Φωτογραφίες: Σοφία Μανώλη
Το Open Day της Στέγης έχει κατακτήσει τη θέση του στις μουσικές εκδηλώσεις της πόλης ως μια μεγάλη, λαμπερή και χαλαρή γιορτή. Μια περίσταση όπου μπορεί κανείς να χαρεί μια ολόκληρη βεντάλια συμβάντων σύγχρονης μουσικής περνώντας από το ένα στο άλλο με άξονα την περιέργειά του, να περάσει υπέροχα και να μάθει πολλά. Προσωπικά, δεν το χάνω ποτέ, και πάντοτε έχω αυτή την υπέροχη αίσθηση του μικρού παιδιού στο ζαχαροπλαστείο, που θέλει να δοκιμάσει όλα τα γλυκά. Από τα πρώτα κιόλας Open Day χρονολογείται και η γνωριμία μας με τον Ανάργυρο Δενιόζο. Ξεκίνησε από πονηρά χαμόγελα συνενοχής στους διαδρόμους του κτιρίου, για να εξελιχθεί σε μια θερμή γνωριμία με παθιασμένες συζητήσεις περί μουσικής. Είναι ο άνθρωπος που κρύβεται πίσω από αυτό το σπουδαίο event, κι ο καταλληλότερος για να μας το συστήσει καλύτερα.
Στα πόσα Open Day βρισκόμαστε; Στα οκτώ!
Κάποια χρονιά, αν θυμάμαι καλά, είχαμε δύο, όχι; Ημερολογιακά, ναι. Αλλά δεν ήταν στην ίδια σαιζόν. Του Mauricio Kagel και του Karlheinz Stockhausen.
Η ιδέα πώς ξεκίνησε; Από το Musicircus με τον τρόπο του John Cage. Αυτό ήταν το πρώτο. Ήταν ένα πρότζεκτ που δεν το ξεκίνησα εγώ, είχε ξεκινήσει από τη Στέγη και μπήκα κι εγώ στο τημ μετά από κάποιο διάστημα. Είδαμε ότι λειτούργησε. Ήδη, την ίδια μέρα που τελείωσε το πρώτο, που δεν το λέγαμε καν Open Day, την ίδια στιγμή που γινόταν, ρωτήσαμε: Ποιο είναι το επόμενο; Κι από εκεί ξεκίνησε η ιστορία…
Το Musicircus από τον ίδιο τον Cage είχε ένα συγκεκριμένο concept. Ποιο ήταν το ζητούμενο από το Open Day όταν ξεκίνησε ως ανεξάρτητη οντότητα; Και το πρώτο ήταν ήδη στη λογική των επόμενων Open Day. Υπάρχει η ορολογία των Musicircus του Cage, που ήταν μια δική του σύλληψη: μαζεύω διάφορους μουσικούς και διάφορες μουσικές, καθορίζω ένα ραντεβού, μια ώρα όπου θα συμβούν αυτά τα πράγματα, και υπάρχει μια ταυτόχρονη παρουσίαση διαφορετικών πραγμάτων. Ο σχεδιασμός που είχαμε κάνει τότε ήταν αρκετά διαφορετικός. Υπήρχε ένας άξονας, που ήταν ο John Cage που διάβαζε το ημερολόγιό του, που είναι ένα εξαιρετικό κείμενο, κι αυτό διέτρεχε όλη τη διάρκεια του event. Και γύρω από αυτό είχα χτίσει διάφορες καταστάσεις και διάφορες θεματικές οι οποίες είχαν να κάνουν με το έργο του. Το αποτέλεσμα ήταν ότι παρουσιάσαμε περίπου 60 έργα, εκ των οποίων το 90% – για να μην πω το 99 και φανώ υπερβολικός – παρουσιάζονταν για πρώτη φορά στην Ελλάδα, από τα πρώτα έργα του που έχουμε στα χέρια μας, μέχρι το τελευταίο-τελευταίο του έργο το 1992. Αυτός ο τρόπος δουλειάς ήταν πρωτότυπος, δεν είχε ξαναγίνει κάτι τέτοιο. Κι αυτός ήταν ο καμβάς που πάνω του άρχισαν να σχεδιάζονται τα επόμενα. Η προετοιμασία του Open Day είναι κάτι που παίρνει πάρα πολύ χρόνο. Επτά – οκτώ μήνες. Τι θα περιέχει η θεματική; Ποιες πλευρές αυτής της θεματικής θέλω να φωτίσω – με τη μορφή ερωτημάτων, όχι απαντήσεων, δεν είναι ένα διδακτικό πρότζεκτ. είναι ο τρόπος με τον οποίο θα δούλευα μια σύγχρονη όπερα. Διαφορετικές σκηνές και αφηγήσεις, επεισόδια, αντιθέσεις.
Αυτό που με κέρδισε από την αρχή στο Open Day, και το οποίο επίσης μου φάνηκε καινούριο για τα ελληνικά δεδομένα, είναι πως πρόκειται για ένα πάρα πολύ σοβαρό πρότζεκτ, το οποίο δεν έχει ούτε ίχνος σοβαροφάνειας. Αυτό είναι πολύ μεγάλο κομπλιμάν. Γιατί είναι κάτι που δεν ήθελα με τίποτα. Έχουμε πολλές φορές συνδυάσει την, ας πούμε, κλασική μουσική – γιατί κι η σύγχρονη μουσική είναι η σημερινή έκφραση ολόκληρης αυτής της παράδοσης – με μια σοβαροφάνεια, με κάτι μουσειακό, στεγνό. Πράγμα που δεν είναι καθόλου. Και σίγουρα δεν είναι αυτή η πλευρά της μουσικής που με ενδιαφέρει. Αν κάτι είναι σοβαρό, είναι σοβαρό ακόμα κι όταν κάνει πλάκα, παίζει με τους κώδικες ή κλείνει στο μάτι στον ακροατή και το θεατή.
Μιλώντας τις προάλλες με την Άννα Παγκάλου για την παρουσία της στα Open Day, θυμόμασταν τα τυρμπάν ποτ φορούσε… (Γέλια) Το ενδυματολογικό ήταν κάτι που θέλαμε να έχει μια πονηριά, ένα κλείσιμο του ματιού ώστε ο επισκέπτης μας να αισθανθεί άνετα. Όπως σε μια γιορτή. Αυτό είναι, μια γιορτή της μουσικής. Για τον ίδιο λόγο κάναμε και επιλογές που ξένισαν. Για παράδειγμα, να έχουμε τους μουσικούς στη βραδινή μας συναυλία μα τα καθημερινά τους ρούχα, με τζην κλπ. Δεν ήταν ασέβεια προς το κοινό, όπως μας είπαν κάποιοι. ήταν κομμάτι του όλου concept: ότι συνεχίζεται η καθημερινότητα. Υπάρχουν οι άλλες συναυλίες κι οι άλλοι κώδικες, αλλά υπάρχει κι αυτός ο κώδικας.
Μου αρέσει αυτό, γιατί εμπεριέχει κι ένα συμβολισμό. Φοβάμαι πως στην Ελλάδα, με όλα τα «σοβαρά» είδη τέχνης και τα Φεστιβάλ, το Ηρώδειο κλπ, ο κόσμος έχει μάθει πως είναι κάτι όπου πάει με τα καλά του, σφιγμένος, καθωσπρέπει… Ενώ θα έπρεπε να είναι μια μεγάλη γιορτή. Βέβαια. Εμένα όταν με ρωτάνε για το Open Day άνθρωποι που δεν έχουν ξαναέρθει, πώς να έρθουν πού να πάνε, τι να δούνε, το πρώτο πράγμα που τους λέω είναι: φορέστε τα πιο άνετα παπούτσια που έχετε, τα πιο βολικά ρούχα, γιατί ενδεχομένως να καθίσετε και στο πάτωμα, αν έχετε κουραστεί από την ορθοστασία, και περιηγηθείτε. Πειραματιστείτε. Δείτε το πρόγραμμα, διαλέξτε και πηγαίνετε. Κάντε ταξίδι μέσα στο χώρο. Όλα είναι για σας. Αυτό που έχουμε καταφέρει, είναι να μην έχουμε «γεμίσματα», δεν υπάρχουν δηλαδή κομμάτια που να έχουν μπει απλώς για να γεμίσει ο χρόνος. Ίσα-ίσα, το πρόβλημά μας είναι ακριβώς το ανάποδο, πρέπει να αφαιρούμε πράγματα, είναι τόσο πολύ το υλικό…
Πράγματι, και για μας τους θεατές έρχεται μια στιγμή που δεν ξέρεις τι να διαλέξεις. Μα μέσα στη διάρκεια των 4 +2 ωρών που διαρκεί συνήθως το , έχουμε γύρω στις 16 με 20 ώρες μουσική, λόγω αυτών που παίζουν ταυτόχρονα.
Φέτος η θεματική έχει να κάνει με την οικολογία. Τι ακριβώς μας περιμένει; Η φετινή θεματική έρχεται από το γεγονός ότι το φετινό πρόγραμμα της Στέγης έχει να κάνει και με μια προσπάθεια να βρεθούν τρόποι ώστε να μπει υπό έλεγχο το περιβαλλοντικό αποτύπωμα ενός τέτοιου οργανισμού. Κι εξ όσων γνωρίζω, πολλά πρότζεκτ πειραματίζονται με νέους τρόπους παραγωγής ,ώστε να γίνουν πιο «πράσινα». Η περιβαλλοντική σκέψη είναι κάτι πολύ ενδιαφέρον, αλλά από μόνη της δεν φτάνει για ένα Open Day. Πάνω λοιπόν σε αυτή την αρχική πρόταση, σκέφτηκα το θέμα της οικολογίας. Το ερώτημα – που είναι και ο τρόπος που έχουν δουλευτεί τα περισσότερα Open Day – είναι: Τι είναι οικολογία; Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που μας έρχεται στο μυαλό; Ο άνθρωπος, το περιβάλλον, η φύση… Είναι μόνο αυτό; Όταν μιλάμε για το περιβάλλον του ανθρώπου, είναι μόνο η φύση; Είναι η κοινωνία μέσα στην οποία ζει; Μήπως υπάρχει κι ένα άλλο περιβάλλον, που είναι ο ίδιος και η σκέψη του; Δεν είναι δικά μου όλα αυτά, είναι ουσιαστικά το υπόβαθρο ενός πολύ σημαντικού κειμένου του Φελίξ Γκουατταρί, που έχει ακριβώς αυτό το όνομα: Οι Τρείς Οικολογίες. Αφού λοιπόν έχει δημιουργηθεί αυτό το πρώτο σύνολο ιδεών, περνάμε στο δεύτερο: τη μουσική. Πού μπαίνει μέσα σε όλο αυτό; Με ποιον τρόπο η μουσική μπορεί να εκφράσει τέτοιου είδους ιδέες; Κι εννοώ ουσιαστικά, όχι να βρω έργα που το όνομά τους μπορεί να είναι σχετικό και να καλυφθώ έτσι. Η μουσική είναι πρώτα απ’ όλα μια τέχνη η οποία βασίζεται στις σχέσεις. Σχέσεις του υλικού, της τεχνικής, κι ακόμα περισσότερο στις σχέσεις μεταξύ τριών παραγόντων: αυτού που παράγει μουσική, ας τον πούμε συνθέτη, αυτού που εκτελεί τη μουσική, και βέβαια, για να ολοκληρωθεί το πράγμα, του ακροατή, ο οποίος στο μυαλό του, στο αυτί του, στη συνείδησή του, έχει μια άλλη σχέση του έργου. Έχουμε λοιπόν δύο τριάδες: την οικολογία και τις τρεις όψεις της μουσικής πρακτικής. Κι αρχίζουμε να κάνουμε συνδυασμούς, να βρίσκουμε τις αναλογίες.
Τι να αποκαλύψουμε γι το τι θα συμβεί, χωρίς spoilers; Το πρόγραμμα το ίδιο έχει ήδη δημοσιευτεί,. Αλλά δεν ξέρω τι απ’ όλα να σας πω. Είναι πολύ δύσκολο για μένα να διαλέξω κάτι από όλα αυτά που έχουμε ετοιμάσει για τη φετινή χρονιά. Για παράδειγμα, θα έχουμε αρκετά εκτενή παρουσία ενός μουσικού κινήματος που ονομάζεται φασματική μουσική (musique spectrale). Γιατί κατά τη γνώμη μου είναι μια από τις πιο ριζοσπαστικές προσπάθειες από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 να ξανασκεφτούμε το τι είναι η μουσική. Κι όπως πάντα στην ιστορία της μουσικής, όταν θέτουμε αυτό το ερώτημα, ξαναγυρνάμε πίσω: τι είναι ήχος. Τι είναι η αντίληψη του ήχου. Ποιο είναι το φυσικό μέρος του ήχου, και ποιο ο ήχος όπως τον αντιλαμβάνεται ο εγκέφαλός μας, η συνείδησή μας, το μυαλό, οι αισθήσεις μας. έχουμε λοιπόν επικεντρωθεί αρκετά στο να παρουσιάσουμε τη φασματική μουσική με έναν τρόπο που να τη βάλουμε να συνομιλήσει με πολλά άλλα μουσικά ρεύματα. Με τον John Cage που μας έμαθε να ξανακούμε, ουσιαστικά μας άνοιξε, μας καθάρισε και μας ξαναέφτιαξε τα’ αυτιά. Μας έκανε να ξανασκεφτούμε πράγματα τα οποία θεωρούσαμε δεδομένα: Τι είναι ήχος; Τι είναι θόρυβος; Υπάρχει θόρυβος; Υπάρχει σιωπή; Απλά, αλλά πάρα πολύ βαθιά ερωτήματα, τα οποία τα επαναλαμβάνουμε κι εμείς.
Ανάργυρε, ο δικός σου δρόμος προς τη μουσική ποιος ήταν; Είμαι συνθέτης, κι έχω σπουδάσει και μουσικολογία. Κι άλλα διάφορα, γιατί στις γενιές μας ήταν διαφορετικά τα εκπαιδευτικά συστήματα. Πράγμα που σημαίνει πως είχαμε τη δυνατότητα να πάρουμε γεύση κι από πάρα πολλούς άλλους τομείς. Δηλαδή: παρακολουθούσαμε διαλέξεις, σεμινάρια, πράγματα που φαινομενικά μπορεί να ακούγονταν άσχετα με το αντικείμενο. Δεν υπήρχε όμως αυτή η εντατικοποίηση.
Το ξεκίνημα ποιο ήταν; Άρχισες σαν παιδάκι να παίζεις πιάνο; Πήγες στο Ωδείο; Ναι, έχω περάσει κι από αυτό το στάδιο. Και η μουσική μου ουσιαστικά ανήκει σε αυτή την παράδοση, της λεγόμενης σύγχρονης μουσικής.
Και πώς κατάλαβες πως αυτό θα κάνεις στη ζωή σου; Τι έκανε το κλικ; Μερικά πράγματα, ξέρεις… Γίνονται από πολύ νωρίς. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, ήταν δεδομένο ότι θα κάνω μουσική.
Έχω μια απορία: όλος αυτός ο όγκος δουλειάς που συνεπάγεται το Open Day, σου αφήνει χρόνο να κάνεις άλλα πράγματα; Γιατί με όσα μου περιγράφεις, βλέπω πως αυτό πρέπει να σε απασχολεί σχεδόν αποκλειστικά. Πραγματικά με απασχολεί μεγάλο μέρος του χρόνου. Από τη μια, η ευθεία απάντηση είναι πως ναι, προλαβαίνω. Από την άλλη, είναι γνωστό πως οι καλλιτέχνες είμαστε και λίγο εργασιομανείς. Κάποιος ο οποίος δεν έχει ασχοληθεί με ένα καλλιτεχνικό αντικείμενο ως δημιουργός ή ως εκτελεστής, δεν μπορεί να φανταστεί τον όγκο της δουλειάς που υπάρχει από πίσω. Μπορώ να πω πως υπάρχει κι ένα ψυχολογικό προφίλ των ανθρώπων που ασχολούνται με την τέχνη. Την ίδια στιγμή, πρέπει να προσθέσω ότι ο τρόπος με τον οποίο βλέπεις μια καλλιτεχνική δουλειά, είναι αρκετά διαφορετικός από μια τυπική εργασία. Τι σημαίνει αυτό; ότι υπάρχουν περίοδοι που ένας εξωτερικός παρατηρητής θα μπορούσε να πει: Τι κάνει τώρα αυτός; Κάθεται! Η πραγματικότητα είναι ότι πολλές φορές αυτό το οποίο φαίνεται, ότι κάθεσαι, ίσως είναι από τις πιο σημαντικές και πιο παραγωγικές στιγμές της όλης διαδικασίας. Γιατί δουλεύεις με ένα πλήθος πραγμάτων, υλικών, σχέσεων, οι οποίες πρέπει σιγά-σιγά να ωριμάσουν, να συνδυαστούν. Οπότε πράγματι δουλεύεις – πολλές φορές και πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Έτσι συμβαίνει κι όταν ετοιμάζεται το Open Day. Φυσικά, οι τελευταίοι δύο μήνες είναι αποκλειστικής απασχόλησης.
Μόνιμη ερώτηση και μόνιμη πληγή: Η σχέση των ελλήνων με τη σύγχρονη μουσική θα μπορούσε να είναι και καλύτερη. Συχνά έρχονται ονόματα πάρα πολύ σημαντικά, και στο κοινό είμαστε πάντα οι ίδιοι, λίγοι και μετρημένοι. Είναι θέμα παιδείας. Όταν γενικά η τέχνη θεωρείται πολυτέλεια, ή κάτι που δεν αφορά τον πολύ κόσμο, αλλά είναι για τους ειδικούς – ή για τις ψωνάρες, γιατί το ακούμε κι αυτό σήμερα – πολύ περισσότερο μια μορφή τέχνης η οποία δημιουργείται σήμερα και δεν έχει προλάβει να έχει γύρω της την πατίνα του παρελθόντος, είναι λογικό να αντιμετωπίζεται με κάποια καχυποψία. Επειδή όμως δεν θέλω να είμαι απαισιόδοξος, εγώ θα’ λεγα ότι αντίστροφα βλέπω ανθρώπους που ήρθανε στο πρώτο Open Day και στο επόμενο έφεραν φίλους τους. Βλέπω ένα κοινό το οποίο δεν είχα συναντήσει σε άλλες συναυλίες, και το οποίο μας ακολουθεί πλέον πιστά. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει η δυνατότητα, αρκεί να βρούμε κι εμείς ένα τρόπο να μην κλειστούμε στο δικό μας καβούκι. Να μην πούμε: Δεν μας συμπαθούν, δεν μας εκτιμούν, αλλά εμείς θα κάνουμε το δικό μας. Να προσπαθήσουμε να βρούμε και κάποιους νέους τρόπους να παρουσιάσουμε τη μουσική μας. να προσθέσω όμως οπωσδήποτε και γρήγορα – γρήγορα: χωρίς να κάνουμε καμία έκπτωση σε αυτό το οποίο κάνουμε. Γιατί το θέμα δεν είναι να κάνουμε λιγότερο «ψαγμένη» μουσική, να αφήσουμε τις αναζητήσεις μας πίσω. Αλλά νομίζω ότι δεν έχουμε ανάγκη από αυτό το πάρα πολύ στεγνό σχήμα, τον καθωσπρεπισμό που κάποιες φορές βλέπουμε, κι ο οποίος δεν έχει καμία σχέση και με την ίδια τη σύγχρονη μουσική.
Είναι το αντίστοιχο αυτού που έλεγε ο Αντουάν Βιτέζ για το θέατρο: εμείς ήμαστε υπέρ του λαϊκού θεάτρου, δηλαδή του ελίτ θεάτρου για όλο τον κόσμο. (Γέλια) Αυτό είναι πολύ σοφή κουβέντα. Και για να το ενισχύσω: Υπάρχουν πολλά κομμάτια στη σύγχρονη μουσική τα οποία έχουν χιούμορ – ακόμα και τρελό χιούμορ. Έχω καιρό να δω κόσμο να αισθάνεται άνετα σε μια συναυλία να γελάσει στα σημεία που ο συνθέτης επιζητά το γέλιο των ακροατών. Και δεν μιλώ για φάρσα, αλλά για σοβαρή μουσική, μου έχει συμβεί να γελάσω σε συναυλία και να με κοιτάνε περίεργα οι διπλανοί μου. Νομίζω ότι στο με κάποιο τρόπο αυτό το πράγμα το έχουμε πετύχει.