Φωτογραφίες: Σοφία Μανώλη

 

Ο Δημήτρης Δημητριάδης  είναι, αδιαμφισβήτητα πλέον, ο κορυφαίος εν ζωή έλληνας θεατρικός συγγραφέας. Επίσης – σύμπτωση διόλου αυτονόητη – είναι και ο πλέον περιζήτητος. Τα πράγματα όμως δεν ήταν πάντα έτσι. Θυμάμαι πως όταν είχα δει, πολύ νέος, την Αρχή της Ζωής στο Αμόρε, έχοντας ήδη διαβάσει (ακόμα νεώτερος) το Πεθαίνω Σα Χώρα, ένιωσα πως είχα ανακαλύψει κάτι εξαιρετικά σημαντικό. Η τότε κριτική, αντιθέτως, υπήρξε απέναντι στο έργο και την παράσταση από επικριτική έως και χυδαία. Κι όμως – ω του θαύματος – ο χρόνος δικαίωσε εμένα, έναν αφελή τότε απόφοιτο σχολής σκηνοθεσίας, κι όχι τους μεγαλοσχήμονες κριτικούς της εποχής.
Από τότε χρονολογείται και η γνωριμία μου με το Δημήτρη Δημητριάδη. Τον ευγνωμονώ για κάθε νέο του έργο, και για τις κατά καιρούς συνομιλίες μας, δημόσιες ή ιδιωτικές. Η συνάντηση που καταγράφεται εδώ έγινε λίγες μέρες μετά την πρεμιέρα του Χρύσιππου στο Φεστιβάλ Αθηνών, σε μια από τις σποραδικές του καθόδους στην Αθήνα. Αρχικά είναι αρνητικός με την παράσταση, που δεν παρουσιάζει το έργο του έτσι όπως περίμενε – νομίζω, όμως, πως με την κουβέντα και τις ημέρες σαν να γλυκαίνει λίγο. Διατηρεί για τα πράγματα τη νεανική του οργή, που μοιάζει να πηγάζει από βαθιά απελπισία. Ακόμα κι όταν διαφωνώ εντελώς με όσα λέει, ο θαυμασμός κι η αγάπη μου δεν μειώνονται. Ας μην ξεχνάμε πως κάθε πνευματικός άνθρωπος διατηρεί το δικάιωμα να διατυπωνει τις απόψεις του με μια φωνή τη δύναμη της οποίας δεν την οφείλει σε κανέναν, παρά μόνο στο έργο του.

 

Όλα καλά αυτές τις μέρες στην Αθήνα; Όλα καλά, θα ήταν αδύνατον να συμβεί! Αλλά ήταν καλές μέρες. Συναντήσεις, κόσμος, γνωριμίες, φιλίες… Την παράσταση την είδες, έτσι δεν είναι;

Ναι, στην πρεμιέρα. Και;

Θεωρώ πως είναι μια διαφορετική ματιά, η οποία όμως τεκμηριώνεται. Αυτό είναι υπέρ της παράστασης.

Ναι, εγώ είμαι υπέρ. Σε αντίθεση με τον αγαπημένο μου Γιώργο Σαμπατακάκη. Ναι. Ο οποίος έχει γράψει κι ένα εκτενές κείμενο για το Χρύσιππο στο Χάρτη.

Ναι, το διάβασα χτες με προσοχή. Εγώ είμαι με την πλευρά του Γιώργου… Δεν ήξερα τίποτα από πριν για το τι θα δω! Μου απέκρυψε εσκεμμένα κάποια πράγματα – κυρίως για τη επιλογή του τι θα είναι ο Χρύσιππος επί σκηνής. Μου είπε ότι δεν θα είναι ηθοποιός, ζωντανό πρόσωπο, αλλά δεν μου είπε ποτέ τι θα είναι. Κι επίσης δεν μου είπε ποτέ – κι ούτε επέμεινα πια να μάθω – τι θα είναι ο χώρος. Φυσικά, έμαθα τη διανομή – από όπου έλειπε το όνομα του ηθοποιού που θα έπαιζε το Χρύσιππο. Αυτό το ερώτημα με είχε προβληματίσει: τι θα μπορούσε να είναι αυτό… Αλλά από τη στιγμή που έπαψα να το ψάχνω, άφησα τον εαυτό μου να παραδέρνει στην απορία του. Ήταν μεγάλη η περιέργειά μου.

Εγώ βρήκα ενδιαφέρουσα την επιλογή ενός αντικειμένου που είναι οικείο για τον καθένα στην παιδική του ηλικία, και στο οποίο ο ίδιος δίνει φωνή και του αποδίδει σκέψεις κι επιθυμίες. Ο ίδιος φτιάχνει το ποιος είναι. Με την έννοια αυτή συμφωνώ απόλυτα. Είναι ένα fantasme, μια προβολή, μια προέκταση. Ας το κρατήσουμε αυτό. Εγώ πιστεύω όμως πως ο Χρύσιππος είναι ένα – πανέμορφο, οπωσδήποτε, ίσως και σπάνιας ομορφιάς – αγόρι, το οποίο όμως είναι ένα κανονικό αγόρι. Δεν έχει φτερά, δεν έχει περιδέραια ή στέμματα. Είναι ένα κανονικό αγόρι. Αλλά εξ αιτίας αυτής της προβολής , και χάριν της ομορφιάς του, οι άλλοι τον βλέπουν ως κάτι υπερφυσικό. Αυτή η μυθική πλευρά που έχει ο Χρύσιππος, ως καταβολή του έργου, ξεκινάει από τη μυθολογία. Κι ο Ευριπίδης κάτι ανάλογο έκανε, σύμφωνα με την εποχή του, και σίγουρα θα ήταν κυρίαρχο το μυθολογικό στοιχείο – από τα λίγα αποσπάσματα που έχουν μείνει, υπάρχει αυτή η διάσταση, όπως σε κάθε τραγωδία. Εδώ το έργο είναι γειωμένο σε μια καθημερινότητα. Σε έναν απλό καθημερινό χώρο, αναγνωρίσιμο. Δεν έχει τίποτα το εξαιρετικό, το σπάνιο, το διαφορετικό: είναι ένα κοινότατο καθιστικό. Θα έλεγα μάλιστα πως κινείται προς μια κοινοτοπία. Αυτές οι δύο πλευρές – ο χώρος και το πρόσωπο – απαλείφονται εντελώς από την παράσταση αυτή. Όπως μου είπε ο ίδιος, επεχείρησε να κάνει κάτι σαν αρχαίο ναό. Αλλά και στη διδασκαλία των ρόλων στους ηθοποιούς υπάρχει ένα στυλιζάρισμα, μια μη ψυχολογική πλευρά. Όλα αυτά κατά τη γνώμη μου υπονομεύουν το έργο, το κάνουν να μην είναι αυτό που είναι. Από κει και πέρα, Γιώργο, τίθεται ένα πολύ σοβαρό ζήτημα: το τι σημαίνει σήμερα σκηνοθεσία. Και το τι είναι ένας ζωντανός συγγραφέας σε σχέση με τα ανεβάσματα των έργων του.

Είναι κι ένα από τα ερωτήματα που ήθελα να σας θέσω: αυτή τη τιγμή τα έργα σας έχουν τεράστια ζήτηση στο ελληνικό θέατρο. Έχω μεγάλη ζήτηση, ναι.

Αυτό είναι μια πολύ ευχάριστη εξέλιξη των τελευταίων ετών. Εσείς πώς το διαχειρίζεστε; Αφήνετε όλα τα λουλούδια ν’ ανθίσουν; Αφήνετε να κάνει ο κάθε σκηνοθέτης αυτό που νομίζει, εφόσον το κείμενο είναι εκεί; Ή θέλετε να έχετε έλεγχο στο τι συμβαίνει; Μέχρι προ ολίγου, είχα την πρώτη στάση. Έτσι ξεκίνησα με τα πρώτα μου έργα που είχαν ανέβει στο θέατρο Αμόρε: την Αρχή της Ζωής και τη Ζάλη των Ζώων πριν από τη Σφαγή. Είχα στενή συνεργασία με το Χουβαρδά. Κι όπως έχω γράψει στο επίμετρο της Ζάλης, ο Χουβαρδάς το θεωρούσε αριστούργημα, αλλά έβρισκε πως κάτι του λείπει. Έγραψα τρεις φορές ξανά το έργο για να βρούμε αυτό που λείπει – και δεν το βρήκαμε! (Γέλια). Κι επανήλθαμε στην πρώτη-πρώτη εκδοχή, από την οποία όπως φαίνεται πως δεν έλειπε τίποτα. Αυτό σημαίνει στενή συνεργασία πάνω στο κείμενο πριν αρχίσουν οι πρόβες. Ήμουν στην ανάγνωση, ήμουν σε κάποιες πρόβες, και μετά απομακρύνθηκα. Τον άφησα να κάνει αυτό που θέλει. Πήγα στην παράσταση όχι αγνοώντας, αλλά  και χωρίς να έχω κάνει επεμβάσεις. Και στην Αρχή της Ζωής είχαμε δουλέψει εξαντλητικά πάνω στο έργο, υπήρξε συνεχής συνεργασία, και σε πρόβες ακόμα. Κατέβηκα στην Αθήνα για ένα μήνα κι ήμουν κοντά. Τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν παραστάσεις χωρίς την παρέμβασή μου. Όταν ανέβασε ο Μαρμαρινός το Πεθαίνω Σα Χώρα, το είδα τη μέρα που παίχτηκε.  Τα τελευταία χρόνια όμως βρίσκομαι μπροστά σε παραστάσεις όπου δεν αναγνωρίζω τα έργα μου.  Υπάρχουν και παραστάσεις που τις θεωρώ πραγματικά σημαντικές, αλλά βλέπω και παραναγνώσεις, και πρωτοβουλίες που υπονομεύουν και αλλοιώνουν το ίδιο το έργο. Πρόσφατα ανέβηκε ο Φαέθων στη Θεσσαλονίκη κομμένος κατά το 1/3. Έχω δει τον Ευαγγελισμό της Κασσάνδρας ανεβασμένο με δύο πρόσωπα – με παρόντα και τον Απόλλωνα, ο οποίος πρέπει να απουσιάζει: είναι μονόλογος. Όλα αυτά έχουνε και ιδέες που δεν μπορώ να καταλάβω πώς προκύπτουν: δεν βγαίνουν από τα ίδια τα έργα. Αυτή τη στιγμή που με ρωτάς, έχω σκεφτεί πολύ σοβαρά να κάνω το δεύτερο. Επειδή δέχομαι κυρίως προτάσεις από νέους, δεν μπορώ να έχω στοιχεία. Συζητώ. Όταν δίνω το έργο, αυτό είναι αποτέλεσμα εμπιστοσύνης και εκτίμησης που ξεκινάει από όσα βλέπω. Αλλά δεν θα είμαι πια αυτός που ήμουν πριν. Ακόμα κι αν το δίνω, θα βλέπω πού πάει το πράγμα. Τίθεται ένα ζήτημα: τι συμβαίνει πια στο χώρο της σκηνοθεσίας, τι είναι ο σκηνοθέτης σήμερα, και τι λόγο ύπαρξης έχει σήμερα ένας θεατρικός συγγραφέας. Κάπου εκεί πίσω σου, υπάρχει μια αφίσα του Φεστιβάλ Αθηνών, η οποία λέει: Θάνος Σαμαράς, από κάτω: Χρύσιππος, κι από κάτω: του τάδε. Αυτή η φόρμα δείχνει τι προηγείται πια. Ακόμα και σε ένα έργο που ανεβαίνει για πρώτη φορά, όπως ο Χρύσιππος, πηγαίνουμε για να δούμε τη σκηνοθεσία πρώτα.

Αυτό είναι η κληρονομία του μεταμοντέρνου; Είναι η γερμανική σχολή; Είναι οπωσδήποτε η γερμανική σχολή, εδώ και σχεδόν πενήντα χρόνια πια. Όμως πλέον ακόμα κι αυτοί που την εκπροσωπούσαν έχουν αποφασίσει να την τελειώσουν. Αυτό σημαίνει πως αναζητούν άλλο τρόπο ανάγνωσης, άλλη προσέγγιση και σχέση με τα κείμενα. Άρα: επαναφορά του συγγραφέα. Μπορεί να εκληφθεί ότι μεροληπτώ, αλλά πιστεύω ότι ο συγγραφέας, ο δραματουργός, είναι το πρώτο στάδιο ενός θεατρικού γεγονότος. Άλλοτε πολύ καλό, άλλοτε λιγότερο. Η αφετηρία είναι αυτή: ένας σκηνοθέτης επιλέγει ένα έργο το οποίο έχει γράψει ένας συγγραφέας. Τι θα γίνει όμως που και σύγχρονα έργα ακόμα παραποιούνται, «εκσυγχρονίζονται» ακόμα περισσότερο; Ανεβαίνει ένας Λόρκα κι ένας Ιονέσκο, και δεν καταλαβαίνεις για ποιο λόγο υπάρχει το έργο αυτό στην παράσταση!

Δεν μπορώ να πω πως δεν το έχω δει να συμβαίνει. Συγκαταλέγω στα παραδείγματα  αυτά και τον τελευταίο Μισάνθρωπο που ανέβασε ο Χουβαρδάς. Αυτή η μετατόπιση την οποία ο Χουβαρδάς δεν θέλει να ονομάζει επικαιροποίηση, αλλά εκσυγχρονισμό, είναι μια αρνητική στάση απέναντι στη σύγχρονη δραματουργία. Γιατί να εκσυγχρονίσουμε ένα έργο, και να μη ζητήσουμε να γραφτεί ένα έργο για σήμερα; Όσο επίκαιρα κι αν είναι τα αριστουργήματα αυτά – θα πω κάτι απλοϊκό και αυτονόητο – γράφτηκαν στην εποχή τους για την εποχή τους. Όσο σύγχρονο κι αν είναι ένα κλασικό έργο,  δεν μιλάει ποτέ για την εποχή μας όπως θα μιλούσε ένα έργο που θα γραφόταν σήμερα. Αποκλείεται – εξ ου κι ο εκσυγχρονισμός.  Δεν μπορεί ένα έργο του 17ου αιώνα όπως είναι ο Μισάνθρωπος να μεταφερθεί στο 2019. Εμένα με ενδιαφέρει να ανεβεί σήμερα όπως είναι, για να φανεί αν είναι πραγματικά σύγχρονο, και να δούμε σε τι βαθμό αντέχει με μια σημερινή σκηνοθεσία. Είναι γνωστό το τι συμβαίνει με τις σκηνοθεσίες του αρχαίου δράματος – του κατεξοχήν είδους που έχει υπερβεί το χρόνο. Εμείς επιχειρήσαμε με το Μαρμαρινό να το κάνουμε με τη Λυσιστράτη: μεταφράζοντας εγώ επακριβώς αυτό που είναι γραμμένο, χωρίς να κάνω καμία επέμβαση ή αλλαγή, ούτε καν ονομάτων ή τοποθεσιών, ώστε να δούμε αν αυτό που διακηρύσσεται, πως ο Αριστοφάνης παραμένει επίκαιρος, ισχύει αν  ανέβει κατά λέξη. Εγώ αυτό ήθελα να δω: θα περάσει; Τον λέμε επίκαιρο, και συγχρόνως ον επικαιροποιούμε στο έπακρο! Όμως η πράξη αυτή δείχνει ότι δεν είναι επίκαιρος! Βέβαια η παράσταση του Μαρμαρινού δεν το έκανε αυτό όπως το σχεδιάζαμε, και δεν είδα αυτό που ήθελα, δηλαδή: ένας Αριστοφάνης μεταφρασμένος με απόλυτη πιστότητα, χωρίς καν φιλολογικές παρεμβάσεις, το έργο το ίδιο, τι αντίκτυπο και τι πρόσληψη θα είχε από το κοινό χωρίς καμία σημερινή αναφορά. Το έχασα…

Νομίζω πως ξέρω τι εννοείτε. Βεβαίως υπάρχουν εξαιρέσεις. Όταν ανέβασε το Insenso, που είναι ένας μονόλογος, με 25 γυναίκες, ήταν κάτι που βγήκε μέσα από το έργο: η μονάδα που γίνεται πολλαπλότητα. Εκεί ήταν μια διεύρυνση, μια γενίκευση. Πιστεύω ότι δεν πήγε κόντρα στο έργο. Όμως στα τελευταία παραδείγματα που έχω, δεν αναγνωρίζω πια το έργο μου. Υφίσταται αλλοιώσεις, χάνεται ο συνεκτικός ιστός του, και διαταράσσεται η πρόσληψη, ακόμα κι η κατανόησή του.

Εγώ στο Χρύσιππο σκέφτηκα πως ο τρόπος που τόσο οι ερωτικές πράξεις όσο κι οι δολοφονίες γίνονται από τα σκίτσα στην οθόνη, χωρίς ήχο, με παρέπεμψε στο γεγονός πως στην αρχαία τραγωδία οι φόνοι γίνονται εκτός σκηνής. Σωστό. Δεν πρέπει να φαίνεται. Κατ’ αρχήν, γιατί και στα τρία μέρη, αυτό που γίνεται στο δωμάτιο περιγράφεται από ένα πρόσωπο επί σκηνής. Και για τη δολοφονία της μητέρας, λέγεται ένα κείμενο. Στο δεύτερο μέρος, η δολοφονία κι η αυτοκτονία σχεδόν δηλώνονται από πριν να συμβούν. Δεν τις βλέπουμε. Και τη σκηνή της ανθρωποφαγίας στο 3ο μέρος, η μητέρα την περιγράφει. Αν ήθελα να τα βάλω επί σκηνής, θα τα είχα βάλει εγώ, ως συγγραφέας.

Έχω παρακολουθήσει όλες τις πρώτες παρουσιάσεις των έργων σας στην Ελλάδα, ήδη από την Αρχή της Ζωής. Επίσης διάβασα το Πεθαίνω Σα Χώρα στα 17 μου χρόνια και με διέλυσε. {γέλια} Και παραμένεις διαλυμένος από τότε;

Το μόνο σίγουρο! Για τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει το μυαλό μου φέρετε κάποια ευθύνη, θέλετε δεν θέλετε! Εξ ου και το artivist μάλλον! [Γέλια] Μια τέτοια διάλυση είναι το καλύτερο που μπορεί να πάθει κανείς! Κάνει καλό!

Μα σας ευγνωμονώ για αυτό! Μεταξύ των δύο πρώτων παρουσιάσεων έργων σας μεσολάβησαν πέντε χρόνια. Και μετά υπήρξε ένα κενό.  Κατόπιν του αφιερώματος στη Γαλλία, στο Odéon, ήρθε το αφιέρωμα στη Στέγη, και μια αναγνώριση και στην Ελλάδα, οφειλόμενη και καθυστερημένη. Προκλήθηκε κι από αυτό που έγινε στο Odéon. Προηγήθηκε αυτό κατά τρία χρόνια, και μετά ξεκίνησε η διαδικασία για να γίνει κι εδώ κάτι.

Όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, η αναγνώριση ήρθε απ’ έξω. Ναι.

Πώς το βιώσατε αυτό – και την περίοδο της μη αναγνώρισης – γιατί θυμάμαι τις επιθέσεις που υπέστη Η Αρχή της Ζωής και όχι μόνο – και σε αυτή που ακολούθησε; Και τι επιθέσεις… Θα έλεγα επιγραμματικά ότι η δεύτερη οφείλεται στην πρώτη. Καταλαβαίνεις τι εννοώ…

Απολύτως!  Άρα ευγνωμονώ την πρώτη. Τη δύσκολη. Γιατί αυτά τα πολλά χρόνια που προηγήθηκαν μέχρι να ξεκινήσουν οι παραστάσεις του Μαρμαρινού, του Φεστιβάλ Αθηνών  κλπ για να φτάσουμε στο Odéon, δεν συνέβαινε τίποτα στην Ελλάδα, εκτός από τις μεταφράσεις μου. Εγώ ως συγγραφέας δεν υπήρχα- πουθενά. Και του Odéon το αφιέρωμα προήλθε από κάτι που συνέβη σχεδόν τυχαία: είχε μεταφραστεί η Ζάλη των Ζώων, σχεδόν δεν είχε εκδοθεί ακόμα, κι έπεσε στα χέρια του Ολιβιέ Πυ, ο οποίος δεν ήξερε τίποτε για μένα πριν. Και διαβάζοντας μόνο το έργο αυτό, αποφάσισε να κάνει εκείνο το ετήσιο αφιέρωμα. Μετά ακολούθησαν οι μεταφράσεις των άλλων έργων, για να γίνει η επιλογή του ρεπερτορίου, και τότε διάβασε και τα άλλα. Ήταν ένα πραγματικά παράτολμο εγχείρημα, για έναν άγνωστο σχεδόν συγγραφέα – είχε ανέβει πριν από πολλά χρόνια ένα έργο μου στο Παρίσι.

Η Τιμή της Ανταρσίας στη Μαύρη Αγορά. Ναι. Αυτό είναι το ’68 – και μιλάμε τώρα για το 2009! Στο μεταξύ είχα ξεχαστεί, δεν είχε ανέβει άλλο έργο μου ενδιαμέσως. Ήμουν λοιπόν γνωστός μόνο σε αυτούς που είχαν δει τότε την παράσταση. Πήρε ένα ρίσκο να κάνει αφιέρωμα σε ένα συγγραφέα που δεν «τραβούσε» το όνομά του. Κι όμως πέτυχε! Αυτό που ακολούθησε μετά, ήταν η δεύτερη περίοδος που είπες, που οφείλεται στην πρώτη γιατί δούλεψα πολλά χρόνια χωρίς να δίνω ή να μου ζητούν τίποτε.

Εκτός από ελάχιστα πράγματα όπως Το Ύψωμα ή Η Νέα Εκκλησία του Αίματος. Ναι. Μιλάς γι αυτά που δημοσιεύτηκαν, έργα κολοσσιαία, μη παραστάσιμα. Σχεδόν κι Η Αρχή της Ζωής ήταν παρακινδυνευμένη. Αλλά είναι ένα ενδιάμεσο έργο που οδήγησε σε άλλα πράγματα. Μετά από αυτήν έγραψα το Χρύσιππο. Αυτός ήταν η αρχή μιας άλλης περιόδου, με έργα με λιγότερα πρόσωπα, με λιγότερες απαιτήσεις σκηνικών μέσων. Κράτησε πολλά χρόνια κι ακόμα διαρκεί. Όμως κι αυτή που ονομάζεις δεύτερη περίοδο δεν θα ήταν η ίδια αν ανέβαιναν τα έργα μου αμέσως μόλις τα έγραφα. Ήταν έργα που, δεν λέω ότι περίμεναν, αλλά ήταν κάπου εκεί και στέκονταν – χωρίς ούτε εγώ να τα διακινώ ή να τα προωθώ. Είμαι κάποιος που δίνει μεγάλη σημασία στη διαδικασία της γραφής ενός έργου – όχι ότι αδιαφορώ για τη συνέχεια και το ανέβασμα. Αλλά η παράσταση είναι μια διαδικασία που αφορά περισσότερο τους άλλους δημιουργούς: το σκηνοθέτη κλπ. Βέβαια με ενδιαφέρει πάρα πολύ, και περιμένω με μεγάλη περιέργεια και ενδιαφέρον, πώς θα διαβαστεί και θα ανεβεί ένα έργο. Όμως έχω την αίσθηση ότι από τη στιγμή που το έργο έχει επιλεγεί εγώ έχω τελειώσει τη δημιουργική μου δουλειά. Σπάνια επανέρχομαι. Μπορεί στις πρόβες ή την ανάγνωση κάτι να αλλάζω, όπως έγινε με την  Αρχή της Ζωής, όπου έγραφα επί τόπου τους μονολόγους. Στην ανάγνωση, προέκυπταν ζητήματα για τα πρόσωπα, όπου καταλάβαινα πως θα μπορούσε κάτι να προστεθεί. Ανέβαινα στο τότε γραφείο του Χουβαρδά στο Αμόρε κι έγραφα ένα μονόλογο για το ρόλο της Φόνσου ή της Μακράκη ή του Μυλωνά. Μου έλεγε ο Στέφανος Λαζαρίδης: σου ζητείται να γράψεις επί τόπου κάτι για να παιχτεί, όπως ζητείτο από τον Μότσαρτ! Υπήρχε δηλαδή μια ζύμωση γραφής, δεν ήταν μόνο επεμβάσεις, ούτε μια πρόβα τελειωμένου έργου: έγραφα το έργο επί τόπου ξανά! Κι αυτό απέδωσε πολλά πράγματα και στο τελικό κείμενο που δημοσιεύτηκε. Κι ο Χουβαρδάς ήταν από αυτούς που δουλεύαμε έτσι, και στις μεταφράσεις: όταν έκανε πρόβες στον Οθέλλο, ήμουν εκεί, δουλέψαμε μαζί και τη μετάφραση.

Τώρα, πριν έρθω να σας βρω, ήμουν με τον Περικλή Μουστάκη που έπαιζε τον Οθέλλο! Αλήθεια; Τον λατρεύω. Τον εκτιμώ αφάνταστα. Ήταν ανυπέρβλητη η ερμηνεία του στον Φαέθοντα. Αν-υ-πέρ-βλη-τη!

Χρειαζόταν αυτό ακριβώς ο ρόλος, κάτι μεγαλύτερο από τη ζωή. Ένα μέγεθος. Άλλες διαστάσεις. Και το είχε. Με μια λιτότητα κι αυστηρότητα.

Όπως και στο Θερισμό. Κι εκεί. Νομίζω πως θα συνεχίσουμε και με κάτι άλλο. Δεν ξέρω αν σου είπε κάτι…

Κάτι έχω ακούσει. Κι εγώ, και θέλω πολύ να είναι σε αυτό. Είμαι πολύ ευχαριστημένος, και θέλω να το πω, από τις παραστάσεις του  Χουβαρδά, του Καραντζά, του Τάρλοου – και η Λήθη και ο Θερισμός μου άρεσαν. Κι οι παραστάσεις του Μαρμαρινού, που είχαν άλλες διαστάσεις.  Αλλού πάλι, έχω βρει στοιχεία που με απογοητεύουν, ή ακόμα και με θυμώνουν. Αναρωτιέμαι πάντα γιατί η επιλογή αυτή. Για παράδειγμα: το πρώτο ανέβασμα του Insenso, ήταν με δύο γυναίκες: δεν κατάλαβα ποτέ γιατί! Πρόκειται για ιδέες που δεν τις προκαλεί το ίδιο το έργο. Ας γυρίσουμε λοιπόν πάλι στο Χρύσιππο: εδώ οι αντιρρήσεις μου είναι από την αρχή μέχρι το τέλος. Και κυρίως στην επιλογή του Θάνου Σαμαρά για το κεντρικό πρόσωπο. Δεν είσαι ο μόνος που διαφωνεί: προ ολίγου και η Καίτη Διαμαντάκου μού είπε ότι βρήκε μια συνέπεια στην παράσταση, και είχε επιχειρήματα για την επιλογή αυτή. Έδωσε ψυχαναλυτική ερμηνεία, και διάφορα άλλα. Για μένα δεν προκύπτει κάτι τέτοιο από το έργο. Θα μου πεις: από τη στιγμή που άφηνα απολύτως ελεύθερο το πράγμα… Στη διάρκεια όλων αυτών των μηνών των προβών, δεν ζήτησα να μάθω τίποτα. Όπως μου είπε ο ίδιος – δική του φράση – ο σκηνοθέτης πρέπει, αν το θέλει, να μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Αυτό όμως για μένα είναι ένα οριακό σημείο: δεν μπορώ να το δεχτώ. Κυρίως επειδή συμβαίνει να μου ζητούν πια έργα που δεν έχουν ανεβεί. Δεν έχω δει δεύτερο ανέβασμα της Αρχής της Ζωής. Είδα μια καταστροφική Ζάλη των Ζώων  πριν μερικά χρόνια. Η Λήθη έχει ανεβεί πάρα πολλές φορές ως μονόλογος, του Τάρλοου ήταν μια από τις καλύτερες. Καλά, το Πεθαίνω Σα Χώρα αμέτρητες ως τώρα.. Και το Insenso γνώρισε πολλές σκηνοθεσίες. Η Ομηριάδα πέρασε από δυο-τρία στάδια…

Ήμασταν μαζί στην πρεμιέρα της ως μουσικό θέαμα στο Φεστιβάλ της Αβινιόν. Μα βέβαια, ήσουν εκεί… Κοίταξε… Είμαι ακόμα πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας. (Γέλια). Ας πάρουμε τα παραδείγματα άλλων συγγραφέων: η Λούλα Αναγνωστάκη ξεκίνησε με τα μονόπρακτά της. Μετά έγραψε τη Συναναστροφή για το Εθνικό. Μετά έγραφε για τον Κουν, και το έργο ανέβαινε μόλις το τελείωνε. Ήταν μια φυσιολογική πορεία. Για μένα, όταν άρχισε αυτή η δεύτερη περίοδος που είπες, είχα ήδη τριάντα έργα – τώρα έχω φτάσει τα εξήντα. Υπάρχει δηλαδή ένα υλικό το οποίο το έγραφα για μένα. Δεν υπήρχε περίπτωση να το δείξω κάπου. Μόνο ο Χουβαρδάς με ρωτούσε τι γράφω. Από εκεί προέκυψαν κι εκείνα τα δύο ανεβάσματα. Πρώτα Η Αρχή της Ζωής – που ήταν πραγματικά η αρχή της ζωής, τουλάχιστον της θεατρικής μου ζωής! (Γέλια). Καταπληκτικό δεν είναι; Σημαδιακός τίτλος! Πρέπει να σου πω ότι ο αρχικός τίτλος του έργου δεν ήταν αυτός: ήταν Το Τέλος της Ζωής. Κι ο Χουβαρδάς φοβήθηκε επειδή είχε τότε ένα χορηγό με παιδικά παιχνίδια! Και φοβήθηκε ότι ο χορηγός θα έφριττε με ένα τέτοιο τίτλο – ενώ εκείνος είχε παιχνίδια για νεογέννητα! Και του είπα: να κάνουμε το αντίθετο! Και το Τέλος έγινε Αρχή.,. Είχα χρησιμοποιήσει τη λέξη Τέλος όχι μόνο ως τερματικό σημείο, αλλά και ως στόχο της ζωής, ως σκοπό, γιατί το έργο έχει ένα στοιχείο κατάληξης. Έτσι έγινε. Δεν διαφώνησα – και να που έπαιξε σημαδιακό ρόλο!

Τα γραπτά σας μου δίνουν συχνά την αίσθηση ότι είναι προϊόν μιας επώδυνης αϋπνίας, μιας αγρύπνιας. Δεν θα ξεχάσω ότι ξεκινήσατε να μεταφράζετε και να γράφετε μια απάντηση στο πρώτο σονέτο του Σαίξπηρ, και τελικώς πόσα γράψατε; Κοίταξε, αυτό ξεκίνησε με το Γιάννη Σκουρλέτη για να συμπηρώσουμε το πρώτο σονέτο που είχα μεταφράσει, κι είχαμε πει να κάνουμε τρία-τέσσερα. 154 έγραψα! Όσα είναι και τα Σονέτα του Σαίξπηρ. Και κατά σύμπτωση, και δεν το είχε προσέξει κανείς, είναι 154 και ο Κανόνας του Καβάφη: τα ποιήματα που αναγνώρισε, και αποτελούν τον Κανόνα, ας πούμε, είναι 154. Μάλλον συμπτωματικό είναι.

Κι η αϋπνία; Η αϋπνία… Μέρα-νύχτα είμαι άυπνος. Ο ύπνος είναι κάτι οδυνηρό για μένα, γιατί κοιμάμαι πολύ βαριά, με πολλά όνειρα. Και κοιμάμαι δύσκολα. Οι ύπνος μου αρχίζει πρωινές ώρες.

Τα θυμάστε αυτά τα όνειρα; Έχω πάντα μια αίσθηση. Ούτε τα καταγράφω, ούτε τα θυμάμαι. Κυρίως αυτό που μου μένει από τα όνειρα είναι όχι το ίδιο το όνειρο, η εικόνα, αλλά ο λόγος που τα παράγει. Αυτό έχει για μένα σημασία. Και συχνά βλέπουμε και το ίδιο όνειρο. Γιατί αυτό; Και με ενδιαφέρει πάρα πολύ. Δεν έχω ακόμα βρει τρόπο να καταλάβω. Ας πούμε, τα όνειρα που λέω στο βιβλίο, που η γυναίκα λέει: δεν τα είδαμε αυτά τα όνειρα, τα επινοήσαμε, έτσι για να πούμε κάτι… Τα όνειρα που βλέπουμε εμείς, κάτι τα επινοεί. Σαν να είμαι παρών στο γεγονός του ονείρου, να είμαι ένας θεατής εκεί. Μάρτυς. Σε πολλά έργα μου υπάρχει μια τέτοια διάσταση: γίνεται μια υπέρβαση του πραγματικού, και πηγαίνει σε ένα άλλο είδος γραφής.

Και στο Χρύσσιπο, και στο Φαέθοντα, και αλλού, βλέπουμε, για να το πω πάρα πολύ ήπια, ένα μοντέλο δυσλειτουργικής οικογένειας. Είναι όλες οι οικογένειες δυσλειτουργικές; Ακόμα κι αυτές που δεν υπάρχουν είναι! Να πω ότι είναι ίσως η μοίρα της οικογένειας. Αποτελεί πυρήνα της δουλειάς μου, παντού. Δεν υπάρχει έργο, ακόμα κι αν δεν έχει το στοιχείο της παρουσίας αυτούσιας της οικογένειας, που να μην υπάρχει κάτι τέτοιο. Είναι η καταγωγή. Όπως είναι και η καταγωγή όλου του αρχαίου δράματος: δύο μεγάλες οικογένειες. Αυτές τροφοδοτούν το αρχαίο δράμα. Και πρέπει να αναρωτηθούμε: γιατί ξεκινάει το θέατρο με οικογένειες;  Δεν είναι ένα σοβαρό ζήτημα αυτό; Επειδή είναι κι ένα δημόσιο θέαμα, απευθύνεται στο δήμο, θα πρέπει να έχει θέματα κοινού ενδιαφέροντος. Κι όμως το κοινό ενδιαφέρον είναι  αυτό- και μην ξεχνάμε πως και τους θεατές τους λέμε κοινό. Η ομιλία που έκανα στην Πάτρα μετά την αναγόρευσή μου, είχε ως θέμα: Θεατρική γραφή και δημόσιος λόγος. Κι έθεσα ακριβώς αυτό το ζήτημα: το θέατρο είναι δημόσιο γεγονός, είτε γίνεται σε κλειστούς χώρους, είτε σε ανοιχτούς – και ξεκίνησε έτσι. Τι σημαίνει όμως δημόσιος λόγος, και γιατί το θέατρο; Κι εκεί θέτω ζητήματα είδους και γραφής.

Επειδή λοιπόν είναι εξ αρχής η οικογένεια των Ατρειδών, γι αυτό κουράστηκε στην Εκκένωση και θέλει μόνο να την αφήσουν να κοιμηθεί; Ε βέβαια! Κι εγώ την Εκκένωση σκεφτόμουνα. Η ίδια η οικογένεια έχει κουραστεί από τον εαυτό της, δεν τον αντέχει πια. Δεν αντέχει να ξανακάνει και να ξαναλέει τα ίδια και τα ίδια επί αιώνες.

Αυτό είναι και το μοντέλο της οικογένειας; Το ίδιο πράγμα μέσα στους αιώνες, ξανά και ξανά; Φαίνεται πως ναι. Από τη στιγμή που θίγεις ένα τέτοιο θέμα σήμερα, δεν μπορείς να αποφύγεις τις βασικές παραμέτρους του. Γιατί για μένα το πρόσημο της οικογένειας είναι η απόκρυψη. Και ό,τι αυτή συνεπάγεται: υποκρισία, ψέμα, τρόμος, αποφυγή… Όλα αυτά συνθέτουν το στοιχείο της αποξένωσης από αυτό που θα ονομάζαμε αλήθεια. Έτσι έγραψα πέρυσι το καλοκαίρι ένα έργο που έχει ένα σημαδιακό τίτλο: Η αλήθεια είναι… Πρόκειται για μια έκφραση που την ακούμε και τη λέμε συνέχεια. Πήγαινα κάπου στη Θεσσαλονίκη, και δυο καταστηματάρχες κάθονταν έξω και κουβεντιάζανε. Κι ακούω τον ένα να λέει στον άλλο: «Η αλήθεια είναι…». Και σε αυτή την απλούστατη, καθημερινή φράση, βρίσκονται οι δύο ουσιαστικότερες λέξεις της ελληνικής φιλοσοφίας: η Αλήθεια και το Είναι. Την ώρα που το λέμε δεν το σκεφτόμαστε έτσι. Είναι μια φράση. Το λέμε όπως λέμε όλα αυτά που μας έρχονται μόνα τους. Κι όμως, εκεί είναι όλη η ουσία. Το «Η αλήθεια είναι…» κρύβει τα πάντα.  Και καταλήγει στο «Η αλήθεια ΔΕΝ είναι…». Ή μάλλον «Το ΨΕΜΑ είναι…». Οπότε πώς μπορεί να τεθεί αλλιώς, δραματικά και δραματουργικά, το θέμα της οικογένειας, όταν πρώτα-πρώτα εκεί καλλιεργείται το ποιος είσαι; Γιατί εκεί είναι το ζήτημα. Ξέρω περίπτωση νέου ηθοποιού, ο οποίος σχεδόν κοντεύει να φτάσει στον ασκητισμό για να αποφύγει κάτι που δεν θέλει να αποδεχτεί στον εαυτό του.

Έχετε γράψει τα τελευταία χρόνια κάποια κείμενα – παρεμβάσεις στη δημόσια σφαίρα. Τέσσερα, αν θυμάμαι καλά. Έξι είναι. Κι έχουν γίνει επτά τώρα. Τα έξι πρώτα έχουν βγει σε ένα μικρό βιβλιαράκι από έναν εκδοτικό οίκο των Εξαρχείων, οι οποίοι μου τα ζήτησαν. Τοποβόρος λέγονται. Έχουν ένα site, αλλά δεν δίνουν ούτε τηλέφωνα. Εκεί είναι συγκεντρωμένα, αλλά έγραψα κι άλλα δύο μετά. Το τελευταίο δημοσιεύτηκε τέλη Μαΐου στα Νέα. Είχαν κάνει μια στήλη για τις ευρωεκλογές που λεγόταν Γράμμα στην Ευρώπη. και ζήτησα να γράψω ένα κείμενο εκεί. Ξεκίνησα όμως από εκεί και κατέληξα στα δικά μας. και θέτω κάποια ζητήματα με τον τρόπο που το έκανα και στα άλλα κείμενα.

Αυτά τα κείμενα είχαν έως και βίαιες αντιδράσεις. Πολύ. Τουλάχιστον μόνο λεκτικές. Δεν με απείλησαν αλλιώς! Επειδή δεν είμαι στο facebook και τα παρόμοια, δεν τα βλέπω, αλλά μου τα μετέφεραν.  Μέχρι και φασίστα με είπανε. Πολλά τέτοια.

Απορώ που ακόμα σήμερα είναι αντικείμενο συζήτησης το κατά πόσον ένας συγγραφέας, ένας πνευματικός άνθρωπος, έχει το δικαίωμα να υποστηρίξει την άποψή του. Άσχετα αν συμφωνώ ή όχι με όσα γράφετε: μπορεί να διαφωνούμε και εντελώς – ή εν μέρει. Θα πω μια δική μου ερμηνεία. Η σφοδρή αντίδραση  προήλθε από το γεγονός ότι στο Βδέλυγμα θίχτηκε ένα ταμπού: ο λαός. Συνήθως ακούμε για τον κυρίαρχο λαό κλπ: είναι ταμπού αυτό. Πραγματικά δεν υπάρχει στα ελληνικά κείμενο εναντίον του λαού. Εννοώ: που να θέτει κάποια ζητήματα που αφορούν τις πλευρές του λαού οι οποίες είναι επιλήψιμες. Δεν έχει τέτοιες; Τέλειος είναι; Βέβαια, αυτά τα κείμενα, και κυρίως Το Βδέλυγμα, πρέπει κανείς να τα συνδέσει με τη στιγμή που γράφτηκαν: το έγραψα μετά τις δεύτερες εκλογές του ’15. Όταν είδα να επανέρχεται στη εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ μετά από αυτό που έγινε με το δημοψήφισμα, το έγραψα αντιδρώντας σε αυτή την κατάσταση. Και τα επόμενα έτσι γράφτηκαν.

Με αναστάτωσε πάρα πολύ το Εμείς και οι Έλληνες. Αυτό είναι δημοσιευμένο εδώ και σχεδόν είκοσι χρόνια, αρχές του 2000. Κι αυτό είχε μια αφετηρία που δεν είχε να κάνει με μια συγκεκριμένη πολιτική κατάσταση. Ήταν για μια εκδήλωση για τα Άπαντα του Καβάφη στα γαλλικά. Αλλά όπως ξέρεις πάντα με απασχολούσαν θέματα που έχουν να κάνουν με την ελληνικότητα. Και Η Αρχή της Ζωής το έχει αυτό. Αλλά πάντα θίγονται ζητήματα που θεωρούνται ότι τα βεβηλώνεις αν τα αγγίξεις: είναι ιερά. Η Άλωση, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, αυτό το μυθικό πλέγμα. Είναι εικονίσματα –  ιεροσυλία αν τα θίξεις. Υπάρχει πάντως κάποιες σταθερές εμμονές μου: η οικογένεια, τα θέματα φύλου, ζητήματα παράδοσης και σε  σύνδεση με τα προηγούμενα – ζητήματα στερεοτύπων. Η εμμονή στα κλισέ, σε μια συνήθεια, η οποία μεταφράζεται σκηνικά πια με την ακινησία. Δεν ξέρω αν γνωρίζεις το έργο μου Ό,τι πιο πολύ ποθείς

Είναι ένα από τα ελάχιστα που δεν έχω διαβάσει. Εκδόθηκε από το Διάπυρον, όπως κι Ο Αιώνιος Στρατός. Μου είχαν κάνει μια παραγγελία από μια μικρή ομάδα της Θεσσαλονίκης, την Ακτίς Αελίου του Νίκου Σακαλίδη, να γράψω ένα έργο με αφορμή τη Φιλοσοφία στο Μπουντουάρ του ντε Σαντ. Όπως θα ξέρεις, είναι ένα κείμενο σε διαλογική μορφή, έχει θεατρική διάσταση, μπορεί να ανεβεί όπως είναι. Τι θα μπορούσα να κάνω εγώ; Ήθελε όμως αυτό που κάνω και με τα αρχαιόθεμα έργα μου, όπως Η Εκκένωση: μια αντιστροφή.  Κι η αντιστροφή ήταν ότι, ενώ τα  πρόσωπα στο βιβλίο του Σαντ κάνουν ακατάπαυστα έρωτα με όλους τους τρόπους και μετά σταματάνε και μιλούν και σχολιάζουν αυτά που έκαναν πριν, εγώ έθεσα τα πρόσωπα αυτά σε απόλυτη ακινησία. Μόνο περιγράφουν αυτό που κάνουν, χωρίς να μπορούν να πλησιαστούν. Όλα τα πρόσωπα στέκονται ακίνητα – ο Ντολμανσέ, η Μαντάμ, η Ευγενία – και μόνο λένε. Γι αυτό κι ο τίτλος είναι Ό,τι πιο πολύ ποθείς : λόγια χωρίς πράξεις. Αντιστρέφω έτσι και το έργο του Μπέκετ: Πράξη Χωρίς Λόγια. Με ενδιέφερε πολύ αυτό, το οποίο επανέρχεται στο Θερισμό. Έκανε ένα λάθος ο Τάρλοου όταν το ανέβασε: τα πρόσωπά του είναι ακίνητα συνέχεια. Είναι πέντε παραθεριστές σε μια ταράτσα ξενοδοχείου στο Ακαπούλκο, είναι διακοπές, πίνουν, γελάνε, είναι ευτυχισμένοι. Και κάθε τόσο λένε: να κατεβούμε για μια βουτιά – και δεν πηγαίνουν ποτέ. Και η ώρα είναι πάντα δώδεκα και πέντε. Αυτό το θέμα της ακινησίας και του χρόνου, ήταν ο λόγος που έγραψα το έργο. Το έγραψα ξεκινώντας από μια φωτογραφία που είδα σε μια γερμανική εφημερίδα σε μια στάση στο Μόναχο: ήταν πέντε παραθεριστές σε μια εκστατική χαρά, την απόλυτη ευτυχία, τον Παράδεισο! Με προκαλεί αυτή η απόλυτη ευτυχία, δεν μπορεί να  συμβεί κάτι να τη διαταράξει; Και πράγματι, πήρα τα πρόσωπα αυτά και τα έβαλα σε μια άλλη συνθήκη. Από τη μία την ακινησία, κι από την άλλη τα τηλεφωνήματα που δέχονται από τα παιδία τους. Αυτά έχουν να κάνουν και με όσα λέγαμε πριν για την οικογένεια, η οποία πάντα έχει μια πρόσοψη. Τι συμβαίνει όμως πίσω από τέσσερεις τοίχους – που είναι και οι τέσσερεις τοίχοι της σκηνής;  Φυσικά, τα εν οίκω μη εν δήμω – αλλά το θέατρο είναι το αντίστροφο: τα εν οίκω εν δήμω. Εξ ου και  η δημόσια έκθεση των σωμάτων: δεν χρειάζεται να δεις την Κλυταιμνήστρα να δολοφονεί τον Αγαμέμνονα.  Εδώ έχουμε να κάνουμε με την απόλυτη ωμότητα της σκηνικής συνθήκης. Ναι, έχει δικαίωμα κανείς στην απόκρυψη. Αλλά το θέατρο δεν μπορεί να είναι η τέχνη που κρύβει.  Είναι η τέχνη που αποκαλύπτει, είναι καταλύτης. Πάρε το θέατρο του Ίψεν, αυτό το αστικό, ψυχολογικό θέατρο, το οποίο τραβάει την κουρτίνα. Κι έτσι έχουνε λόγο υπάρξεως τα έργα του, και συνδέονται και με το πριν, και με το μετά.

Θα συνεχίσετε να παρεμβαίνετε δημοσιεύοντας τέτοια κείμενα;  Δεν κάνω παρεμβάσεις για οποιονδήποτε λόγο, για να κάνω το κέφι μου ευκαιριακά. Πρέπει να με θίξει κάτι πολύ βαθιά σε ηθικό επίπεδο. Δεν ανέχομαι μια αποσιώπηση, μια αποφυγή, μια δειλία, σε  τρομερά ζητήματα που θίγονται καθημερινά. Αν με θίξει πολύ βαθιά, αν αισθανθώ την απόλυτη ανάγκη, θα το κάνω με τον ίδιο τρόπο.

Όταν πάντως είχε δημοσιευτεί Το Βδέλυγμα και με είχαν ρωτήσει τη γνώμη μου, είχα πει πως εμφανώς είναι από το ίδιο χέρι που είχε γράψει το Πεθαίνω Σα Χώρα. Α, αυτό να το θίξουμε! Θεώρησαν όσοι ήταν ενάντιοι και με το περιεχόμενο, και με τη γραφή, ότι είναι πρόχειρα κείμενα, γραμμένα στο πόδι, ότι δεν έχουν σχέση με τη γραφή μου. Βγαίνουν από την ίδια μήτρα όλα. Ό,τι γράφω προέρχεται από το ίδιο σημείο. Θα έλεγα ότι έχουν και το ίδιο κίνητρο. Δεν είμαι ο Φρέντυ Γερμανός – για να φέρω το παράδειγμα κάποιου πολύ καλού. Δεν είμαι δημοσιογράφος. Γράφω ως συγγραφέας. Και βέβαια όλα αυτά που με απασχολούν και με θλίβουν, αποτελούν και θέματα των έργων μου. Αν έγραφα κάτι τώρα, το βδέλυγμα δεν θα ήταν ο λαός, θα ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Μου είπαν από Τα Νέα ότι δυσκολεύτηκαν να δημοσιεύσουν το κείμενο που μου ζήτησαν – ακόμα και Τα Νέα ! – διότι λέω ευθέως ότι σήμερα η άκρα δεξιά είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.

Ναι, αλλά μην ξεχνάμε ότι υπάρχει και μια αληθινή άκρα δεξιά… Δεν είναι το ίδιο επικίνδυνη, πιστεύω. Εγώ στην άκρα δεξιά δεν αποδίδω μόνο εγκληματικές ή ναζιστικές πλευρές. Αποδίδω μια ηθική βαρβαρότητα. Έχουν καταστρέψει τη γλώσσα, έχουν καταστρέψει βασικές αρχές της δημοκρατίας Τι περισσότερο, εκτός από τα εγκλήματα, έχει κάνει η Χρυσή Αυγή;

Τα εγκλήματα!!! Γιώργο, εγκλήματα είναι και τα άλλα. Δεν θέλω να υποτιμήσω τη δολοφονία του Φύσσα. Αλλά δεν έχει γίνει ακόμα κι η δίκη της Χρυσής Αυγής, από επεμβάσεις του ΣΥΡΙΖΑ στη δικαιοσύνη.

Επειδή έχω ρωτήσει νομικούς, γιατί ο ίδιος ομολογώ πως δεν γνωρίζω καθόλου από νομικά θέματα, μου έχουν πει πως η καταδίκη για τις συγκεκριμένες δολοφονίες είναι κάτι πολύ απλό.  Το να τεκμηριώσεις όμως την ύπαρξη εγκληματικής οργάνωσης, είναι τρομερά χρονοβόρο. Κι ότι η καθυστέρηση της δίκης οφείλεται αφ’ ενός στην παρελκυστική μέθοδο της υπεράσπισης, κι αφ’ ετέρου στο μέγεθος της δικογραφίας για να τους «δέσουν» ως εγκληματική οργάνωση. Για μένα Γιώργο κι αυτή η κυβέρνηση είναι για να παραπεμφθεί σε δίκη ως εγκληματική οργάνωση. Στο κείμενο Ο Γάντζος, τους παραπέμπω στο δημόσιο διασυρμό. Στο λυντσάρισμα, όπως στην ιστορία από τη ρωμαϊκή εποχή στην οποία παραπέμπω, για τον αυτοκράτορα Κόμμοδο που τον πήραν οι πολίτες και τον κρέμασαν από ένα γάντζο. Όπως έγινε με το Μουσολίνι. Εγώ αυτό πιστεύω, όσο ακραίο κι αν ακούγεται.

Εγώ δεν συμφωνώ καθόλου. Όμως σέβομαι αυτό που λέτε διότι σέβομαι αυτόν από τον οποίο προέρχεται. Ακριβώς, πρέπει να ληφθούν όλα αυτά υπόψιν. Δεν υπάρχει άλλο είδους τιμωρία για μένα Αυτή η γυναίκα που λέγεται Δούρου, κι εγώ τη λέω Κουμουνδούρου, ή και Μαδούρου ακόμα, πήρε τώρα 370.000 ψήφους. Υπάρχουν άνθρωποι που ακόμα δέχονται αυτό το έκτρωμα που δεν είπε ούτε μια συγνώμη για ότι συνέβη; Πρέπει να εξαφανιστούν. Τόσο πολύ. Εκπροσωπούν το χείριστο. Θα τα γράψεις όλα αυτά;

Εκτός αν μου πείτε εσείς να μη γράψω κάτι. Εγώ διαφωνώ, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να σας λογοκρίνω. Ό,τι είπα, θα μπει. Δεν κόβουμε τίποτα.

Για να μην κλείσουμε σε αυτό τον τόνο, τι αναμένουμε το επόμενο διάστημα σχετικά με εκδόσεις και παραστάσεις έργων σας; Αναμένεται άμεσα από τη Νεφέλη να επανεκδοθεί και ο Χρύσιππος. Προηγήθηκε η επανέκδοση της Ζάλη των Ζώων πριν από τη Σφαγή που ήταν εξαντλημένη, και Ο Γύρος του Κόμπου. Θα ακολουθήσει ένα ανέκδοτο έργο, Τα Δώρα της Νύχτας, καθώς και η μετάφραση της Αντιγόνης που έγινε για την παράσταση του Σάββα Στρούμπου. Και θα ακολουθήσει ο Προμηθέας Δεσμώτης που μεταφράστηκε για την παράσταση του Σταύρου Τσακίρη με την Κάθλιν Χάντερ. Οι εκδόσεις Νεφέλη θα επανεκδώσουν όλο μου το έργο για το θέατρο, κι έχουμε προγραμματίσει και τέσσερα ανέκδοτα έργα κάθε χρόνο. Το δεύτερο εξάμηνο φέτος λοιπόν, θα εκδοθούν δύο από τα αρχαιόθεμα. Το ένα προέρχεται από τον Οιδίποδα, και το άλλο από την Αντιγόνη. Κι έχω και δύο παραγγελίες. Η μία είναι από το Δημήτρη Τάρλοου, που μου ζήτησε να γράψω μια δική μου εκδοχή του Ονείρου Καλοκαιρινής Νύχτας του Σαίξπηρ. κρατώ μόνο την Τιτάνια και τον Όμπερον, τα ξωτικά, και τα ζευγάρια των παιδιών, τα δύο αγόρια και τα δυο κορίτσια. Επίσης, μου ζήτησαν ένα άλλο έργο από ένα πολιτιστικό σύλλογο της Άμφισσας, που αφορά ένα γεγονός τοπικό, και σχετίζεται με ένα χώρο, ένα καφενείο  όπου γύρισε μια σκηνή ταινίας του ο Αγγελόπουλος, το οποίο έχει κι ένα θεατράκι. Έγραψα λοιπόν ένα έργο για το χώρο αυτόν, όπου παίζεται από ερασιτέχνες η Γκόλφω. Αλλά στον ίδιο το χώρο, ένα πραγματικό γεγονός συνέβη πριν χρόνια: Στο υπόγειο, κάτω από τη σκηνή, αυτοκτόνησαν δυο αδέλφια, οι γιοι του καφετζή. Τα συναιρώ τα δύο αυτά, πράγμα που έχει κάτι πιραντελλικό, θέατρο μέσα σε θέατρο, κι έχω φτιάξει ένα έργο το οποίο έχει το όνομα του καφενείου: Πανελλήνιον. Αλλά έχει πολλά πρόσωπα, πάνω από 25, και θα ανεβεί του χρόνου. Υπάρχει το Φεστιβάλ Δελφών, που το διευθύνει ο συνθέτης Δημήτρης Μαραμής, και θα ενταχθεί σε αυτό.