Δεν θα εκπλήξω κανέναν αν πω πως, εκτός από πολυδιάστατος και ιδιοφυής συνθέτης, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου είναι ένας συναρπαστικός αφηγητής. Οι ιστορίες από τη μακροχρόνια πορεία του στη μουσική και από τις προσωπικότητες που έχει συναναστραφεί είναι απαράμιλλες. Όμως, με την ευκαιρία της νέας παρουσίασης στη Στέγη του έργου του «…που γι’ Αλεξανδρινό γράφει Αλεξανδρινός», που πρωτοπαρουσιάστηκε τον Οκτώβριο του 2002 στα εγκαίνια της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, έχοντας γραφτεί ειδικά για την περίπτωση, θεώρησα πως οι ιστορίες που θα έπρεπε να αφηγηθεί είναι άλλες: αυτές ενός παιδιού που μεγαλώνει στην πόλη του Καβάφη, πριν ξερριζωθεί για να έρθει στην Ελλάδα ακολουθώντας τη μοίρα των Αιγυπτιωτών, ενός πολύτιμου κομματιού του ελληνισμού. Εικόνες, μυρωδιές, αισθήσεις και μνήμες που, πολλά χρόνια αργότερα, μετουσιώνονται σε καλλιτεχνική δημιουργία. Και στο κέντρο των πάντων, έμβλημα, θέμα συζήτησης και απόλυτος κυρίαρχος, ο Κωνσταντίνος Καβάφης.
Από που ξεκίνησε, πώς εξελίχθηκε και τι είναι σήμερα το Ελληνικό Σχέδιο;
Το Ελληνικό Σχέδιο ξεκίνησε ταυτόχρονα με την Στέγη. Είναι, ας πούμε, μια δραστηριότητά της.. Είμαστε αδέρφια με τη Στέγη, μόνο που είμαστε ένα πολύ, πολύ μικρό μέγεθος μπροστά της. Το Ελληνικό Σχέδιο, όπως και η λέξις δηλοί, ο τίτλος δηλαδή που λέγαμε παλιά, είναι ένα δικό μου καλαμπούρι. Έχει να κάνει με την ιστορική γνώση της χρήσης του όρου «Ελληνικό Σχέδιο». Σαν τίτλος έχει μία αναφορά στην Αικατερίνη τη Μεγάλη της Ρωσίας, η οποία είχε οραματιστεί -έτσι όπως το οραματίζονται οι αυτοκράτορες- ότι θα ανασυστήσει, από την Τουρκία που ήταν ο μεγάλος εχθρός της Ρωσίας εκείνη την εποχή, τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Είχε στο μυαλό της ότι τον δευτερότοκο γιο της θα τον έκανε αυτοκράτορα του Βυζαντίου -εξού και τον βάφτισε Κωνσταντίνο. Αυτό ήταν λοιπόν το Ελληνικό Σχέδιο, το οποίο ουσιαστικά γέννησε και την Ελληνική Επανάσταση: βοήθησε πολύ η Ρωσία με τους ελληνικής καταγωγής αξιωματικούς που έκαναν τα διάφορα -τα Ορλωφικά, ο Υψηλάντης κλπ. Αυτό λοιπόν, μαζί με το ότι η λέξη σχέδιο μαζί με τη λέξη ελληνικό είναι στην πραγματικότητα μια τεράστια αντινομία! Γιατί; Δεν νομίζω ότι οι Έλληνες είναι ικανοί για σχέδια -και κυρίως δεν είναι ικανοί για την τήρηση του όποιου σχεδίου. Με αυτά τα δύο πράγματα στο μυαλό μου γέλασα πολύ εσωτερικώς. Η βασική σκέψη πίσω από τις δραστηριότητες του Ελληνικού Σχεδίου ήταν το γεγονός ότι ένα μικρό μέρος του ελληνικού πολιτισμού χρειαζόταν κατά τη γνώμη μου κάποιες ενεσούλες. Εμείς μεγάλες ενέσεις δεν μπορούμε να κάνουμε, δεν είμαστε Υπουργείο Πολιτισμού, όμως μπορούμε να κάνουμε μικρές και ίσως και σωτήριες μερικές φορές, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Έτσι λοιπόν, ένας κορμός των σχεδίων και των προθέσεων μας, είναι ο άγνωστος Ελληνισμός σήμερα, ο άγνωστος σύνδεσμος. Την ώρα που εμείς μιλάμε, όπως λέει ο λαός, αλλού τα κακαρίσματα και αλλού γεννούν οι κότες. Συνήθως τα σημαντικά στον ελληνικό πολιτισμό συμβαίνουν κάπου αλλού, από εκεί που εμείς νομίζουμε -ή ΚΑΙ κάπου αλλού στην καλύτερη περίπτωση. Εγώ λοιπόν σκόπευα να κοιτάξω να δω στα μικρά, τα μεγάλα. Υπάρχουν για παράδειγμα πολύ σημαντικοί, τεράστιοι ίσως Έλληνες άγνωστοι στην Ελλάδα. Παράδειγμα ο Παναΐτ Ιστράτι ή ο Λευκάδιος Χερν. Έκανα για αυτούς λοιπόν και για άλλους αντίστοιχους κάποιες σημαντικές γιορτές -ας το πω έτσι. Για τον Λευκάδιο Χερν κάναμε μια ταινία μικρού μήκους animation, το «Η πηγή της νιότης», όπου έκανα τη μουσική. Πολύ ωραίο ταινιάκι, παίζεται συχνά. Υπάρχει και στο internet. Γνώρισα και την κόρη του και την οικογένεια. Για τον Παναΐτ Ιστράτι δούλεψε και παρουσίασε ο Δήμος Αβδελιώδης το έργο του και έκανε ένα θεατρικό δρώμενο. Άλλη περίπτωση άγνωστου Ελληνισμού είναι όταν ένα μέγεθος, ενώ θα του άξιζε περισσότερη προσοχή, έχει τοποθετηθεί σε δεύτερη θέση. Όπως ο Δημήτρης Λάγιος. Δεν έχει σημασία που πέθανε μικρός και έχει μικρό σε έκταση έργο: πρόλαβε να κάνει τραγούδια ανυπέρβλητα. Και δεν μπορώ παρά να σταθώ σε αυτά. Το «Όμορφη και παράξενη πατρίδα», και λόγω στίχου αλλά και λόγω μουσικής. Είναι ένας θησαυρός ο Λάγιος. Και το γεγονός ότι μας άφησε τόσο μικρός καθαγιάζει τη μορφή του ακόμα περισσότερο. Ένας άλλος είναι ο Σταύρος Κουγιουμτζής: θεωρώ ότι είναι ανώτερος από αυτό που έχουμε στο μυαλό μας. Αν δεν ήταν Θεσσαλονικιός, μπορεί να είχε μια καλύτερη τύχη στο παλμαρέ! Επίσης, αν δεν ήταν τόσο γλυκός και σεμνός άνθρωπος, χαμηλών τόνων. Αυτές λοιπόν ήταν οι πρώτες μας διορθωτικές κινήσεις.
Παράλληλα υπάρχει ο άλλος άγνωστος ελληνισμός, στους νέους καλλιτέχνες. Οι νέοι καλλιτέχνες σήμερα, ειδικά οι μουσικοί, ακμάζουν στην απόλυτη περιφρόνηση και στο απόλυτο σκοτάδι. Δεν ασχολείται μαζί τους κανείς. Αν ένα νέο παιδί θέλει να γράψει σήμερα μουσική ή τραγούδια, είναι πολύ πιθανό να τον φάει το μαύρο σκοτάδι, δηλαδή να μην τον ακούσουμε ποτέ. Έχει επικρατήσει μια κακώς εννοούμενη δημοσιογραφική νοοτροπία ότι θα πρέπει να είναι κάποιος τελειωμένος Μίκης Θεοδωράκης ή Μάνος Χατζιδάκις, και μόλις σηκώσουμε μια πέτρα θα τον βρούμε από κάτω! Να έχει πάρει Όσκαρ, απλά να μην το ξέραμε εμείς! Τόσο σιγουράντζα!. Όμως η διαδρομή ενός νέου εξαρτάται πάρα πολύ εν τοις πράγμασι και από την κοινωνία στην οποία ανήκει: δεν θα υπήρχε ποτέ διαδρομή κανενός μεγάλου, αν δεν υπήρχε μια κοινωνία να στηρίζει την διαδρομή αυτή, έστω και με καθυστέρηση -αλλά με στοιχειώδη καθυστέρηση. Όχι με μηδενικό ενδιαφέρον! Έτσι λοιπόν έκανα επί πέντε χρόνια συναπτά αγώνες τραγουδιού και στίχου, όπου με ενδιέφερε ο συνθέτης και ο στιχουργός και όχι ο τραγουδιστής. Γιατί δόξα τω Θεώ, από διαγωνισμός τραγουδιού βρίθει η ελληνική τηλεόραση και είναι δευτεροκλασάτοι. Και πολύ λαμπεροί βέβαια! Εμείς λοιπόν το κάναμε αυτό. Και πρέπει να πω ότι δεν ήρθε ούτε ένας γνωστός τραγουδιστής να το παρακολουθήσει, παρόλο που εκλήθησαν προσωπικά κατ’ επανάληψη. Με πολλούς εξ αυτών είμαστε συνεργάτες και τους συναντώ χιλιάδες φορές -εγώ τους είχα καλέσει και δεν ήρθαν! Διαμαρτύρονται ότι δεν υπάρχουν νέοι συνθέτες . Εγώ είχα λοιπόν στους αγώνες τραγουδιού καμιά πενηνταριά, εκ των οποίων μπορώ υπεύθυνα να πω ότι οι δεκαπέντε ήταν πολύ καλοί. Και αυτοί οι δεκαπέντε με το κατάλληλο χάιδεμα και την κατάλληλη ανατροφή θα γινόντουσαν πολύ σπουδαίοι. Είμαι σίγουρος γι αυτό. Και μερικούς που τους αναλάβαμε κατά κάποιο τρόπο και στα επόμενα χρόνια -δυστυχώς δεν μπορέσαμε, δεν είχαμε τα λεφτά για να πάρουμε μια ολόκληρη γενιά στους ώμους- όντως προόδευσαν και κάνουν πολύ σπουδαία πράγματα. Σήμερα υπάρχει μια ομάδα τουλάχιστον δέκα συνθετών, οι οποίοι εργάζονται στο θέατρο, στο τραγούδι και στο παιδικό θέατρο, οι οποίοι όλοι πέρασαν από τα δικά μας χέρια. Ήταν αγώνες που τους οραματιστήκαμε με μια ομάδα ανθρώπων, συνεργατών. Στο Ελληνικό Σχέδιο δεν είμαι μόνος. Είναι κι άλλοι, έχουν περάσει και φύγει κατά καιρούς διάφοροι μέσα στα χρόνια, με τους οποίους διατηρούμε άριστες σχέσεις και ακόμα βοηθάνε όσο μπορούνε και με ιδέες, όπως ήταν η Ραλλού Βογιατζή, όπως είναι τώρα η Βερόνικα Δαβάκη, η οποία πέραν του ότι είναι τραγουδίστρια και ηθοποιός, ταυτόχρονα έχει ταυτιστεί με το ιδεολογικό κομμάτι του Ελληνικού Σχεδίου και προσφέρει ιδέες πολλές. και κυρίως ενισχύει με νέους ανθρώπους που γνωρίζει -νεότερους απ ότι εγώ κάνω παρέα, και έτσι δεν νιώθουμε να γηράσκουμε, αν και διδασκόμενοι! Και μπαίνω. Πέραν αυτού, μπαίνω και στον χώρο της κλασικής μουσικής και της ενίσχυσης σημαντικών δημιουργών που είναι μεγάλοι, δεν τυγχάνουν της οικονομικής ευρωστίας που θα έπρεπε, και περνάνε κι αυτοί τις δυσκολίες που περνάει όλη η ελληνική κοινωνία. Με μεγάλη χαρά μας στηρίζουν και τους στηρίζουμε όσο μπορούμε. Έτσι λοιπόν έχουμε κάνει παραγγελίες κλασικών έργων τα οποία έχουμε παίξει με συμφωνική ορχήστρα, την ηχογραφήσαμε και βγάλαμε και δίσκο. Δίσκο βγάλαμε και τα έργα όλων αυτών των νέων που συμμετείχαν στους αγώνες τραγουδιού όλα αυτά τα χρόνια. Αλλά πρέπει να πω ότι με βάση την κακώς επικρατούσα δημοσιογραφική ραδιοφωνική νοοτροπία, κάτι το οποίο δεν είναι ήδη πολύ γνωστό δεν παίζεται ποτέ. Και βέβαια ρωτάει κανείς: και πώς θα γίνει γνωστό αν δεν παίζεται ποτέ; Η απάντηση είναι «και εμείς τι φταίμε;» Οπότε είμαστε σε φαύλο κύκλο. Τα cd όμως υπάρχουν και καταγράφηκαν -και τα κλασικά cd. Μέσα στο Ελληνικό Σχέδιο είναι η φωλιά στην οποία και άλλοι βάκιλλοι και βακτηρίδια γεννούνται και ανδρώνονται, όπως και δικά μου έργα. Ένα μικρό κομμάτι της δραστηριότητας μου δημιουργείται στο Ελληνικό Σχέδιο. Αν είχαμε παραπάνω χρήματα, θα μπορούσαμε να κάνουμε καλύτερα αυτά που κάνουμε, ή και περισσότερα. Αλλά και με αυτά νιώθω ευγνώμων.
Θα ήθελα την προσωπική σου ιστορία σε σχέση με την Αίγυπτο, την Αλεξάνδρεια της μνήμης σου. Τι θυμάσαι;
Έφυγα μεγάλος, δηλαδή επτά χρονών. Επτά χρονών έχεις προλάβει να γίνεις εγκληματίας αν θες, όχι να έχεις μνήμες! Έχεις προλάβει να έχεις πληγωθεί, έστω να έχεις θυμό -ήδη από τα τρία και μετά. Εννοείται και πιο πριν, αλλά από τα τρία και μετά τα θυμάσαι. Αυτό το τεράστιο λιβάδι δεν ξέρω αν είναι αναμνήσεις ακριβώς ή αναμνήσεις ενισχυμένες από τις αναμνήσεις των αδελφών μου και των γονέων μου ή και απλές διηγήσεις. Αλλά πρέπει να πω το εξής: το να είσαι Αλεξανδρινός είναι κάτι το οποίο εισπνέεται πιο πολύ. Αλεξανδρινός μπορεί να είναι και κάποιος που δεν γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, αλλά ζει σε σπίτι Αλεξανδρινών και έχει τα έπιπλα, τα χαλιά, τους ζωγράφους τους… Τις κουβέντες των γονέων του, οι οποίοι μπορεί να είναι και οικοδόμοι, αλλά έχουν μια γενική παιδεία που είναι απαράμιλλη και εμπειρίες προσωπικές, απαράμιλλες. Και κυρίως έναν τελείως διαφορετικό καμβά πάνω στον οποίο χαράζει η μνήμη. Δύο πράγματα αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά της μνήμης αυτής: ο καμβάς και το φως. Ο καμβάς είναι η Αίγυπτος. Όλα συμβαίνουν από μια μειοψηφία σε μια υπερβολική πλειοψηφία ενός χαριτωμένου, χαρούμενου, γλεντζέ, φιλικού λαού που λέγονται Αιγύπτιοι. Παράλληλα υπάρχουν και πάρα πολλοί άλλοι ευρωπαίοι, που και αυτοί είναι ευτυχείς και ευωχούνται ζώντας στην Αλεξάνδρεια όπως είναι: Αμερικανοί, Καναδοί. Ιταλοί, Γάλλοι, Εγγλέζοι φυσικά… Όλες οι φυλές μαζεμένες, για να μην πω του Ισραήλ -μαζεύονται και πάρα πολλοί Εβραίοι τότε. Δεν ξέρω αν είναι ακόμα. Προφανώς όχι. Και όλοι αυτοί συμβίωναν. Ο καμβάς όμως, και γι αυτούς και για μας, ήταν οι Άραβες. Ένας καμβάς πάρα πολύ φιλικός και κατάλληλος: το αναδεικνύει το ελληνικό χρώμα. Και δείτε το και ανάποδα. Οι Αιγύπτιοι που ήρθαν εδώ στην Ελλάδα πώς συγχωνεύτηκαν και πόσοι είναι αδελφοί. Και έχουν έλθει μαζικά. Οι περισσότεροι ψαράδες μας στην Εύβοια, ένας συγκλονιστικός αριθμός, είναι Αιγύπτιοι. Είναι ένας λαός που μας ταιριάζει. Ό,τι διαβάζουμε στον Τσίρκα, στον Καβάφη, ό,τι διαβάζουμε σε όλους τους Αιγυπτιώτες είναι σε έναν καμβά διαφορετικό. Το χρώμα αυτού του καμβά δεν είναι λευκό, είναι ίσως μπεζ σκούρο. Ο δε φωτισμός δεν είναι ο αιγαιοπελαγίτικος, δεν είναι αυτό το άσπρο, το αδέκαστο, το κάθετο. Είναι πλάγιος, είναι ο φωτισμός της ερήμου. Είναι άλλος ο ήλιος του απογεύματος, για να θυμηθώ το ποίημα του Καβάφη. Όχι, δεν είναι ο ήλιος του απογεύματος στη Σαντορίνη, στη Μύκονο ή στην Κεφαλονιά. Είναι ένας άλλος γυμνός ήλιος. Είναι ο ήλιος της ερήμου. Όταν ήμουν πολύ μικρός είχα γράψει ένα ποίημα. Δεν θυμάμαι παρά μόνο ένα στίχο: «Ξεχωρίζουν τα μάτια που είδαν την έρημο». Είναι αλήθεια. Είναι ένα περίεργο φαινόμενο η έρημος. Όπως τα μάτια που είδαν τη θάλασσα. Κάποιοι λαοί που δεν βλέπουν θάλασσα ή κάποιοι άνθρωποι που βλέπουν για πρώτη φορά στα εξήντα τους, αυτό έχει διαφορά. Είναι μια γνώση, ένα βίωμα. Άρα λοιπόν, με αυτό το φωτισμό και αυτόν τον καμβά, οι εμπειρίες είναι άλλες. Σ’ αυτό βάζω τις μυρωδιές. Βάζω και το φαγητό -είναι πολύ ωραίο το αιγυπτιακό φαγητό και πολύ φιλικό, ένας Έλληνας μπορεί να το φάει και να ενθουσιαστεί άνετα. Είναι πολύ κοντά.. Οι μνήμες είναι ένας κήπος και ένα σχολείο. Και δύο-τρεις θάλασσες που πηγαίναμε για μπάνιο, και κάνα δυο εκδρομές. Ο κήπος του σπιτιού μας, η εμπρός και η πίσω αυλή. Μου φαινόταν πολύ μεγάλος κήπος. Ήταν πολύ μικρός στην πραγματικότητα. Εκεί που παίζαμε με τα αδέρφια μου και τον πατέρα μου. Βρέχει σπανιότατα στην Αλεξάνδρεια, και βρέχει λίγο. Το κρύο είναι και αυτό περιορισμένο. Ήταν ένας κήπος πάντα καλοκαίρι. Τα άνθη όλα μυρίζουν πολύ, είναι πολλαπλάσια η μυρωδιά των λουλουδιών. Σπίτι και κήπος ενωμένα. Λιακάδα, παραδείσια κατάσταση ο κήπο για ένα παιδί. Το σχολείο ήταν το Saint Marc, ένα γαλλικό σχολείο καθολικό, μιας αίρεσης των Ιησουιτών. Μάθαινα γαλλικά και αραβικά. Τα ελληνικά τα μαθαίναμε σπίτι. Το σχολείο αυτό είχε εκκλησία και εκκλησιαστικό όργανο, και μια χορωδία που τραγουδούσε καταπληκτικά. Στ’ αυτιά μου τότε, ήταν αδιανόητο. Είχε και αστεροσκοπείο, είχαν εμμονή οι μοναχοί με την αστρονομία. Μαθηματικοί και αστρονόμοι. Η συγκεκριμένη δε αίρεση ήταν ακόμα πιο φανατική με την επιστήμη. Πολύ καλό σχολείο. Οι παραλίες που πηγαίναμε, η μία ήταν ακριβώς μπροστά στην Corniche, κι η άλλη ήταν εκεί που ήταν «Ο γιατρός», το εστιατόριο. Κι οι εκδρομές δεν ήταν και πάρα πολλές. Δεν μπορώ να ξεχάσω το Αλαμέιν που πήγαμε με τον πατέρα μου και κάποια στιγμή φύσηξε και χάθηκε τελείως ο δρόμος, πέσαμε σε αμμοθύελλα! Με κλειστά τα παράθυρα έμπαινε μέσα η άμμος. Τόσο ψιλή ήταν. Δεν ξέραμε από πού να πάμε. Και κάποια στιγμή ξαναφύσηξε και κάπως καθάρισε ο δρόμος και γυρίσαμε. Μείναμε δύο ώρες μέσα στην έρημο, χαμένοι και ακίνητοι περιμένοντας κάτι να γίνει. Την θυμάμαι αυτήν την εμπειρία. Θυμάμαι και το Νείλο πίσω από το σπίτι. Ήταν ένας παραπόταμος, η Μαχμουντία. Υπάρχουν διάφοροι πίνακες και φωτογραφίες της, αναφέρεται κιόλας στον Καβάφη: «η γλαυκή ρεμβώδης Μαχμουδία», λέει. Όλα τα μέρη που αναφέρει στο «Σαμ ελ Νεσίμ» τα ξέρω: «Το Μεξ, το Μοχαρέμβεη, το Ράμλιον». Ταξίδι στο Νείλο επίσης έχουμε κάνει, υπέροχο, την εποχή που τις βάρκες τις έσερναν με σχοινιά από την ακτή- εικόνα πολύ παλιακή… Θυμάμαι το σπίτι βέβαια. Επισκέψεις σε φίλους… Υπήρχε και ο παππούς μιας φίλης, της Μαίρης Καραγιάννη, ο παππούς ο Γιαννακάκης, ο οποίος ήταν ένας από τους φίλους του Καβάφη. Και αυτός μετοίκησε με την οικογένειά του στην Ελλάδα. Στο σπίτι της Μαίρης Καραγιάννη υπήρχε ένα πιάνο που έπαιζε η μαμά της. Όποτε πηγαίναμε να παίξουμε με τη Μαίρη και τη Σμάρω, που ήταν φίλες μας και των τριών αδελφών, εγώ την έβγαζα στο πιάνο. Το πιάνο είναι αυτό που έχεις πίσω σου! Η Μαίρη διάβασε κάποια συνέντευξή μου όπου είχα αναφέρει το πιάνο αυτό, και μου το έστειλε από την Αίγυπτο και μου το έκανε δώρο. Και είναι το πιάνο στο οποίο παίζει τώρα ο γιός μου ο Στελλάκος. Δεν έφταναν τότε τα πόδια μου να πατήσω το πεντάλ! Εδώ λοιπόν, σε αυτό το πιάνο είναι που άκουσε για πρώτη φορά η μητέρα μου ότι παίζω κάτι συγκεκριμένο. Ακούγαμε κλασσική μουσική σπίτι και είχα αποστηθίσει κάποια κομμάτια, και όντως προσπαθούσα να παίξω τη μελωδία από την «Πολωνέζα». Και η μάνα μου λέει της κυρίας Μπούλιας: «Συγγνώμη, αυτός δεν παίζει τώρα κάτι συγκεκριμένο; Δεν παίζει την Πολωνέζα;». Εγώ δεν ήξερα καν ότι λέγεται Πολωνέζα! Αυτό λοιπόν το πιανάκι είναι μια πολύ καλή ανάμνηση.
Θυμάμαι τη μητέρα μου όταν έσκασε η κακιά η είδηση. Η πρώτη κακή είδηση είναι ότι φεύγουν οι γονείς μου. Ήμουν πολύ μικρός. Έφυγε ο πατέρας μου και η μάνα μου για δύο μήνες και ήρθαν στην Ελλάδα ως ταξίδι αναψυχής -γιατί απαγορευόταν να φύγεις. Ο Νάσερ δεν σε έδιωχνε. Σου απαγόρευε την έξοδο, αλλά σου απαγόρευε και την εργασία! Οπότε σε εξωθούσε να επιθυμείς να φύγεις εσύ. Έψαχνες τρόπους να φύγεις και δεν σε άφηνε. Μέχρι που έτρωγες όλα σου τα λεφτά. Σε φτωχοποιούσε και εσύ έψαχνες τρόπους παράνομους να φύγεις. Έτσι λοιπόν φύγαμε και εμείς, ως ταξίδι αναψυχής, πέντε άτομα με 128 δολάρια τα οποία τα φάγαμε στο καράβι σε δυο μέρες. Καταλαβαίνεις; Ένας άλλος Αιγυπτιώτης που ερχόταν εδώ έμαθε ότι τα λεφτά που είχε στείλει με παράνομη οδό στην Ελλάδα, του τα φάγανε. Έπεσε και αυτοκτόνησε. Τη μια μέρα του μιλάγαμε, την άλλη μέρα αναρωτιόμουν πού είναι αυτός, κι ο πατέρας μου ήταν κατηφής. Ο καπετάνιος του καραβιού που έκανε αυτή τη γραμμή ήταν ο Δημήτρης Αντωνίου, ο ποιητής. Είναι μεγάλος από τους ελάσσονες, σεφερικός, τον έχει προλογίσει ο Σεφέρης ,καλός ποιητής, κάσιος. Στην αρχή έφυγαν μόνο ο πατέρας, η μητέρα μου και ο μεγάλος αδελφός μου. Ήρθαν εδώ να δούνε τι γίνεται και πως γίνεται και κυρίως κάπως να δει και ο πατέρας μου πώς αντιδρά ο Αντώνης σε αυτή τη μετοίκηση κλπ. Τελικά ο Αντώνης τους έπεισε να έρθουμε εδώ. Η ευρυμάθεια του δεν υπάρχει. Μικρός τότε, τους πήγε στην Ακρόπολη και τους εξηγούσε όλα τα μυστικά μαθηματικά μοντέλα που υπάρχουν από πίσω, τις ακολουθίες Φιμπονάτσι κλπ. Τότε ο πατέρας μου κατάλαβε ότι πρέπει να έρθουμε εδώ. Οι ακολουθίες Φιμπονάτσι βέβαια δεν υπήρχαν τότε, ονομάστηκαν Φιμπονάτσι από τον ιταλό που τις υπέκλεψε! Όταν ετοίμαζαν τις βαλίτσες για να φύγουμε, μη έχοντας πού την κεφαλήν κλίναι στην Ελλάδα, έκρυψαν στη βαλίτσα μου διάφορα ασημικά τα οποία όντως ήταν μεγάλης αξίας. Αλλά ο πατέρας μου δεν ήθελε καθόλου να παρανομήσει. Δεν τα κρύψανε μόνο από το τελωνείο, τα κρύψανε και από τον πατέρα μου! Αλλά περάσαμε. Δεν μας πιάσανε. Ανοίξανε βαλίτσες, αλλά όχι τη δική μου, περιέργως. Όταν το έμαθε ο πατέρας μου εδώ, έγινε έξαλλος! Μην φανταστείς τίποτα σπουδαίο, κάτι κηροπήγια και τέτοια. Αλλά έπρεπε να φύγεις με μηδέν. Σε ταξίδι αναψυχής δεν παίρνεις τίποτε μαζί σου! Οπότε ήρθαμε για αναψυχή, και έκτοτε μείναμε εδώ. Μας φιλοξένησε αρχικά η θεία μου. Η όλη ιστορία της Αιγύπτου είχε αυτό το δραματικό φινάλε. Τα τελευταία δύο χρόνια εμείς τα παιδιά κάναμε βέβαια τη ζωή μας, αλλά στο σπίτι υπήρχε εμφανέστατη κακοκεφιά. Ο πατέρας μου ήταν πάντα κλειδωμένος στο γραφείο του και ετοιμαζόταν να δώσει εξετάσεις ξανά στη Νομική, γιατί εδώ στην Ελλάδα δεν του αναγνώριζαν το πτυχίο του Πανεπιστημίου της Αλεξάνδρειας, το οποίο ήταν πάρα πολύ καλό πανεπιστήμιο, γερμανικό στην πραγματικότητα. Πέρασε στη Νομική και ξαναπέρασε ένα-ένα τα έτη εδώ -του πήρε χρόνια. Μετά, όταν τέλειωσε, έδωσε ξανά εξετάσεις για να γίνει μέλος του δικηγορικού συλλόγου. Μετά έπρεπε να περιμένει να πεθάνει κάποιος, γιατί ήταν κλειστό το επάγγελμα! Σ όλο αυτό το διάστημα ήταν ελάχιστα αμειβόμενος, κάνοντας όλη τη δουλειά ως barrister και όχι ως solicitor – δηλαδή έγραφε τα πάντα, αλλά δεν πήγαινε στο δικαστήριο. Κάποια στιγμή, συγκινηθείς ένας δικηγόρος μεγάλης ηλικίας, καταπληκτικός άνθρωπος, ονόματι Γιώργος Παρασκευόπουλος, αντιπρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά, έκανε μεγάλο διάβημα για να κάνουν τον πατέρα μου μέλος και να μπορεί να δικηγορεί. Και όντως πέρασε: έγινε δικηγόρος μετά από 2-3 χρόνια και μπόρεσε να ορθοποδήσει. Και πήραμε κι ένα αυτοκινητάκι και ξαναξεκίνησε… Ο πατέρας μου από την κορυφή που ήταν στην Αίγυπτο πήγε στον πάτο και ξαναέφτασε για δεύτερη φορά στην κορυφή. Και το έκανε και τρίτη φορά αυτό. Ο πατέρας μου ήταν μεγάλος αγωνιστής.
Να μιλήσουμε και για την ιστορία του συγκεκριμένου έργου που θα ακουστεί;
Ο Καβάφης είναι για τον Αιγυπτιώτη, για τον Αλεξανδρινό πιο συγκεκριμένα, κάτι σαν τη Βίβλο. Όχι γιατί λείπουν άλλα αξιόλογα έργα. Αιγυπτιώτης είναι ο Χρήστου, κατά ένα μεγάλο μέρος ο Παρθένης… Αιγυπτιώτες έχουμε πολύ μεγάλους γενικά σε όλες τις τέχνες. Ο Καβάφης όμως περιέκλεισε το μεγαλείο, μη μιλώντας για τη σύγχρονη Αλεξάνδρεια παρά ελάχιστα. Ο ιδεατός τόπος όπου εκτυλίσσεται ο καβαφικός μύθος είναι η Αλεξανδρινή περίοδος. Όχι τυχαία. Οι ήρωές του δεν είναι Έλληνες, αλλά οι μετέχοντες του ελληνικού πνεύματος της εποχής. Και τον ενδιαφέρει, το ενδιαφέρει πώς τότε οι διάφοροι λαοί συνυπήρχαν όλοι μαζί κάτω από το ελληνικό πνεύμα -αυτό που έβλεπε εκείνος στην πράξη με σύγχρονους ανθρώπους.. Αυτή την Αλεξανδρινή εποχή την έχουμε πολύ υποβαθμισμένη στην Ελλάδα. Έχουμε στο μυαλό μας την Αττική κλασική περίοδο. Ο Καβάφης δεν μιλάει καθόλου γι αυτήν. Δεν υπάρχει ούτε ο Περικλής, ούτε ο Σωκράτης. Κανείς από αυτούς. Μιλάει για την άλλη περίοδο, τη μετά, όπου η τέχνη ακμάζει με άλλο τρόπο. Οι ήρωές του είναι Σύριοι, είναι από τα βάθη της Ασίας. Και με αυτή τη μυθολογία –συν την προσωπική, εσωτερική, αποκαλυπτική, ερωτική ποίησή του- μίλησε με έναν πολύ βαθύ τρόπο. Και με έναν πολύ περίεργο τρόπο. Οι Αλεξανδρινοί, όντας κοσμοπολίτες, δεν κατανάλωσαν μεγάλη διαδρομή για να δεχτούν και να αντιληφθούν τις ιδιαιτερότητες του Καβάφη. Αλλά αυτή η διαδρομή τους ήταν κυρίως πολιτικά και όχι κοινωνικά ορμώμενη. Πρέπει να πω ότι, ας πούμε, οι γονείς μου κάνανε μεγάλες καβαφικές μάχες με άλλους καβαφικούς για το αν ο Καβάφης ήταν το Α ή το Β. Τσακώθηκαν με τον Τσίρκα και ξαναμίλησαν μετά από 10-15 χρόνια! Ο λόγος του τσακωμού ήταν φιλολογικός: ο Καβάφης. Είναι πολύ περίεργο αυτό που λέω, αλλά είναι αλήθεια. Ατέλειωτες συζητήσεις . Ερχόντουσαν στο σπίτι οι φίλοι, όπως ο Χαλβατζάκης, που έχει γράψει και ένα βιβλίο για τον Καβάφη, και η κουβέντα συνέχιζε όλη νύχτα.
Κι ο Τσίρκας έγραψε ένα βιβλίο για τον Καβάφη.
Βέβαια. και ο Μαλάνος, πολλά βιβλία που είχαν μεταξύ τους διαφωνίες. Ας πούμε, έπρεπε να είναι να είναι μαρξιστής ο Καβάφης, αλλιώς δεν μπορούσε να είναι μεγάλος! Υπήρχε αυτό το αρχέτυπο! Βλέπανε ότι είναι μεγάλος ποιητής. Μπορεί όμως να είναι μεγάλος χωρίς ταυτόχρονα να είναι μαρξιστής; Έπρεπε λοιπόν να τον εντάξουν στον μαρξισμό για να τον δεχτούν!
Δεν υπήρχε ένα προβληματάκι; Γινόταν να είναι και μαρξιστής και ομοφυλόφιλος;
Και αυτό επίσης. Αυτό το είχε και ο Ρίτσος.
Ναι, βέβαια. Τεράστιος διχασμός.
Τεράστιος. Δεν γινόταν! Μέχρι που κάποιοι φίλοι, μεγάλης ηλικίας τότε, ορθόδοξοι σταλινικοί, έλεγαν ότι είναι μια σκευωρία. Και όταν τους εμφανίστηκαν ποιήματα -γιατί ήμασταν αλητήριοι εμείς – όπου το βλέπει κανείς εμφανέστατα, είπαν ότι αποκλείεται να τα έγραψε ο Ρίτσος, κάποιος καπιταλιστής τα έγραψε και τα υπέγραψε ο Ρίτσος για να τον υποσκάψει! Τέλος πάντων. Αυτό δεν χρειάζεται καν να υπάρχει σαν θέμα σήμερα πια. Η συζήτηση και μόνο είναι οπισθοδρόμηση. Αυτά λοιπόν είναι ο «Καβάφης» μου. Σκέψου ότι ο πατέρας μας μάς διάβαζε Καβάφη όταν ήμασταν παιδιά: «Ιθάκη». «Η Πόλις», τέτοια ποιήματα. Επίσης με λίγα χρήματα, τα πρώτα που είχε βγάλει, βρήκε και αγόρασε χειρόγραφα του Καβάφη, «Η Πόλις», το οποίο το έχουμε ακόμα, νομίζω το έχει ο Γιώργος, ο αδελφός μου. Αγόρασα κι εγώ ο ίδιος με δικά μου λεφτά –εννοώ το βδομαδιάτικο που μας έδινε ο πατέρας μας, κάτι λίγα λεφτά τα οποία σιγά-σιγά μαζευόντουσαν. Είχα βρει ένα από αυτά τα μονόφυλλα που τα μάζευε και τα έκανε ένα μικρό βιβλιαράκι ο ίδιος ο Καβάφης -είχε και χειρόγραφες διορθώσεις. Αυτό που έχω είναι με χειρόγραφη αφιέρωση στον ποιητή Μάκη Ανταίο. Είχα φαγωθεί να το πάρω. Το είχε ένας Αιγυπτιώτης ζωγράφος, ο Μιχάλης Κιούσης -πολύ ωραίος ζωγράφος, μαθητής του Λίτσα. Στην Αλεξάνδρεια υπήρχε ένας σπουδαίος ζωγράφος, ο Δημήτρης Λίτσας, ο οποίος λόγω του ότι είναι Αλεξανδρινός, δεν είχε την ίδια τύχη με κάποιους που ζούσαν εδώ, αλλά είναι πολύ σπουδαίος και είχε και πολλούς μαθητές. Ένας από αυτούς ήταν ο Κιούσης. Αυτός είχε μια γκαλερί στην Ηρακλείτου και πηγαίναμε εκεί με τον πατέρα μου: ένα μέρος της εκπαίδευσής μου ήταν αυτό. Εκεί υπήρχαν φύρδην μίγδην χιλιάδες αντικείμενα. Ό, τι μπορείς να φανταστείς. Έργα τέχνης γιαπωνέζικα, αγαλματάκια jade, κηροπήγια, ασημένια περσικά, πίνακες… Τους πίνακες τους αποκάλυπτε λίγο τελετουργικά ο ίδιος ο Κιούσης! Χιλιάδες αντικείμενα, μεγάλα, μικρά, έπιπλα… Σκονισμένα και απεριποίητα. Ήταν λίγο σαν αποθήκη. Κάποια τα είχε λίγο πιο περιποιημένα. Και έλεγε ο πατέρας μου: «Η δουλειά σου εδώ είναι να βρεις ποιο είναι πιο ωραίο από τα άλλα! Εδώ που είναι σκονισμένα. Όχι να στο έχει διαλέξει άλλος και να στο έχει βγάλει στη βιτρίνα. Εσύ να το βρεις. Το ωραίο δεν φαίνεται. Πρέπει να το φανταστείς! Να το καθαρίσεις με το μυαλό σου». Αυτή η φάση ήταν κάθε Κυριακή μεσημέρι. Καθόμασταν δυο, τρεις, τέσσερις ώρες. Έβγαζε και ουζάκια και [00:44:00] τέτοια ο κ. Κιούσης. Πραγματικά θα το θυμάμαι αυτό. Με εκπαίδευσε. και με εκπαίδευσε γενικά και με τους ανθρώπους :να μπορώ να φανταστώ κάτι πώς θα είναι -όχι πώς είμαι. Και με τους νέους ανθρώπους, και με τους φίλους. Και με τους τραγουδιστές!