Οι μύες του προσώπου πιάστηκαν από το χαμόγελο. Γυρίσαμε στα σπίτια μας χωρίς φωνή. Φαίνεται πως, μέσα από την καλοκαιρινή συναυλιακή της διαδρομή, επαλήθευσε κυριολεκτικά το όνομά της αυτή η τελευταία δισκογραφική δουλειά των δύο πολυαγαπημένων τραγουδοποιών. «Με στόμα που γελά» λύσαμε τους κάβους, σάλπαραν οι ψυχές – αυτή η ειλικρινέστερη αποτίμηση της βραδιάς.

Ημέρα Τετάρτη, 12 Σεπτεμβρίου 2018. Στις 21.05 τα φώτα άναψαν, η Τεχνόπολη είχε γεμίσει σχεδόν ασφυκτικά από ανθρώπους όλων μα όλων των ηλικιών. Εντάξει, για να είμαι ακριβής, δεν είδα κόσμο άνω των 70. Είδα, όμως, νέους γονείς με πλασματάκια που μόλις στέκονταν στα πόδια τους, είδα 50άρηδες με γιους και κόρες στην εφηβεία, είδα εκατοντάδες φοιτητές με μπύρες ανά χείρας, είδα 60άρηδες να κρατιούνται αλά μπρατσέτα, είδα αγόρια και κορίτσια, νέους άνδρες και γυναίκες να μιλούν με ζωντάνια, να μοιράζονται τσίπουρα και τσιγάρα. Είδα σπίθα και την ένιωσα κιόλας. Σπίθες απ’ άκρη σ’ άκρη του συναυλιακού χώρου.

 

Στις 21.06 ακριβώς, πεταχτήκαμε «σα ζαρκάδια ξαφνιασμένα αναζητώντας το μπράτσο της πλάσης». Οι μουσικοί – πλήρωμα φευγάτο – πήραν τις θέσεις τους επί σκηνής κι ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, μας καλωσόρισε ως άλλος πρώτος καπετάνιος στον απόπλου αυτόν, με τον Τειρεσία που αγαπήσαμε 16 χρόνια πίσω. «Συνεπιβάτες είμαστε όλοι σε ένα μεγάλο καράβι», είπε. Με κορμιά που όλο ζητούν και νου που δεν ισιώνει, περισσότεροι από έξι χιλιάδες άνθρωποι «ανάγκασαν» την παραγωγή να προσθέσει και τρίτη στη σειρά συναυλία στην Τεχνόπολη, μιας και προηγήθηκαν δύο sold out. Στο κάλεσμα του πρώτου, με την ίδια διάθεση για μακρύ ταξίδι σε θάλασσες και στεριές, ανέβηκε κι ο δεύτερος καπετάνιος Σωκράτης Μάλαμας. Αυτό θα πει Τράτα ολόχρυση στο σκότος πλέει αβύθιστη, σκέφτηκα όταν τους είδα πλάι πλάι στα μικρόφωνα. Φάνηκαν, εξ αρχής, κι οι δύο πολύ ευδιάθετοι, τα πειράγματα μεταξύ τους έδιναν κι έπαιρναν. Η περιοδεία τους, με δεδομένο τις χιλιάδες των θεατών που έκοψαν εισιτήριο ανά την Ελλάδα, μάλλον, είναι η πιο επιτυχημένη του καλοκαιριού που σιγά-σιγά μας αφήνει.

Αξίζει κανείς να βρίσκεται σε τέτοιες γιορτές, αυτό κουβεντιάζαμε φεύγοντας, ύστερα από 4 (παρά ένα τέταρτο) ώρες ορθοστασίας και χορού! Πολλά τα τραγούδια, παλιότερα και νέα, στη σκηνή εμφανίζονταν πότε μαζί, πότε εναλλάξ. Την ίδρωσαν τη φανέλα μουσικοί και τραγουδιστές. Τους αισθάνθηκα συνέχεια παρόντες, σε ζηλευτή επικοινωνία με τον κόσμο. «Αφήστε αυτά τα σπαρματσέτα που ανάβετε – που δεν ξέρω και πώς τα λένε – είναι μεν ωραία εφέ, αλλά είναι κι επικίνδυνα. Εγώ θέλω τη φλόγα της ψυχής σας», σχολίασε ο Θανάσης με χαμόγελο, λίγο πριν τα επόμενα καπνογόνα πορφυροβάψουν την ατμόσφαιρα για να φτάσουν στην Ανδρομέδα του. «Έχω την ανάγκη να το πούμε όλοι μαζί αυτό το κομμάτι, και γι’ αυτούς που δεν έχουν γεννηθεί ακόμη», εξομολογήθηκε. Πλούσιες οι εικόνες και τα ακούσματα, η τρομερή ενέργεια που αποθηκεύσαμε, ως την επόμενη φορά, όλοι εμείς καμαρωτά «πουλάκια»: είδα κεφάλια να ποθούν τον ουρανό να αγγίξουν, μέτρησα δεκάδες φιλιά ξεγυρισμένα, που έπεφταν σκέτη λάβα. Άκουσα Ξωτικά να θέλουν να ξορκίσουν τον πόνο και τη μοναξιά. Περπάτησα ανάμεσα σε Ευτυχείς, λυπημένους και πότες, τους είδα να ανταλλάσσουν συνωμοτικές ματιές. Ο Σωκράτης έδωσε πρόσταγμα: η μέθη το ένα μας κουπί κι ο έρωτας το άλλο. Ολόγυρα με κύκλωσε μια πίστη ότι, κι αν όλα στραβά γινήκανε, όλα είναι κι ωραία, φτάνει παρτάλια να παραμένουν οι σκέψεις μας πειρατική σημαία. Από της Γης το πυρωμένο κέντρο, η χάρη μας σαν αγριόχορτο έφτασε μέχρι Αμερική. Ξανάκουσα την ιστορία του San Michele και σα να διέκρινα κάπου μιαν οργή, να αναζητά το πτυελοδοχείο του Μπακούνιν το χυτό να φτύσει για τις νέες εποχές. Σιώπησα, προβληματίστηκα, αναθάρρησα. Ακούμπησα στην πλώρη με τον Διάφανο. Αναθεμάτισα για τον Κήπο της Εδέμ που δε μας φτάνει. Αφέθηκα στο παιχνίδι που στήνουν οι νότες του Σιμούν. Έψαξα Κάτω απ’ το μαξιλάρι για τις ψυχές που μ’ αγαπούν, μαζί με άλλους ψιθύρισα «ήλιε μου τώρα βγες»! Το πρόσωπό μου φώτισε μια Ηλιόπετρα, που γενναιόδωρα μας χάρισε ο Θανάσης, δια στόματος Σωκράτη. Στάλαξαν φως στα σπλάχνα μας τα σώματα, αυτά που έσμιξαν μπροστά μας, μα κι άλλα τόσα που θέλησαν νοητά να σμίξουν. Χάρηκα κάτι αγόρια που αφιέρωσαν στα κορίτσια τους τη Νεράιδα, τα κορίτσια ανταπέδωσαν με το Γράμμα. Κοιτάζονταν βαθιά. «Χωρίς αυτή τη σκοτεινιά, τα χρόνια μένουν άδεια» και κάποιοι σφιχταγκαλιάστηκαν. «Απίστευτος ο κόσμος κι ο χαρακτήρας μας» από την Πριγκιπέσσα, το χόρεψαν ζειμπέκικο οι παρέες. Ένιωσα μέσω ηλεκτρικής κιθάρας το φύσημα ενός δυνατού αέρα Πεχλιβάνη. «Όταν χαράζει» κι ονειρευτήκαμε έναν τόπο χωρίς σφιγμένα χείλη. «Άιντε και θα χτίσω μια Καλύβα» τραγούδησαν όλοι μαζί, οι νεότεροι με μεγαλύτερο ενθουσιασμό, άνοιξαν μπουκάλια, πέταξαν νερό στους μπροστινότερους που κρατούσαν ήδη ομπρέλες (!), φώναξαν τη λατρεία τους στους καλλιτέχνες. Το Aερικό του Φώτη Σιώτα προκάλεσε ανατριχίλες. Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, εξύμνησαν δυνατά το πάθος για τη λεφτεριά. Τα Έρημα Kορμιά της Ιουλίας Καραπατάκη (μόνο έρημα δεν πρέπει να αισθάνονται, όταν ερμηνεύονται με αυτόν τον τρόπο) και το Μιλώ για Σένα δυναμίτισαν και ξεσήκωσαν σε χορό. Χιλιάδες τα χέρια που σηκώθηκαν ταυτόχρονα στον αέρα, σαν να τινάχτηκαν από μεγάλη τάση ηλεκτρικού. Πόση γλύκα επί σκηνής, τι δοτικότητα η Ιουλία! Δυνατή στιγμή κι η ιστορία της Ουράς του Αλόγου ερμηνευμένη από τον Αλέξανδρο Κτιστάκη. Με την Κοιλάδα των Τεμπών μάς καληνύχτισαν, «Αθάνατοι» είπε ο Θανάσης, «Την αγάπη μας, την καρδιά μας» έδωσε με ένα φιλί, στα πουλάκια του, ο Σωκράτης.

Ξεχωριστή μνεία οφείλω στην άρτια ορχήστρα, αλλά και στην ευρύτερη ομάδα που φρόντισε γι’ αυτές τις συναυλίες: Γιάννης Αντωνιάδης στο κλαρίνο, Αποστόλης Γιάγκος στα πλήκτρα, Δημήτρης Λάππας σε κιθάρες, τζουρά, μπουζούκι, Νίκος Μαγνήσαλης στα τύμπανα, Κώστας Παντέλης στην ηλεκτρική κιθάρα, Γιάννης Παπατριανταφύλλου στο μπάσο, Φώτης Σιώτας σε βιολί, βιόλα, Κυριάκος Ταπάκης σε λαούτο, μπουζούκι, Τίτος Καργιωτάκης και Μάκης Πελοπίδας στην ηχοληψία, Χρήστος Λαζαρίδης στα φώτα, Γιάννης Μάλαμας υπεύθυνος σκηνής (και τύμπανα για τον Αλέξανδρο Κτιστάκη), Δημήτρης Κατέβας κι Αλέξανδρος Κτιστάκης υπεύθυνοι τεχνικοί σκηνής.

 

Το απελευθερώνει η μουσική το πάθος. Δε φτάνουν δυο μέτρα βάθος να το φυλακίσουν. Ευτυχώς, υπάρχει! Ατόφιο κι ορμητικό. Δύο μεγάλοι (καθόλου τυχαίο) τραγουδοποιοί, παρέα με εξαίρετους μουσικούς, το απέδειξαν (πάλι) στη συναυλία τους περίτρανα