώ ότι ο καθένας παίρνει αυτό ακριβώς που του αξίζει, αυτό που έχει διεκδικήσει. Ποτέ δεν θα με ακούσεις να πω: Α, έπρεπε να έχει γίνει αυτό και το άλλο. Ό, τι δίνεις παίρνεις. Απλώς η αλήθεια είναι ότι το θέατρο το αγαπάω πολύ -και ειδικά τα σύγχρονα κείμενα. Με ενδιαφέρει πολύ το θέατρο που έχει να κάνει με το κοινωνικό γίγνεσθαι του παρόντος. Προφανώς και καταλαβαίνω ότι ενδεχομένως οι μεγάλοι ρόλοι να είναι στα κλασικά κείμενα. Όμως όπως λέγαμε και πριν, είμαι ένα πολύ ενεργό πολιτικό ον, μου αρέσει να βλέπω πράγματα που στηλιτεύουν ή αναδεικνύουν το τώρα, ειδικά σε ταραγμένες εποχές. Είναι πολύ πλούσιο το έδαφος για να γίνουν τέτοια πράγματα και η πραγματικότητα να μετουσιωθεί σε κάτι άλλο. Προφανώς και υπάρχει και αυτή η τάση να ανακαλύπτουμε ξαφνικά το θέμα για τους μετανάστες ή τις γυναικοκτονίες και να πρέπει όλα τα κείμενα να αναφέρονται σε αυτά. Όμως πρέπει να υπάρχει χώρος και γι αυτά. Όσο κι αν μου φαίνεται υπερβολικό, ή να μου φαίνεται μόδα να ασχολούμαστε με τέτοια θέματα γιατί είναι πιασάρικο, άλλο τόσο μου φαίνεται ύποπτο να έχει περάσει μια χώρα δια πυρός και σιδήρου επί 15 χρόνια και να συνεχίσουμε να παίζουμε Φεϋντώ. Είναι κάπου στη μέση η αλήθεια. Και επίσης κάποιοι δημιουργοί έχουν έναν γόνιμο προβληματισμό πάνω σε αυτή τη θεματολογία, κι αυτό είναι πολύ σεβαστό.

Μετά από αυτό που θα κάνεις τώρα, στο πνεύμα αυτών που μου περιέγραψες, δεν θα σε ρωτήσω αν υπάρχει κάποιο σχέδιο. Θα ρωτήσω αν υπάρχει κάποιο όνειρο -θεατρικά μιλώντας.

Τα όνειρα τα δικά μου είναι τόσο βραχυπρόθεσμα πια… Και αυτό είναι απότοκο της ασθένειάς μου. Επειδή η ασθένειά μου ήρθε πολύ απότομα. Ο καρκίνος ένα πράγμα μου στέρησε: αυτό ακριβώς, το να κάνω μεγαλεπήβολα σχέδια σε ορίζοντα χρόνου. Μου μίκρυνε τον ορίζοντα. Αυτό είναι κάτι που το παλεύω. Απλώς, επειδή τα τελευταία 3,5 χρόνια της ζωής μου τα ζω με τρίμηνα, δεν μπορώ να σου πω. Τώρα τον Οκτώβρη η πρεμιέρα μου θα συμπέσει με τις εξετάσεις. Αν οι εξετάσεις είναι εντάξει, θα ξαναπάω τον ορίζοντά μου τρεις μήνες μετά, που είναι οι επόμενες εξετάσεις. Αν λοιπόν με ρωτάς, αυτό είναι ξεκάθαρα η προίκα μου από την ασθένεια. Κάποια στιγμή μπορεί να αλλάξει, αλλά μέχρι την πενταετία δεν μπορεί να αλλάξει. Το πάω βήμα-βήμα γιατί η ζωή μού τα έφερε έτσι. Πριν αρρωστήσω είχα κάνει έναν ορίζοντα 2 χρόνων: τι θα κάνω εκεί, τι θα κάνω εδώ, τι θα κάνω παραπέρα. Ταξίδια, τέτοια. Ξαφνικά ήρθε μια διάγνωση καρκίνου των ωοθηκών και τα ανέτρεψε όλα. Και εγώ ζω πάρα πολύ πια. Έχω καταλάβει πόσο εύθραυστη είναι αυτή η ισορροπία της ζωής, εκ των έσω. Οπότε δεν μπορώ να σου πω. Ας είμαστε καλά να ανέβει η παράσταση 10 Οκτώβρη, κι από κει και πέρα θα δω.

Το «18/9» θα κάνει πρεμιέρα στις 10 Οκτωβρίου στον υπόγειο χώρο του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης. Ιδέα: Δώρα Χρυσικού. Κείμενο: Μαρία Λούκα, Κοραής Δαμάτης. Συμμετοχή στην α’ γραφή του δικαστικού κειμένου: Χρύσα Λύκου. Σκηνοθεσία-δραματουργική επεξεργασία: Κοραής Δαμάτης. Δημιουργία σκηνικού χώρου: Αρετή Μουστάκα. Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα. Βίντεο παράστασης: Πηγή Δημητρακοπούλου. Μουσική επιμέλεια: Παύλος Ιωάννου. Σχεδιασμός φωτισμών: Νίκος Βλασσόπουλος. Εκφώνηση δελτίου ειδήσεων: Νατάσα Γιάμαλη. Φωνή μητέρας: Ασπασία Κράλλη. Ερμηνεύει η Δώρα Χρυσικού. Περισσότερες πληροφορίες και εισιτήρια: «18/9» :: TicketServices.gr