Είναι λίγο μετά τα μεσάνυχτα και η παράσταση στο Carrière de Boulbon, το παλιό λατομείο που αποτελεί έναν από τους εμβληματικούς χώρους του Φεστιβάλ της Αβινιόν και που παρέμενε κλειστό τα τελευταία οκτώ χρόνια, έχει μόλις τελειώσει. Πρόκειται για τον «Κήπο των Ηδονών», που αντλεί την έμπνευσή της από τον ομώνυμο πίνακα του Ιερώνυμου Μπος. Είναι η ευρηματικότερη για το δημιουργό της εδώ και αρκετά χρόνια. Ο Φιλίπ Κεν –περί αυτού πρόκειται- με οδηγεί σε έναν πάγκο μπροστά στα καμαρίνια και ξεκινάμε μια συζήτηση που θα διακοπεί αρκετές φορές από θεατές που τον συγχαίρουν ενθουσιασμένοι –«νομίζαμε πως απευθυνόμαστε σε 100 άτομα κι απόψε ήρθαν 1200!», μου εξομολογείται. Η σχέση τους, άλλωστε, διαρκεί χρόνια τώρα: είναι σχεδόν μια εικοσαετία από τότε που ανακαλύπταμε ένα νέο δημιουργό με σαρδόνιο χιούμορ σε μια μεταμεσονύκτια παράσταση του Φεστιβάλ. Θυμάμαι ακόμα το χαμόγελο με το οποίο βγαίναμε, χαράματα σχεδόν, από την κλειστή κατάμεστη αίθουσα. Έκτοτε ο Κεν πέρασε από διευθυντικές θέσεις σημαντικών θεσμών, εξέλιξε τη θεματική του, αλλά διατήρησε σχεδόν ακέραιη την ομάδα του Vivarium Studio και την ιδιαίτερη, πλάγια ματιά του στον κόσμο. Μιλά με ενθουσιασμό για το ελληνικό κοινό και την επικείμενη έλευσή του στο Ηρώδειο, και αποδεικνύεται συναρπαστικός συνομιλητής.
Υπάρχει σχεδόν πάντα αυτή η ομάδα που ταξιδεύει, λίγο περιπλανώμενη, λίγο μπεκετική… Παλιά σκεπτόμουν πως είναι ίσως κάποιοι που ξέμειναν από το Μάη του ’68. Τι είναι, λοιπόν, τελικώς αυτή η συμμορία;
Είναι όμορφο αυτό που λέτε! Σκάφτομαι πως θα μπορούσαν να είναι μπεκετικοί που ξέμειναν από το Μάη του ’68! Γιατί όχι; (Γέλια) Κι είναι ενδιαφέρον, γιατί πράγματι πάντοτε προσπαθούσα να τοποθετήσω τη δουλειά μου μέσα σε αυτή την αισθητική ακριβώς, της δεκαετίας του 70 περίπου. Για πολλούς λόγους. Πιστεύω πως ο τρόπος με τον οποίο αυτός ο πίνακας του Ιερώνυμου Μπος αναφερόταν συχνά το ΄68, και στη συνέχεια, ξεκινώντας από το 1970-75 ορισμένες επαναστάσεις και μεγάλες ουτοπίες άρχισαν να διασκορπίζονται μέσα στα πολιτικά ερωτήματα που οδήγησαν στα χρόνια του ΄80, αυτός ο πίνακας εξακολουθούσε να αποτελεί συχνά σημείο αναφοράς στις πιθανές προσεγγίσεις ανάμεσα στις διάφορες κοινότητες και συσπειρώσεις. Ένιωσα την επιθυμία να τον τοποθετήσω μέσα σε αυτό το χώρο. Φυσικά, ήταν και το ζήτημα του είδους που αγαπώ πολύ, παρόλο που οι χαρακτήρες των έργων μου βρίσκονται σε μια λίγο διαφορετική εποχή. Σκηνοθέτησα πριν από περίπου 15 χρόνια τη «Μελαγχολία των Δράκων», με εκείνο το hard rock συγκρότημα που έμοιαζε να βρίσκεται κάπου στη δεκαετία του 80, στη μέση εκείνης της χιονισμένης έκτασης και της διάστασης του τι σημαίνει να είσαι σε ένα συγκρότημα, του πώς να οδηγήσω κάπου τους ηθοποιούς μου σαν να είναι ταξιδιώτες. Αναφερθήκατε στον Μπέκετ, κι αυτό μου έδωσε μεγάλη χαρά. Πρόκειται για ερωτήματα θεμελιώδη στα κείμενα του Μπέκετ. Θαυμάζω απόλυτα τη σχέση με τη γη, με τις πέτρες, με τα βράχια, που φτάνει σχεδόν ως τον εγκλεισμό του σώματος σε αυτά. Υπάρχει επίσης κάτι εδώ στο Carierre de Boulbon, μια σύνδεση, θα έλεγε κανείς, με τον «Ερημωτή» του Μπέκετ, ένα απίστευτο κείμενο που έχει αναφορές στην «Κόλαση» του Δάντη. Και πολύ συχνά, έχω την ανάγκη να εξιστορήσω τη σχέση των χαρακτήρων μου με μια εποχή, κι αυτό μου φαίνεται σωστό αναφορικά με τον τρόπο που οικειοποιούμαστε τον Κήπο των Απολαύσεων μέσα σε αυτό το τροχόσπιτο που ταξιδεύει από την Boulbon στην Αθήνα, στο Ηρώδειο. Αυτό το όχημα θα μεταφέρει τη μικρή μου ομάδα σε φάση ομαδικής ψυχοθεραπείας, ας πούμε, που ταυτόχρονα προσεγγίζει ερωτήματα πάνω στην Τέχνη και την ποίηση. Επειδή γνωρίζετε καλά τη δουλειά μου, σας θυμίζω πως εδώ και 20 χρόνια σκηνοθετώ συχνά ομάδες που προσπαθούν μέσα από την ποίηση, την Τέχνη και μια συγκεκριμένη σχέση με τον κόσμο, μια συγκεκριμένη τρυφερότητα, να πάρουν το χρόνο να νιώσουν πώς τους διαπερνά μια εποχή. Αλλά κυρίως έχουν μια αυτονομία, ανοίγουν οι ίδιοι το δικό τους δρόμο, αλλά και εφευρίσκουν τρόπους για να είναι μαζί. Ίσως αυτή τη φορά να το κάνουν με πολλά αποσπάσματα ποίησης, αλλά και με κείμενα που προέρχονται από τον Ζωρζ Περέκ μέχρι τον Σαίξπηρ –κι επίσης από μια σύγχρονη γαλλίδα συγγραφέα, τη Λώρα Βάσκεζ, που μου έγραψε πολλά κείμενα, κι ειδικά αυτά που απαγγέλει ο Gaëtan Vourc’H για τα μαλάκια, για αυτό το ερώτημα πάνω στο σώμα, τους ύπερους των λουλουδιών, το βράχο, τους ανθρώπους-λουλούδια, αυτό το ερώτημα πάνω στο ανθρώπινο και το μη ανθρώπινο, το οποίο με ενδιαφέρει πολύ.
Μου ήρθε στο μυαλό και το κείμενο του Λάκυ από το «Περιμένοντας τον Γκοντό», το οποίο ξεκινάει δίνοντας την εντύπωση του επιστημονικού, όμως στην πορεία χάνει κάθε ειρμό.
Ναι, κι αυτό είναι αλήθεια. Το βλέπω ξεκάθαρα. Κι επίσης οι χαρακτήρες του, όπως σας είπα, που συχνά έχουν σχέση με τα υλικά. Στον Μπέκετ έχουμε ανάγκη να θαφτούμε μέσα στη γη, να αγγίξουμε ένα βότσαλο, όπως στο «Ο Μαλόν πεθαίνει» η στο «Ω! Οι ευτυχισμένες μέρες!» με αυτή τη γυναίκα-πέτρα, τη γυναίκα-έδαφος. Υπάρχει επίσης μια σχέση με τους κλόουν η οποία με ενδιαφέρει. Είναι αρκετές από τις παραστάσεις μου όπου πιστεύω πως ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η κοινωνία σε ότι αφορά το ζήτημα της οικολογίας, με οδηγεί εδώ και δέκα χρόνια να δίνω αυτή την διάσταση του κλόουν σε κάποιους χαρακτήρες. Με ενδιαφέρει περισσότερο η φιγούρα του λευκού κλόουν παρά του Αύγουστου, του κόκκινου κλόουν. Όμως όλα αυτά είναι ερωτήματα που έχω στο μυαλό μου. Σίγουρα με ενδιαφέρουν τα πλάσματα που είναι λίγο μετατοπισμένα. Κι αυτή, βέβαια, είναι μια διάσταση που προφανώς υπάρχει και στον Μπέκετ. Ξέρετε, είναι παράξενο που μου μιλήσατε γι αυτόν. Η διπλωματική μου εργασία στη σχολή ήταν πάνω στο Μπέκετ, και η πρώτη μου δουλειά ήταν μια διασκευή του «Ερημωτή»! Με γοήτευε η εικόνα του κυλίνδρου και αυτοί οι κάτοικοι που ζουν μέσα σε τρύπες και ανεβαίνουν σκάλες… Είναι ένα κείμενο του Μπέκετ πολύ σύντομο, ιδιοφυές, που εγκαθιστά τη ζωή μέσα σε ένα χώρο και την παρατηρεί ως εντομολόγος. Είχε παρουσιαστεί λίγο αφού το έγραψε ο Μπέκετ με τον David Warrilow, ένα σπουδαίο άγγλο ηθοποιό. Αλλά πιστεύω πολύ και στις διαστάσεις του θλιμμένου κλόουν, ειδικά με τον τρόπο που εξελίσσεται ο κόσμος, ο πλανήτης Γη, που εξακολουθεί να προχωρά με ταχύτητα, με μια διαρκή επιτάχυνση, με τα προβλήματα των φυσικών πόρων, και στο έδαφος και στον αέρα και παντού. Το να ξαναβρίσκομαι λοιπόν σε αυτό το λατομείο, αλλά και σύντομα στην Ελλάδα, για να ανεβάσω αυτή την παράσταση, είναι αληθινά συγκινητικό.
Ακόμα θυμάμαι μια φράση από παράστασή σας: τώρα να σώσουμε όλα τα φυτά κι όλα τα ζώα.
Ναι, πράγματι! Ήταν στο «Swamp Club»πριν δέκα χρόνια ! Ακριβώς! Έτσι τελείωνε η παράσταση, που αφορούσε τη ζωή σε ένα Κέντρο Τεχνών μέσα σε ένα βάλτο. Το σημαντικό ήταν να προστατευτεί το ανθρώπινο είδος μέσα σε σπηλιές, αλλά και το να μεταφερθούν εκεί τα διάφορα είδη. Άλλωστε, πιστεύω πως αυτός ο πίνακας του Ιερώνυμου Μπος από το 1500 περιέχει πολλές προειδοποιήσεις για τον κόσμο του σήμερα. Όπως και να ‘χει, είναι εκπληκτικό το πώς η ιστορία των ανθρώπων δεν έχει προοδεύσει, ούτε ως προς την αντιμετώπιση μιας απειλής, ούτε και στο πώς να προστατευτούν τα όντα και τα πράγματα. Σε αυτόν τον πίνακα του Μπος ξαναβρίσκουμε τα απίστευτα σχεδόν θέματα της προστασίας των ειδών, αυτά τα σώματα που αναπνέουν μέσα από σωληνάκια, αυτό το ζήτημα μιας σιωπηλής απειλής.
Βρίσκω πως σε αυτό τον πίνακα, που δεν είναι καθόλου αποκλειστικά φτιαγμένος από ηδονές, υπάρχει κάτι πολύ πιο παράξενο: είναι σαν ένας πληθυσμός που είναι έτοιμος να μετοικήσει σε έναν άλλο πλανήτη. Αλλά υπάρχει μια πολύ παράξενη διάσταση, και γι αυτό θέλησα να προσεγγίσω τον πίνακα του Ιερώνυμου Μπος μέσω μιας παράκαμψης. Νιώθω όμως επίσης πολύ κοντά σε μένα αυτό τον τρόπο να αφηγηθεί κανείς τον κόσμο μέσα από ταμπλώ βιβάν, και θέλησα με αυτή την παράσταση να δανειστώ με μεγάλη ταπεινότητα ορισμένα στοιχεία όπως τα κοχύλια, τα οστρακοειδή, αυτά τα μύδια, και να κάνω με αυτά ένα θέατρο λιγάκι μεσαιωνικό!
Στο ένα μέρος του τρίπτυχου κυριαρχεί ως μορφή ένας άνθρωπος-αυγό.
Πράγματι. Υπάρχουν περισσότερα τέτοια στοιχεία. Υπάρχει ένας άνθρωπος-αυγό, υπάρχουν όστρακα, υπάρχει και μια ομάδα που προσπαθεί να ξαναμπεί μέσα σε ένα αυγό, διεκδικώντας το δικαίωμα σε μια αναγέννηση. Το αυγό χρησιμοποιείται με τρόπο εξαιρετικά συμβολικό σε διάφορα σημεία του πίνακα. Βρίσκεται επίσης στο δεξί μέρος του τρίπτυχου, στην Κόλαση, και είναι πιθανό ο Ιερώνυμος Μπος να έχει κάνει την αυτοπροσωπογραφία του με αυτό το σώμα σε μορφή αυγού, μέσα στο οποίο οι άνθρωποι εγκαθιστούν ένα μπαρ, κάτι σαν καφετέρια! Υπάρχουν επίσης αυγά από τρίτωνες, από σαλαμάνδρες, από άλλα ζώα. Το αυγό με συνοδεύει καιρό, γιατί προέρχεται κι από την παράσταση «Farm fatale», που παρουσίασα και στο Φεστιβάλ Αθηνών, όπου προστατεύαμε τα αυγά. Ήταν για μένα σαν μια συνέχεια. Σε αυτό το απόσπασμα που με ενδιέφερε πολύ, υπάρχει ένας ανθρώπινος πληθυσμός που επιστρέφει μέσα σε ένα αυγό, σαν να διεκδικεί το δικαίωμα να ξαναρχίσει. Τα αυγό θα ήταν ένα είδος σπηλαίου, μέσα στο οποίο θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε τη δυνατότητα να ζήσουμε εκ νέου, να αλλάξουμε ύπαρξη. Βέβαια είναι επίσης κι ένα σύμβολο και μια εικόνα που χρησιμοποιήθηκε πολύ από τους σουρεαλιστές. Ο Μαξ Ερνστ κι ο Νταλί έχουν αναφερθεί σε αυτό τον πίνακα. Κι ο Νταλί είχε κατασκευάσει ακόμα και το σπίτι του στο Καδακές εμπνεόμενος από το συμβολικό στοιχείο του αυγού.
Σαφέστατα υπάρχει συνέχεια ανάμεσα στις δημιουργίες σας. Άλλωστε, στην πρώτη σας περίοδο κάθε παράσταση ξεκινούσε από το σημείο που είχε τελειώσει η προηγούμενη. Υπάρχει ένα νήμα που τις συνδέει.
Υπάρχουν πολλά επαναλαμβανόμενα στοιχεία. Και πολλές αναφορές. Ακόμα και o Gaëtan Vourc’H που συνοδεύει τους άλλους στο λεωφορείο, και που είναι ο ηθοποιός-φετίχ μου –έχει παίξει σε όλες μου τις παραστάσεις. Είναι εκεί, μέσα σε αυτό το λεωφορείο, για να τους πει: «Ακολουθήστε με, μη διστάζετε, ελάτε, κάντε μου παρέα». Υπάρχουν επίσης αναφορές σε σχέση με τις εικόνες για τις οποίες μιλήσατε πριν, από το «Swamp Club», σχετικά με την προστασία των ειδών. Κι επίσης υπάρχει προφανώς το ζήτημα της θεαματικής θεώρησης των παραστάσεων που αναφέρατε όπως σε ένα λούνα παρκ. Ο τρόπος που χρησιμοποιήσαμε την ποίηση για να φέρουμε κοντά τους ανθρώπους σε αυτή την έρημο, να δημιουργήσουν αυτό το οβάλ τραπέζι απαγγελιών. Είμαι πολύ ευτυχής, γιατί αυτή την κατάσταση την εμπνεύστηκα από το δικό σας θέατρο στην Αθήνα όπου θα παίξουμε, το Ηρώδειο. Αυτό ήταν το ξεκίνημα για τη δική μας αρχιτεκτονική. Έτσι φαντάστηκα αυτή τη σκηνή. Το στρογγυλό τραπέζι, τελικά, ή μάλλον το οβάλ τραπέζι, όπως και η σκηνογραφία στην Αθήνα, έχουν επίσης πολύ ενδιαφέρον. Ήταν ένα θέμα το πώς να παρκάρουμε το λεωφορείο και να βάλουμε τους ηθοποιούς μπροστά του να μιλούν σε αυτό τον ημικυκλικό σχηματισμό.
Αυτή την περίοδο είστε καλλιτεχνικός διευθυντής της Ménagerie de verre, όμως υπήρξατε για καιρό καλλιτεχνικός διευθυντής ενός μεγαλύτερου θεσμού.
Ναι, ένα αρκετά μεγάλο θέατρο, της Ναντέρ.
Πώς συνδυάζει κανείς το να είναι διευθυντής χωρίς να πάψει να είναι καλλιτέχνης;
Καλή ερώτηση! Όμως απήλαυσα τρομερά τη διεύθυνση ενός θεάτρου, και ειδικά της Ναντέρ, που είναι ένας σπουδαίος χώρος των παρισινών προαστίων, με εξαιρετικά έντονη, γεμάτη σαιζόν, και με ένα μεγάλο εργαστήριο σκηνικών, με μεγάλες σκηνές…
Είναι κι ένας χώρος αληθινά ιστορικός.
Εξαιρετικά ιστορικός. Πραγματικά το λάτρεψα να ασχολούμαι με την καλλιτεχνική του διεύθυνση, και μετά να επιστρέφω στην ομάδα μου. Και τώρα, διευθύνω αυτό τον πιο πειραματικό χώρο που ονομάζεται Ménagerie de Verre, που είναι σε μεγάλο βαθμό αφιερωμένος στη χορογραφία, στους νέους καλλιτέχνες, στους ποιητές… Μου αρέσουν και οι δύο αυτές πλευρές, ο συνδυασμός με κάνει να βλέπω και τις δύο πλευρές και στη δική μου δουλειά. Μου αρέσει να διευθύνω χώρους όπου υπάρχει κι ένα είδος διαρκούς εκπαίδευσης: είμαι διαρκώς σε επαφή με καλλιτέχνες, με συναδέλφους. Λατρεύω αυτά τα ερεθίσματα στη δουλειά. Στο θέατρο, έχουμε ένα σύστημα πολύ διαφορετικό από των γερμανών, που έχουν εν γένει μεγάλα κρατικά θέατρα. Η Ménagerie de Verre είναι το μέρος όπου ανέβασα τις πρώτες μου παραστάσεις στο Παρίσι. Είναι πολύ μικρή, δεν έχει καμία σχέση με τη Ναντέρ! Αυτό το θέατρο μοιάζει με πάρκινγκ, χωράει 100 άτομα. Νιώθω πολύ συνδεδεμένος μαζί του: ταυτόχρονα, είναι το μέρος όπου παρουσίασα τα πρώτα μου έργα, κι όπου τώρα φροντίζω άλλους, νεώτερους καλλιτέχνες. Αρχίζω να κατανοώ πώς οι νέοι κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση και πώς μπορώ να τους συνοδεύσω στη δουλειά τους. Όμως είναι ένας μικρός χώρος εργαστηρίου. Είμαι επίσης πανευτυχής που παρουσιάζω τις παραστάσεις μου σε ολόκληρο τον κόσμο, πράγμα που σπάνια το ζει κανείς, Στάθηκα τρελά τυχερός που μου συνέβη αυτό. Θα γιορτάσουμε τα 20 χρόνια του Vivarium Studio. Δεν θα μπορούσα καν να φανταστώ μια τέτοια περιπέτεια σε όλο τον πλανήτη όταν ξεκινούσαμε, με τους εξαιρετικά εύθραυστους μύθους μας, τους κάποιες φορές απλοϊκούς. Είχα τη μεγάλη τύχη να γνωρίσω διαφορετικές χώρες με αυτά τα έργα. Και τώρα «Ο κήπος των ηδονών» θα ταξιδέψει στην Ελλάδα και την Ισπανία. Ομολογώ πως αυτό το επάγγελμα είναι απίστευτο. Όταν τελείωσα τη Σχολή Καλών Τεχνών, ήθελα να γίνω εικαστικός ή να κάνω ταινίες κινουμένων σχεδίων με μια κάμερα των 16 mm. Και μετά είπα: Μα όχι, το θέατρο είναι απίστευτο γιατί είναι η μοναδική Τέχνη του μοιράσματος. Κοιτάξτε τώρα, όση ώρα μιλάμε: οι άνθρωποι περπατούν βγαίνοντας από μια παράσταση και σταματούν να μας μιλήσουν. Πολύ σπάνια σε μια Τέχνη η σχέση με το κοινό, με τους θεατές, είναι τόσο έντονη και τρέφεται από τόσο ζωντανό διάλογο Στο σινεμά, βγαίνετε από την αίθουσα και τέλος. Τις εκθέσεις συχνά τις επισκεπτόμαστε μόνοι. Κι εδώ στην Αβινιόν, όπως και σε λίγο στην Αθήνα, ξαναβρίσκομαι με το κοινό, με τόσους ανθρώπους… Είναι υπέροχο!
Τα τελευταία χρόνια δουλεύετε και στην όπερα. Είναι ένας άλλος κόσμος.
Μου αρέσει πολύ. Λίγες όπερες έχω δεχτεί να σκηνοθετήσω. Έκανα στο Βερολίνο μια το «Usher», μια ημιτελή όπερα του Ντεμπυσσύ πάνω στο διήγημα του Έντγκαρ Άλλαν Πόε. Και σκηνοθέτησα επίσης «Το τραγούδι της γης» του Γκούσταβ Μάλερ, ένα έργο εξαιρετικής ευαισθησίας. Εννοείται πως με ενδιαφέρει να σκηνοθετώ κάποιες φορές στην όπερα.
Ποια είναι η βασική διαφορά της δουλειάς στην όπερα;
Η διαφορά βρίσκεται στη σχέση με το χρόνο. Κι επίσης, έχεις να κάνεις με έργα γραμμένα. Δούλεψα πάνω σε αυτά τα δύο υπέροχα έργα. Αλλά σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει με τοποθέτηση στο χώρο. Εμένα μου αρέσει να δουλεύω και σε έργα που τα δημιουργούμε εμείς. Στην όπερα, προς το παρόν, δουλεύω πάνω σε υπέροχα έργα του ρεπερτορίου. Θα ήθελα να μπορέσω να τα συνδυάσω και τα δύο. Είχα τη μεγάλη χαρά να δουλέψω στη Γερμανία με τους ηθοποιούς της ομάδας μου. Φαντάζομαι πως ίσως θα τα συνεχίσω και τα δύο: να δημιουργώ παραστάσεις με την ομάδα, να μπορώ να σκηνοθετώ όπερα κάποιες φορές, αλλά και να δείχνω δουλειά σε εκθέσεις και να δουλεύω με ηθοποιούς από άλλες χώρες. Μου αρέσει πολύ αυτή η ιδέα. Δημιούργησα ένα έργο με παιδιά στο Βέλγιο. Δούλεψα πολύ στο Μόναχο. Του χρόνου θα δουλέψω στη Βασιλεία με τους μόνιμους ηθοποιούς του Θεάτρου της Βασιλείας. Η ζωή μου λοιπόν είναι έντονη. Και τώρα έγραψα για αυτό εδώ το λατομείο, και θα έρθω σε αυτό το απίστευτο ελληνορωμαϊκό θέατρό σας στην Αθήνα. Ανυπομονώ πραγματικά!
Έχετε μπει στον πειρασμό να ανεβάσετε ένα έργο ήδη γραμμένο, του ρεπερτορίου;
Ναι, ναι, έχω την εντύπωση πως ίσως έρχεται αυτή η στιγμή. Επανέρχομαι στον Μπέκετ. Ίσως μια μέρα καταλήξω να ανεβάσω ένα έργο του Μπέκετ. Θα είχε ενδιαφέρον, νομίζω.
Και για μας επίσης. Έχετε αποφασίσει ποιο;
Όχι. Θα σας συμβουλευτώ πριν αποφασίσω!
(Γέλια) Σας ευχαριστώ πολύ!
Εγώ σας ευχαριστώ που τα θέσατε όλα αυτά, σας ευχαριστώ για το βλέμμα σας. Είναι υπέροχο που θα παίξουμε για σας. Ελπίζω να προσαρμοστούμε σε αυτό τον υπέροχο χώρο.