Για έναν άνθρωπο που γράφει για το θέατρο στην Αθήνα, υπάρχουν διαδρομές δεδομένες, που θα τις κάνει πολλές φορές κάθε σεζόν καθώς σχεδόν επιβάλλεται να έχει άποψη για το τι παρουσιάζεται εκεί: οι σκηνές του Εθνικού Θεάτρου, οι παραστάσεις στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, τα παλαιά θέατρα που μας μεγάλωσαν (Τέχνης, Κυκλάδων, Κεφαλληνίας), προσφάτως το Δημοτικό του Πειραιά, καθώς και κάποια ακόμη. Πέραν αυτών, όσο του επιτρέπει το – αλίμονο – πάντοτε ασφυκτικά φορτωμένο του πρόγραμμα, αναζητά, ώρες-ώρες στα τυφλά, ανάμεσα στις εκατοντάδες απόπειρες που παίζονται σε όλες τις ημέρες, ώρες και αίθουσες που μπορεί να διανοηθεί κανείς, τις εκπλήξεις της χρονιάς: αυτά που ανεπιφύλακτα μπορεί να συστήσει στους παραζαλισμένους θεατές με το χέρι στην καρδιά. Κι όταν επιτέλους τα ανακαλύπτει, η χαρά του είναι μεγάλη. Αναμφισβήτητα μια τέτοια περίπτωση είναι το Άνθρωποι και Ποντίκια.
Η ομώνυμη νουβέλα του Τζων Στάινμπεκ έχει μεταφερθεί επανειλημμένα στο θέατρο, και το ζήτημα με όλες τις απόπειρες είναι πάντοτε ο συμπαγής νατουραλισμός της. Πώς μπορεί κανείς να ξεκολλήσει από τις λάσπες του ρεαλισμού και να απογειωθεί στην ποίηση που είναι το θέατρο, έχοντας ως αφετηρία ένα τέτοιο κείμενο; Κι όταν μάλιστα – όπως συνέβη στην συγκεκριμένη περίπτωση, με τη διασκευή της Σοφίας Αδαμίδου – μπει στον πειρασμό της μεταφοράς της ιστορίας στο δικό μας χρόνο, αλλά και χώρο, πώς υπερβαίνει τις τόσο προφανείς, σε πρώτο επίπεδο, ομοιότητες και αναλογίες, ώστε να μη μείνει δέσμιος του παραξενίσματος που αναπόφευκτα προκαλεί η ταύτιση μιας εικόνας της σημερινής Ελλάδας με αντίστοιχες της Αμερικής την περίοδο που ακολούθησε το κραχ του 1929, το περίφημο depression;
Το επίτευγμα της σκηνοθεσίας του Βασίλη Μπισμπίκη, αλλά και των ερμηνειών όλων ανεξαιρέτως των ηθοποιών, που προφανέστατα συμμετείχαν στη διαμόρφωση των ρόλων τους – διόλου τυχαίο που όλα τα δραματικά πρόσωπα, εκτός του Λένου (Λένι) πήραν τα ονόματα των ηθοποιών που τα ερμηνεύουν – είναι πως, σχεδόν δια της ομοιοπαθητικής, χρησιμοποιούν το ρεαλισμό για να ξεφύγουν απ’ αυτόν. Θα τολμούσε κανείς να μιλήσει για υπέρ-ρεαλισμό – όχι όμως με την έννοια του σουρρεαλισμού, αλλά με αυτήν της εξώθησής του ως την υπερβολή.
Ο χώρος του Cartel χρησιμοποιείται ολόκληρος με τρόπο που καθιστά την παράσταση site specific, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί πως κατασκευάστηκε ειδικά για να ανέβει εκεί το συγκεκριμένο έργο. Ακόμα και το κρύο που, αναπόφευκτα, την παγερή βραδιά που την παρακολουθήσαμε, διαπερνούσε του θεατές κατά τη σύντομη πρώτη σκηνή που διαδραματίζεται στον εξωτερικό χώρο, έμοιαζε να είναι κατά παραγγελία. Κι όμως: η συνθήκη του ρεαλισμού ανατρέπεται μέσα από την ίδια τη χρήση του. Ποια άλλωστε διαφορά έχει το πρωταγωνιστικό ζευγάρι από τον Βλαντιμίρ και τον Εστραγκόν; Τον ίδιο Γκοντό αναμένουν, με την ίδια απελπισία και το ίδιο υπόγειο χιούμορ – ασχέτως αν εδώ υπάρχει σαφές φινάλε, που καθιστά σαφές πως αυτός δεν θα έρθει ποτέ. Την ίδια No man’s land κατοικούν, κι ας υπάρχουν εκεί δωμάτια και γνώριμες συνθήκες αντί για το γνωστό μοναχικό δέντρο. Η παγιωμένη, αδιέξοδη συνθήκη που δεν επιτρέπει σε κανέναν να ελπίζει σε κάτι, εμποδίζει το Άνθρωποι και Ποντίκια από το να διολισθήσει στην εύκολη κοινωνική καταγγελία, στο προφανές της αντιστοίχισης δύο εποχών βαθιάς οικονομικής κρίσης, στο φτηνό πολιτικό σχόλιο, και το μετατοπίζει στο υπαρξιακό επίπεδο. Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να πει πως υπάρχουν στιγμές που το σκηνικό αποτέλεσμα υπερβαίνει τις προθέσεις του νομπελίστα αμερικανού συγγραφέα…
Πέρα από την εμπνευσμένη και ισορροπημένη σκηνοθεσία του Βασίλη Μπισμπίκη, είναι προφανές πως έχει κανείς να κάνει με μια αληθινή δουλειά συνόλου, που μοιάζει να έρχεται από μια παλαιότερη εποχή, όπου η θεατρική ομάδα ως πυρήνας της δραματικής τέχνης δεν είχε ακόμα αποστερηθεί τη μυθική της διάσταση. Ο καθένας αποδίδει με ακρίβεια και λιτότητα το ρόλο του, χωρίς να αφήσει τα αβανταδόρικα στοιχεία του να μεγεθυνθούν και να τον υποβιβάσουν σε τύπο. Οι σπαρτιάτικες συνθήκες που χαρακτηρίζουν τον απομακρυσμένο χώρο τους, αλλά και η ομοψυχία τους, μου θύμισαν τις πρώτες ημέρες του Θεάτρου του Ήλιου στο εγκαταλελειμμένο Καλυκοποιείο της γαλλικής πρωτεύουσας. Η σκληρή δουλειά κι η αποφασιστικότητά τους δημιούργησαν την πρώτη μεγάλη έκπληξη της χρονιάς. Μην τη χάσετε…