Το Φεστιβάλ της Αβινιόν παρουσιάζει ενδιαφέρον που ξεφεύγει από το αμιγώς θεατρικό: είναι ένα φαινόμενο που αξίζει να εξεταστεί από πολλές πλευρές, και κυρίως ως ένα παράδειγμα που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ποικιλότροπα. Κι επειδή υπάρχουν πράγματα που οι γνώστες αφελώς θεωρούμε ως δεδομένα, ας αφιερώσουμε λίγο χρόνο και λέξεις στο τι είναι ακριβώς αυτό το επιφανές φεστιβάλ…

Η Αβινιόν είναι μια μικρή πόλη στη νότιο Γαλλία όπου, εδώ και 72 συναπτά έτη, λαμβάνει χώρα το σημαντικότερο, ίσως, φεστιβάλ θεάτρου της Ευρώπης. Εμπνευστής και ιδρυτής του υπήρξε ο σπουδαίος σκηνοθέτης και άνθρωπος του θεάτρου Ζαν Βιλάρ, που οραματίστηκε πως, για λίγες ημέρες του καλοκαιριού, ολόκληρη η ζωή αυτής της πόλης θα στρεφόταν ολοκληρωτικά γύρω από το θέατρο. Και το πέτυχε…

Ακόμα κι ο ίδιος, φυσικά, θα δυσκολευόταν να πιστέψει την έκταση που πήρε το όνειρό του. Κι αν το επίσημο φεστιβάλ έχει μεγαλώσει πολύ περισσότερο από τις λίγες παραστάσεις που περιελάμβανε αρχικά, κι έχει φτάσει γύρω στις 40 με 42, η αληθινή έκρηξη συντελέσθηκε στο «ανεπίσημο» φεστιβάλ, το επονομαζόμενο off, που ξεκίνησε το 1966 από την αντίδραση ενός τοπικού θιάσου, που αποφάσισε να παίξει παράλληλα με το επίσημο φεστιβάλ, ενισχύθηκε από την ατμόσφαιρα που ακολούθησε το Μάη του 68, και κατέληξε να περάσει από τις σαράντα περίπου παραστάσεις που αριθμούσε τη δεκαετία του ’70, σε πάνω από 1000 (!) την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, και σε ίσως και πάνω από 1500 (!!!) τη δεκαετία που διανύουμε. Τι είναι όλοι αυτοί; Ό,τι μπορείτε να διανοηθείτε: νέοι θίασοι που διεκδικούν μια θέση στον ήλιο, ομάδες από διάφορα μέρη του κόσμου – ναι, ακόμα κι από την Ελλάδα  – εμπορικά σχήματα από το Παρίσι που κατεβαίνουν για αρπαχτή στο νότο, ανερχόμενοι ή και καταξιωμένοι ηθοποιοί που έρχονται να κατακτήσουν το κοινό τους. Με απλά λόγια, το μήνα Ιούλιο, η Αβινιόν είναι το πιο γιγάντιο θέατρο στον κόσμο.

Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Πως σε αυτή την πόλη, που βλέπει τον πληθυσμό της να δεκαπλασιάζεται (!) για περίπου τριάντα ημέρες, όλοι οι μη αυτόχθονες που κυκλοφορούν στο δρόμο έχουν μια ιδιότητα σχετική με το θέατρο: ηθοποιοί, σκηνοθέτες, σκηνογράφοι, μουσικοί, χορευτές, χορογράφοι, κριτικοί, προγραμματιστές και θεατές. Οι τελευταίοι κυκλοφορούν συνήθως με ένα πρόγραμμα στο χέρι, είτε το συμμαζεμένο του επίσημου, του in, είτε του off που μοιάζει σε πάχος με τον τηλεφωνικό κατάλογο, και προσπαθούν να σχεδιάσουν την παραμονή τους στην Αβινιόν: πόσες παραστάσεις θα προλάβουν να δουν πώς θα συνδυάσουν τις ώρες (όπως θα μαντέψατε ήδη, θέατρο παίζεται από το πρωί μέχρι την άγρια νύχτα), πότε θα κλείσουν τις θέσεις τους. Για τους υπόλοιπους, τους εργαζόμενους στο χώρο του θεάματος, δηλαδή, η διαμονή τους στην πόλη είναι σκληρός αγώνας. Για τους μεν, του In, αγώνας εντυπώσεων: το να φύγεις από το Φεστιβάλ της Αβινιόν έχοντας κερδίσει τις εντυπώσεις είναι μέγα εύσημο, που μπορεί να οδηγήσει στην καταξίωση, αν δεν την έχεις ήδη, ή στην απογείωση, αν την έχεις. Για αυτούς του off είναι ξεκάθαρος αγώνας επιβίωσης: προσπαθούν να ξεχωρίσουν από το σωρό, ώστε να τους δει κάποιος προγραμματιστής, να γραφτεί κάποια κριτική, να ακουστούν και να ξεφύγουν από την αφάνεια, και κυρίως να κόψουν εισιτήρια – τα έξοδα είναι πάρα πολλά και τρέχουν: ενοικίαση αίθουσας (πανάκριβη), ενοικίαση καταλυμάτων (ομοίως), έξοδα παραγωγής, διατροφής, ναύλα…  Έτσι βγαίνουν στους δρόμους με τα κοστούμια της παράστασης παίζοντας σκηνές του λεργου, τραγουδώντας, χορεύοντας, παίζοντας μουσικά όργανα, περνώντας από το τραπέζι σου όταν πίνεις καφέ για να σου δώσουν μια διαφημιστική κάρτα της παράστασης και να σε προσκαλέσουν – και δίνοντας στην πόλη και το φεστιβάλ το μοναδικό του χρώμα. Ναι, φυσικά και είναι η ανάγκη που τους ωθεί – όμως και πίσω από τα ομορφότερα κελαηδίσματα πουλιών, κάποια πρακτική χρησιμότητα βρίσκεται.

 

Κι εδώ είναι μια  καλή στιγμή να επισημάνουμε την οικονομική διάσταση, που μόνο ασήμαντη δεν είναι: ολόκληρη η πόλη, ακόμα και το πιο ταπεινό μικροσκοπικό δωμάτιο, ακόμα και το πιο ασήμαντο γκαράζ, μετατρέπεται σε κάτι που έχει να κάνει με το φεστιβάλ: θέατρα και θεατράκια, καταλύματα για έναν, δύο ή περισσότερους θεατές ή επαγγελματίες, χώροι εστίασης και ψυχαγωγίας, καφετέριες ή καταστήματα. Τα εισιτήρια για τις παραστάσεις του επίσημου Φεστιβάλ, του in, έχουν εξαντληθεί λίγες ώρες ή μέρες μετά την εμφάνισή τους στο διαδίκτυο. Οι θεατρικές αίθουσες του off ενοικιάζονται πολλές φορές την ημέρα και την εβδομάδα: άλλος θίασος παίζει 10 με 11 το πρωί, άλλος 11 με 12, και πάει λέγοντας ως τα μεσάνυχτα, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις  άλλος παίζει τις μονές ημέρες κι άλλος τις ζυγές. Οι θεατές οργανώνουν  το ταξίδι τους μήνες πριν, κλείνοντας δωμάτιο ή σπίτι, αγοράζοντας εισιτήρια για το  τραίνο, για τις παραστάσεις. Μια ολόκληρη οικονομική μηχανή ικανή να ταΐσει την πόλη για όλο τον υπόλοιπο χρόνο, όταν αυτή επανέρχεται στους χαλαρούς, υπνωτικούς ρυθμούς μιας μικρής επαρχιακής φοιτητούπολης. Και για να προλάβω τους αμετανόητους θαυμαστές της ευρωπαϊκής νομιμότητος: όποιος εξ αυτών περάσει λίγες μέρες στην πόλη τον Ιούλιο και πάρει κανονική απόδειξη (που εμφανίζεται στην εφορία, δηλαδή) για το δωμάτιο που νοίκιασε, να μας τη στείλει σε φωτοτυπία και θα κερδίσει ένα δώρο: μεγάλο μέρος του πακτωλού που διακινείται εκείνες τις ημέρες είναι απολύτως μαύρο.

 

Αυτά που κάνουν το Φεστιβάλ της Αβινιόν μοναδικό, είναι πολλά. Πρώτα απ’ όλα, το ίδιο το περιεχόμενο: εδώ και δεκαετίες αποτελεί το λίνο της πρωτοπορίας. Από τις μέρες του 76 που ο Μπομπ Ουίλσον κι ο Φίλιπ Γκλας ξενυχτούσαν με τους τεχνικούς τους για να δημιουργήσουν το θρύλο του Einstein On The Beach μέχρι τη δεκαετία του 90, όταν ο σημερινός καλλιτεχνικός διευθυντής του Ολιβιέ Πυ παρουσίασε την Υπηρέτρια, μια 24ωρη θεατρική εμπειρία που τον έβαλε εν μία νυκτί στον καλλιτεχνικό χάρτη, ο απόηχος αυτού που συνέβαινε στην Αβινιόν για πρώτη φορά έφτανε παντού.  Ύστερα, η Γαλλία – σοφά πράττουσα – αντιμετωπίζει τον πολιτισμό ως βαριά βιομηχανία, και τον υποστηρίζει με την αντίστοιχη προσοχή: ακόμα και σε περιόδους σαφούς θεατρικής κρίσης όπως η τωρινή, θα προβάλλει και θα υποστηρίξει αυτά που έχει. Αν δεν μπορεί να βρει έναν καινούριο Πατρίς Σερώ ή Αντουάν Βιτέζ, θα προωθήσει αυτούς που έχει: τους ανερχόμενους τριαντάρηδες, τον Ζυλιέν Γκοσλέν, που ήδη μάθαμε, ή τον Τομά Ζολύ, που φαντάζομαι πως θα μας έρθει οσονούπω. Ακόμη, η συγκέντρωση τόσων θεατών σε συμπυκνωμένο χώρο και χρόνο δημιουργεί αυτό που ο Ρομέο Καστελλούτσι μου είχε πει κάποτε σε μια συζήτηση: μια κοινωνία του βλέμματος. Όλοι συζητάμε μεταξύ μας αυτά που είδαμε, μερικές φορές συναντιόμαστε ξανά και ξανά μέσα στη μέρα σε διαφορετικές παραστάσεις, κάνουμε γνωριμίες, φιλίες δημιουργούνται: προσωπικά περιμένω να συναντήσω κάθε καλοκαίρι την ίδια παρέα γάλλων, από μια άλλη πόλη, που βλέπουμε μαζί θέατρο εδώ και χρόνια. Ξέρουν τα γούστα μου και ξέρω τα δικά τους. Με αναζητούν και τους αναζητώ.

 

Η ιδιαιτερότητα της Αβινιόν έχει να κάνει με τη συμπύκνωση στο χώρο και το χρόνο. Η διάρκεια του επίσημου Φεστιβάλ δεν υπερβαίνει ποτέ τις είκοσι ημέρες, οι προσκεκλημένες παραστάσεις τις σαράντα δύο – με προσεκτική επιλογή – και οι περισσότερες αίθουσες όπου λαμβάνουν χώρα βρίσκονται σε απόσταση που εύκολα διανύεται με τα πόδια, ενώ για τις υπόλοιπες υπάρχουν ειδικά λεωφορεία που σε οδηγούν στην πόρτα της αίθουσας και σε παραλαμβάνουν ξανά από αυτήν στο τέλος. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δυνατό να επιτευχθεί σε μια πόλη σαν την Αθήνα, όπου η διασπορά είναι απαγορευτική: πάντα κάποιοι θεατές θα πρέπει να διανύσουν αρκετά χιλιόμετρα προκειμένου να φτάσουν στο χώρο διεξαγωγής μιας παράστασης. Γι αυτό κι ένα τέτοιο φεστιβάλ είναι καθαρά θεσμός πολιτιστικής αποκέντρωσης. Όσες φορές επιχειρήθηκε κάτι τέτοιο στην Ελλάδα, σκόνταψε τόσο σε υπέρ-συγκεντρωτικούς φορείς της κεντρικής εξουσίας, όσο και σε κοντόφθαλμους τοπικούς άρχοντες, που φρόντισαν να το διαβρώσουν με τα μικρορουσφέτια τους και την έλλειψη γνώσης και καλλιέργειας που συνήθως σους χαρακτηρίζουν. Από τις λίγες εξαιρέσεις που ρίζωσαν, είναι το Φεστιβάλ Χορού της Καλαμάτας, σε μεγάλο βαθμό – πάντα θα το λέω – χάρις στη διορατικότητα και το πείσμα τη; Βίκυς Μαραγκοπούλου. Η Αβινιόν όμως αποτελεί ένα παράδειγμα του πώς μπορεί ένας πολιτιστικός θεσμός να γίνει τόσο εστία διαρκούς καλλιέργειας του πληθυσμού – είναι περιττό να πω πόσο ενημερωμένοι για το θέατρο είναι οι κάτοικοι, τα βιβλιοπωλεία  κ.ο.κ. – όσο και πηγή ανάπτυξης και πλούτου. Αρκεί να ξεφύγει κανείς από τη λάσπη της επαρχιώτικης νοοτροπίας, του τοπικισμού και του πρόσκαιρου μικροσυμφέροντος. Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν…

Θα ακολουθήσουν τις επόμενες ημέρες αναλυτικά κείμενα για το φετινό Φεστιβάλ της Αβινιόν σε ότι αφορά το θέατρο και το χορό, αλλά και αποκλειστική συνέντευξη με τον καλλιτεχνικό του διευθυντή Ολιβιέ Πυ.