Φωτογραφίες: Σοφία Μανώλη
Ο Ζωρζ Φεντω είναι ένας λαμπρός συγγραφέας, δημοφιλέστατος στη χώρα μας, που δεν έχει ευτυχήσει όμως πάντοτε με τον τρόπο που ανεβαίνει στα καθ’ ημάς. Βγαίνοντας από την πολύμηνη υποχρεωτική παύση κάθε θεατρικής δραστηριότητας, η Αναστασία Κουμίδου, σκηνοθέτις με μακρόχρονη πορεία στο εξωτερικό και την Ελλάδα, κι ο Γεράσιμος Γεννατάς, ηθοποιός που συνδυάζει την κριτική αναγνώριση με την αγάπη του κοινού, συναντήθηκαν υπό τη σκέπη του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης σε ένα μονόπρακτο του γάλλου συγγραφέα υπό τον τίτλο «Καθαρίσαμε!», το οποίο κινηματογραφήθηκε και είναι διαθέσιμο διαδικτυακά. Με αυτή την αφορμή, μιλήσαμε για την αγάπη για το θέατρο, την εμπειρία του εγκλεισμού, την παγίδα της δημοφιλίας, αλλά και για την αναίτια χαρά της ανόδου στη σκηνή. Ελπίζω να απολαύετε τη συνομιλία όσο τη χαρήκαμε κι εμείς.
Ας ξεκινήσουμε από τον κινηματογραφημένο Φεντώ.
Α.K: Ήταν μια ωραία συγκυρία. Αυτό ήταν ένα μονόπρακτο που είχα μεταφράσει το 2005 στην Αμερική έτσι, χωρίς λόγο, επειδή μου άρεσε. Δεν ήξερα ότι είχε παιχτεί στην Ελλάδα. Τώρα που μιλούσαμε με τον Βασίλη Μυριανθόπουλο, καλλιτεχνικό διευθυντή του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης, και με ρώτησε ποιο έργο θα με ενδιέφερε να κάνω… Μου αρέσει πολύ η κωμωδία, δεν έχω κάνει πολλή κωμωδία ως σκηνοθέτιδα.
Τι τίτλο χρησιμοποίησες;
Α.K: “Καθαρίσαμε”. Ο αυθεντικός είναι “On purge bébé!” που σημαίνει καθαρίζουμε το μωρό. Αλλά το purge έχει και την έννοια του καθάρσιου και του καθαρτήριου -το purgatory βγαίνει από το purge.Το “Καθαρίσαμε” είναι κλείσιμο ματιού, καθαρίσαμε και από πλευράς επανόδου στο θέατρο μετά από τόσο καιρό επιβεβλημένης απραξίας. “Καθαρίσαμε” επειδή είναι μια διαδικασία όπου κάνεις πρόβες, κάνεις μαγνητοσκόπηση και καθάρισες. “Καθαρίσαμε” επειδή ήταν δύσκολη διαδικασία και μοναδική, κι επειδή κερδήθηκε ένα στοίχημα με μια ομάδα ηθοποιών που δεν γνωριζόμασταν όλοι μεταξύ μας. Με τον Γεράσιμο ήθελα πολύ να δουλέψω, το προσπαθούσαμε καιρό, αλλά τον Θανάση Τσαλταμπάση δεν τον ήξερα, τον γνώρισα και μου άρεσε πολύ. Ο τίτλος βγήκε συνεργατικά. Εκεί που κάναμε πρόβα, είπα: παιδιά πώς σας φαίνεται αυτός ο τίτλος; Και όλοι μαζί είπαν ναι. Το πρότεινα στον Βασίλη, το διάβασε, και κάθισα ένα διάστημα και το ξαναδούλεψα. Δεν είναι το έργο καθεαυτό, είναι απόδοση. Έχει πολλά στοιχεία από την αμερικάνικη μετάφραση, πολλούς αυτοσχεδιασμούς των ηθοποιών. Δουλέψαμε με μια λογική παλιών καλών ελληνικών ταινιών. Τους αυτοσχεδιασμούς που έκαναν ο Γεννατάς, ο Τσαλταμπάσης και οι άλλοι ηθοποιοί, τους κρατήσαμε στο γύρισμα. Πάντα ζήλευα την Βασιλειάδου, τον Αυλωνίτη, το Λογοθετίδη, που ξέρεις ότι μια σκηνούλα δεν είναι στο σενάριο, αλλά είναι ένας αυτοσχεδιασμός που τον κράτησαν. Και το ‘ζησα. Συγκλονιστική εμπειρία, να βλέπω ηθοποιούς τρομερούς να δημιουργούν αυτοσχεδιασμό, έτσι, μπροστά στα μάτια μου. Ήταν μαγικό.
Γ.Γ: Νομίζω ότι στο “Καθαρίσαμε” ίσως πρέπει να βάλουμε ένα ερωτηματικό. (γέλια). Καθαρίσαμε;
Ο Feydeau είναι ένας συγγραφέας που γέρασε μάλλον καλά.
Γ.Γ: Ζούσε τριάντα χρόνια σε ένα ξενοδοχείο! (γέλια) Αυτό τα λέει όλα. Κάποια στιγμή χώρισε τον δρόμο του από την οικογένειά του, και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του μένοντας σε ένα μεγάλο ξενοδοχείο. Αυτό σημαίνει ότι είχε λεφτά. Βέβαια, πέθανε πάμπτωχος. Αλλά σε όλα τα έργα του μπορούσες να δεις αυτή την κοινωνία. Χωρίς μάλιστα να κάνει κοινωνικό ή πολιτικό θέατρο, αποτυπώνει όλη εκείνη τη ζωή με έναν τρόπο τελείως σαρκαστικό. Τους βγάζει λίγο την γλώσσα. Και στον εαυτό του.
Η γαλλική κωμωδία εκείνης της εποχής στο μεγάλο της μέρος δεν βλέπεται πια, είναι μπουλβάρ, ή στην καλύτερη περίπτωση έξυπνο μπουλβάρ. Αυτό είναι που κάνει τα έργα του Φεντώ να τα βλέπουμε ακόμα με ευχαρίστηση.
Γ.Γ: Ακριβώς νομίζω για αυτό, επειδή ο ίδιος κοίταζε την ζωή από μια γωνία ενδιαφέρουσα.
Έχει επικρατήσει στην Ελλάδα ένας συγκεκριμένος τύπος παιξίματος για αυτά τα έργα παλιός και σχηματικός. Πώς ξεφεύγει κανείς από αυτό που έχει στο νου του το κοινό;
Γ.Γ: Πρώτα-πρώτα θα αναρωτιόμουν: Θέλει να ξεφύγει; Κι άμα θέλει, να δούμε πώς μπορεί. Εγώ δεν ξέρω να απαντήσω, γιατί όλα αυτά τα κλισέ ενέχουν κάτι. Αυτό λέγαμε και με την Αναστασία, ότι το σύνηθες έχει μια δύναμη, για αυτό είναι σύνηθες. Το θέμα είναι πώς εσύ μπορείς το συνηθισμένο να το κάνεις ενδιαφέρον, δημιουργικό. Άρα, αν κανείς θέλει να ξεφύγει, να δούμε πώς μπορεί. Αν δεν θέλει, αν θέλει να παραμείνει στο συνηθισμένο, πρέπει να διανύσει τον προσωπικό δρόμο. Νομίζω ότι η βασικότερη αρχή στην θεατρική πράξη είναι η προσωπική εμπλοκή, με όποιο τρόπο κι αν γίνεται, είναι το κίνητρο. Ας παίξεις αυτά τα έργα έτσι όπως παίζονται και ο προσωπικός σου δαίμονας σε οδηγήσει σε αυτό το αποτέλεσμα, ή ας πεις: όχι, εγώ αυτό το αποτέλεσμα θέλω, προσωπικέ μου δαίμονα οδήγησέ με εκεί! Αλλά πρέπει να υπάρχει πάντα ένα κόστος, κάτι να κοστίζει. Αν δεν κοστίζει τίποτα, θα φανεί. Θα είναι απλώς συνηθισμένο -ενώ μπορεί να είναι εκρηκτικά συνηθισμένο.
Εσείς ποια από τις δύο επιλογές κάνατε;
Γ.Γ: Ήταν λίγο ηρωικό αυτό, γιατί έγινε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Ίσως στο εξωτερικό είναι συνηθισμένοι αυτοί οι χρόνοι, αλλά στην Ελλάδα δεν είναι. Είχαμε σε τέσσερις εβδομάδες να μάθουμε και το κείμενο -δεν το ξέραμε. Αλλά και οι ηρωισμοί είναι χρήσιμοι. Πηγαίναμε κάπου και, όπου σκουντουφλάγαμε, καθόμασταν άμα το σκουντούφλημα μας άρεσε, συνεχίζαμε. Έγινε από τις πραγματικές δυσκολίες όλο, οπότε δεν ξέρω αν ήταν μια απολύτως σαφής επιλογή ή εκ των πραγμάτων συνέβη. Μας οδήγησε η χαρά των ανθρώπων που βρέθηκαν μαζί. Δεν είχαμε ξανασυνεργαστεί, και προσπαθήσαμε να διαμορφώσουμε μια κοινή ομιλία. Οπότε, ας κριθούμε με επιείκεια, όπως λέει ο φίλος μας ο Πουκ.
Α.K: Έτσι ακριβώς όπως το λέει: άνθρωποι από διαφορετικά γεωγραφικά μέρη και υποκριτικές διαφορετικές που όμως βρήκαν μια κοινή πυξίδα χωρίς να αφήσει κανένας τη δική του ταυτότητα. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό, ότι αυτοί οι έξι-εφτά άνθρωποι θέλανε πάρα πολύ να δουλέψουν μαζί, και σαν να μαζεύτηκαν μαγικά. Σε αυτό συνέβαλε πολύ το γεγονός της επιβεβλημένης αποχής μας από το θέατρο. Οι πρόβες μας έγιναν δια ζώσης, όχι με ζουμ -είμαι τελείως αντίθετη με αυτό, δεν το θεωρώ καν πρόβα. Με όλες τις προφυλάξεις, αλλά όλα δια ζώσης. Και ήταν καύλα, ρε παιδί μου, να βρεθείς με ανθρώπους και να κάνεις θέατρο μετά από ενάμισι χρόνο -μην το γράψεις έτσι, αλλά γραψ’ το κιόλας άμα θες. Όλοι έρχονταν νωρίτερα στην πρόβα, φέρνανε σακάκια, γιλέκα… Αυτά που κάνανε κανονικά οι ηθοποιοί σε έναν άλλο χρόνο, όταν ήμασταν καλλιτέχνες και όχι προϊόντα. Εδώ είχαμε δημιουργούς.
Γ.Γ: Αυτό που ο εξαίρετος φίλος -με την γενικότερη έννοια της συντεχνίας μας- κύριος Βασίλης Παπαβασιλείου ονομάζει «η αναίτια χαρά του να υπάρχεις σκηνικά». Είναι αυτός ο δαίμονας που σε κλοτσάει, που σε τσιμπάει, η μεγάλη χωρία των καραγκιόζηδων. Βρεθήκαμε κι αποκτήσαμε αυτή την κοινή αναπνοή γιατί αισθανθήκαμε αυτόν τον παλμό να υπάρχει. Τον Θανάση τον αγαπούσα και τον εκτιμούσα πολύ. Έτυχε να κάνουμε μαζί κάποια σπικάζ διαφημιστικά. Ε, γουστάραμε πάρα πολύ! Λες: γιατί με νοιάζει τόσο πολύ; Είναι η αναίτια χαρά να προσπαθείς να μεταφέρεις αυτό το έρημο σαρκίο και το έρημο μυαλό κάπου αλλού.
Αναφέρθηκε ο Γεράσιμος πριν στο πώς δουλεύουν στο εξωτερικό. Η δική σου εμπειρία είναι κυρίως εκεί. Πόσο διαφορετική είναι η δουλειά;
Α.K: Στις σπουδές μου θεατρικής σκηνοθεσίας, εκπαιδεύτηκα να ανεβάζω έργο σε τρεισήμισι εβδομάδες -τέσσερις με τεχνικές και γενικές πρόβες. Αλλά οι ηθοποιοί έρχονται με μαθημένα τα λόγια. Μια άλλη διαφορά είναι ότι στην Αμερική και στην Αγγλία, είναι πιο ξεκάθαρο με τι μέθοδο δουλεύει ο άλλος, οπότε διαλέγεις ηθοποιούς που έχουν περίπου ίδια μέθοδο για να έχετε κοινό λεξιλόγιο όταν τους δίνεις οδηγίες ή δουλεύεις μαζί τους. Ας πούμε, διαλέγεις ηθοποιούς που έχουν δουλέψει με Λάμπαν, είναι λίγο πιο συγκεκριμένα τα πράγματα, ή ξέρεις Λεκόκ, ο Γεράσιμος ξέρει Λεκόκ, άρα αν μαζευτούμε και πω: παιδιά εδώ πέρα θα δουλέψουμε με τα ενεργειακά επίπεδα του σώματος, θα ξέρουμε όλοι για τι πράγμα μιλάμε. Ήταν όντως ηρωικό αυτό, αλλά πραγματικά πιστεύω ότι λειτούργησε σαν μάγος η έλλειψη: είχαμε έλλειψη του να βρεθούμε μαζί, να δημιουργήσουμε μαζί, να πιαστούμε, να γελάσουμε με κάποιον άλλον, πολύ καιρό. Ξαφνικά βρέθηκαν καλές συνθήκες και καλοί άνθρωποι. Πέρα από το ότι είναι ένας θίασος -δεν μου αρέσει η λέξη ταλέντο- εμπνευσμένων ανθρώπων και δουλευταράδων. Πώς θα ήταν μια αντίστοιχη κατάσταση στο εξωτερικό; Σίγουρα θα ήταν τριπλάσια τα λεφτά για τέτοιο καουμποϊλίκι! Δεν νομίζω ότι υπάρχει διαφορά εκτός από το ότι θα έρχονταν με μαθημένα λόγια. Κατά τα άλλα, όλα είχαν οργανωθεί καλά, κάναμε πρόβες οργανωμένες, με τα self-test μας, και φροντίζαμε να γκρουπάρουμε τις σκηνές ώστε να μην είμαστε ποτέ πολύς κόσμος μαζεμένος. Ακολούθησα το savoir vivre της σκηνοθεσίας σε περιόδους κρίσεων.
Εφόσον είναι φιλμαρισμένο, αποφύγαμε εντελώς την φενάκη του live streaming: νομίζω ότι αυτός είναι απλώς ένας τρόπος να πείσουμε ότι συμβαίνει κάτι ζωντανά. Τι αναλογίες βρίσκει κανείς με την εμπειρία του θεάτρου; Κατά πόσο είναι θέατρο;
Γ.Γ: Θέατρο δεν είναι επ’ ουδενί. Εάν ακόμη το καημένο μας το θέατρο έχει κάτι διαφορετικό να πει, είναι αυτό που κυκλοφορεί ανάμεσά μας εκείνη την στιγμή. Αυτό δεν μπορεί να το αντικαταστήσει και να το υποκαταστήσει κάτι. Εάν εγώ σταθώ απέναντί σου σε ενεστώτα χρόνο, κοιτάω το δέρμα σου και τα μάτια σου, κι εσύ με τραβήξεις στο παραμύθι σου -δεν έχει ανάλογο. Η αρχαία φωτιά που μαζευόντουσαν και συζητάγανε και λέγανε τα παραμύθια τους, δεν αντικαθίσταται. Άρα αυτό δεν είναι θέατρο. Κάλλιστα όμως μπορεί να το δει κάποιος που δεν θα είχε την δυνατότητα να έρθει στην αίθουσα. Το θέμα είναι ο λόγος για τον οποίον το κάνουμε, αν θέλουμε να βρούμε τρόπο να μην είναι ανταγωνιστικό προς το θέατρο, να μπορεί να κινείται παράλληλα. Να μην μπει στη σκέψη των ανθρώπων ότι δεν θα πάω στο θέατρο γιατί μπορώ να το σπίτι μου -δεν είναι το ίδιο. Στο θέατρο ανάβουμε την φωτιά κι ερχόμαστε σε ενεστώτα χρόνο.
Α.K: Παρακολουθήσαμε πάρα πολλά streamings αυτή την χρονιά, εγώ ίσως περισσότερα από όλο τον κόσμο (γέλια). Τρελάθηκα με την ιδέα ότι θα δω πράγματα που δεν μπορώ να πάω να δω στην Αμερική, στην Ιταλία, στην Ιαπωνία. Τρελάθηκα. Στο θέατρο την ώρα που ανατριχιάζει το δέρμα του άλλου το βλέπεις, βλέπεις το μάτι του να δακρύζει. Μπορεί να δακρύζεις κι εσύ για άλλο λόγο, αλλά είναι αυτό το in the moment, του δευτερολέπτου. Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει μόνο στον έρωτα και στο θέατρο, πουθενά αλλού. Η θέαση του streaming είναι όπως βλέπεις, ας πούμε το Μάτσου Πίτσου σε ένα ωραίο ντοκιμαντέρ, επειδή δεν έχεις τα λεφτά να πας ποτέ. Αλλά το θέατρο είναι τρισδιάστατο, θα δεις τον άλλον που σιωπά, τον άλλον που ξέχασε τα λόγια του. το κινηματογραφημένο είναι δισδιάστατο: επιλέγει ο σκηνοθέτης. Το συγκεκριμένο ξεκίνησε από μια συζήτηση με τον Μυριανθόπουλο. Ρώτησα: Πού θες να το κάνουμε, σε θέατρο; Και πρότεινε να το κάνουμε site specific. Είναι κάτι που έχω κάνει, έχω ανεβάσει το «Σ’ εσάς που με ακούτε» της Λούλας Αναγνωστάκη στην Θεσσαλονίκη στην Σχολή Τυφλών. Η συγκεκριμένη δουλειά πάει πέραν του site specific: είναι κάτι υβριδικό μεταξύ εικαστικού περιβάλλοντος και αρχιτεκτονικού κτιρίου το οποίο μπορεί κάποιος να μην μπορεί να το δει στην ολότητά του. Εμείς δίνουμε μια άλλη ζωή σε αυτό το χώρο. Αναβιώνει το διαμέρισμα του Άγγελου και της Λητώς Κατακουζηνού, από το οποίο έχουν περάσει Εμπειρίκος, Χατζιδάκις και διάφοροι άλλοι, με μια θεατρική παράσταση Φεντώ, η οποία εξελίσσεται σε όλους τους χώρους του- ακόμα και στην εξώπορτα, στο χολ, στον διάδρομο… Αυτό λοιπόν το ονομάσαμε immersive stream theatre. Το immersive theatre υπάρχει, το κάνουν οι Punchdrunk, και στην Ελλάδα το έχει κάνει ο Χουβαρδάς: ο θεατής μπαίνει μέσα από την κάμερα σε όλα τα δωμάτια, και μάλιστα η κάμερα είναι κρατημένη στο χέρι, οπότε έτσι έχει μια αίσθηση ανθρώπινη, υποκειμενική.
Γ.Γ: Εμείς δεν τον αποτυπώσαμε τον χώρο, τον κατοικήσαμε. Ήταν το σπίτι μας. Εγώ ήμουν επισκέπτης σε αυτό το σπίτι, αλλά ήταν “το σπίτι”. Κατοικήθηκε -και αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον.
Α.K: Κατοικήθηκε αυτό το σπίτι. Η θεατρική διαδικασία μέχρι που θα κάναμε τεχνική πρόβα και γενική δοκιμή στο θέατρο τρεις μέρες πριν την πρεμιέρα, έγινε: κάναμε θεατρικές πρόβες σαν να πήγαινε στο θέατρο το έργο. Μετά ήρθε ο τηλεσκηνοθέτης, είδε το υλικό, μας είπε πώς σκέφτεται να κινηθεί η κάμερα. Πήγαμε στο σπίτι, το κατοικήσαμε, κι αρχίσαμε να το φτιάχνουμε για την κάμερα. Πέρασε γύρω στις τρεις-τέσσερις διαφορετικές διαδικασίες, αλλά η αρχική δουλειά ήταν θεατρική. Το έργο είναι έτοιμο με άλλες δεκαπέντε-είκοσι μέρες ν’ ανέβει στο θέατρο.
Θα γίνει αυτό;
Α.K: Δεν ξέρω. Αυτό είναι θέμα του ΔΗΠΕΘΕ, της παραγωγής. Εγώ την δουλειά που μου ζήτησαν την έκανα. Μακάρι να γίνει γιατί είναι πολύ ωραίο έργο.
Γ.Γ: Είναι μια έτοιμη παράσταση.
Α.K: Να πούμε ότι αυτό το έργο ήταν μια από τις επιτυχίες του Ντίνου Ηλιόπουλου στο Εθνικό Θέατρο, με τίτλο «Το Καθάρσιο του μπέμπη». Είναι ενδιαφέρον ότι ο Ηλιόπουλος έπαιξε Φεντώ. Θεωρώ ότι δεν υπήρχε στην γενιά εκείνη πιο κατάλληλος ηθοποιός.
Γ.Γ: Ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ας πούμε, οτιδήποτε έκανε ήταν γκροτέσκο -με μια εξαιρετική φινέτσα, αλλά ήταν γκροτέσκο. Κι εμείς έχουμε κάνει, νομίζω, κάτι γκροτέσκο.
Α.K: Είναι στυλιζαρισμένο.
Γ.Γ: Εγώ, όπως καταλαβαίνεις, το αγαπώ το γκροτέσκο.
Σε θυμάμαι στο «Στην Εθνική με τα Μεγάλα». Ξαφνικά ένα κοινό μυστικό μεταδόθηκε στο θέατρο: Πήγαινε στο Κυκλάδων να ανακαλύψεις τρεις φοβερούς ηθοποιούς: τον Γεράσιμο Γεννατά, τον Αιμίλιο Χειλάκη και την Μαρία Κεχαγιόγλου. Ήταν μια αποκάλυψη. Και λόγω του ρόλου, το πρώτο που θυμάται κανείς ήσουν εσύ.
Γ.Γ: Ναι, ήταν ο ρόλος τέτοιος. Ο αλαφροΐσκιωτος, ο Λόλης, ο οποίος ζούσε σε μια δική του πραγματικότητα.
Πώς είναι για έναν ηθοποιό ξαφνικά να μιλάνε όλοι για αυτόν;
Γ.Γ: Δεν ξέρω γιατί δεν τα πήγα ποτέ καλά με αυτό. Μπορεί να μην θέλω να έρχεται να με επισκέπτεται η αίσθηση αυτή καθόλου. Ήξερα ότι αυτό που είχαμε κάνει τότε ήταν κάτι πολύ ιδιαίτερο. Αλλά δεν τα πάω καλά με την δημοσιότητα, δεν μου αρέσει. Πιστεύω πολύ βαθιά μέσα μου ότι ο ηθοποιός είναι ένα πλάσμα που κατοικεί στο σκοτάδι άντε στο μισοσκόταδο. Εκεί βρίσκει γαλήνη και δροσιά η ψυχή του, εκεί είναι ο τόπος του, το ημίφως. Βγαίνει στα φώτα, καίγεται σαν την πεταλούδα, και μετά πρέπει να πηγαίνει εκεί για να δροσίζεται. Αλλά υπάρχει μια χαρά, και προσπαθείς με τους φίλους σου, με τους ομότεχνούς σου, με αυτούς που πίνεις το βράδυ στα μπαρ -υπάρχει ακόμα αυτό; (γέλια)
Αμυδρά κάτι θυμάμαι.
Γ.Γ: Την μοιράζεσαι αυτή την χαρά και κάτι την κάνεις. Το θέμα είναι τι την κάνεις.
Είναι αναπόφευκτη και μια άλλη ερώτηση. Για έναν άνθρωπο ο οποίος έχει καταξιωθεί στο θέατρο, έχει την εκτίμηση και το σεβασμό συναδέλφων και κοινού, και ξαφνικά γίνεται γνωστός μέσω τηλεόρασης, αναγνωρίσιμος στον άνθρωπο που τον βλέπει στο δρόμο, αυτό πώς λειτουργεί;
Γ.Γ: Θα μπορούσα να σου πω ότι υπάρχει ένα κομμάτι που, ναι, σου δίνει χαρά. Είμαι ένας άνθρωπος που μου αρέσει το μαζί στα πάντα. Οπότε μου δίνει χαρά γιατί μιλάω με τους ανθρώπους, λέμε διάφορα, ανταλλάσσουμε, όπως ακριβώς κάνουμε και στην πρόβα. Όμως το θέμα είναι σε δεύτερο χρόνο τι έχεις να πεις σε αυτούς τους ανθρώπους. Να γελάσουμε μαζί, να σκεφτούμε μαζί, να ανταλλάξουμε κάτι. Γιατί αυτό είναι το θέμα, δεν είναι να πω κάτι από την ζωή μου, να πω μια σοφία, κάτι που οι άλλοι δεν ξέρουν. Νομίζω ότι εμείς είμαστε βαρεμένοι, έχουμε μια πετριά, μια διαστροφή ως υπάρξεις. Όλοι οι άνθρωποι που ασχολούμαστε με την τέχνη ουσιαστικά τι κάνουμε; Βλέπουμε την ζωή, βλέπουμε το πραγματικό, τον χρόνο που κυλάει σε προσωπικό και σε συλλογικό επίπεδο, βλέπουμε την ζωή από μια γωνία, κι αυτή την οπτική, αυτή την γωνία θέλουμε να την μοιραστούμε με κάποιον, να του πούμε τι βλέπουμε. Αν δεν είναι αυτό το κίνητρό μας, δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να είναι. Εγώ ακόμα και σε περιόδους μεγάλης δημοσιότητας, δεν θέλω να ξέρει το όνομά μου κανένας. Χαίρομαι που λένε “Ρε, ο ηθοποιός”, ένας ηθοποιός. Τώρα, εάν τύχει να βρεθείς σε δύσκολη θέση, αν δεχτείς μια συμπεριφορά που μπορεί να υπερβαίνει τα όρια, ο καθένας μας δεν αντιμετωπίζει στην ζωή τέτοια πράγματα; Θα δεις πώς θα το χειριστείς.
Α.K: Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό όλο, γιατί εγώ δεν έχω την εμπειρία του Γεράσιμου, της διασημότητας, της αναγνωρισιμότητας.
Γ.Γ: Είναι τρομακτικό.
Α.K: Έχω διάφορα περιστατικά με ηθοποιούς με τους οποίους έχω συνεργαστεί, οι οποίοι έχουνε αναγνωρισιμότητα -το πώς το χειρίζεται ο καθένας. Ένα βράδυ που βγήκαμε έξω μετά την πρόβα με το θίασο και καθόμασταν όλοι με τις φόρμες, περνάνε δυο κοπέλες. Κάνουν δύο βήματα πίσω, και λένε στον Γεράσιμο: Είδαμε το «Με τις μέλισσες ή με τους λύκους», πότε θα το ξαναπαίξεις; Εγώ συνέχεια παρακολουθώ τον κόσμο γύρω μου, είναι η δουλειά μου. Γυρνάει ο Γεράσιμος και γελάει σαν πεντάχρονο που του πήραν αυγό το Πάσχα, και απαντά: θα ξαναπαίξω, θα το μάθετε. Και λέω, άμα δεν σου δίνει χαρά αυτό που κάνεις, πηγαία χαρά από μέσα σου, να τη βράσω και την διασημότητα, και τα λεφτά και όλα. Στην πραγματικότητα εμείς τι κάνουμε, τι είμαστε; Είμαστε ταξιδευτές οι άνθρωποι της τέχνης, ιστορίες λέμε, πάμε στο 1900 που είναι ο Φεντώ, σε ένα μέρος που δεν το ξέρουμε, σε μια χρονολογία που δεν ζήσαμε, σε μια πόλη που δεν γνωρίσαμε τότε, ανθρώπους που δεν υπήρχαν, νοοτροπίες… Και τι κάνουμε; Καθόμαστε μελετάμε, από άλλους ανθρώπους, από πλάγιους δρόμους, προσπαθούμε να βγάλουμε ένα κόσμο. Πώς είναι το παιδί που πάει και φτιάχνει το καστράκι στην άμμο, και μετά έρχεται το κύμα; Και λέμε, να, ορίστε ο κόσμος μας, τον κατοικήσαμε, κοιτάξτε πως μπορεί να ήταν το 1900 το Παρίσι, οι άνθρωποι. Βρίσκετε κάτι κοινό με αυτό που ζείτε εσείς; Όχι διδακτικά…
Γ.Γ: Εμένα και το διδακτικά μ’ αρέσει. Μ’ αρέσει πολύ.
Α.K: Όχι κουνώντας το δάχτυλο εννοώ.
Γ.Γ: Και το δάχτυλο να το κουνήσουμε. Όταν ο εχθρός μου -δεν θα πω ονόματα, γιατί δεν πρέπει- είναι ένα είδος τραγουδιού το οποίο μεταφέρει μια ανήθικη ηθική… Δεν λέμε για τα μπουζούκια, λέμε για τα σκυλάδικα. Αυτό που έχει κατακλύσει την Ελλάδα. Όταν ο εχθρός μου -γιατί είναι ταξικός μου εχθρός- είναι αυτός, δεν γίνεται οι άνθρωποι της τέχνης να λέμε: δεν μπορούμε να είμαστε διδακτικοί… Έχεις ακούσει τι λέει ένα τραγούδι; «Τώρα πρέπει να κοιτάξω λίγο και τον εαυτό μου, πάνω από όλα βάζω τον εγωισμό μου». Άμα το τραγούδι λέει αυτό και το τραγουδάει μια ολόκληρη χώρα, εγώ τι θα κάνω; Τι θα κάνω;
Α.K: Και ο συνδικαλιστικός εκπρόσωπος των μπάτσων λέει: το καημένο το παιδί, αν έπαιρνε τηλέφωνο αμέσως, θα έτρωγε τρία τέσσερα χρονάκια! Βάζεις κι αυτό το τραγούδι μαζί, ορίστε μια ωραιότατη νοοτροπία! Τι κάνουν μετά οι καλλιτέχνες που είναι ταξιδευτές; Έρχονται και σου λένε: όχι, δεν πρέπει να σκέφτεσαι έτσι. Δες κι αυτήν την αισθητική, άκουσέ την, μύρισέ την. Ο άνθρωπος είναι από μεταξωτή στόφα, είναι από υλικό ονείρων που λέει ο Ποιητής, γιατί να γίνουμε από υλικό εφιάλτη;