Φωτογραφίες: Σοφία Μανώλη
Υπήρξε μαθήτρια της Christa Ludwig. Ετοιμάζεται για ένα ταξίδι στην Αρκτική, από όπου θα αποσπάσει ένα κομμάτι παγόβουνου περίπου όσο το σώμα της και θα το διαμορφώσει σε γλυπτό με τη ζέστη της ανάσας της τραγουδώντας του. Εν τω μεταξύ, ετοιμάζεται, όπως κάθε χρόνο από το ξεκίνημά του, για τη συμμετοχή της στο Open Day της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών. Πριν από αυτό, θα κάνει ένα ρεσιτάλ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στα πλαίσια της Γέφυρας Μουσικής Πάνω από τη Συγγρού. Η μέτζο σοπράνο Άννα Παγκάλου είναι μια μαγική, συναρπαστική καλλιτέχνιδα που μοιράστηκε μαζί μας τις αναζητήσεις της και μας κατέπληξε. Βρεθηκαμε στο ιστορικό Au Revoir της Πατησίων.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από την καρκινική ημερομηνία που διαβάζεται κι ανάποδα: 02-02-2020! Τι ακριβώς θα συμβεί; Είναι ένα διαδικτυακό event, στο οποίο εκείνη την ημέρα για 26 ώρες γίνονται live σε διάφορα σημεία του κόσμου, αναλόγως το time zone. Είναι συνδεδεμένα δέκα venues από όλο τον κόσμο, και το κάθε venue κάνει live streaming αυτά που γίνονται στα άλλα, και έχει και το δικό του live. Εγώ λοιπόν θα είμαι στην Αθήνα στην N Gallery, το χώρο της συνθέτριας Νικολέτας Χατζοπούλου. , στον οποίο γίνονται διάφορες συναυλίες experimental μουσικής. Θα είναι ανοιχτά από τις 2 το μεσημέρι ως τη 1 το βράδυ, και εγώ θα ξεκινήσω στις 18.20. εκεί θα παρουσιάσουμε το Ising Project. Ασχολούμαι με αυτό τα τελευταία τρία χρόνια. Είναι ένα τρίπτυχο πολυμορφικό έργο, στο δεύτερο μέρος του οποίου ταξιδεύω στην Αρκτική, συλλέγω ένα κομμάτι πάγο αποσπασμένο από παγόβουνο, κι αρχίζω να του τραγουδώ για 21 μέρες, προσπαθώντας να δημιουργήσω ένα αφηρημένο γλυπτό με τη ζέστη της φωνής μου. Αυτό το έργο έχει τρία στοιχεία: το περιβάλλον, τον άνθρωπο και τον πάγο. Στα τρία μέρη του πάντοτε πρωταγωνιστούν αυτά τα τρία στοιχεία. Στο πρώτο μέρος παρουσιάζονται τα στοιχεία αυτά, στο δεύτερο που είναι η performance της Αρκτικής διαδρούν, οπότε εγώ απευθύνομαι πια στον πάγο και συνομιλώ με το περιβάλλον της Αρκτικής, και στο τρίτο μέρος συντίθενται τα στοιχεία αυτά σε μια καινούρια φόρμα που θα συνδυάζει ήχο και εικόνα.
Πώς έγινε αυτό; Από πού ξεκίνησε; Κι εγώ δεν ξέρω. Έχω μπει πια τόσο πολύ σε αυτή τη διαδικασία, που έχω ξεχάσει από πού έχει γεννηθεί. Πάντως κάποια στιγμή ήμουν απολύτως σίγουρή ότι πρέπει να το κάνω αυτό, κι άρχισα να ψάχνω διάφορους τρόπους πώς θα μπορούσα να βρεθώ στην Αρκτική για να μπορέσω να κάνω αυτές τις performances των 21 ημερών. Στην ουσία, είναι η συνομιλία δύο σωμάτων νερού σε διαφορετική μορφή. Γι αυτ΄και το κομμάτι του πάγου που θα συλλέξω θα είναι πάνω-κάτω τα κιλά που είμαι κι εγώ, ώστε να’ χουμε την ίδια μάζα, αλλά διαφορετική μορφή. Πέραν τούτου, είναι και κομμάτια ιστορίας που συνομιλούν. Γιατί ο πάγος – και ιδίως εκεί – είναι και στρώσεις που γίνονται χρόνο με το χρόνο και προστίθενται – τουλάχιστον έτσι γινόταν ως τώρα.
Εξακολουθεί να γίνεται; Γιατί όπως ξέρουμε οι παγετώνες έχουν αρχίσει και λιώνουν. Είναι γνωστό πλέον το πρόβλημα με την κλιματική αλλαγή, κι ότι τα παγόβουνα λιώνουν. Αλλά σε κάθε περίπτωση, το υλικό αυτό – γι αυτό και οι γεωλόγοι πάνε στην Αρκτική, σκάβουν και παίρνουν μεγάλα κομμάτια πάγου, τα οποία αναλύουν για να μπορέσουν να δουν τη διαστρωμάτωση της Ιστορίας. Η ιδέα, λοιπόν, είναι ότι κι εγώ συνομιλώ με ένα κομμάτι ιστορίας – όπως κι εγώ με το DNA μου είμαι επίσης ένα κομμάτι ιστορίας του πώς έχει εξελιχθεί το ανθρώπινο είδος. Συνομιλία της ιστορίας, συνομιλία του υγρού στοιχείου στις διάφορες μορφές που παίρνει… Δεν σκοπεύω βέβαια να λιώσω το παγόβουνο (γέλια). Δεν είναι αυτή η φιλοδοξία μου. Η φιλοδοξία μου είναι να διαδράσω μαζί του, να συνομιλήσω. Να κατανοήσω. Να έρθω σε επαφή με αυτό που γίνεται γύρω μου.
Ομολογώ πως είμαι πολύ εντυπωσιασμένος… Το Icing, το όνομα του πρότζεκτ, βγαίνει από ένα επιστημονικό μοντέλο της φεροδυναμικής, που είναι τομέας της στατιστικής δυναμικής. Σε αυτό, σε ένα δισδιάστατο πεδίο, όταν κάτι αλλάζει κατεύθυνση, επηρεάζει αυτά που είναι γύρω του να αλλάξουν κι αυτά κατεύθυνση. Αυτά τα μοντέλα έχουν προσπαθήσει να τα εφαρμόσουν σε διάφορους τομείς: την κοινωνική ψυχολογία, τη βιολογία, στο πώς λειτουργούν τα σμήνη των πουλιών που αλλάζουν κατεύθυνση: κάποια στιγμή, κάποιο αποφασίζει να αλλάξει κατεύθυνση και όλα ακολουθούν μαζί. εμένα δεν με αφορούν τόσο τα επιστημονικά στοιχεία, όσο η ποιητική τους διάσταση. Αλλά θεωρώ πραγματικά ότι υπάρχει μεγάλη ευθύνη στην ατομικότητα. Δεν με αφορά να περιμένω κάποιον άλλο να μιλήσει για πράγματα που αφορούν τον κόσμο όπου θα ήθελα να ζω: αλλά θεωρώ πραγματικά ότι υπάρχει μεγάλη ευθύνη στην ατομικότητα. Δεν με αφορά να περιμένω κάποιον άλλον να μιλήσει για πράγματα σχετικά με τον κόσμο που θα’ θελα να ζω, μιλάω εγώ γι αυτά. Παίρνω δηλαδή την απόφαση στα χέρια μου να κάνω κάτι. Να συνομιλήσω με το περιβάλλον μου και με τους ανθρώπους γι αυτό. Έτσι παίρνω την ανθρώπινη ανάσα – που γενικώς με απασχολεί αυτή την εποχή και με γοητεύει πολύ ο ήχος της – που είναι στην ουσία η παραγωγή διοξειδίου του άνθρακα, το οποίο σωστά μας λένε πως είναι το στοιχείο που δημιουργεί το φαινόμενο του θερμοκηπίου, αλλά είναι και το στοιχείο που βοήθησε να δημιουργηθεί αυτός ο κόσμος. Αυτό που βοήθησε να δημιουργηθεί, αυτό και τον καταστρέφει. Αυτή η διττότητα των στοιχείων λοιπόν, που υπάρχει σε όλα, είναι πως εμείς αποφασίζουμε πώς θα χειριστούμε τα πράγματα. Κι εκεί δεν έχει καμία κυβέρνηση ευθύνη – θα έπρεπε, αλλά σε έναν ιδανικό κόσμο…
Γενικώς η τέχνη που υπηρετείς έχει να κάνει με τη διαχείριση της αναπνοής. Αυτό είναι αλήθεια. Γιατί η ανθρώπινη φωνή είναι ένα όργανο διπλό: και έγχορδο, και πνευστό! Οπότε σαφέστατα για την παραγωγή ήχου βασίζεται στην ανάσα. Αλλά μπαίνοντας πιο βαθιά σε αυτή τη σκέψη, ποιον δεν τον αφορά η ανάσα; Σε αυτή βασίζεται η ύπαρξή μας. αυτή σηματοδοτεί την έναρξη και την αποχώρησή μας από αυτό που μείς γνωρίζουμε ως κόσμο. Αλλά με γοητεύει ακόμα περισσότερο αυτή την εποχή η ανάσα ως μουσικό στοιχείο. Ο ήχος της, και η παραγωγή του μέσα από τις διάφορες κοιλότητες του σώματος, και πώς μπορεί να αλλάζει αυτός ο ήχος και να έχει διαφορετικές ποιότητες ανάλογα με το ποιο κομμάτι του σώματος χρησιμοποιεί κανείς. Είναι ένα υλικό το οποίο αυτή την εποχή εξερευνώ όλο και περισσότερο τόσο στη δική μου πρακτική, όσο και στη διδασκαλία.
Πόσα ηχεία έχει το ανθρώπινο σώμα; Έχει τρία βασικά ηχεία: το κρανίο, τον θώρακα και τη λεκάνη, τις τρεις κοιλότητες όπου μπορεί να πολλαπλασιαστεί ο ήχος. Ο συνδυασμός τους όμως, κι ο συνδυασμός με τα φωνήεντα και το πόσο ανοιχτούς ή κλειστούς αφήνεις τους χώρους, αλλάζει την ποιότητα του ήχου. Οπότε μπορείς να δημιουργήσεις πολλά ενδιαφέροντα ηχοχρώματα. Πάντοτε ένα ηχόχρωμα είναι συνδυασμένο με τα συναισθήματα που ελπίζεις να προξενήσει. Είναι η πρόθεση που δημιουργεί τον ήχο που επηρεάζει συναισθηματικά το ακροατήριο.
Αλήθεια, πώς αποφάσισες πως αυτό είναι το αντικείμενό σου; Έκανα κανονικές σπουδές κλασικού τραγουδιού. Είχα την τύχη να είμαι μαθήτρια δύο πολύ μεγάλων τραγουδιστριών, από τα ιερά ονόματα της κλασικής μουσικής. Ήμουν λοιπόν εστιασμένη στην κλασική περίοδο του ήχου, και μάλιστα περισσότερο στη γερμανική μουσική, αυτή μου άρεσε πιο πολύ. Είχα δασκάλα τη μεγάλη Christa Ludwig, οπότε γνώρισα τα lied και την ποίηση – όπως και στις όπερες μου άρεσαν περισσότερο οι γερμανικές, γιατί τα libretti είχαν ενδιαφέρον. Δεν ήταν όπως του belcanto, που έχουν μια ελαφράδα, να το πούμε έτσι, υπέρ του δέοντος για το δικό μου γούστο…
Το σκεφτόμουν κι εγώ πρόσφατα. Μπορεί να είναι υπέροχη η μουσική της Sonnambula, για παράδειγμα, αλλά η υπόθεση είναι επιεικώς αφελέστατη. Κι η Sonnambula είναι καλή περίπτωση! Υπάρχουν πολύ χειρότερα….
Ενώ ο Βάγκνερ είναι ένα άλλο ζήτημα! Ακριβώς. Ο Βάγκνερ, ο Στράους, ο Μπεργκ…Πάντοτε άκουγα σύγχρονη μουσική, αλλά δεν πίστευα ότι είμαι τόσο καλή μουσικός ώστε να μπορέσω να ερμηνεύσω αυτό το είδος, μιας και ξεκίνησα μουσική πολύ αργά.
Πόσο αργά; Στα 25 μου. Οπότε πάντοτε αισθανόμουν ότι έχω ένα défaut σε σχέση με αυτούς που έχουν ξεκινήσει μουσική από τα …τέσσερά τους! Κι επίσης η φωνή μου είναι η κλασική βαγκνερική δραματική φωνή, κι έτσι πήγαινα όλο και περισσότερο προς την όπερα. Αλλά όσο ήμουν στη Βιέννη και παρακολουθούσα πάρα πολλά πράγματα, άκουγα όλο και περισσότερο σύγχρονη μουσική. Είχα ξεκινήσει από εδώ παρακολουθώντας τις συναυλίες που έκανε εκείνη την εποχή στο Μέγαρο ο Θεόδωρος Αντωνίου. Κατάλαβα όμως πραγματικά τι είναι η σύγχρονη μουσική στη Βιέννη όταν άρχισα να παρακολουθώ το Klangforum, και να πηγαίνω και σε πρόβες τους. Κι άρχισε να με γοητεύει πολύ αυτό το πεδίο όπου δεν είναι καθαρά τα όρια ανάμεσα στη μουσική και στις άλλες τέχνες, ή ανάμεσα στη μουσική και την επιστήμη, κι όπου είναι τόσο διευρυμένο το πεδίο που μπορεί κανείς να ασχοληθεί και να ψάξει πράγματα, ακόμα κι ως ακροατής όταν φεύγεις μετά από μια συναυλία. Καταλάβαινα ότι υπάρχει μια δομική αλλαγή στους ανθρώπους που προσεγγίζουν τη σύγχρονη μουσική, και δεν είναι τόσο συνδεδεμένοι με το μουσικό κομμάτι, όσο με τους διανοητές και τους λάτρεις της τέχνης. Έτσι προσεγγίζω κι εγώ τη ζωή και τα πράγματα που με ενδιαφέρουν. Όταν προετοιμάζω μια συναυλία, μπορεί να διαβάσω από επιστημονικό σύγγραμμα μέχρι να δω ταινίες, να διαβάσω φιλοσοφικά κείμενα… Και τίποτε από αυτά που έχω πει δεν είναι μουσική. Και μετά αρχίζει η «φυσιολογική» ενασχόληση, το να καθήσεις να ακούσεις την αισθητική του συνθέτη και του είδους.
Το ίδιο συμβαίνει και στο θέατρο. Τα πράγματα που μας τρέφουν είναι εξωθεατρικά. Μα υποθέτω πως θα ήμασταν πολύ περιορισμένοι αν μας τροφοδοτούσε μόνο ο τομέας μας. για να μπορεί κάτι να εξελιχθεί, θα πρέπει να συνομιλεί με όλα τα πράγματα που είναι γύρω του. Όπως και οι άνθρωποι. Αν είμαστε μόνοι στο δικό μας καβούκι και συνεχώς ασχολούμαστε μόνο με αυτά που μας αφορούν, δεν υπάρχει εξέλιξη αλλά αναμάσημα. Έτσι λοιπόν, κάποια στιγμή αποφάσισα ότι αυτό είναι ένα είδος το οποίο σαν να φέρνει μαζί όλα τα πράγματα που είμαι, όλα όσα έχω κάνει και όλη τα διάθεση που έχω απέναντι στα πράγματα. Με τη σοβαρότητά του, και με το χιούμορ του… Τα πάντα.
Το γιατί επέλεξες αυτό το είδος το καταλαβαίνω απόλυτα. Αυτό που μου δημιουργεί απορία, είναι που ζεις εδώ. Δηλαδή σε μια χώρα όπου – ας μην κρυβόμαστε – το κιονό της σύγχρονης μουσικής είναι πολύ περιορισμένο. Ακόμα κι όταν έρχεται το Ensemble Intercontemporain ή το Quator Arditti ή το Klangforum, οι ίδιοι μετρημένοι άνθρωποι είμαστε στο κοινό. κι αυτό μεταβάλλεται πολύ αργά. Ναι. Αλλά η κατάσταση με τη σύγχρονη μουσική είναι παντού δύσκολη. Είναι παντού ένα κομμάτι το οποίο, ιδίως για το κοινό της κλασικής μουσικής, συχνά είναι ακατανόητο. Και στο Klangforum που πήγαινα σε όλες του τις συναυλίες τα τέσσερα χρόνια που ζούσα στη Βιέννη, πάντα οι ίδιοι ήμασταν! Δεν αλλάζει αυτό. Απλά έξω είναι πιο εδραιωμένο το είδος. Αλλά το πόσοι ακούνε το είδος, πάνω-κάτω οι ίδιοι είμαστε, ανάλογα με τον πληθυσμό. Παρόλα αυτά, θεωρώ ότι η Αθήνα αυτή την εποχή είναι εξαιρετικό μέρος για να ζει κανείς. Όπως μου είπε ένας ισπανός αρχιτέκτονας τον οποίο συνάντησα και τον ρώτησα γιατί έχει επιλέξει να ζει εδώ, που είναι μια πόλη όχι πια σε κρίση, αλλά σε μια εδραιωμένη ένδεια: Στην Αθήνα υπάρχει χώρος για να δημιουργήσεις. There is void. Σε αυτό έχει απόλυτο δίκιο: αυτή τη στιγμή στην Αθήνα έρχονται από όλα τα μέρη της γης, ξένοι καλλιτέχνες αγοράζουν στούντιο εδώ για να έρχονται και να διαδρούν με τον πολιτισμό και τους ανθρώπους της. Θεωρώ ότι γεννιέται κάτι πολύ ουσιαστικό αυτή τη στιγμή στην Αθήνα. σαφέστατα με αφορά το να είμαι εδώ και να είμαι μέρος του. Επίσης, με το internet είμαστε σε μια άλλη εποχή. Έχει ακυρωθεί πια το longitude/latitude. Μπορείς να κάνεις τέχνη, αλλά και οτιδήποτε άλλο θέλεις, κι απευθύνεσαι πλέον σε ένα παγκόσμιο κοινό. άρα δεν υπάρχει κάτι στο οποίο το μέρος να σε περιορίζει. Κι επίσης αεροπλάνα, λεωφορεία και πλοία μπορούν να μας ταξιδέψουν πολύ εύκολα σε διάφορα υπέροχα μέρη!
Μια από τις φράσεις της ζωής μου είναι από τη Μηχανή Άμλετ του Χάινερ Μύλλερ: Στη μοναξιά των αεροδρομίων αναπνέω. Έβλεπα κάτι καταπληκτικά residencies που είναι σε αεροδρόμια κι έλεγα: Αχ! Πρέπει να σκεφτώ κάτι, γιατί μου αρέσει τόσο πολύ αυτή η ιδέα!
Εγώ σε πρωτογνώρισα μέσα από τα Open Days της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών. Έχουμε και επερχόμενο στις 16 Φεβρουαρίου. Ανήκεις στους χαρακτηριστικούς τους καλλιτέχνες. Ναι. Με μεγάλη μου χαρά είμαι από το πρώτο Open Day, και δεν το χάνω με τίποτα!
Ούτε εγώ! Μπράβο μας! (Γέλια) Το Open Day είναι ένα πολύ ιδιαίτερο φεστιβάλ. Στην ουσία βασίζεται στην εξαιρετική συνθετική και διορατική προσέγγιση του Ανάργυρου Δενιόζου απέναντι σε αυτό το μουσικό είδος. Στην ουσία, δημιουργεί με τις επιλογές του μια καινούρια σύνθεση, χρησιμοποιώντας σαν υλικό διάφορα έργα. Κάθε τι εκείνη την ημέρα είναι απόλυτα συνδυασμένο, υπάρχει λόγος γιατί το ένα θα έρθει μετά το άλλο. και πάντα κάτι θα πάρει ο καθένας, άσχετα με το πόση ώρα θα κάτσει στο κάθε venue. O καθένας δημιουργεί τη δική του εμπειρία. Αλλά με ενθουσιάζει αυτό το ανοιχτό πεδίο, χωρίς κλειστές πόρτες. Γιατί οι άνθρωποι φοβούνται το καινούριο. Αν τους βάλεις σε μια καρέκλα και δεν μπορούν να βγουν, είναι από την αρχή αρνητικά διακείμενοι. Αλλά με τη λογική τουOpen Day , όπου ο καθένας μπορεί να μπει και να βγει σε όση ώρα θέλει και κανένας δεν θα τον κοιτάξει περίεργα, δημιουργείται ένα ασφαλές πεδίο για να μπορεί να έρθει σε επαφή με αυτό το μουσικό είδος. Αυτό, βέβαια, για μας τους ερμηνευτές έχει μια μεγαλύτερη δυσκολία, γιατί χρειάζεται να είσαι πολύ πιο συγκεντρωμένος σε αυτό που κάνεις, στην πηγή του, για να μπορείς να διαδράς με όλα αυτά που γίνονται γύρω σου. Εμένα με ενθουσιάζει.
Υπάρχει και κάτι ακόμα που αγαπώ πολύ στο Open Day: Γενικά την τέχνη στην Ελλάδα την αντιμετωπίζουμε με μια επισημότητα, φορώντας τα καλά μας, και ξεχνάμε ότι είναι γιορτή και παιχνίδι. Θυμάμαι πως πέρα από τον ενθουσιασμό μου για τις μουσικές σου επιδόσεις, περίμενα να δω και τι τυρμπάν θα φοράς στο επόμενο κομμάτι! (Γέλια). Η αλήθεια είναι ότι μου αρέσει η τρέλα. Και μου αρέσει κι η δική μου η τρέλα! Και με αυτό το μουσικό είδος έχω την ευχέρεια να την ξεδιπλώσω. Είναι όμως βαθιά ριζωμένη. Κι εκδηλώνεται όταν υπάρχει λόγος. Μέσα στα πράγματα πάντα υπάρχει η αστεία τους πλευρά. Στη σύγχρονη μουσική πολλοί πιστεύουν πως ενυπάρχει κι ο αντίποδας του αστείου – έχει χιούμορ αυτή η μουσική. Σίγουρα είναι πολύ σοβαρή, αλλά δεν είναι σοβαροφανής. Αυτό το παιχνίδι της performance εμένα μου αρέσει πολύ. Κι είναι κι ένα από τα κομμάτια της που με κάνουν να αισθάνομαι πως είμαι στο στοιχείο μου σε αυτό το είδος. Όπως κι η δυνατότητα που μου δίνεται να χρησιμοποιώ τόσο διαφορετικά ηχοχρώματα. Κάποιος με ρώτησε: δεν θα ήθελες να ασχοληθείς και με κάποιο άλλο είδος μουσικής; Και είπα: Γιατί; Αφού αυτή τα έχει όλα! Οτιδήποτε άλλο, είναι πολύ πιο περιοριστικό. Εδώ δεν υπάρχει τίποτα, μα τίποτα, που να σε περιορίζει. Μόνο ένα μεγάλο, ανοιχτό πεδίο δράσης, σεβασμός του συνθέτη στην προσωπικότητα του ερμηνευτή – και ιδίως σε αυτά τα έργ που μου αρέσουν πολύ τα open scores, όπου υπάρχει εξαιρετικά μεγάλο κομμάτι συνδημιουργίας με το συνθέτη. Αυτή η αλήθεια υπάρχει και στην «παραδοσιακή» κλασική μουσική, αυτή που αναγνωρίζει ως τέτοια ο περισσότερος κόσμος. Βέβαια αυτή η μουσική έχει άπειρα είδη μέσα, αλλά αυτό που συνήθως θεωρούν οι περισσότεροι ως κλασική είναι ο ρομαντισμός. Άντε μέχρι το Στραβίνσκι. Και μετά… όου! (Γέλια). Αναρωτιούνται ακόμα και γιατί να υπάρχει αυτό το πράγμα! Λες και η ζωγραφική θα έπρεπε να σταματήσει στον Καραβάτζιο ή στον Ελ Γκρέκο, επειδή τα είπαν όλα. Γιατί να υπάρξει ένας Πικάσσο ή ένας Μιρό; Γιατί να υπάρχει η performative art κι όλα αυτά, μια χαρά δεν τα είχαμε βρει; Αυτή είναι η λογική των ανθρώπων που αγαπούν μόνο την κλασική μουσική, την οποία δεν καταλαβαίνω. Τη βρίσκω εξαιρετικά περιορισμένη. Και ξεχνούν και την ιλαρότητα που επίσης είχε αυτό το μουσικό είδος. Μην ξεχνάμε ότι ξεκίνησε ως διασκέδαση των πλούσιων την ώρα που τρώγανε. Μην ξεχνάμε τα θεωρεία στην όπρεα, που, όπως λέει ένας φίλος, ήταν η disco της εποχής: είχε ο καθένας το τραπεζάκι του κλεισμένο και πήγαινε να διασκεδάσει! (Γέλια)
Να μιλήσουμε και για το ρεσιτάλ στην Πάντειο; Τι θα συμβεί εκεί; Έχει πολύ ενδιαφέρον, γιατί τελικά όλα αυτά που έχουμε πει συνδέονται. Στο Open Day θα παρουσιάσουμε το ντουέτο Litany for the Whale του Τζων Κέιτζ, και το Ising επίσης, μιας και είναι αφιέρωμα στη μουσική οικολογία. Στο ρεσιτάλ όμως παρουσιάζω συνθέσεις για σόλο φωνή και για φωνή με ηλεκτρονικά. Δηλαδή το πώς οι σύγχρονοι συνθέτες έχουν αρχίσει να αντιμετωπίζουν τη φωνή σαν σόλο όργανο, και πώς αυτό το όργανο αρχίζει να διαδρά με τα νέα μέσα της τεχνολογίας. Και πάλι όμως το συνδέω με τις ανάσες – όπως είπα, είναι ένα υλικό που το χρησιμοποιώ συνέχεια αυτή την εποχή όλο και περισσότερο, βρίσκω πολλά πράγματα που με αφορούν και μπορεί να αφορούν και τους άλλους. Είναι λοιπόν μια performance όπου θα παρουσιάσω έργα Cathy Berberian, Luciano Berio, John Cage, Γιώργου Απέργη, Salvatore Sciarino, Ann LeBaron κι ένα έργο της Κατερίνας Τζεδάκη που γράφτηκε για τη συναυλία. Προσπάθησα να τα κάνω όλα να συνομιλήσουν μεταξύ τους. Έχουν κάποιους κοινούς κώδικες, κι άρχισα να υφαίνω το νήμα έτσι ώστε να μπορούν να είναι μέρη της ίδιας ιστορίας, και οι ανάσες να είναι στοιχείο του όλου πράγματος.
Ακούγεται συναρπαστικό. Επίσης πολλά από αυτά τα έργα μιλάνε για το στοιχείο του νερού, ενώ το κομμάτι της Τζεδάκη είναι εμπνευσμένο από το σπήλαιο του Μελιδονίου, κι είναι κομμάτι μιας τριλογίας. Το σπήλαιο του Μελιδονίου είναι σε συνεχή χρήση εδώ και 5000 χρόνια. Ανάμεσα σε άλλα, εκεί γινόταν λατρεία της Αφροδίτης και του Ερμή του ψυχοπομπού, πήγαιναν εκεί οι αρχαίοι έλληνες να μυηθούν στα μυστήρια του πέρα κόσμου. Είναι ένα τεράστιο σπήλαιο με σταλακτίτες και σταλαγμίτες, κι έμπαιναν μέσα για 4-5 μέρες, πήγαιναν όλο και πιο μέσα, ώσπου έφταναν στον τελευταίο χώρο, ο οποίος είναι ανηχωϊκός. Γιατί στη μετά θάνατον ζωή δεν υπάρχει αντίλαλος. Κι αυτό προσπάθησαν να το μεταφέρουν με την αρχιτεκτονική και στα νεκρομαντεία, είναι όλα ανηχωϊκοί χώροι. Σαν ένα εξαιρετικά καλό ηχομονωμένο στούντιο. Κατέβηκα λοιπόν δύο φορές στην Κρήτη, συναντηθήκαμε με την Κατερίνα και μπήκαμε μέσα στο σπήλαιο, ηχογραφήσαμε εκεί, συζητήσαμε ατέλειωτα γι αυτό με την αρχαιολόγο… Είναι ένα εξαιρετικό έργο που μιλάει για το νερό, για το φως, για τη μετάβαση, δε όλα τα έργα υπάρχει το στοιχείο της αναζήτησης, του νερού και των κυμάτων – το τελευταίο με απασχολεί και στο Ising.
Αλήθεια, τι σου έφερνε στο μυαλό η λέξη Αρκτική πριν από αυτή την ιστορία, και τι σου φέρνει σήμερα; Παλιότερα, η Αρκτική ήταν το πιο απομακρυσμένο μέρος, και εξαιρετικά ανοίκειο. Αυτή την εποχή είναι το Άγιο Δισκοπότηρό μου! Μετά από τρία χρόνια που δουλεύω το πρότζεκτ, είμαι κοντά πια στο να ξεκινήσει να υλοποιείται. Για μένα η Αρκτική είναι η πορεία σε έναν εαυτό και σε έναν κόσμο όπου είμαι περισσότερο παρούσα, και διαδρώ με αυτόν ουσιαστικά. Δεν περνάω απλώς από αυτόν: είμαι εκεί και έχω 100% συναίσθηση του τι συμβαίνει. Θα πάω εκεί τον Ιούνιο, όπου έχει 24 ώρες το εικοσιτετράωρο φως – και περιμένω να δω τι μπορεί να κάνει στο σώμα και στο μυαλό αυτή η συνθήκη όπου δεν υπάρχει ποτέ σκοτάδι. Έχω ακούσει επίσης πως ο αέρας εκεί είναι ιδιαίτερος, σαν να είναι καθαρό οξυγόνο. Σαν να είναι κανείς συνέχεια σε μια μάσκα. Αλλά όλα αυτά είναι ένα φαντασιακό. Φαντάζομαι διάφορα, αλλά επειδή σε αυτό το έργο μιλώ για το να είσαι παρών στη στιγμή, προσπαθώ να το κάνω και για μένα τώρα. Παρουσιάζω λοιπόν στο πρώτο μέρος του τρίπτυχου όλα όσα με έχουν επηρεάσει. Η παρτιτούρα είναι επίσης μοναδική. Τη σύνθεση την έχουμε κάνει μαζί με τον Ανάργυρο Δενιόζο, και μέσα στην παρτιτούρα βάλαμε όλα όσα έχω σκεφτεί γι αυτό το πρότζεκτ μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια. Παίρνει υπόψη της το γεωγραφικό μήκος και πλάτος, και για να βγάλει τη μελωδικότητα παίρνει στοιχεία από τα περιγράμματα των παγόβουνων. Άρα εγώ, αναλόγως με το πού θα βρίσκομαι στις performances της Αρκτικής , θα βγάζω φωτογραφίες το περιβάλλον γύρω μου και θα τις επεξεργάζομαι , θα βάζω το γεωγραφικό μήκος και πλάτος και τη θερμοκρασία, κι αυτά θα βγάζουν μια παρτιτούρα που εγώ θα καλούμαι να ερμηνεύσω. Τώρα, σε αυτές τις πρώτες performances λοιπόν μπαίνει το στοιχείο του φανταστικού: συλλέγω φωτογραφίες και ήχους από το περιβάλλον της Αρκτικής από το ίντερνετ, και ιδίως από ηχογραφήσεις μέσα από τον Αρκτικό ωκεανό, ώστε να ακούς το περιβάλλον του: πώς τα θηλαστικά εκεί συνομιλούν μεταξύ τους.