Υπάρχουν παραστάσεις κάπου στο παρελθόν όλων μας, που μας έκαναν να αγαπήσουμε το θέατρο τόσο, που να δημιουργήσουμε μαζί του σχέσεις ισόβιες: να θελήσουμε να γίνουμε ηθοποιοί, σκηνοθέτες, θεατρικοί συγγραφείς, ή και απλώς συστηματικοί θεατές, λιγότερο ή περισσότερο εξειδικευμένοι. Παραστάσεις σημαντικές και ρηξικέλευθες, που μας σημάδεψαν και μας έκαναν να βγούμε από την αίθουσα αλλαγμένοι, που το μεγαλείο τους μας έκανε καλύτερους ανθρώπους κι η αίσθησή τους μας κυνηγούσε για χρόνια. Συνήθως πρόκειται για πράγματα που έχουμε δει στα νεανικά μας χρόνια, και που με την πάροδο των ετών κέρδισαν μια θέση στην ιστορία του θεάτρου. Όλο και πιο σπάνια τα συναντάμε και στην ωριμότητά μας – ίσως γινόμαστε λιγότερο ευαίσθητοι και δεκτικοί – κι όταν τα βρίσκουμε τα κρατάμε στη μνήμη μας ως κόρην οφθαλμού Μια τέτοια παράσταση είναι το Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε. Κάντε ένα δώρο στον εαυτό σας και μην τη χάσετε. Πάρτε μαζί και τους ανθρώπους που αγαπάτε. Και τα παιδιά σας, κι ας σας φανεί πως είναι μικρά για παραστάσεις «για μεγάλους»: κάποτε θα σας ευγνωμονούν γι αυτή την ανάμνηση.
O Δημήτρης Μαυρίκιος είναι γνωστός σε όσους διατηρούν μακροχρόνιες σχέσεις με το θέατρο- λιγότερο στους νεώτερους, που δεν έχουν προλάβει πολλές από τις δουλειές του – ως ένα από τα σημαντικότερα θεατρικά κεφάλαια που διαθέτει αυτή η χώρα. Ποτέ δεν υπήρξε σκηνοθέτης του «μια – παράσταση – κάθε – χρόνο»: εννοεί – και πολύ σωστά – να μεταφράζει ο ίδιος το έργο με το οποίο πρόκειται να ασχοληθεί. Και μάλιστα από το πρωτότυπο: το επισημαίνω γιατί βλέπουμε σκηνοθέτες να υπογράφουν μεταφράσεις από ποικίλες γλώσσες – και να γελάει ο κάθε πικραμένος. Καίρια και ουσιαστικά καινοτόμος, ξεκίνησε να χρησιμοποιεί φιλμ και προβολές στις παραστάσεις του χρόνια πριν το βίντεο μεταφυτευτεί εδώ από τας Ευρώπας, πολλαπλασιαστεί με καταβολάδες και πλημμυρίσει τα πονήματα πρωτοπόρων σκηνοθετών μας (εδώ γελάνε) – και τα χρησιμοποιεί ακόμα με την ίδια σοφία και σύνεση: υπάρχει αρκετός κινηματογράφος στο θέατρό του, καθώς κατέχει εξίσου και τις δύο τέχνες. Όποιος είχε την τύχη να παρακολουθήσει το Έξι Πρόσωπα Ζητούν Συγγραφέα, τη Σαλώμη, το Γυάλινο Κόσμο ή τον Ερρίκο Δ’ του, πολύ δύσκολα θα τα λησμονήσει. Τα τελευταία χρόνια λίγα έργα είχαμε την τύχη να τον δούμε να διδάσκει (λυπάμαι, αλλά παραμένει η ορθότερη λέξη), με πιο πρόσφατο την Πάπισσα Ιωάννα του στο Φεστιβάλ Αθηνών – που χρειάστηκε δύο διαδοχικές σεζόν για να ολοκληρωθεί. Δεν πιστεύω πως τα μεγάλα διαστήματα αποχής του είναι εκούσια (ας μην ξεχνάμε τη ματαίωση, πριν λίγα χρόνια, της πολυαναμενόμενης Θείας Κωμωδίας του) – κι αν συμβαίνει όντως κάτι τέτοιο, είναι απλά σκανδαλώδες: το Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε είναι η πλέον περίτρανη απόδειξη του πόσα έχει ακόμα να μας δώσει. Όπως σκανδαλώδες θα είναι αν δεν υποστηριχθεί αυτή η παράσταση για να ταξιδέψει όσο περισσότερο γίνεται, εντός αλλά και εκτός συνόρων.
Αυτό το κείμενο θα παραμείνει συνοπτικό, όχι γιατί δεν υπάρχουν πολλά να πει κανείς για τη μνημειώδη αυτή δουλειά του Δημήτρη Μαυρίκιου, και ποικίλες λεπτομέρειες να επισημάνει, αλλά γιατί θα ήταν αληθινά κρίμα να σας στερήσω από τις εκπλήξεις που κρύβονται σε κάθε λεπτομέρεια ενός μωσαϊκού τόσο πολυεπίπεδου, ή από τις στιγμές που, χωρίς να καταλάβεις πώς, τα δάκρυα έχουν πλημμυρίσει ξαφνικά τα μάτια σου. Πώς το λέμε τελευταίως ελληνιστί; No spoilers. Άλλωστε τα πολλά λόγια είναι φτώχεια: το Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε είναι μια από τις κορυφαίες παραστάσεις που έχω δει την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα – αλλά κι έξω από αυτήν.
Άσχετα από τη στήλη στην οποία δημοσιεύεται και την κατηγορία όπου θα καταχωρηθεί, αυτό το κείμενο δεν χρειάζεται να εκληφθεί καν ως κριτική. Ας θεωρηθεί ως μια ανοιχτή επιστολή αγάπης προς το Δημήτρη Μαυρίκιο. Άλλωστε, το ίδιο αποτελεί κι η παράστασή του: μια επιστολή αγάπης. Όχι μόνο προς τον συγγραφέα που τον απασχόλησε όσο κανένας άλλος στην πολύχρονη πορεία του. Αλλά και προς το Βολανάκη και το Χατζιδάκι. Προς τις αγαπημένες πρωταγωνίστριές του, που ήταν παρούσες στην πορεία του εδώ και πολλά ή λιγότερα χρόνια, τη Λυδία Φωτοπούλου, τη Ράνια Οικονομίδου, την – εξαιρετική εδώ – Γιούλικα Σκαφιδά, αλλά και τους νεώτερους ηθοποιούς που από εκείνον μάθαμε και ακόμα μαθαίνουμε: τον Αλέξανδρο Βάρθη, την Εύα Οικονόμου-Βαμβακά, και όλους τους άλλους ηθοποιούς ενός θιάσου χωρίς τρωτά σημεία, όπου όλοι υπήρξαν σημαντικοί και άξιοι. Προς το συγκλονιστικό Γιάννη Βογιατζή – πώς να μη σταθεί κανείς ξεχωριστά σε αυτό το θεατρικό φαινόμενο που εξακολουθεί στη δέκατη δεκαετία της ζωής του να στέλνει ρίγη στη ραχοκοκκαλιά και του πιο δύσκολου και απαθούς θεατή; Αλλά και προς το ίδιο το θέατρο, αυτή τη θνησιγενή, αχάριστη, πανίσχυρη τέχνη του ζωντανού σώματος που εκτίθεται. Δημήτρη Μαυρίκιε, Δάσκαλε, σ’ ευχαριστούμε από καρδιάς. Και ευχόμαστε και στους Γίγαντες του Βουνού. Αλλά όχι σύντομα. Χάρισέ μας μερικές παραστάσεις ακόμα πριν. Μη βιαστείς…