Πολλά γράφτηκαν, πολλά ακούστηκαν για τον «Ευαγγελισμό». Ίσως το 2023 να καταγραφεί ως το έτος της επιστροφής των έντονων, οργίλων αντιδράσεων. Ξεκίνησαν το καλοκαίρι και συνεχίζονται. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, απλώς αδυνατώ να καταλάβω το γιατί.
Πήγα στο Ρεξ κρατώντας μικρό καλάθι: παρόλο που δεν διαβάζω δημοσιεύματα πριν δω μια παράσταση, κάποια σχόλια είχαν φτάσει και στα δικά μου αυτιά. Ήδη από την έναρξη, το αρχικό εύρημα είναι ευφυές και σπαρακτικό: δύο γιατροί παγιδεύουν και ναρκώνουν το Θάνατο, ώστε ο ένας τους να έχει λίγο χρόνο ακόμα με τον πατέρα του, καθώς δεν κατάφεραν ποτέ να λύσουν τα ζητήματα ανάμεσά τους. Όμως, απόντος του Μεγάλου Θεριστή, κι όλοι οι άλλοι ασθενείς που είχαν ήδη εκμετρήσει το ζην, παρατείνουν υποχρεωτικά την παρουσία τους στα εγκόσμια. Από εκείνη την πρώτη στιγμή, η παράσταση με ρούφηξε.
Φοβόμουν αστειάκια επιθεωρησιακής στάθμης και ήθους. Δεν υπήρξαν. Υποψιάστηκα –μιούζικαλ γαρ- σκηνές εμπνευσμένες από τις θεσπέσιες σκηνές του νοσοκομείου στο «All that jazz». Πλανήθηκα. Σκέφτηκα πως τα κείμενα θα έχουν ύφος ανάλογο με το περυσινό «Μια νύχτα στην Επίδαυρο», λόγω του Γιάννη Αστερή που εκεί συνυπέγραφε το κείμενο, ενώ εδώ έγραψε το λιμπρέτο. Καμία σχέση. Και τι είναι λοιπόν το «Ευαγγελισμός, το μιούζικαλ»;
Αυτό που αποτελεί τη μεγάλη αρετή αυτού του φιλόδοξου και ανορθόδοξου πονήματος είναι η ισορροπία. Υπονοεί ακροθιγώς την πρόσφατη πανδημία που σάρωσε τον κόσμο, αλλά ειδικά τα νοσοκομεία, χωρίς ποτέ να την κατονομάσει. Παρουσιάζει την τραγική εικόνα των νοσοκομείων της χώρας χωρίς μηδέποτε να τη σατιρίσει ευτελώς ή να την καταγγείλει ευκόλως. Δείχνει με τρόπο συγκλονιστικό την αγωνία των οικείων των οποίων τα αγαπημένα πρόσωπα βρίσκονται –είτε ξαφνικά, είτε μετά από επώδυνη ασθένεια- στο κατώφλι του θανάτου χωρίς να το περνούν, αγγίζοντας συναισθήματα ανομολόγητα συνήθως, αντιφατικά και παράλογα. Σκέψεις αποτρόπαιες, και όμως ανθρώπινες και φυσικές, που κανείς δεν παραδέχεται και σχεδόν όλοι κάνουν. Παραδέχομαι τον Αστερή για την τόλμη του να τις αφήσει να ξεφύγουν από τα χείλη των χαρακτήρων του.
Η λέξη παράλογο έχει ιδιαίτερη σημασία: είναι ένα στοιχείο πανταχού παρόν, κυρίαρχο. Πώς αλλιώς άλλωστε να διαχειριστεί κανείς ένα χώρο οδύνης και απώλειας, ελπίδας και ματαίωσης, το τελευταίο συχνά κατώφλι της ύπαρξης; Ο Σιοράν, τρυφερός κυνικός, έγραψε κάποτε πως μια επίσκεψη σε νοσοκομείο αρκεί για να γίνει κανείς βουδιστής σε περίπτωση που δεν ήταν, ή να ξαναγίνει σε περίπτωση που είχε πάψει να είναι! Ετερόκλιτα στοιχεία βρίσκονται πλάι-πλάι –κάποια ενόχλησαν ιδιαιτέρως, όπως η πολυσυζητημένη «καραγκούνα», που προσωπικά βρήκα ευφυέστατη»- εικόνες μένουν θραυσματικές κι ανολοκλήρωτες, πρόσωπα εμφανίζονται κι εξαφανίζονται. Κοντολογίς, με τρόπο συμβολικό, δραματοποιημένο, αλλά ακόμα και ρεαλιστικό, πραγματικό, η εικόνα ενός μεγάλου νοσοκομείου μιας μητρόπολης σε στιγμές έντασης και αιχμής. Δεν δραματουργείται η οδύνη, μόνο υπονοείται.
Ίσως όμως το πιο καίριο είναι πως σχεδόν όλα όσα εμφανίζονται επί σκηνής είναι υλικό οικείο σε όλους. Άλλος λίγο άλλος πολύ, άλλος περισσότερες κι άλλος λιγότερες από αυτές τις καταστάσεις, τις έχουμε –αλίμονο- βιώσει. Θυμάμαι το εαυτό μου να κάθεται μόνος σε αυτή τη σειρά από πράσινες πλαστικές καρέκλες που κάθε ελληνικό νοσοκομείο που σέβεται τον εαυτό του διαθέτει, επί αρκετά κωμικοτραγικά βράδια. Μόνο να εικάσω μπορώ πόσοι άλλοι από την πλατεία είδαν τον εαυτό τους σε μια σκηνή, μια εικόνα, μια φράση, κάτι από όσα διαδραματίζονται. Κι ας είναι η ζωή ατελής σε σχέση με την επί σκηνής αναπαράστασή της.
Σε ένα τόσο μεγαλεπήβολο θέαμα συνόλου δεν είναι εύκολο να απομονώσεις και να επισημάνεις τη συμβολή του καθενός. Όλοι είναι αξιότατοι αναφοράς, με πρώτο φυσικά το συνθέτη, σκηνοθέτη, ιθύνοντα νου Άγγελο Τριανταφύλλου. Θα σταθώ στην Εύα Μανιδάκη, γιατί δεν έμοιαζε σαν δικό της το σκηνικό. Στην Αμάλια Μπένετ για την ανορθόδοξη αλλά τόσο καίρια κίνηση. Και από τους υπέροχους, ισάξιους και πανάξιους ερμηνευτές, στον Γιώργο Γλάστρα, γιατί μου έδειξε πως ίσως τον έχω αδικήσει στο παρελθόν και με έκανε να καταπιώ τη γλώσσα μου.
Ο «Ευαγγελισμός» σε κάνει να γελάσεις, αλλά σου παγώνει το γέλιο στο στόμα. Σε συγκινεί, αλλά σαμποτάρει τα δάκρυά σου με παράλογο χιούμορ και σαρκασμό πριν αυτά κυλήσουν. Σου θυμίζει και σου επισημαίνει, σε παρασύρει και σε μετακινεί. Μια φορά εγώ δεν μπόρεσα κι ούτε θέλησα να του αντισταθώ.