To κείμενο που ακολουθεί είναι μικρό τμήμα της ομιλίας μου για τον Κωστή Παπαγιώργη στην εκδήλωση που οργάνωσε ο εκδοτικός οίκος «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», στο Polis Art Café, στη Στοά του Βιβλίου, στις 20 Μαρτίου 2018, με αφορμή κυρίως τη συμπλήρωση τεσσάρων χρόνων από τον θάνατό του και, δευτερευόντως, την επανέκδοση του αφιερώματος του περιοδικού Νέα Εστία στον Κωστή Παπαγιώργη, τον Μάρτιο του 2017.
1. Αυτό που με ενδιαφέρει πρωτίστως, ζωτικά, στη θεωρία και δη στη φιλοσοφία δεν είναι οι ιδέες αυτές καθαυτές, αλλά οι ιδιαίτεροι τρόποι και οι επίμοχθες προσπάθειες ενσάρκωσής τους στη ζωή συγκεκριμένων ανθρώπων. Αυτό που με τρελαίνει κυρίως είναι η πνευματική και, γενικότερα, υπαρξιακή πορεία των ανθρώπων, όχι, φυσικά, όσων «αφήνονται να ζουν», όπως λέει ο Μπερξόν,[1] πόσω μάλλον όσων επαίρονται για τη χαλαρότητα που υφίστανται –είναι άλλο πράγμα αν πρόκειται για καλά σταθμισμένη επιλογή ζωής, με επίγνωση των αναπόδραστων συνεπειών μιας τέτοιας επιλογής και ανάληψη όλων των ευθυνών που συνεπάγεται–, αλλά όσων πασχίζουν, διστακτικά, βασανιστικά, ψηλαφώντας, να μετατρέψουν τη ζωή σε βίο, να κάνουν τη ζωή τους κάτι σαν έργο τέχνης, χωρίς όμως προκαθορισμένο σκοπό[2] (ο σκοπός διαμορφώνεται και αναδιαμορφώνεται στην εξέλιξη των πραγμάτων): ο καθένας με τον δικό του τρόπο, διαρκώς δοκιμάζοντας και διαρκώς σπάζοντας τα μούτρα μας. Επομένως, ακόμη κι αν δεν είχα την τύχη να γνωρίσω τον Κωστή, δεν υπήρχε περίπτωση να μη μου κινούσε το ενδιαφέρον η για μεγάλες περιόδους μοναχική πορεία του (τι ωραία η λέξη «μοναξιασμένος» την οποία χρησιμοποιεί συχνά![3]), όσα μπόρεσε να κάνει στη ζωή του, αυτό που κατόρθωσε να κάνει τη ζωή του, με υπομονή και επιμονή και δη με στρατιωτικού τύπου πειθαρχία, τουλάχιστον όσον αφορά το γράψιμο – αλλά και την πεζοπορία για ιατρικούς λόγους, όπως πολύ εύστοχα το επισημαίνει η Ζυράννα Ζατέλη στον πρόλογό της στα Υπεραστικά.[4]
2. Οι δύο συναντήσεις μου με τον Κωστή Παπαγιώργη:
α) Η εμπειρική, η προσωπική γνωριμία: γνώρισα τον Κωστή το 1994 στο μπαρ «Ένοικος» στην Καλλιδρομίου, στα Εξάρχεια, του κοινού φίλου μας Βαγγέλη Ζαφειρόπουλου. Είχα επιστρέψει από το Παρίσι για να κάνω τη στρατιωτική θητεία μου και είχα ολιγοήμερη άδεια. Για πρώτη φορά είχα ακούσει να μιλάνε γι’ αυτόν στις αρχές της δεκαετίας του 1980, κατά τη διάρκεια των φοιτητικών μου χρόνων στην (ενιαία τότε) Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, στο πλαίσιο ενός άτυπου μεταπτυχιακού σεμιναρίου φιλοσοφίας, στην οδό Χάριτος –στο οποίο συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, ο μακαρίτης Θεόφιλος Βέικος και ο Παντελής Μπασάκος–, κυρίως ως διαπορθμευτή της γαλλικής φιλοσοφίας στην Ελλάδα, μέσω των μεταφράσεων μειζόνων έργων φιλοσόφων των νεοτέρων χρόνων και κυρίως σύγχρονών μας. Είχε φτάσει επίσης στ’ αφτιά μου, κάπως αόριστα όμως, η φήμη του ως ξεχωριστής, αξιοπρόσεκτης φυσιογνωμίας των γραμμάτων και «ωραίου τύπου», σίγουρα ενδιαφέροντος.
β) Η (εξίσου εμπειρική) «συνάντησή» μου με τον Κωστή μέσω της καταβύθισης στο (συντελεσμένο πλέον) έργο του, από το καλοκαίρι του 2016 ως τις αρχές του 2017, προϊόν της οποίας υπήρξε η μελέτη μου για το έργο του στο αφιέρωμα της Νέας Εστίας, τον Μάρτιο του 2017,[5] και εκ νέου την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2018.
Σύμφωνα με τον Σπινόζα (και όχι μόνο), οι δύο αυτές συναντήσεις δεν διαφέρουν ουσιαστικά –«αλληλοδιεισδύουν» εντός μου, όπως θα έλεγε ο Μπερξόν[6]–, δεδομένου ότι η ουσία ενός πράγματος, ενός υπαρκτού όντος, είναι η δύναμή του, τουτέστιν τα συγκεκριμένα αποτελέσματά του (βλ. την κεφαλαιώδους σημασίας πρόταση 36 του πρώτου μέρους της Ηθικής).[7] Η δύναμη του έργου του Κωστή –η οποία, φυσικά, απαιτεί και κατάλληλα προετοιμασμένους αποδέκτες, προπαντός υπαρξιακά διαθέσιμους–, είναι έκφραση της ουσίας του στη δυναμική εκδίπλωσή της.
Η σημασία του Κωστή στη ζωή μου: αόρατος αλλά παρών. Στη ζωή ορισμένων ανθρώπων το διάβασμα (και δη η μελέτη) και η γραφή (ως δοκιμή και ως δοκιμασία) έχουν γίνει, με την πάροδο του χρόνου, ζωτικής σημασίας δραστηριότητα –«πετριά», σύμφωνα με φράση του Παπαδιαμάντη την οποία αγαπά και ο Κωστής[8]– και λειτουργούν υπαρκτικά ως σωτηρία. Αξίζει να σημειωθεί εν προκειμένω ότι η νεότερη και σύγχρονη φιλοσοφία, αλλά και η λογοτεχνία, εκκοσμικεύουν συχνά θρησκευτικά θέματα και θεολογικές έννοιες, καθιστώντας εμμενές ό,τι είναι υπερβατικό σύμφωνα με τη θρησκεία και τη θεολογία∙ και ο Κωστής άλλωστε καταφεύγει σε αυτή την πρακτική, όταν χαρακτηρίζει λ.χ. τη γραφή και την αυτοβιογραφία ως ανάσταση ή αναγνωρίζει τον λυτρωτικό χαρακτήρα της,[9] όταν θεωρεί τον Παπαδιαμάντη συναξαριστή και αγιογράφο της μικρής κοινότητας[10] –για αγιογραφία κάνει λόγο και αναφορικά με την πεζογραφία του Γιώργου Ιωάννου[11]–, όταν υποστηρίζει ότι τα συχνά ταξίδια του Χρήστου Βακαλόπουλου στην Πάτμο είχαν μια χροιά προσκυνήματος[12] ή όταν χαρακτηρίζει το φροϋδικό ασυνείδητο «περίπου σαν απωθημένη Κόλαση».[13] Η ζωή λοιπόν όσων διαβάζουν και γράφουν μανιωδώς, ανοικτιρμόνως, χαρακτηρίζεται από μια σειρά σημαδιακών, ανεξίτηλων συναντήσεων, αναμετρήσεων και διαλογικών αντιπαραθέσεων με χορεία συγγραφέων και στοχαστών. Στην περίπτωση του Κωστή αυτοί υπήρξαν αναμφίλεκτα ο Ντοστογιέφσκι, ο Χάιντεγκερ, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Όμηρος, ο Βακαλόπουλος, ο Μπαλζάκ, ο Παπαδιαμάντης και ορισμένοι άλλοι∙ περιορίζομαι εδώ σε αυτούς για τους οποίους έγραψε βιβλία, έστω αν στην περίπτωση του συγγραφέα της Ανθρώπινης κωμωδίας πρόκειται για ανθολογία κειμένων του – πόσο χάρηκα όταν είδα πέρυσι τον Δεκέμβριο ότι επανεκδόθηκε![14]
Στη δική μου περίπτωση ο Κωστής συγκαταλέγεται –και μάλιστα ολοένα και περισσότερο προϊόντος του χρόνου–, μετά την παρισινή περίοδο, στην οποία επικρατεί χωρίς τον παραμικρό ανταγωνισμό ο Σπινόζα, και τη δωδεκαετία 2002-2014 στην οποία δεσπόζει ο Μπερξόν (σε συνδυασμό όμως με άλλους Γάλλους φιλοσόφους: Ερίκ Βέιλ, Σαρτρ, Μερλώ-Ποντύ, Ντελέζ κ.ά.), σε αυτούς που, αν δεν συνδιαμόρφωσαν τη σκέψη μου, συνδιαμόρφωσαν σίγουρα την ύπαρξή μου, γλύκαναν και εξακολουθούν να γλυκαίνουν τη ζωή μου.
Η τριβή μου με το έργο του χαρακτηρίζεται από συντελεστή τρυφερότητας και ζεστασιάς, ιδίως όσον αφορά τα βιβλία του: Σιαμαία και ετεροθαλή, Η κόκκινη αλεπού – Οι ξυλοδαρμοί, Ίμερος και κλινοπάλη, Γεια σου, Ασημάκη, Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ, Σύνδρομο αγοραφοβίας και τις συλλογές κειμένων του Κέντρο Δηλητηριάσεων και Υπεραστικά – χωρίς να λησμονώ την προαναφερθείσα έξοχη ανθολογία κειμένων του Μπαλζάκ.
3. Η σχολαστική διάθεση (disposition scolastique), την οποία ψέγει ο Μπουρντιέ στο πλαίσιο της «κριτικής του σχολαστικού λόγου»[15] (σε ένα αξιοθαύμαστο εγχείρημα φιλοσοφικής κριτικής στη φιλοσοφία, με όχημα την κοινωνιολογία) –διάθεση την οποία δεν μπορώ παρά να διαπιστώνω στην περίπτωσή μου, έστω ως κουσούρι (ο καθείς και το χούι του)– χαρακτήρισε σε μεγάλο βαθμό, όχι όμως αποκλειστικά (τουλάχιστον αυτό ελπίζω) τον τρόπο με τον οποίο προσέγγισα το έργο του Κωστή, την παλλόμενη ενσαρκωμένη σκέψη του, στους μήνες αυτούς που κατόρθωσα να ξεκλέψω από τη σωρεία των υποχρεώσεών μου. Πρόκειται για περίοδο χαράς, που μου δίνει δύναμη στις πιο δύσκολες περιστάσεις.
Η πρακτική έκφανση της σχολαστικής αυτής διάθεσης είναι η εξής: έχω ανοίξει, στον υπολογιστή μου, έναν φάκελο με τον τίτλο «Κωστής Παπαγιώργης», ο οποίος περιέχει πλέον άνω των πενήντα αρχείων (συμπεριλαμβανομένου αυτού του κειμένου)∙ τα τελευταία που δημιούργησα αφορούν τις αναλύσεις του Κωστή για τον αθλητισμό, με έμφαση, βεβαίως, στο ποδόσφαιρο, για τις γυναίκες (αρχείο χωριστό από αυτό για τον έρωτα), για την ελληνική λογοτεχνία, για την ξένη λογοτεχνία, για το ζήτημα των μεσιτεύσεων σε ρητή αντιδιαστολή προς το άμεσο,[16] για τη σιωπή, για την αυθεντικότητα, για το ανοιχτό και το κλειστό, για την παθητικότητα και την ενεργητικότητα και για το θάνατο. Οι εκτενείς, ταξινομημένες σε επιμέρους θέματα, σημειώσεις που περιλαμβάνονταν στο πρώτο αρχείο «Κωστής Παπαγιώργης» υπήρξε η μήτρα των βασικών απ’ όσα ακολούθησαν. Πέραν ενός γενικού αρχείου «Παπαγιώργης. Highlights», στο οποίο έχω καταχωρίσει χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τα κείμενά του, ο εν λόγω φάκελος περιέχει επτά (μέχρι τώρα) κεφαλαιώδους βαρύτητας αρχεία και σειρά δευτερευόντων (τουλάχιστον προσώρας). Τα θεμελιώδη –στο καθένα από τα οποία έχω φτάσει στις τριάντα ως εξήντα σελίδες σημειώσεις κατανεμημένες σε ενότητες, η καθεμία από τις οποίες υποδιαιρείται σε σειρά υποενοτήτων– είναι τα εξής:
– ΑΝΑΓΝΩΣΗ-ΓΡΑΦΗ∙ αντικείμενο μιας ενότητας του αρχείου αυτού είναι το ύφος, οι όροι δυνατότητας κατάκτησης ενός ύφους, όχι μόνο από λογοτέχνες, όπως ο Ντοστογιέφσκι, ο Φλωμπέρ, ο Παπαδιαμάντης, ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο Γιώργος Ιωάννου κ.ά., αλλά και από φιλοσόφους, όπως λ.χ. ο Νίτσε.
– ΧΡΟΝΟΣ-ΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ, με αποδελτίωση όχι μόνο όσων υποστηρίζει ο Κωστής για τον χρόνο, την αιωνιότητα, τη στιγμή, τον καιρό, δηλαδή την κατάλληλη ευκαιρία, το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον, αλλά, μεταξύ άλλων, και όσων γράφει για τις διάφορες ηλικίες του ανθρώπου, από τα νήπια ως τους υπέργηρους, με έμφαση στην εφηβεία, στη νεότητα και στη μέση ηλικία.
– ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ – ΑΝΘΡΩΠΟΓΝΩΣΙΑ.
– ΣΧΕΣΗ ΠΡΟΣ ΕΑΥΤΟΝ και, αλληλένδετα, ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ.
– ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ ΚΑΙ ΓΑΛΛΙΑ. Ένιωσα ότι μου ήταν αδύνατο να μη δημιουργήσω ένα τέτοιο αρχείο, όταν, γνωρίζοντας ότι ο Κωστής έζησε τουλάχιστον μια οκταετία στο Παρίσι (1968-1976), με ρητή φιλοδοξία «να διαβάσει μέχρι τελικής πτώσεως» και δη φιλοσοφία[17] και ότι έχει μεταφράσει στα ελληνικά τουλάχιστον σαράντα έργα Γάλλων φιλοσόφων, από τον 17ο ως τον 20ο αιώνα (Πασκάλ, Μαλεμπράνς, Μοντεσκιέ, Ρουσσώ, Μπερξόν, Σαρτρ, Ρενέ Ζιράρ, Φουκώ, Ντελέζ, Ντεριντά, Κλεμάν Ροσέ, Σιοράν κ.ά.), διάβασα την εξής φράση του που με έπληξε σαν ηλεκτροσόκ με την ακράδαντη βεβαιότητά της: αναστοχαζόμενος, αναφορικά με τον Κώστα Αξελό, «τι αυτοσεβασμός και τι αυτοβασανισμός χρειάζεται για να μη συντριβείς στο διάλογο με τα μεγάλα έργα και εντέλει τι σημαίνει να ζεις (Έλληνας και λάτρης του ελληνίζειν) σε μια ξένη χώρα», σπεύδει να χαρακτηρίσει τη Γαλλία ως εξής: «Ξένη γλωσσικά και (με εξαίρεση τον Καρτέσιο και τον Πασκάλ, μια ορισμένη ποίηση και ένα ορισμένο “ύφος ζωής”) ξένη στη σκέψη»[18] [προφανώς δεν εντάσσει εδώ στη «σκέψη» την πεζογραφία!] «Μεγάλη σκέψη» για τον Κωστή υπήρξε μόνο, έστω κυρίως, η αρχαία ελληνική και η γερμανική. Σε ένα χωρίο όπου αναφέρεται σε «μεγάλη σκέψη», παραθέτει μόνο τους Νίτσε, Μαρξ και Χέγκελ.[19] Πάσχισα λοιπόν, στο συγκεκριμένο αρχείο, να εντοπίσω, με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια, τις επιμέρους όψεις της εντονότατης παρουσίας του γαλλικού πνεύματος (ιδίως της πεζογραφίας, της ποίησης και της φιλοσοφίας) στο έργο του Κωστή και την ιδιοτυπία του διαλόγου στον οποίο ανοίχτηκε, σε όλη την πορεία του, με μείζονες Γάλλους: από τους Σταντάλ, Μπαλζάκ, Φλωμπέρ, Μαλλαρμέ, Βαλερύ και Προυστ μέχρι τους Καρτέσιο, Πασκάλ, Κοντιγιάκ, Ρουσσώ, Κοντ, Μπερξόν, Ζανκελεβίτς, Σαρτρ, Μερλώ-Ποντύ, Καμύ, Ρικέρ, Λεβινάς, Ρενέ Ζιράρ, Φουκώ, Ντελέζ, Ντεριντά κ.ά.
– ΠΝΕΥΜΑ
– ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Όσον αφορά τα δευτερεύοντα αρχεία –τα οποία δεν είναι όλα αντικειμενικώς δευτερεύοντα, αλλά υπό το πρίσμα της δικής μου συνάντησης με το έργο του Κωστή τη συγκεκριμένη περίοδο–, ορισμένα από αυτά είναι τα εξής:
– Ο ΚΩΣΤΗΣ ΩΣ ΗΘΟΣΤΟΧΑΣΤΗΣ (moraliste)
– Ο ΚΩΣΤΗΣ ΩΣ ΔΙΑΤΑΞΙΚΟΣ (transclasse), βάσει της εξαιρετικά ενδιαφέρουσας προβληματικής την οποία εισήγαγε στον φιλοσοφικό διάλογο, το 2014, η Σαντάλ Ζακέ, προκειμένου να εξηγήσει φιλοσοφικά το φαινόμενο της μη αναπαραγωγής, με έμφαση στο εντυπωσιακό πέρασμα ορισμένων ατόμων από την κατώτερη κοινωνική τάξη στην ανώτερη, ιδίως στο πεδίο των γραμμάτων.[20]
– ΑΥΤΟΒΕΛΤΙΩΣΗ ΚΑΙ ΑΥΤΟΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
– ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ
– ΕΡΩΤΑΣ
– ΠΑΘΗ
– ΚΑΚΟ
– ΠΟΛΕΜΟΣ
– ΟΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΕΣ
– ΤΣΙΓΑΡΑ-ΠΟΤΑ-ΚΑΤΑΧΡΗΣΕΙΣ
– ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ
– ΙΡΑΣΙΟΝΑΛΙΣΜΟΣ/ΑΝΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
– ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ-ΤΕΧΝΕΣ
– ΑΓΩΓΗ-ΠΑΙΔΕΙΑ
– ΘΡΗΣΚΕΙΑ-ΘΕΟΛΟΓΙΑ
– ΣΕ ΤΙ ΔΙΑΦΩΝΩ ΜΕ ΤΟΝ ΚΩΣΤΗ
To καθένα από τα αρχεία αυτά υποδιαιρείται σε θέματα, με ανοιχτό τόσο τον αριθμό τους όσο και τη σπουδαιότητα τους. Λ.χ. το αρχείο για το κακό στη σκέψη του Κωστή περιέχει για την ώρα πέντε τουλάχιστον βασικές ενότητες:
α) Ποικίλες μορφές του κακού: «Το κακό βέβαια έχει πολλά πρόσωπα, όπως ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια. Συμφορές, επιδημίες, πνιγμοί είναι μορφές του κακού. Όπως είναι και ο φθόνος, το μίσος, η κακεντρέχεια και το “να μη σμίξουν ούτε τα κόκκαλά μας” που ξεστομίζουν οι φαρμακόγλωσσες γυναίκες».[21]
β) Το ηθικό κακό προϋποθέτει την ανθρώπινη ελευθερία. Αν δεν προϋποθέσουμε ότι είμαστε ελεύθεροι, δεν τίθεται ζήτημα καλού ή κακού.[22]
Σημαντικό είναι εν προκειμένω –καθώς και γενικότερα στο έργο του Κωστή– το ζήτημα του αίματος, κυρίως στην περίπτωση των αδελφών, δεδομένου ότι ο Κωστής υποστηρίζει σε κείμενό του τα εξής: «Η αδελφική αγάπη είναι διπλή, όπως διπλό, τετράδιπλο είναι το αδελφικό μίσος. Από κει που έρχεται η μεγάλη βοήθεια έρχεται και ο μεγάλος κίνδυνος, καθώς το αίμα, ισχυρότερο πάντα από τον άνθρωπο που το φέρει στις φλέβες του, λυτρώνει και μεγαλουργεί, όπως τρικυμίζει και τρελαίνει».[23] Αξίζει ασφαλώς να συνεξεταστεί η θέση αυτή με τις αναλύσεις του Φρεντερίκ Βορμς (Frédéric Worms) περί «εσωτερικών βιαιοτήτων» στην προσφάτως δημοσιευθείσα στα ελληνικά μελέτη του Οι χρόνιες παθήσεις της δημοκρατίας (Εκδόσεις Πόλις, 2018).
γ) Το κακό από θρησκευτική και θεολογική άποψη, ειδικότερα στον καθολικισμό, στον προτεσταντισμό[24] κ.λπ.
δ) Το κακό στη φιλοσοφία, αρχής γενομένης από τον Πλάτωνα και τη διαίρεση της ψυχής σε τρία μέρη, ένα έλλογο και δύο άλογα.[25]
ε) Η μύχια σχέση της λογοτεχνίας με το κακό, βασική θέση τόσο του Μπαλζάκ όσο και του Φλωμπέρ: τι είδους μυθιστόρημα να γράψεις για ένα ενάρετο πρόσωπο; «Πώς μπορεί να παρουσιάζει ενδιαφέρον ένας ενάρετος ήρωας (που εξ ορισμού είναι άγονο έδαφος για το κακό);»[26] Τη σχέση αυτή αναδεικνύει έξοχα ο Κωστής στο έργο χορείας λογοτεχνών, κυρίως βεβαίως στις περιπτώσεις του Ντοστογιέφσκι[27] και του Παπαδιαμάντη[28] – επίσης όμως σε αυτήν του Τόμας ντε Κουίνσι[29] ή στο μυθιστόρημα του Ρ. Λ. Στήβενσον, Ο άρχοντας του Μπάλαρντε.[30]
Ειδικότερα, ένα βασικό θέμα το οποίο απασχολεί τον Κωστή, με αφορμή το έργο του Παπαδιαμάντη, είναι το εξής: αν το κακό είναι επιλογή, απόφαση ζωής ή αν, αντιθέτως, μοιάζει εκμαυλισμός, παραδρομή, μοιραία –άρα συγγνωστή– “ατέλεια του ανθρώπου”. Δεν θα διστάσει μάλιστα να υποστηρίξει ότι το μεγαλείο του Παπαδιαμάντη, όσον αφορά το εν λόγω ζήτημα, έγκειται στο γεγονός ότι δεν παίρνει δογματικά θέση αλλά ταλαντεύεται διαρκώς και μάλιστα ότι «απολαμβάνει τους δισταγμούς του».[31]
4. Προσπάθεια αποφυγής του κινδύνου της υπερβολικής συστηματοποίησης της σκέψης του Κωστή, του εγκλωβισμού της σε καλούπια: Έχω προφανώς επίγνωση του κινδύνου –ενός από τους κινδύνους– που ελλοχεύει σε ένα τέτοιο εγχείρημα. Αναφέρομαι στον κίνδυνο εγκλωβισμού του Κωστή σε καλούπια (σε δικά μου καλούπια), στον κίνδυνο παρουσίασης της σκέψης του ως πιο συστηματικής απ’ όσο είναι.
Και, φυσικά, πιστεύω ότι ισχύει για τον Κωστή (όσον αφορά τη σχέση της ακτινοβολίας της γραφής του με τις ιδέες του) ό,τι έχει γράψει για τον Ντοστογιέφσκι: «Τα βιβλία του δεν έμειναν στην Ιστορία σαν δικαίωση κάποιων ιδεών, αλλά σαν περιφανείς δικαιώσεις του εαυτού τους και μόνο».[32]
Ωστόσο, το γεγονός ότι κάποιος στοχαστής –μεταξύ των οποίων πολλοί φιλόσοφοι– απορρίπτει τη συστηματικότητα, επειδή ακριβώς πασχίζει να υποτάξει την πολυπλοκότητα της πραγματικότητας στα σχήματά της, ακρωτηριάζοντάς την, δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε εμείς να ανακαλύψουμε, να εντοπίσουμε, εκ του αποτελέσματος, ορισμένα δομικά χαρακτηριστικά ενός στοχασμού, την κρυφή ενότητά του, το ζωτικό κέντρο του, έστω υπό μορφή δομικών εντάσεων, όπως χαρακτηριστικά έχει γίνει στην περίπτωση των αντισυστημικών φιλοσοφιών του Rousseau και του Bergson. Η σταδιακή αναστοχαστική συμπλήρωση των αρχείων μου (και η προσθήκη νέων) βάσει της μελέτης σύνολου του έργου του Κωστή –η οποία βεβαίως είναι εργασία εν προόδω (work in progress), όχι μόνο διότι δεν διάβασα εξολοκλήρου όλα τα βιβλία του και όλες τις μικρότερες εργασίες του αλλά κυρίως διότι κάθε επάνοδος στο έργο ενός μεγάλου συγγραφέα προσφέρει ωριμότερους καρπούς και αναπάντεχες εκλάμψεις στον προσεκτικό μελετητή– μου επιτρέπει να νιώθω ότι έχω συλλάβει έναν κόσμο του Κωστή, έναν κόσμο βεβαίως ανοιχτό, όπου οι φαινομενικά αντιφατικές θέσεις οφείλονται είτε στην επικέντρωσή του σε διαφορετικές εκάστοτε διαστάσεις και πτυχές της πραγματικότητας είτε σε εντάσεις του στοχασμού του.
5. H δουλειά αυτή –εργασία και χαρά κυριολεκτικά– είχε, στο γίγνεσθαί της, και μια άλλη διάσταση (μάλιστα όσο περισσότερο διαρκούσε και εξακολουθεί να διαρκεί τόσο περισσότερο διατρανώνεται αυτή η διάσταση). Τη διάσταση της αθανασίας, όπως την αναδεικνύει (μεταξύ άλλων) ο Καστοριάδης –προηγουμένως η Hannah Arendt– βασιζόμενος στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία και τις εκφράσεις της, η βασικότερη από τις οποίες είναι κατ’ αυτόν η φιλοσοφία. Δεν πρόκειται για μετά θάνατο ζωή, αλλά για την αθανασία που σου χαρίζει το έργο σου, που κερδίζεις μέσω του έργου σου. Θα μπορούσε να το συγκρίνει κανείς με ό,τι λέει ο Σπινόζα για την αιωνιότητα, σε ρητή αντιδιαστολή προς την αθανασία, την οποία απορρίπτει, στο πέμπτο μέρος της Ηθικής. Τούτη δεν είναι (ή τουλάχιστον δεν είναι μόνο) προϊόν της φιλίας. Μπορεί άνετα κάποιος –αυτό μάλιστα συμβαίνει τις περισσότερες φορές– να αγαπά τον φίλο, χωρίς να νιώθει ότι είναι/υπήρξε μεγάλος δημιουργός. Τόσο το καλύτερο μάλιστα για τη φιλία (αυτή είναι χαρακτηριστικά η στάση του Κωστή απέναντι στον Χρήστο Βακαλόπουλο).[33] Όταν όμως ανοίγεσαι σε ένα έργο, έστω αν προσέρχεσαι ως έδαφος έτοιμο να γονιμοποιηθεί/πρόσφορο για γονιμοποίηση από τον εν λόγω σπόρο, είναι αναγκαίο ο σπόρος να είναι δυνατός. Και μάλιστα να μην πρόκειται για επιπόλαιη εντύπωση, αλλά να το νιώθεις διαρκώς. Πράγματι, κάθε φορά που επισκέπτομαι το έργο του Κωστή, ο θαυμασμός αναδύεται/γεννιέται σαν την πρώτη φορά.
Έχω γράψει και με άλλη ευκαιρία για την «παιδαγωγική του θαυμασμού» (θα προσέθετα και της γενναιοφροσύνης) που διέπει τον τρόπο με τον οποίο ανοίγομαι στη φιλοσοφία στη Γαλλία (και όχι μόνο: ούτε μόνο στη φιλοσοφία ούτε μόνο στη Γαλλία).[34] Γιατί όμως στη «φιλοσοφία στη Γαλλία;» Θα αναγκαστώ να επαναλάβω την περίφημη φράση του Montaigne για τον φίλο του Étienne de la Boétie, Γιατί είναι αυτή, γιατί είμαι εγώ,[35] που καλύτερή της δεν βρήκε ο Sartre για να χαρακτηρίσει τη σχέση του με τον Merleau-Ponty, όταν πληροφορήθηκε τον αδόκητο θάνατό του, τον Μάιο του 1961.[36] Η ζωή μας είναι μικρή (vita brevis), σε κάθε περίπτωση πεπερασμένη. Και να θέλαμε, δεν μπορούμε να γευθούμε όλα τα καλούδια που μας προσφέρει αφειδώς. Πόσω μάλλον με ανθρώπους και δημιουργούς που δεν μας ταιριάζουν, που δεν μας «μιλάνε», που δεν τους βρίσκουμε σημαντικούς και αξιοθαύμαστους. Η χαρά που αντλώ από τη συναναστροφή –πραγματική ή μέσω των βιβλίων τους– με ανθρώπους που θαυμάζω (και, ει δυνατόν, που αγαπάω) αποτελεί το θεμέλιο της ισορροπίας μου (εφόσον φυσικά δεν απατώμαι στο σημείο αυτό: με λένε Γιάννη και είμαι καλά;) και το ισχυρότερο και πιο τελεσφόρο αντίδοτο στη θλίψη που διαχέουν αφειδώλευτα οι κάθε λογής εξουσίες (καθώς δεν αντέχουν να τη βιώνουν μόνες τους, να τους τρώει τα σωθικά). Χωρίς διάθεση αγιοποίησης και γνωρίζοντας πολύ καλά πού διαφωνώ με τον Κωστή, εννοώ με τον τρόπο ανοίγματός του στον κόσμο και με την βιοθεωρία του, όπως φυσικά τα συλλαμβάνω, θαύμαζα τον Κωστή ενόσω ζούσε και εξακολουθώ να τον θαυμάζω κάθε φορά που έχω τη χαρά να ξανανοίγω τα βιβλία του, τα οποία μάλιστα μου φτιάχνουν τη διάθεση και μόνο που τα βλέπω και μόνο που τα αγγίζω, πόσω μάλλον όποτε κατορθώνω, θέτοντας, προσωρινά έστω, σε παρένθεση τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες, να χάνομαι στις σελίδες του. Χάνομαι γιατί ρεμβάζω.
[1] Στο Δοκίμιο για τα άμεσα δεδομένα της συνείδησης (1889), στο πλαίσιο της διάκρισης ανάμεσα στο επιφανειακό και το βαθύ εγώ. Το βιβλίο αυτό κυκλοφορεί στα ελληνικά, σε μετάφραση του Κ. Παπαγιώργη, με τον τίτλο: Τα άμεσα δεδομένα της συνείδησης, Αθήνα, Εκδ. Καστανιώτη, σειρά «Μείζονα φιλοσοφικά», 1998.
[2] Bλ. χαρακτηριστικά όσα γράφει ο Κωστής για τον Μαρτίνο Λούθηρο: τα βασικά χαρακτηριστικά του βίου και της πολιτείας του όταν εντάχθηκε στη μονή των αυγουστίνιων ερημιτών της Ερφούρτης, «δεν μας διαφωτίζουν ιδιαίτερα για τον ψυχικό προσανατολισμό του ανδρός ούτε για τον τρόπο που αυτός ο αφοσιωμένος καθολικός θα μεταπηδήσει αυθωρεί από τη θέση του μοναχού στον θρυλικό ρόλο του προφήτη. Την εσωτερική πορεία τη μαντεύουμε μόνο από το τελικό αποτέλεσμα» (βλ. Κ. Παπαγιώργης, Ο Χέγκελ και η γερμανική επανάσταση, 2000, σ. 12-13∙ η έμφαση είναι δική μου). Δεν αναφέρω τον εκδοτικό οίκο, διότι όλα τα βιβλία του έχουν εκδοθεί –ή επανεκδοθεί– από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.
[3] Βλ. λ.χ. Κ. Παπαγιώργης, Σιαμαία και ετεροθαλή, 1990, σ. 109: «… επιστολές που μόνο οι μοναξιασμένοι από σαράκι γράφουν…». Για το θεμελιώδη ρόλο μιας ορισμένης μοναξιάς στη δημιουργία πρωτότυπου λογοτεχνικού έργου, βλ. ό.π., σ. 59: «Ο συγγραφέας που “γράφει” είναι ο άνθρωπος που ξεκινάει “άγλωσσος”, χωρίς συμπαράσταση, χωρίς έτοιμο κόσμο, χωρίς φίλους. Γι’ αυτό και τα βιβλία που αφήνουν εποχή είναι βιβλία μοναχικά και πάνω απ’ όλα χωρίς παρελθόν».
[4] Βλ. Ζ. Ζατέλη, «Η απουσία ως άλλο βίωμα», στο Κ. Παπαγιώργης, Υπεραστικά, 2014, σ. 11-14.
[5] Βλ. «Ματιές στο έργο του Κωστή Παπαγιώργη: ένας πνευματοκράτης διαταξικός ηθοστοχαστής;», Νέα Εστία, έτος 91ο, τόμ. 180ός, τχ. 1872, Μάρτιος 2017, σ. 141-181.
[6] Για το θέμα αυτό, βλ. το άρθρο μου «Η αλληλοδιείσδυση στο ψυχικό πεδίο στη φιλοσοφία του Bergson», δια-ΛΟΓΟΣ (επετηρίδα φιλοσοφικής έρευνας, Αθήνα, Εκδόσεις Παπαζήση), τχ. 2, 2012, σ. 128-148.
[7] Βλ. Σπινόζα, Ηθική, μτφρ. Ευάγγελος Βανταράκης, εισαγωγή Βασιλική Γρηγοροπούλου, Αθήνα, Εκδόσεις Εκκρεμές, σειρά «Ευμενείς έλεγχοι», 2009, σ. 131: «Δεν υπάρχει τίποτα από τη φύση του οποίου να μην έπεται κάποιο αποτέλεσμα». Στο θεώρημα αυτό βασίζονται κατά κύριο λόγο οι αναλύσεις του Αλεξάντρ Ματερόν (Alexandre Matheron) για τη φιλοσοφία του Spinoza ως «οντολογία της δύναμης».
[8] Βλ. Κ. Παπαγιώργης, Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ, 1997, σ. 145: «Ήτο “σκιασμένος”. Δεν επεθύμει ν’ αντικρύζη αρχάς, εξουσίας, και ανθρώπους με αξιώματα. Τοιαύτη τις ήτο η “πετριά” την οποίαν έπασχε» (απόσπασμα από Τα Ρόδιν’ ακρογιάλια).
[9] Βλ. Κέντρο Δηλητηριάσεων, 2006, σ. 141: «Ο λογοτέχνης συνήθως έχει όλα τα ελαττώματα του μεγάλου άνδρα (εγωκεντρισμό, ναρκισσισμό, μισαλλοδοξία…), αλλά σπανίως και υπερσπανίως τις αρετές του (τάλαντο, δημιουργικότητα, ικανότητα να λυτρώνεται διά της γραφής και να απαλλάσσεται από το εκφαυλισμένο μέρος της ψυχής του)» (η έμφαση είναι δική μου).
[10] Βλ. Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ, ό.π., σ. 148: «Αν οι θαλασσομάρτυρες έχουν ανάγκη συναξαριστή, τότε τι άλλο είναι ο Παπαδιαμάντης; Αίφνης τα πάθη της κοινότητας, όλη η αμάχη του βίου που σέρνει πίσω της ένα πολυκέφαλο πλήθος ζώντων και τεθνεώτων, προικίζεται με τη διάσταση μιας αναπάντεχης αγιογραφίας. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς πιστός για να δεχθεί πως ό,τι υποφέρει αγιάζει. Υπ’ αυτή την έννοια, κάθε παπαδιαμαντικό διήγημα γράφεται σαν συναξάρι. […] Η πίστη του τον έκανε συναξαριστή» (η έμφαση είναι δική μου∙ βλ. και τη συνέχεια αυτής της σελίδας).
[11] Βλ. Κ. Παπαγιώργης, Σιαμαία και ετεροθαλή, 1990, σ. 109: «Γενικά το σημαντικό [στην πεζογραφία του Γιώργου Ιωάννου] δεν είναι το θέμα (γι’ αυτό άλλωστε αποκομίζουμε πάντα την ίδια αίσθηση) αλλά το ύφος. Ένα ύφος που παρακολουθεί και περιγράφει συνηθισμένες και ασυνήθιστες μνήμες με ευλάβεια και τετελεσμένη ικανότητα αγιογράφου» (η έμφαση είναι δική μου).
[12] Αναφορικά με τη σχέση του Βακαλόπουλου με την Πάτμο –«πιθανώς η πιο βαθιά φιλία της ζωής του»–, ο Κωστής, διερωτώμενος γιατί και πώς συνάφθηκε αυτή η σχέση, γράφει τα εξής: «Σκαστός από την Αθήνα και πιθανότατα από ένα μέρος του αθηναϊκού εαυτού του που δεν έβγαζε τα έξοδά του, πήγαινε στην Πάτμο… […]. Όσο άχαρο κι αν ακούγεται, αξίζει να πούμε ότι τα συχνά ταξίδια του στο νησί είχαν και μια χροιά προσκυνήματος∙ […] η Πάτμος ήταν γι’ αυτόν ένας τόπος κατεξοχήν εσωτερικός» (Γεια σου, Ασημάκη, 1993, σ. 149-150∙ η έμφαση είναι δική μου).
[13] Στο άρθρο του «Η ποταπότητα»: «Χωρίς να φταίει για όλα ο φροϋδισμός, στη λογοτεχνία και στη σκέψη το ασυνείδητο –περίπου σαν απωθημένη Κόλαση– απελευθερώθηκε για να προσθέσει νέα φρικίαση» (Υπεραστικά, ό.π., σ. 340).
[14] Βλ. Σημειωματάριο της Ανθρώπινης Κωμωδίας. Ο Κωστής Παπαγιώργης ανθολογεί Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Αθήνα, Εκδόσεις Μπάστας-Πλέσσας, σειρά «η μικρή κιβωτός», 1995. Επανέκδοση από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, 2017.
[15] Βλ. Pierre Bourdieu, Πασκαλιανοί διαλογισμοί, μτφρ. Έφη Γιαννοπούλου, Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, 2016, κεφ. 1: «Η κριτική του σχολαστικού λόγου» (σ. 26-93).
[16] Βλ. χαρακτηριστικά το κείμενό του «Η χαμένη αμεσότητα», στο Σιαμαία και ετεροθαλή, ό.π., σ. 54-56.
[17] Βλ. Κ. Θεμελής, Η ανάποδη των ανθρώπων. Η μανία του Κωστή Παπαγιώργη, Αθήναι, Ίνδικτος, σειρά «Προσωπογραφίες», 2003, σ. 38-40.
[18] Βλ. Σιαμαία και ετεροθαλή, ό.π., σ. 106 (η έμφαση είναι δική μου).
[19] Βλ. αυτόθι: «Για τους αναγνώστες που αρέσκονται στο διάλογο με τη μεγάλη σκέψη, […] ο Αξελός δεν μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα. Αυτοί ας διαβάζουν τη Γενεαλογία της ηθικής, το Κεφάλαιο ή τη Φαινομενολογία του πνεύματος».
[20] Βλ. το άρθρο μου «Η θεωρία περί “διαταξικών” της Chantal Jaquet : Μια, σπινοζικής έμπνευσης, φιλοσοφική προσέγγιση του φαινομένου της μη αναπαραγωγής», διά-ΛΟΓΟΣ, τχ. 6, 2016, σ. 223-247. Στο άρθρο αυτό παρουσιάζω τις βασικές θέσεις που αναπτύσσει η Ch. Jaquet, καθηγήτρια νεότερης φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Paris 1 – Panthéon-Sorbonne και επίτιμη καθηγήτρια φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (2018), στο βιβλίο της Les transclasses ou la non-reproduction, Παρίσι, P.U.F., 2014. Πβ. τα πρακτικά του συνεδρίου «La fabrique des transclasses», που εκδόθηκαν με επιμέλεια της Ch. Jaquet και του Gérard Bras, Παρίσι, P.U.F., 2018.
[21] Βλ. Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ, ό.π., σ. 177-178.
[22] Βλ. χαρακτηριστικά Κ. Παπαγιώργης, Περί μέθης, 1990, σ. 95: «Όπως με εκατό κουνέλια δε φτιάχνουμε ένα άλογο, με εκατό Ραζουμίχιν και Μαρμελάντοφ δεν φτιάχνουμε έναν αληθινά κακό, δηλαδή αληθινά ελεύθερο. Εφόσον το κακό παραμένει ανεξήγητο χωρίς την ελευθερία, η εκλογή του ήρωα –που σαν άνθρωπο τον δικαιώνει και ταυτόχρονα τον συντρίβει – πρέπει να παραμένει υπεράνω της μέθης. Αν ο Ρασκόλνικοφ διέπραττε το έγκλημά του με μια μποτίλια βότκα στην τσέπη, τότε η πράξη του θα έχανε κάθε πειθώ. Όχι επειδή τάχα ο μεθυσμένος δε σκοτώνει, αλλά επειδή αυτό –ειδικά αυτός– ο φόνος πρέπει να είναι αποτέλεσμα ελευθερίας, ξάστερου νου, ανεπηρέαστης βούλησης. Με άλλα λόγια, παραμερίζοντας τη μέθη ο Ντοστογιέφσκη προστατεύει τις δυνάμεις του κακού». Πβ. αυτόθι, σ. 92-93: «η αλήθεια του Χριστού, αντινομική, άλογη, έξω από κάθε ορθολογική εξήγηση, βρίσκεται κοντά στην τρέλα, γιατί ταυτίζεται με την ελευθερία. Η βαθύτερη ιδέα του Ντοστογιέφσκι […] συνίσταται σε αυτό και μόνο: μόνο επειδή υπάρχει απόλυτη ελευθερία μεταξύ καλού και κακού τίθεται το ζήτημα του Θεού. Διαφορετικά, ένας κόσμος που ταυτίζεται μόνο με το καλό δεν έχει ανάγκη τον Θεό. Η μεγαλειώδης απόδειξη της ύπαρξης του Θεού είναι το κακό. Με άλλα λόγια, ο Θεός υπάρχει επειδή, πάνω από κάθε εξήγηση, κάθε ορθολογική οργάνωση του εγκόσμιου, κάθε κράτος του Καίσαρα, υπάρχει η ελευθερία. Αυτήν ακριβώς την ελευθερία και το σατανικό ενίοτε πάθος της θα υπηρετήσουν οι ντοστογιεφσκικοί ήρωες. Αν είναι αλλόφρονες, σύμμαχοι με το έγκλημα και την τρέλα, η αιτία δε βρίσκεται στη φύση τους, αλλά στην ελευθερία. Οι ψυχές τους διχάζονται γιατί η ηθική τους ακολουθεί τον μείζονα ηθικό διχασμό. Στην περίπτωση που θα ήταν απλώς κακοί ή απλώς καλοί θα ήταν και ασήμαντοι» (η έμφαση, και στα δύο παρατεθέντα χωρία, είναι δική μου). Πβ. του ίδιου, Μυστικά της συμπάθειας, 1994, σ. 110-111.
[23] Βλ. ό.π., σ. 78.
[24] Για το ρόλο του κακού σύμφωνα με τον Μαρτίνο Λούθηρο, βλ. κυρίως Ο Χέγκελ και η γερμανική επανάσταση, ό.π., σ. 17-22.
[25] Βλ. χαρακτηριστικά Σιαμαία και ετεροθαλή, ό.π., σ. 72 και, του ίδιου, Τρία μουστάκια. Ψιχία μηδενισμού, 2006, σ. 99-100.
[26] Βλ. ενδεικτικά Σιαμαία και ετεροθαλή, ό.π., σ. 30-31. Πβ. του ίδιου, Η ομηρική μάχη, 1993, σ. 25-26. Βλ. επίσης Υπεραστικά, ό.π., σ. 196-197.
[27] Βλ. χαρακτηριστικά Κ. Παπαγιώργη, Ντοστογιέφσκι, 1990, σ. 249-258 και 350-351. Πβ. του ίδιου, Περί μέθης, ό.π., σ. 93 και 99.
[28] Βλ. κυρίως το τελευταίο κεφάλαιο της μελέτης του Κωστή για τον Παπαδιαμάντη: Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ, το οποίο τιτλοφορείται: «Η Φόνισσα ή η σχέση με το κακό».
[29] Αναφορά στο βιβλίο του Thomas de Quincey, Η δολοφονία ως μία εκ των καλών τεχνών, Εκδόσεις Ροές. Βλ. Κ. Παπαγιώργης, Μυστικά της συμπάθειας, ό.π., σ. 97-122: «Ο κύριος Ουίλιαμς».
[30] Βλ. ό.π., σ. 78.
[31] Βλ. Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ, ό.π., σ. 177-178: «η διάπλαση ενός προσώπου με τη ζύμη του κακού διαφέρει ριζικά από τις έκτακτες καταστάσεις, που αποσπούν την αρνητική πράξη από τον ήρωα ο οποίος δεν είναι ταγμένος στην άρνηση. Στη μία περίπτωση το κακό είναι επιλογή, απόφαση ζωής∙ στην άλλη μοιάζει εκμαυλισμός, παραδρομή, μοιραία –άρα συγγνωστή– “ατέλεια του ανθρώπου”. Πάνω σε αυτό ο αφηγητής θα ταλαντεύεται διαρκώς, για να μην πούμε ότι θα απολαμβάνει τους δισταγμούς του» (η έμφαση είναι δική μου).
[32] Βλ. Κ. Παπαγιώργης, Ντοστογιέφσκι, 3η έκδοση, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1990, σ. 238π.
[33] Βλ. χαρακτηριστικά Γεια σου, Ασημάκη,
[34] Βλ. το επίμετρό μου στην ελληνική έκδοση του πρώτου τόμου του δίτομου έργου του Deleuze, Κινηματογράφος.
[35] Βλ. Montaigne, Essais, I, 28. Πβ. Joseph Macé-Scaron, Montaigne, notre nouveau philosophe, Παρίσι, CNRS Éditions, σειρά «Biblis», 2011 (1η έκδοση Παρίσι, Plon, 2002), σ. 174 και 179.
[36] Βλ. Jean-Paul Sartre, Situations philosophiques, Παρίσι, Gallimard, σειρά «Tel», 1990, σ. 141: «Πόσους φίλους έχω χάσει που ζουν ακόμη. Δεν έφταιγε κανένας: ήταν αυτοί, ήμουν εγώ∙ το γεγονός (événement) μας έκανε και μας έφερε κοντά, αυτό μας χώρισε. […] Ήμασταν ίσοι, φίλοι, όχι όμοιοι∙ το είχαμε κατανοήσει εξαρχής». Αυτές είναι οι πρώτες γραμμές του κειμένου του Sartre, «Merleau-Ponty», που δημοσιεύθηκε στο ειδικό τεύχος του περιοδικού Les Temps Modernes, τον Οκτώβριο του 1961.