Το φαινόμενο δεν είναι φετινό, και προφανώς δεν αφορά μόνο τις δύο παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου που παρακολουθήσαμε ως τώρα στα φετινά ακρωτηριασμένα Επιδαύρια: αφορά γενικότερα τις επιλογές που γίνονται για το πρώτο τη τάξει αρχαίο θέατρο της χώρας, για τις οποίες είναι συνυπεύθυνοι και συνένοχοι δύο κορυφαίοι καλλιτεχνικοί οργανισμοί, το Φεστιβάλ Αθηνών (και Επιδαύρου, υπενθυμίζω) και το Εθνικό Θέατρο. Μικρή σημασία έχει αν μια παράσταση απέτυχε. Άλλωστε, θεωρώ προσόν ενός καλλιτεχνικού διευθυντή να διαθέτει μια δόση καλοπιστίας: να θεωρεί πως μια ιδέα μπορεί να είναι καλή και να πραγματοποιηθεί με τρόπο που να τη δικαιώσει, και όχι το αντίθετο. Όμως σε κάποιες περιπτώσεις, οι επιλογές δείχνουν διάφανα και τις κατευθύνσεις, κι εκεί, άσχετα από το βαθμό επιτυχίας ή μη της παράστασης, οι επιλέγοντες κρίνονται ακριβώς γι αυτό: για το σε ποιες ατραπούς οδηγούν αυτό το Φεστιβάλ και αυτό το θέατρο.

Υπάρχουν, λοιπόν, περιπτώσεις που το πράγμα φαίνεται από πολύ-πολύ νωρίς. Όταν, λοιπόν, άρχισαν οι ηθοποιοί να εμφανίζονται στο μετα-αποκαλυπτικό σκηνικό της Όλγας Μπρούμα που έμοιαζε να φέρει απόηχους δυστοπίας του Philippe Quesne, και οι θεατές άρχισαν να χειροκροτούν κάθε νέα εμφάνιση, δεν υπήρχε αμφιβολία πως επρόκειτο για ένα κοινό διαφορετικό από αυτό που συνήθως κατηφορίζει ως την αργολική γη για να δει θέατρο: ήταν οι εξοικειωμένοι στα ήθη των εμπορικών αιθουσών. Και θα σπεύσει κανείς να πει: κι είναι κακό αυτό; Δεν πρέπει να επιχειρήσει κανείς να προσελκύσει στην Επίδαυρο μια μερίδα κόσμου που δεν έχει συνηθίσει να παρακολουθεί παραστάσεις εκεί;  Μα και βέβαια! Το θέμα είναι με ποιους όρους συντελείται αυτή η προσπάθεια: αυτών που απαιτούν οι κώδικες του αρχαίου δράματος, ή αυτών στους οποίους είναι συνηθισμένο αυτό το κοινό –  τηλεοπτικό να το πούμε; του εμπορικού θεάτρου να το πούμε; Ε, μαντέψτε ποια είναι η απάντηση… Κι επίσης πρέπει κανείς να αποφασίσει αν αυτό που επιθυμεί είναι η επιτυχία στο ταμείο, ή μια άποψη που θα προσθέσει κάτι ουσιαστικό σε όσα έχουν λάβει χώρα στην Επίδαυρο τις τελευταίες δεκαετίες. Διαφορετικά, θα πρέπει να υπενθυμίσω ακόμα μια φορά την αντίδραση του Αλέξη Μινωτή όταν είχε ερωτηθεί για τον εμπορικό θρίαμβο της Αλίκης Βουγιουκλάκη ως Αντιγόνης: Αν θέλουμε την Επίδαυρο πάντα γεμάτη, να διοργανώνουμε εκεί ποδοσφαιρικούς αγώνες.

Από την πρώτη στιγμή, τα αστειάκια του χορού, οι μούτες κι οι χειρονομίες του είχαν χαρακτήρα παρακμιακής επιθεώρησης. Προς την ίδια κατεύθυνση και η χρήση των μασκών: χωρίς νόημα, στην τύχη, σαν αστειάκι. Ούτε γιατί τη φορούσαν όταν τη φορούσαν, ούτε γιατί την έβγαζαν όταν την έβγαζαν μπορούσε κανείς να καταλάβει. Η μάσκα όμως δεν είναι ένα σκηνικό αντικείμενο που χρησιμοποιείται όπως να’ναι. Άλλους κανόνες επιβάλλει η χρήση της στην υποκριτική, άλλο μέτρο απαιτεί: δεν πρόκειται απλά για ηθοποιούς που έκρυψαν το πρόσωπό τους. Υπάρχουν καλλιτέχνες που έχουν αφιερώσει χρόνια στη μελέτη της μάσκας – λαμπρό παράδειγμα ο Σίμος Κακάλας. Το πώς ακριβώς είχε στο νου του πως θα λειτουργούσαν ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, παρέμεινε ασαφές.

Το ίδιο συνέβη και με τη δική του παρουσία, είτε επί σκηνής, είτε ως φωνή από την κονσόλα του ηχολήπτη. Τι σκέφτηκε άραγε, πως θα λειτουργούσε στη Λυσιστράτη σαν να βρίσκεται σε έργο του Πιραντέλλο; Ή πως τα στημένα καυγαδάκια μεταξύ των ηθοποιών, ή μεταξύ ηθοποιών και του ιδίου, θα συμβόλιζαν τον εμφύλιο μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης, ή τη σύγκρουση μεταξύ ανδρών και γυναικών; Ένα εύρημα του οποίου έγινε κατάχρηση, οδήγησε σε δραματουργικό αχταρμά.

Πάντως, κόντρα στη γενικότερη επιθεωρησιακή αισθητική του εγχειρήματος, η γλώσσα της παράστασης παρέμεινε εξαιρετικά συντηρητική, και η εικόνα ακολούθησε. Αν εξαιρέσουμε το «Θέλω να γαμήσω» που ακούστηκε σε όλες τις πτώσεις και τους χρόνους, οι βωμολοχίες, το γυμνό  και οι λοιποί αριστοφανισμοί απουσίασαν από τη φετινή βερσιόν  της Λυσιστράτης. Και ο ίδιος ο Αριστοφάνης επίσης, πολύ φοβούμαι. Όχι, δεν θέλω να πω πως πρόκειται για στοιχεία απαραίτητα για να ανέβει το συγκεκριμένο έργο. Όμως δεν γίνεται να μην αντιμετωπίσει κανείς τα ζητήματα που θίγει, και να το ανεβάσει παρόλα αυτά.

Η Βίκυ Σταυροπούλου στον επώνυμο ρόλο, απεδείχθη συνετότερη και πιο συγκρατημένη από ότι θα μπορούσε να περιμένει κανείς. Δεν επανέλαβε τον τηλεοπτικό της εαυτό, δεν έκλεισε το μάτι στη (μεγάλη) μερίδα του κοινού που εμφανώς είχε έρθει κυρίως για χάρη της, δεν κατέφυγε στα κλισέ που έχει κατά κόρον επαναλάβει τα τελευταία χρόνια. Με λίγο περισσότερη σκηνοθετική βοήθεια, θα μπορούσε να δημιουργήσει μια ενδιαφέρουσα εκδοχή της διαβόητης  αριστοφανικής επαναστάτριας. Δυστυχώς δεν την είχε, κι είναι μάλλον η μεγάλη αδικημένη της βραδιάς.

Ο Γιάννης Κότσιφας ως Πρόβουλος είναι ο μόνος που κατάφερε να ξεχωρίσει. Βασισμένος στα δικά του κυρίως εφόδια, είναι αυτός που μένει στη μνήμη όταν η παράσταση έχει τελειώσει, και όλα τα υπόλοιπα ετερόκλιτα και αναφομοίωτα γρήγορα ξεχνιούνται. Όλοι οι υπόλοιποι ηθοποιοί, αβοήθητοι και ακαθοδήγητοι, οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο. Κρίμα – κι ειδικά για τη Στεφανία Γουλιώτη και την Αγορίτσα Οικονόμου. Αλλά και για το Νίκο Ψαρρά.

Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος είναι ένας ηθοποιός με αρετές. Μια ιδιωτική εταιρία παραγωγής του εμπιστεύτηκε τα τελευταία χρόνια μια σειρά από σκηνοθεσίες. Από αυτό μέχρι να του δοθεί η Επίδαυρος, και μάλιστα σε Αριστοφάνη, υπάρχει μια απόσταση. Αυτό που του συνέβη – και δεν είναι ούτε ο πρώτος, ούτε ο μόνος – είναι να βασιστεί σε μια ιδέα, ένα εύρημα, και να δημιουργήσει ένα αποτέλεσμα εξαιρετικά μονοδιάστατο, που σε τίποτα δεν απέδωσε την ορμή του κειμένου που εκλήθη να υπερασπιστεί. Δεν αρκεί αυτό για να ανεβάσεις τη Λυσιστράτη – με μια ιδέα παράσταση δεν γίνεται, με έναν άξονα ναι. Κι αυτοί που έσπευσαν τόσο γρήγορα να του αναθέσουν ένα τέτοιο έργο, εξετέθησαν ανεπανόρθωτα – αλλά εξέθεσαν και τον ίδιο.’

Για την τελική παράβαση όπου οι ηθοποιοί, δίκην πρωτόλειας σκηνής devised theatre, έβγαλαν επί σκηνής διάφορα εσώψυχά τους, ειλικρινά δεν ξέρω τι να πω. Είναι τόσο πρώτου επιπέδου – και ασύνδετη τόσο με την υπόλοιπη παράσταση, όσο και με το έργο – που αποτελειώνει τα λίγα που είχαν απομείνει όρθια. Και δείχνει ξεκάθαρα πόσο μια κακοχωνεμένη πρωτοπορία μπορεί να εξελιχτεί σε στείρα μανιέρα.

Αφελής και γλυκερή η μουσική της Κατερίνας Πολέμη, αλλά σίγουρα δεν μπορεί κανείς να της προσάψει οιαδήποτε ευθύνη: μην ξεχνάμε πως ο Φοίβος Δεληβορριάς είχε αναλάβει το ρόλο του συνθέτη της παράστασης, και απεσύρθη μετά από τη γνωστή ατυχή τοποθέτηση της υπουργού Πολιτισμού κας Μενδώνη, που θεώρησε καλό να αναφερθεί σε αυτή την ανάθεση με αφορμή την κόντρα τους για το σωματείο που θα συγκεντρώνει τα πνευματικά δικαιώματα. Σίγουρα, λοιπόν, η συνθέτις ούτε το χρόνο, ούτε τη διάθεση που χρειαζόταν δεν μπορούσε να έχει για να ξεδιπλώσει τις εγνωσμένες κι αδιαμφισβήτητες ικανότητές της. Δεν είναι τυχαίο που ακούστηκε ακόμα μια φορά σε παράσταση της Λυσιστράτης το Ένα μύθο θα σας πω του Χατζιδάκι. Είναι μια σίγουρη καταφυγή όταν όλα τα άλλα αποτυγχάνουν.

Εν τω μεταξύ, ούτε δεκαπέντε χιλιόμετρα μακρύτερα, στο Μικρό Θέατρο της Επιδαύρου, η ομάδα Ραφή σε μουσική διεύθυνση του Πάνου Ηλιόπουλου,  σκηνοθεσία των Νούλα/Τζιμούλη των Nova Melancholia και με τις ιδιοσυγκρασιακές παρεμβάσεις των ιδιοφυών Μιχάλη Σιγανίδη και Χάρη Λαμπράκη, διέσωζαν στην Κιβωτό τους την τιμή του Φεστιβάλ δημιουργώντας με λιτότατα μέσα ένα διαμαντάκι αφοπλιστικής ευθύτητας, που – ευτυχώς – εξόργισε διάφορους γνωστούς και απαξιωμένους «αστέρες» της ντόπιας alt right. Η πρώτη αξιοσημείωτη φετινή στιγμή. Αναμένεται στον ίδιο χώρο κι η Μαρία Πανουργιά