Η αλλαγή του τρόπου πρόσληψης των καλλιτεχνικών διευθυντών στα δημόσια πολιτιστικά ιδρύματα άνοιξε μια γενικότερη συζήτηση. Βέβαια, η διαδικασία δεν έχει ωριμάσει ακόμα, ούτε όμως ο καλλιτεχνικός χώρος ήταν έτοιμος για μια τέτοια μετάβαση. Μετάβαση που απαιτεί χρόνο, και που είναι απαραίτητη ώστε να προστατευθούν οι θεσμοί από την ταύτισή τους με τα πρόσωπα. Γιατί δεν έχει να κάνει με πρόσωπα το διακύβευμα των διαγωνισμών, αλλά με την ίδια την αποστολή των δημόσιων θεσμών: το πρόγραμμα πολιτιστικής πολιτικής που θα οφείλουν να εξαγγέλλουν θα είναι τόσο ένας τρόπος να ελέγχονται στο τέλος της θητείας τους, όσο και να προστατεύονται από τα Δ.Σ και το Υπουργείο. Αυτό δείχνει άλλωστε η διεθνής εμπειρία.
Και ενώ γίνεται συνέχεια λόγος για πολιτιστική πολιτική, η απουσία μιας προγραμματικά διατυπωμένης αποστολής εμποδίζει την τοποθέτηση ενός κοινού πλαισίου διαλόγου. Πρέπει να μπει μια κοινή βάση. Πόσω μάλλον που εν όψει των επικείμενων εκλογών επανεμφανίζονται τα προβλήματα που παρουσιάζει η κάθε αλλαγή υπουργού Πολιτισμού. Το ρίγος είναι διάχυτο ότι θα κατρακυλίσουμε πάλι τη σκάλα…
Για να τροφοδοτήσουμε λοιπόν με υλικό την κοινή βάση διαλόγου, ας στρέψουμε το βλέμμα αλλού κι ας ταξιδέψουμε 50+1 χρόνια πριν. Στον γαλλικό Μάη του 68 και στην περίφημη «Διακήρυξη της Βιλερμπάν» (Déclaration de Villeurbanne), την οποία υπέγραψαν τότε 33 διευθυντές κρατικών θεάτρων και πολιτιστικών κέντρων. Πρόκειται για ένα μάλλον άγνωστο γεγονός του Μάη που αξίζει να ανασύρουμε. Η αποστολή του θεάτρου ως δημόσια υπηρεσία και ο ορισμός που το κείμενο δίνει στη λέξη «πολιτισμός» φωτίζουν και προεκτείνουν τα όσα συζητιούνται σήμερα.
Ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι η απλή διάχυση των έργων τέχνης δεν αρκεί για να τα συναντήσουν «οι τεράστιες μάζες αντρών και γυναικών που αγωνίζονται να επιβιώσουν», οι 33 καλλιτεχνικοί διευθυντές συνειδητοποιούν πως ο χώρος του πολιτισμού είναι φορέας αποκλεισμού μιας αφανούς πλειονότητας, την οποία μάλιστα βάζουν στο κέντρο του προβληματισμού τους: «Από τη μια είναι το κοινό, το κοινό μας, υπάρχον ή εν δυνάμει, και από την άλλη ένα “μη κοινό”, μια λαοθάλασσα που αποτελείται από όσους δεν έχουν ακόμα καμία πρόσβαση, και καμία τύχη να αποκτήσουν πρόσβαση, στο πολιτιστικό φαινόμενο υπό τη μορφή που αυτό επιμένει να παίρνει σχεδόν πάντα.»
Για πρώτη φορά στην ιστορία της πολιτιστικής πολιτικής κάνει την εμφάνισή του ο νεολογισμός «μη κοινό». Για πρώτη φορά, οι δημόσιοι πολιτιστικοί φορείς αναστοχάζονται, όχι την αποτελεσματικότητα της πολιτιστικής τους διάστασης, αλλά την πραγματικότητα του δημόσιου χαρακτήρα τους. Η εισαγωγή της έννοιας του «μη κοινού», των ανθρώπων δηλαδή που, επειδή δεν τους απευθύνεται, δεν πρόκειται ποτέ να διαβούν την πόρτα ενός θεάτρου, ενός μουσείου, του οποιουδήποτε πολιτιστικού χώρου, είναι εκείνη που υπογείως κλωνίζει την ίδια την έννοια του δημόσιου. Εξακολουθεί κάτι να είναι δημόσιο όταν η χρήση του δεν είναι προσβάσιμη στους περισσότερους; Χωρίς να κατονομάζεται ευθέως, στο στόχαστρο βρίσκεται η επίσημη κουλτούρα, προϊόν των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων και εν τέλει αποκλειστικότητα και προνόμιό τους. Ένα προνόμιο που τους διαφοροποιεί από τους υπόλοιπους, που θέτει τα κριτήρια του τι είναι δίκαιο, αγαθό, έντιμο και ανεκτό. Ένα προνόμιο που εξαργυρώνεται πολιτικά και που μας υπενθυμίζει πως οι διάφορες ελίτ έχουν την ανάγκη –και τη δυνατότητα- να οργανώνουν τη δημόσια συζήτηση με βάση τα συμφέροντά τους.
Οι παραλληλισμοί με το ελληνικό παρόν δεν είναι πλέον δύσκολοι. Αν κοιτάξουμε τα προγράμματα των δικών μας δημόσιων πολιτιστικών θεσμών, εύκολα θα αναγνωρίσουμε τα χαρακτηριστικά της επίσημης, κάποτε και αστικής καλούμενης, κουλτούρας. Ελλείψει συγκεκριμένων «αποστολών», τα χαρακτηριστικά αυτά διαμορφώνονται εκ των ενόντων, αντανακλώντας απλώς το εγχώριο ή το διεθνές star system. Έτσι, η χάραξη πολιτιστικής πολιτικής μετατρέπεται σε απορρόφηση των επιβολών της «αγοράς», όπου ουσιαστικό μέλημα είναι να δωθεί κύρος στον θεσμό και να πουληθούν εισητήρια στο «μυημένο» κοινό. Και το πολιτιστικό κεφάλαιο αναδιανέμεται κυκλικά μεταξύ νόμιμων ιδιοκτητών, εγκαταλείποντας το «μη κοινό» στον φιλανθρωπισμό των ιδρυμάτων που φέρουν ονόματα εφοπλιστών. Ιδρυμάτων που έχουν αποκτήσει την πρωτοκαθεδρία, αν όχι το μονοπώλιο της εκπαιδευτικής πολιτικής: από τις δωρεές σε δήμους μέχρι τα πολυσέλιδα προγράμματα κάθε λογής πολιτιστικών δράσεων, αγγίζουν, κυρίως μέσω του σχολείου και των εκπαιδευτικών, το μαθητικό «μη κοινό» και διαμορφώνουν, με τον δικό τους βέβαια τρόπο, τους μελλοντικούς καταναλωτές των πολιτιστικών προϊόντων. Πάει άραγε κάτι στραβά ή, αντίθετα, όλα είναι ορθά ρυθμισμένα από την αγορά;
«Εάν μπορούμε ακόμα να πάρουμε στα σοβαρά τη λέξη πολιτισμός, είναι στο βαθμό που συνεπάγεται την απαίτηση μιας πραγματικής παρέμβασης, η οποία θα τείνει να αλλάξει τις ισχύουσες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Μιας παρέμβασης που θα είναι, επιτέλους, μια αυθεντική πολιτιστική δράση», συμπέραινε η «Διακήρυξη της Βιλερμπάν». Η τέχνη, και δη το θέατρο, «δημιούργημα του κοινού προς το κοινό», έχει τη δύναμη να αλλάξει τον κόσμο αρκεί να γίνει ξανά μέρος των κοινών, της ζωής, της Πόλης. Για να γίνει όμως μέρος της Πόλης δεν φτάνει να δημιουργεί την αίσθηση του ανήκειν, έστω και στην πλειονότητα των πολιτών, πρέπει και να τους προσφέρει τα μέσα για την ενεργό συμμετοχή τους.
Αυθεντική πολιτιστική δράση είναι άρα αυτή που ιδιοποιείται τα μέσα παραγωγής. Είναι αυτή που παράγει πολιτισμό με την ανθρώπινη κοινότητα, όχι για αυτήν. Είναι καιρός οι δημόσιοι θεσμοί να αποφασίσουν ή, επιτέλους, να τους επιβληθεί να επαναπροσδιορίσουν τη θέση τους στο πεδίο και να παίξουν τον ρόλο τους. Θα χρειαστεί τότε να βρουν τρόπους, όχι να αγγίξουν το κοινό ούτε, όπως συχνά ακούγεται, να το «κάνουν να αγαπήσει την τέχνη» αλλά να το μετατρέψουν σε μέτοχο της καλλιτεχνικής διαδικασίας και, ουσιαστικά, της ίδιας του της ζωής.